Αντικείμενο της παρούσας μελέτης (δημοσιευθείσα στο τχ. 2/2019 του περιοδικού "Δίκαιο της Κοινωνι... more Αντικείμενο της παρούσας μελέτης (δημοσιευθείσα στο τχ. 2/2019 του περιοδικού "Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης" των εκδόσεων Σάκκουλα στο πλαίσιο της 1ης Υποτροφίας για Υποψήφιους Διδάκτορες του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας) είναι η κριτική επισκόπηση του ιδιόμορφου συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) και η προσωπική-λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.) προβάλλουν ως καταρχήν δικαιολογητικοί λόγοι για την ιδιαίτερη μισθολογική και, κατ' επέκταση, συνταξιοδοτική μεταχείριση της τρίτης πολιτειακής εξουσίας. Στη συνέχεια, εκτίθενται αναλυτικά τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί το «Μισθοδικείο» (Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.) σχετικά με την κατάφαση της αντισυνταγματικότητας των συνταξιοδοτικών περικοπών στους δικαστικούς λειτουργούς. Ακολούθως, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς τις κανονιστικές και ηθικοπολιτικές προεκτάσεις της διακριτής συνταξιοδοτικής και εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών.
Το παρόν άρθρο-κριτική μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τις θεωρητικές και πρακτικές αμηχανίες της ν... more Το παρόν άρθρο-κριτική μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τις θεωρητικές και πρακτικές αμηχανίες της νεοπλατωνικής (και νεοκαντιανής συνάμα) θεωρίας του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως προς την ερμηνεία του δικαίου και, κυρίως, τη δημοκρατική οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας εστιάζοντας εντέλει στις μετα-δημοκρατικές προεκτάσεις της θεωρίας περί "βασιλικών ανδρών". Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην Τριμηνιαία Έκδοση Επιστημονικού Προβληματισμού και Παιδείας, "Σύγχρονα Θέματα" (τχ. 143-144, Οκτώβριος 2018-Μάρτιος 2019, σ. 168-175).
Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η δεοντοκρατική, μάλλον ουσιοκρατική, μεθοδολογική προσέγγιση του Κων/νου Τσάτσου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η νεοπλατωνική εκδοχή των "βασιλικών ανδρών" στην Ελλάδα της "εθνικοφροσύνης" μέσα από το διάλογο-αντίλογο του Κων/νου Τσάτσου με τον Αριστόβουλο Μάνεση.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος επιχειρείται ένας κριτικός αναστοχασμός γύρω από το μετα-δημοκρατικό πλαίσιο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, ιδίως μετά την περίοδο της "κρίσης" (τεχνοκρατικός νεοπλατωνισμός).
Πρόκειται για σχολιασμό της απόφασης 3037/2018 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκ... more Πρόκειται για σχολιασμό της απόφασης 3037/2018 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος συνταξιούχου για αποζημίωση των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ και του άρθρου 932 ΑΚ (αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης) λόγω των περικοπών στην κύρια και επικουρική σύνταξη γήρατος που επιβλήθηκαν σωρευτικά με σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων. Ο σχολιασμός της απόφασης δημοσιεύεται στις σελίδες 1169 επ. του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (τχ. 12/2018).
Επιπλέον, επιχειρείται μια καθολική επισκόπηση του κοινωνικοασφαλιστικού θεσμού σε καιρούς "κρίσης". Η παρούσα δικαιοδοτική κρίση αξιοποιεί τόσο τις συνταγματικές βάσεις της κοινωνικής ασφάλισης (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα στα δημόσια βάρη, χρέος κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης, κοινωνικό κράτος δικαίου) όσο και την υπερεθνική προστασία των συνταξιοδοτικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ).
Πρόκειται για σχολιασμό-κριτική της απόφασης 1/2018 του Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 Συντ. ("Μισ... more Πρόκειται για σχολιασμό-κριτική της απόφασης 1/2018 του Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 Συντ. ("Μισθοδικείου") που αφορά στη νομολογιακή κατάφαση της αντισυνταγματικότητας: α) των περικοπών στις συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίες επιβλήθηκαν με το άρθρο 1 υποπαρ. Β.3. του ν. 4093/2012 και, β) της προσωρινής θέσπισης ανώτατου ορίου ("πλαφόν") ύψους 2000 ευρώ για την καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης με το άρθρο 13 του ν. 4387/2016.
Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε (με τη μορφή παρατηρήσεων στη νομολογία) στο τεύχος 8-9/2018 του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (σ. 770-776).
Πρόκειται για βιβλιοκριτική στην "Αντιδραστική Ρητορική" του Albert O. Hirschman, η οποίο κυκλοφό... more Πρόκειται για βιβλιοκριτική στην "Αντιδραστική Ρητορική" του Albert O. Hirschman, η οποίο κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα σε μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (2017). Η βιβλιοκριτική περιλαμβάνεται στο έκτο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού "Margianalia-Σημειώσεις στο περιθώριο".
Πρόκειται για το σχολιασμό της ΣτΕ 1709/2017 (Α΄ Τμήμα) με αντικείμενο τους όρους και τις προϋποθ... more Πρόκειται για το σχολιασμό της ΣτΕ 1709/2017 (Α΄ Τμήμα) με αντικείμενο τους όρους και τις προϋποθέσεις της επεκτατικής εφαρμογής διατάξεων στο πεδίο των κοινωνικοασφαλιστικών ρυθμίσεων. Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (τχ. 12/2017).
Πρόκειται για ελαφρώς εμπλουτισμένη εκδοχή της εισήγησής μου στη δημόσια συζήτηση-εκδήλωση που πρ... more Πρόκειται για ελαφρώς εμπλουτισμένη εκδοχή της εισήγησής μου στη δημόσια συζήτηση-εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης με θέμα το βιβλίο του Michel Troper «Το Σύνταγμα και ο νομικός ρεαλισμός» (εισαγωγή-μετάφραση Γιώργου Καραβοκύρη) υπό την αιγίδα του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μια συνοπτική απόπειρα να διακριβωθεί η σχέση νομικού θετικισμού-νομικού ρεαλισμού, να εκτεθούν οι βασικές προκείμενες του μετα-θετικιστικού νομικού ρεαλισμού και να υπάρξει κριτικός αναστοχασμός επί του έργου του Troper (τόσο από εσωτερική οπτική γωνία όσο και από δικαιοπολιτική σκοπιά).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντ... more ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντιθετικής σχέσης μεταξύ φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής, υπό το πρίσμα των Ανεξάρτητων Αρχών. Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται η ανεύρεση του ηθικοπολιτικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα, το δημοκρατικό φαινόμενο αναδεικνύεται με τρεις διακριτούς τρόπους: α) ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους», β) ως «θεσμικό αντίβαρο» στην «τυραννία της πλειοψηφίας», και γ) ως «ίση πολιτική ελευθερία». Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στη νομική φύση και τους δικαιολογητικούς λόγους (φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικανικοί, κοινωνικοί) θέσπισης Ανεξάρτητων Αρχών τόσο στην ελληνική όσο και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (Η.Π.Α., Γαλλία). Ειδικότερα, αναφέρονται οι μικτές αρμοδιότητες των Ανεξάρτητων Αρχών (κανονιστικές, ελεγκτικές, κυρωτικές), έτσι ώστε αυτές να εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία με τη λειτουργική του όρου έννοια και να μην συνιστούν ιδιόμορφη «τέταρτη εξουσία». Στην τρίτη ενότητα προβάλλονται διεξοδικά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ της δημοκρατικής αρχής (ως «ίση πολιτική ελευθερία») και των Ανεξάρτητων Αρχών. Ως ζητήματα προβληματικής εναρμόνισης των Αρχών με το δημοκρατικό φαινόμενο εκτίθενται ο τρόπος εκλογής των μελών, ο –εν τοις πράγμασι παρατεινόμενος επ’ αόριστον- χρόνος θητείας των μελών και ο ασθενής κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης τους. Ενδεικτικά, αναφέρεται η -νεοσυσταθείσα με τυπικό νόμο- Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως παράδειγμα ασυμβατότητας τόσο με τη δημοκρατική αρχή όσο και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα δίνεται έμφαση στη μεταλλαγή του ρόλου του κράτους στην εποχή της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Στο πλαίσιο του New Public Management, η κυβέρνηση ως κυρίαρχο όργανο παραγωγής πολιτικής υποκαθίσταται από τη «διακυβέρνηση ως διαχείριση» και, κατά συνέπεια, η τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα ανάγεται σε λειτουργικό υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the complementary and contradictory relation between the liberal and the democratic principle, in the light of Independent Authorities. The first section examines the moral-political content of the democratic principle. Specifically, the democratic phenomenon is presented in three distinct ways: a) as “self-government of the people”, b) as an “institutional safeguard” towards “the tyranny of the majority”, and c) as “equal political freedom”. The second section focuses on the legal nature and the justification (liberal, republican, social) of the adoption of Independent Authorities both into the Greek and the foreign legal orders (U.S.A, France). In particular, the mixed (regulatory, supervisory, sanctionary) competences of the Independent Authorities are underlined, in order to be part of the executive power and not of a specific “fourth power”. The third section highlights in detail the points of convergence and divergence between the democratic principle (as “equal political freedom”) and the Independent Authorities. The manner of election of their members, their –de facto, prolonged for an indeterminate period of time- mandate and the weak parliamentary control over their actions are referred to as issues regarding the problematic harmonization of the Authorities in the democratic phenomenon. Indicatively, the –newly set by law- Independent Authority for Public Revenues is presented as an example of incompatibility with the democratic principle and the principle of the separation of powers. The fourth, and last, section emphasizes the transformation of the role of the state during the era of neo-liberal deregulation. Within the context of the New Public Management, the government as the sovereign authority which produces policies is substituted by the “governance as management” and, in consequence, the technocratic efficiency operates as a functional surrogate of the democratic legitimation.
Πρόκειται για μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησης μου για το πολιτικό-φιλοσοφικό υπόβα... more Πρόκειται για μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησης μου για το πολιτικό-φιλοσοφικό υπόβαθρο της "Δίκης των Έξι" (2.6.2017) στο πλαίσιο της σειράς Ανοιχτών Μαθημάτων "Ιστορικές Δίκες", που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία των κκ. Καλλιόπης Παπακωνσταντίνου, Ανδρέα Τάκη και Ακρίτα Καϊδατζή και τελεί υπό την αιγίδα της Κοσμητείας της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.
Συνοδοιπόροι στο "ταξίδι" της "Δίκης των Έξι" ήταν ο Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αδάμ Παπαδαμάκης, ο οποίος ανέλυσε το ποινικό-δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και η Δρ. Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ (ιστορικός-διεθνολόγος), κα. Άννα Κωνσταντινίδου, η οποία ανέπτυξε το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της "παρωδίας δίκης". Ρόλο συντονιστή είχε ο Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αχιλλέας Κουτσουράδης.
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρώ, με αφορμή το εμπειρικό υλικό της "Δίκης των οκτώ" και της εκτέλεσης των "έξι", να αντλήσω ορισμένα διαχρονικά πορίσματα για τον τρόπο, με τον οποίο επηρεάζεται το δίκαιο και, ειδικότερα, η απονομή δικαιοσύνης από την "κατάσταση εξαίρεσης", το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός "από τα πάνω" επιβαλλόμενου εθνολαϊκισμού.
Πρόκειται για εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης... more Πρόκειται για εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης και, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του μαθήματος του Συνταγματικού Δικαίου.
Η εργασία πραγματεύεται τη συμβιωτική και ανταγωνιστική σχέση των Ανεξάρτητων Αρχών με το κράτος δικαίου, στη ρεπουμπλικανική έκφανση (διάκριση των λειτουργιών, δημοκρατική αρχή) και στη φιλελεύθερη διάστασή του (δικαιώματα-ελευθερίες).
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή στην εγχώρια προβληματική των Ανεξάρτητων Αρχών πριν τη ρητή συνταγματική κατοχύρωσή τους με την αναθεώρηση του 2001.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται συγκριτικά ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών σε μια ηπειρωτικοευρωπαϊκή (Γαλλία) και σε μια αγγλοσαξονικού τύπου έννομη τάξη (Η.Π.Α.) και προβάλλονται ενδεικτικά κάποιες παθογένειες του αντίστοιχου ελληνικού θεσμικού μοντέλου.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα τίθενται επί τάπητος τα ανοιχτά ζητήματα νομιμοποίησης των Ανεξάρτητων Αρχών. Αρχικά, παρουσιάζονται οι δικαιοπολιτικοί λόγοι (ratio) συνταγματικής και νομοθετικής καθιέρωσης των Αρχών (φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική, κοινωνιοκεντρική οπτική). Στη συνέχεια, εκτίθεται η σχέση μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και διάκρισης των εξουσιών-λειτουργιών. Η οικεία ενότητα κλείνει με παράθεση της -εν πολλοίς ανταγωνιστικής- σχέσης των Ανεξάρτητων Αρχών με τη δημοκρατική αρχή, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο εκλογής των μελών τους και τον ασθενή κοινοβουλευτικό έλεγχο (κατ' ουσίαν "ήπια λογοδοσία" της δράσης τους).
Στην τέταρτη ενότητα προβάλλεται η νεοσύστατη "Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων" (ν. 4389/2016) ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και Κυβέρνησης.
Τέλος, παρατίθενται με τη μορφή επιλογικού προβληματισμού ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές ως νέα μορφή οργάνωσης του δημόσιου βίου (New Public Management), ιδίως σε μια εποχή εκτεταμένης απορρύθμισης (deregulation).
Η συγκεκριμένη εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης κατά το 2ο έ... more Η συγκεκριμένη εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης κατά το 2ο έτος σπουδών μου στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μετά τα βιογραφικά στοιχεία του John Rawls και μια προλογική έκθεση της νεωτερικής προβληματικής του κοινωνικού συμβολαίου, η εργασία διαρθρώνεται σε δύο κυρίως ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται κομβικές έννοιες της ρωλσιανής θεωρίας δικαιοσύνης (justice as fairness), όπως το "πέπλο της άγνοιας", οι "περιστάσεις της δικαιοσύνης", η "επάλληλη συναίνεση" και, πάνω απ' όλα, οι δύο θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης που θα επέλεγαν τα ορθολογικά πολιτικά υποκείμενα στην "πρωταρχική θέση".
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται οι τρεις βασικές κριτικές προσλήψεις της θεωρίας δικαιοσύνης του Rawls. Πρώτον, η ελευθεριστική (libertarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον Robert Nozick. Δεύτερον, η κοινοτιστική (communitarian) κριτική στην "πρωταρχική θέση" από τον Michael Sandel. Και τρίτον, η εξισωτική (egalitarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον G.A. Cohen.
Τέλος, εκτίθενται επιλογικά ορισμένα συμπεράσματα για την πολυσύνθετη -φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική και εξισωτική συνάμα- "Θεωρία Δικαιοσύνης" του διαπρεπούς Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου.
Το παρόν κείμενο αποτελεί τη συνθετική εργασία που υπέβαλα τον Σεπτέμβριο 2016 στο πλαίσιο του πρ... more Το παρόν κείμενο αποτελεί τη συνθετική εργασία που υπέβαλα τον Σεπτέμβριο 2016 στο πλαίσιο του πρώτου έτους σπουδών στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης (Α.Π.Θ.). Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ. Ακρίτα Καϊδατζή, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά με τις διεισδυτικές του παρατηρήσεις στο τελικό αποτέλεσμα.
Η εργασία χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, με την τρίτη, όπου τίθεται ο κεντρικός πυρήνας του προβληματισμού, να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια κριτική ανασκευή της παραδοσιακής τριμερούς διάκρισης των δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) και δίνεται έμφαση στην παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων-ελευθεριών (status mixtus).
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η αλληλεγγύη ως αυτοτελής αρχή δικαίου, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας στη βάση κάθε συνταγματικά αποδεκτής κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα καταγράφεται ο τρόπος, με τον οποίο έχει αξιοποιηθεί το χρέος κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.) στην εθνική και υπερεθνική νομολογία της "κοινωνικής ασφάλισης", ιδίως κατά τη "μνημονιακή" περίοδο.
Στον επίλογο αναφέρεται με τη μορφή συμπερασμάτων η άρρηκτη σύνδεση της αλληλεγγύης με το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και τίθεται προς συζήτηση η αναβάθμιση της -επιμεριστικής- κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων σε καθολικό δικαίωμα (κοινωνική ασφάλεια).
Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης του ΠΜΣ Δημοσίου Δικα... more Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ. Διαρθρώνεται σε τρεις βασικές ενότητες.
Στην πρώτη εξετάζεται η ανάγνωση του Marx από την οπτική γωνία του Antonio Gramsci.
Στη δεύτερη και κύρια ενότητα καταγράφονται οι κεντρικοί ιδεολογικοί άξονες και η βιωμένη εμπειρία της ευρωκομμουνιστικής "στιγμής".
Στο τρίτο και τελευταίο σκέλος της εργασίας επισημαίνονται ενδεικτικά προοπτικές και αδιέξοδα για τον "ευρωκομμουνισμό" μετά την πτώση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" (1989) και την κατάρρευση της Lehman Brothers (2008).
Πρόκειται για μια απόπειρα ανάδειξης του ηθικοπολιτικού υποβάθρου των κανόνων δικαίου, μέσα από μ... more Πρόκειται για μια απόπειρα ανάδειξης του ηθικοπολιτικού υποβάθρου των κανόνων δικαίου, μέσα από μια ερμηνεία της διεισδυτικής οπτικής του Ronald Dworkin ("Taking Rights Seriously"). Την υπερασπιστική γραμμή του αναλυτικού νομικού θετικισμού, μέσα από το "Concept of Law" του H.L.A. Hart, ανέλαβε και διεκπεραίωσε με άρτιο τρόπο ο αγαπητός συμφοιτητής στο μεταπτυχιακό, Ηλίας Μόσχου. Προσπαθήσαμε να ζωντανέψουμε το debate σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα με τη μορφή παράλληλων μονολόγων και δευτερολογίας με κεντρικό άξονα τις εργασίες μας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικ... more ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικής ανυπακοής στο πλαίσιο μιας νομιμοποιημένης έννομης τάξης και να αναδειχθεί η πολιτική ανυπακοή σε εκείνο το αναγκαίο, δυναμικό στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ δικαίου και ηθικής, μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή στις προνεωτερικές κοινωνίες (της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Μεσαίωνα), όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συλλήψεις για τη θεμελίωση καθήκοντος υπακοής στις ρυθμίσεις του πολιτικά κυριάρχου. Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται το σύμφυτο ζήτημα των προϋποθέσεων γένεσης prima facie καθήκοντος υπακοής και νομιμοποίησης ορισμένης έννομης τάξης (α) φυσικοδικαιικές-συμβολαιοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, β) διαδικαστικές-θετικιστικές θεωρίες νομιμοποίησης, γ) ορθολογικές θεωρίες νομιμοποίησης, δ) ωφελμιστικές-συνεπειοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, ε) μικτές θεωρίες νομιμοποίησης και τέλος, θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός prima facie καθήκοντος υπακοής με αναρχικό ή μαρξιστικό υπόβαθρο). Στην τρίτη ενότητα εξετάζονται αρχικά οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ανυπακοής (α) δημόσια τέλεση και πολιτική στοχοθεσία της ενέργειας, β) μη χρήση βίας, γ) εξάντληση των προσφερόμενων μέσων παροχής έννομης προστασίας και δ) ετοιμότητα αποδοχής των επιβαλλόμενων εννόμων συνεπειών). Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το status της δικαιολογημένης πολιτικής ανυπακοής ως εξαιρετικής ηθικοπολιτικής δυνατότητας, χωρίς να αποτελεί ούτε εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα ούτε ηθικά επιβαλλόμενο καθήκον. Η συγκεκριμένη ενότητα ολοκληρώνεται με κριτική αποτίμηση των θεωριών πολιτικής ανυπακοής, οι οποίες διατυπώνονται από τους εκπροσώπους του εξισωτικού φιλελευθερισμού (π.χ. Rawls, Dworkin). Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα παρουσιάζονται τα κοινά σημεία και οι βασικές διαφορές μεταξύ της πολιτικής ανυπακοής και δύο σύμφυτων, αλλά όχι ταυτόσημων εννοιών, της αντίρρησης συνείδησης και του δικαιώματος αντίστασης (επανάστασης). Η αρχή της καθολικευσιμότητας των ηθικών κρίσεων και οι αρχές νομιμοποίησης της έννομης τάξης αναδεικνύονται και σε αυτό το σημείο, όπως και σε ολόκληρη την εργασία, σε κομβικούς όρους, για να προκύψει μια δίκαιη έννομη τάξη, βασισμένη στις αρχές της (προσωπικής και συλλογικής) αυτονομίας, της ίσης ελευθερίας για όλους και της κοινωνικής αλληλεγγύης, με κορωνίδα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the role of (justified) civil disobedience in the context of a legitimate legal order and to demonstrate that civil disobedience constitutes the necessary, dynamic element which bridges the gap between law and ethics, between legality and legitimacy. The first section includes a historical review of pre-neoteric societies (ancient Greece, Rome and the Middle Ages), which were dominated by metaphysical conceptions regarding the establishment of a duty to obey to the orders of the sovereign ruler. The second section examines the relevant issue of the requirements for the establishment of a prima facie duty to obey and the legitimacy of a certain legal order (a) natural law-contractualist theories, b)procedural-positivist theories, c) rational theories, d) utilitarian-consequentialist theories, e) mixed theories, and , finally, theories denying the existence of a prima facie duty to obey, on an anarchist or marxist basis). The third section examines, at first, the conditions activating the mechanism of civil disobedience (a) public performance and political aim of this action, b) non-violence, c) exhaustion of the provided remedies for legal protection, d) willingness to accept the legal consequences). In addition, justified civil disobedience is defined as an extraordinary moral-political option and not as a legally protected right, nor as an ethically imposed duty. This section ends with a critical assessment of civil disobedience theories, as expressed by representatives of egalitarian liberalism (e.g. Rawls, Dworkin). The fourth and last section presents the common points and basic differences between civil disobedience and two relevant, but not identical, notions, that of conscientious objection and that of the right of resistance (revolution). The principle of universalization of moral judgments and the principles of legitimization of the legal order are underlined at this point, as well as in the entire thesis, as essential terms for the establishment of a just legal order based on the principles of (personal and collective) autonomy, equal freedom for everyone and social solidarity, topped by respect of the principle of human dignity.
Το παρόν κείμενο αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησής μου στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστο... more Το παρόν κείμενο αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησής μου στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου με τίτλο "Αξιοκρατία και διανεμητική δικαιοσύνη" (15.5.2017).
Στο πλαίσιο της εισήγησης αυτής επιχειρείται η κριτική ανασκευή ή, ορθότερα, η κοινωνική ανανοηματοδότηση της αξιοκρατίας (meritocracy) ως αποκλειστικού κριτηρίου διανομής πόρων και αξιωμάτων, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της "βασικής κοινωνικής δομής".
Η παρούσα εργασία παρουσιάσθηκε το πρώτον ως προφορική εισήγηση κατά το 8ο Κοινό Σεμινάριο Συνταγ... more Η παρούσα εργασία παρουσιάσθηκε το πρώτον ως προφορική εισήγηση κατά το 8ο Κοινό Σεμινάριο Συνταγματικού Δικαίου των ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου των Νομικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης (Πορταριά Πηλίου, 15-16.04.2016).
Βασικός άξονας της εισήγησης είναι η αποτύπωση της κανονιστικής δυναμικής του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρ. 25 παρ. 4 Συντ.) στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων (ιδίως ΣτΕ, αλλά και ΕλΣυν).
Στην πρώτη ενότητα θα αναδειχθεί η τριπλή διάσταση του άρ. 25 παρ. 4 Συντ. (ενδο-γενεακή αλληλεγγύη, δια-γενεακή αλληλεγγύη κι αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου) μέσω της παράθεσης επιλεγμένων νομολογιακών παραδειγμάτων.
Προκειμένου να φωτισθεί ευκρινέστερα η χρήση του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ. στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, θα υπάρξει αντιπαραβολή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και σύγκριση με αντίστοιχες δικαιοδοτικές κρίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η σύντομη αυτή ανάπτυξη θα κλείσει με την καταγραφή συμπερασμάτων από την περιήγηση στην εθνική και υπερεθνική νομολογία, και (ει δυνατόν) με τη διατύπωση κάποιων προτάσεων-ενδεικτικών κατευθύνσεων προς την περαιτέρω αξιοποίηση της κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης σε θεωρία και νομολογία.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης (δημοσιευθείσα στο τχ. 2/2019 του περιοδικού "Δίκαιο της Κοινωνι... more Αντικείμενο της παρούσας μελέτης (δημοσιευθείσα στο τχ. 2/2019 του περιοδικού "Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης" των εκδόσεων Σάκκουλα στο πλαίσιο της 1ης Υποτροφίας για Υποψήφιους Διδάκτορες του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας) είναι η κριτική επισκόπηση του ιδιόμορφου συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) και η προσωπική-λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.) προβάλλουν ως καταρχήν δικαιολογητικοί λόγοι για την ιδιαίτερη μισθολογική και, κατ' επέκταση, συνταξιοδοτική μεταχείριση της τρίτης πολιτειακής εξουσίας. Στη συνέχεια, εκτίθενται αναλυτικά τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί το «Μισθοδικείο» (Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.) σχετικά με την κατάφαση της αντισυνταγματικότητας των συνταξιοδοτικών περικοπών στους δικαστικούς λειτουργούς. Ακολούθως, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς τις κανονιστικές και ηθικοπολιτικές προεκτάσεις της διακριτής συνταξιοδοτικής και εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών.
Το παρόν άρθρο-κριτική μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τις θεωρητικές και πρακτικές αμηχανίες της ν... more Το παρόν άρθρο-κριτική μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τις θεωρητικές και πρακτικές αμηχανίες της νεοπλατωνικής (και νεοκαντιανής συνάμα) θεωρίας του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως προς την ερμηνεία του δικαίου και, κυρίως, τη δημοκρατική οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας εστιάζοντας εντέλει στις μετα-δημοκρατικές προεκτάσεις της θεωρίας περί "βασιλικών ανδρών". Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην Τριμηνιαία Έκδοση Επιστημονικού Προβληματισμού και Παιδείας, "Σύγχρονα Θέματα" (τχ. 143-144, Οκτώβριος 2018-Μάρτιος 2019, σ. 168-175).
Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η δεοντοκρατική, μάλλον ουσιοκρατική, μεθοδολογική προσέγγιση του Κων/νου Τσάτσου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η νεοπλατωνική εκδοχή των "βασιλικών ανδρών" στην Ελλάδα της "εθνικοφροσύνης" μέσα από το διάλογο-αντίλογο του Κων/νου Τσάτσου με τον Αριστόβουλο Μάνεση.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος επιχειρείται ένας κριτικός αναστοχασμός γύρω από το μετα-δημοκρατικό πλαίσιο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, ιδίως μετά την περίοδο της "κρίσης" (τεχνοκρατικός νεοπλατωνισμός).
Πρόκειται για σχολιασμό της απόφασης 3037/2018 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκ... more Πρόκειται για σχολιασμό της απόφασης 3037/2018 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος συνταξιούχου για αποζημίωση των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ και του άρθρου 932 ΑΚ (αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης) λόγω των περικοπών στην κύρια και επικουρική σύνταξη γήρατος που επιβλήθηκαν σωρευτικά με σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων. Ο σχολιασμός της απόφασης δημοσιεύεται στις σελίδες 1169 επ. του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (τχ. 12/2018).
Επιπλέον, επιχειρείται μια καθολική επισκόπηση του κοινωνικοασφαλιστικού θεσμού σε καιρούς "κρίσης". Η παρούσα δικαιοδοτική κρίση αξιοποιεί τόσο τις συνταγματικές βάσεις της κοινωνικής ασφάλισης (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα στα δημόσια βάρη, χρέος κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης, κοινωνικό κράτος δικαίου) όσο και την υπερεθνική προστασία των συνταξιοδοτικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ).
Πρόκειται για σχολιασμό-κριτική της απόφασης 1/2018 του Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 Συντ. ("Μισ... more Πρόκειται για σχολιασμό-κριτική της απόφασης 1/2018 του Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 Συντ. ("Μισθοδικείου") που αφορά στη νομολογιακή κατάφαση της αντισυνταγματικότητας: α) των περικοπών στις συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίες επιβλήθηκαν με το άρθρο 1 υποπαρ. Β.3. του ν. 4093/2012 και, β) της προσωρινής θέσπισης ανώτατου ορίου ("πλαφόν") ύψους 2000 ευρώ για την καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης με το άρθρο 13 του ν. 4387/2016.
Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε (με τη μορφή παρατηρήσεων στη νομολογία) στο τεύχος 8-9/2018 του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (σ. 770-776).
Πρόκειται για βιβλιοκριτική στην "Αντιδραστική Ρητορική" του Albert O. Hirschman, η οποίο κυκλοφό... more Πρόκειται για βιβλιοκριτική στην "Αντιδραστική Ρητορική" του Albert O. Hirschman, η οποίο κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα σε μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (2017). Η βιβλιοκριτική περιλαμβάνεται στο έκτο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού "Margianalia-Σημειώσεις στο περιθώριο".
Πρόκειται για το σχολιασμό της ΣτΕ 1709/2017 (Α΄ Τμήμα) με αντικείμενο τους όρους και τις προϋποθ... more Πρόκειται για το σχολιασμό της ΣτΕ 1709/2017 (Α΄ Τμήμα) με αντικείμενο τους όρους και τις προϋποθέσεις της επεκτατικής εφαρμογής διατάξεων στο πεδίο των κοινωνικοασφαλιστικών ρυθμίσεων. Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (τχ. 12/2017).
Πρόκειται για ελαφρώς εμπλουτισμένη εκδοχή της εισήγησής μου στη δημόσια συζήτηση-εκδήλωση που πρ... more Πρόκειται για ελαφρώς εμπλουτισμένη εκδοχή της εισήγησής μου στη δημόσια συζήτηση-εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης με θέμα το βιβλίο του Michel Troper «Το Σύνταγμα και ο νομικός ρεαλισμός» (εισαγωγή-μετάφραση Γιώργου Καραβοκύρη) υπό την αιγίδα του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μια συνοπτική απόπειρα να διακριβωθεί η σχέση νομικού θετικισμού-νομικού ρεαλισμού, να εκτεθούν οι βασικές προκείμενες του μετα-θετικιστικού νομικού ρεαλισμού και να υπάρξει κριτικός αναστοχασμός επί του έργου του Troper (τόσο από εσωτερική οπτική γωνία όσο και από δικαιοπολιτική σκοπιά).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντ... more ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντιθετικής σχέσης μεταξύ φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής, υπό το πρίσμα των Ανεξάρτητων Αρχών. Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται η ανεύρεση του ηθικοπολιτικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα, το δημοκρατικό φαινόμενο αναδεικνύεται με τρεις διακριτούς τρόπους: α) ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους», β) ως «θεσμικό αντίβαρο» στην «τυραννία της πλειοψηφίας», και γ) ως «ίση πολιτική ελευθερία». Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στη νομική φύση και τους δικαιολογητικούς λόγους (φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικανικοί, κοινωνικοί) θέσπισης Ανεξάρτητων Αρχών τόσο στην ελληνική όσο και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (Η.Π.Α., Γαλλία). Ειδικότερα, αναφέρονται οι μικτές αρμοδιότητες των Ανεξάρτητων Αρχών (κανονιστικές, ελεγκτικές, κυρωτικές), έτσι ώστε αυτές να εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία με τη λειτουργική του όρου έννοια και να μην συνιστούν ιδιόμορφη «τέταρτη εξουσία». Στην τρίτη ενότητα προβάλλονται διεξοδικά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ της δημοκρατικής αρχής (ως «ίση πολιτική ελευθερία») και των Ανεξάρτητων Αρχών. Ως ζητήματα προβληματικής εναρμόνισης των Αρχών με το δημοκρατικό φαινόμενο εκτίθενται ο τρόπος εκλογής των μελών, ο –εν τοις πράγμασι παρατεινόμενος επ’ αόριστον- χρόνος θητείας των μελών και ο ασθενής κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης τους. Ενδεικτικά, αναφέρεται η -νεοσυσταθείσα με τυπικό νόμο- Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως παράδειγμα ασυμβατότητας τόσο με τη δημοκρατική αρχή όσο και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα δίνεται έμφαση στη μεταλλαγή του ρόλου του κράτους στην εποχή της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Στο πλαίσιο του New Public Management, η κυβέρνηση ως κυρίαρχο όργανο παραγωγής πολιτικής υποκαθίσταται από τη «διακυβέρνηση ως διαχείριση» και, κατά συνέπεια, η τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα ανάγεται σε λειτουργικό υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the complementary and contradictory relation between the liberal and the democratic principle, in the light of Independent Authorities. The first section examines the moral-political content of the democratic principle. Specifically, the democratic phenomenon is presented in three distinct ways: a) as “self-government of the people”, b) as an “institutional safeguard” towards “the tyranny of the majority”, and c) as “equal political freedom”. The second section focuses on the legal nature and the justification (liberal, republican, social) of the adoption of Independent Authorities both into the Greek and the foreign legal orders (U.S.A, France). In particular, the mixed (regulatory, supervisory, sanctionary) competences of the Independent Authorities are underlined, in order to be part of the executive power and not of a specific “fourth power”. The third section highlights in detail the points of convergence and divergence between the democratic principle (as “equal political freedom”) and the Independent Authorities. The manner of election of their members, their –de facto, prolonged for an indeterminate period of time- mandate and the weak parliamentary control over their actions are referred to as issues regarding the problematic harmonization of the Authorities in the democratic phenomenon. Indicatively, the –newly set by law- Independent Authority for Public Revenues is presented as an example of incompatibility with the democratic principle and the principle of the separation of powers. The fourth, and last, section emphasizes the transformation of the role of the state during the era of neo-liberal deregulation. Within the context of the New Public Management, the government as the sovereign authority which produces policies is substituted by the “governance as management” and, in consequence, the technocratic efficiency operates as a functional surrogate of the democratic legitimation.
Πρόκειται για μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησης μου για το πολιτικό-φιλοσοφικό υπόβα... more Πρόκειται για μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησης μου για το πολιτικό-φιλοσοφικό υπόβαθρο της "Δίκης των Έξι" (2.6.2017) στο πλαίσιο της σειράς Ανοιχτών Μαθημάτων "Ιστορικές Δίκες", που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία των κκ. Καλλιόπης Παπακωνσταντίνου, Ανδρέα Τάκη και Ακρίτα Καϊδατζή και τελεί υπό την αιγίδα της Κοσμητείας της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.
Συνοδοιπόροι στο "ταξίδι" της "Δίκης των Έξι" ήταν ο Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αδάμ Παπαδαμάκης, ο οποίος ανέλυσε το ποινικό-δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και η Δρ. Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ (ιστορικός-διεθνολόγος), κα. Άννα Κωνσταντινίδου, η οποία ανέπτυξε το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της "παρωδίας δίκης". Ρόλο συντονιστή είχε ο Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αχιλλέας Κουτσουράδης.
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρώ, με αφορμή το εμπειρικό υλικό της "Δίκης των οκτώ" και της εκτέλεσης των "έξι", να αντλήσω ορισμένα διαχρονικά πορίσματα για τον τρόπο, με τον οποίο επηρεάζεται το δίκαιο και, ειδικότερα, η απονομή δικαιοσύνης από την "κατάσταση εξαίρεσης", το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός "από τα πάνω" επιβαλλόμενου εθνολαϊκισμού.
Πρόκειται για εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης... more Πρόκειται για εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης και, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του μαθήματος του Συνταγματικού Δικαίου.
Η εργασία πραγματεύεται τη συμβιωτική και ανταγωνιστική σχέση των Ανεξάρτητων Αρχών με το κράτος δικαίου, στη ρεπουμπλικανική έκφανση (διάκριση των λειτουργιών, δημοκρατική αρχή) και στη φιλελεύθερη διάστασή του (δικαιώματα-ελευθερίες).
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή στην εγχώρια προβληματική των Ανεξάρτητων Αρχών πριν τη ρητή συνταγματική κατοχύρωσή τους με την αναθεώρηση του 2001.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται συγκριτικά ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών σε μια ηπειρωτικοευρωπαϊκή (Γαλλία) και σε μια αγγλοσαξονικού τύπου έννομη τάξη (Η.Π.Α.) και προβάλλονται ενδεικτικά κάποιες παθογένειες του αντίστοιχου ελληνικού θεσμικού μοντέλου.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα τίθενται επί τάπητος τα ανοιχτά ζητήματα νομιμοποίησης των Ανεξάρτητων Αρχών. Αρχικά, παρουσιάζονται οι δικαιοπολιτικοί λόγοι (ratio) συνταγματικής και νομοθετικής καθιέρωσης των Αρχών (φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική, κοινωνιοκεντρική οπτική). Στη συνέχεια, εκτίθεται η σχέση μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και διάκρισης των εξουσιών-λειτουργιών. Η οικεία ενότητα κλείνει με παράθεση της -εν πολλοίς ανταγωνιστικής- σχέσης των Ανεξάρτητων Αρχών με τη δημοκρατική αρχή, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο εκλογής των μελών τους και τον ασθενή κοινοβουλευτικό έλεγχο (κατ' ουσίαν "ήπια λογοδοσία" της δράσης τους).
Στην τέταρτη ενότητα προβάλλεται η νεοσύστατη "Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων" (ν. 4389/2016) ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και Κυβέρνησης.
Τέλος, παρατίθενται με τη μορφή επιλογικού προβληματισμού ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές ως νέα μορφή οργάνωσης του δημόσιου βίου (New Public Management), ιδίως σε μια εποχή εκτεταμένης απορρύθμισης (deregulation).
Η συγκεκριμένη εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης κατά το 2ο έ... more Η συγκεκριμένη εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης κατά το 2ο έτος σπουδών μου στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μετά τα βιογραφικά στοιχεία του John Rawls και μια προλογική έκθεση της νεωτερικής προβληματικής του κοινωνικού συμβολαίου, η εργασία διαρθρώνεται σε δύο κυρίως ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται κομβικές έννοιες της ρωλσιανής θεωρίας δικαιοσύνης (justice as fairness), όπως το "πέπλο της άγνοιας", οι "περιστάσεις της δικαιοσύνης", η "επάλληλη συναίνεση" και, πάνω απ' όλα, οι δύο θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης που θα επέλεγαν τα ορθολογικά πολιτικά υποκείμενα στην "πρωταρχική θέση".
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται οι τρεις βασικές κριτικές προσλήψεις της θεωρίας δικαιοσύνης του Rawls. Πρώτον, η ελευθεριστική (libertarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον Robert Nozick. Δεύτερον, η κοινοτιστική (communitarian) κριτική στην "πρωταρχική θέση" από τον Michael Sandel. Και τρίτον, η εξισωτική (egalitarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον G.A. Cohen.
Τέλος, εκτίθενται επιλογικά ορισμένα συμπεράσματα για την πολυσύνθετη -φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική και εξισωτική συνάμα- "Θεωρία Δικαιοσύνης" του διαπρεπούς Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου.
Το παρόν κείμενο αποτελεί τη συνθετική εργασία που υπέβαλα τον Σεπτέμβριο 2016 στο πλαίσιο του πρ... more Το παρόν κείμενο αποτελεί τη συνθετική εργασία που υπέβαλα τον Σεπτέμβριο 2016 στο πλαίσιο του πρώτου έτους σπουδών στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης (Α.Π.Θ.). Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ. Ακρίτα Καϊδατζή, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά με τις διεισδυτικές του παρατηρήσεις στο τελικό αποτέλεσμα.
Η εργασία χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, με την τρίτη, όπου τίθεται ο κεντρικός πυρήνας του προβληματισμού, να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια κριτική ανασκευή της παραδοσιακής τριμερούς διάκρισης των δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) και δίνεται έμφαση στην παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων-ελευθεριών (status mixtus).
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η αλληλεγγύη ως αυτοτελής αρχή δικαίου, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας στη βάση κάθε συνταγματικά αποδεκτής κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα καταγράφεται ο τρόπος, με τον οποίο έχει αξιοποιηθεί το χρέος κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.) στην εθνική και υπερεθνική νομολογία της "κοινωνικής ασφάλισης", ιδίως κατά τη "μνημονιακή" περίοδο.
Στον επίλογο αναφέρεται με τη μορφή συμπερασμάτων η άρρηκτη σύνδεση της αλληλεγγύης με το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και τίθεται προς συζήτηση η αναβάθμιση της -επιμεριστικής- κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων σε καθολικό δικαίωμα (κοινωνική ασφάλεια).
Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης του ΠΜΣ Δημοσίου Δικα... more Η εργασία αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Πολιτικής Επιστήμης του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ. Διαρθρώνεται σε τρεις βασικές ενότητες.
Στην πρώτη εξετάζεται η ανάγνωση του Marx από την οπτική γωνία του Antonio Gramsci.
Στη δεύτερη και κύρια ενότητα καταγράφονται οι κεντρικοί ιδεολογικοί άξονες και η βιωμένη εμπειρία της ευρωκομμουνιστικής "στιγμής".
Στο τρίτο και τελευταίο σκέλος της εργασίας επισημαίνονται ενδεικτικά προοπτικές και αδιέξοδα για τον "ευρωκομμουνισμό" μετά την πτώση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" (1989) και την κατάρρευση της Lehman Brothers (2008).
Πρόκειται για μια απόπειρα ανάδειξης του ηθικοπολιτικού υποβάθρου των κανόνων δικαίου, μέσα από μ... more Πρόκειται για μια απόπειρα ανάδειξης του ηθικοπολιτικού υποβάθρου των κανόνων δικαίου, μέσα από μια ερμηνεία της διεισδυτικής οπτικής του Ronald Dworkin ("Taking Rights Seriously"). Την υπερασπιστική γραμμή του αναλυτικού νομικού θετικισμού, μέσα από το "Concept of Law" του H.L.A. Hart, ανέλαβε και διεκπεραίωσε με άρτιο τρόπο ο αγαπητός συμφοιτητής στο μεταπτυχιακό, Ηλίας Μόσχου. Προσπαθήσαμε να ζωντανέψουμε το debate σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα με τη μορφή παράλληλων μονολόγων και δευτερολογίας με κεντρικό άξονα τις εργασίες μας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικ... more ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικής ανυπακοής στο πλαίσιο μιας νομιμοποιημένης έννομης τάξης και να αναδειχθεί η πολιτική ανυπακοή σε εκείνο το αναγκαίο, δυναμικό στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ δικαίου και ηθικής, μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή στις προνεωτερικές κοινωνίες (της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Μεσαίωνα), όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συλλήψεις για τη θεμελίωση καθήκοντος υπακοής στις ρυθμίσεις του πολιτικά κυριάρχου. Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται το σύμφυτο ζήτημα των προϋποθέσεων γένεσης prima facie καθήκοντος υπακοής και νομιμοποίησης ορισμένης έννομης τάξης (α) φυσικοδικαιικές-συμβολαιοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, β) διαδικαστικές-θετικιστικές θεωρίες νομιμοποίησης, γ) ορθολογικές θεωρίες νομιμοποίησης, δ) ωφελμιστικές-συνεπειοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, ε) μικτές θεωρίες νομιμοποίησης και τέλος, θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός prima facie καθήκοντος υπακοής με αναρχικό ή μαρξιστικό υπόβαθρο). Στην τρίτη ενότητα εξετάζονται αρχικά οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ανυπακοής (α) δημόσια τέλεση και πολιτική στοχοθεσία της ενέργειας, β) μη χρήση βίας, γ) εξάντληση των προσφερόμενων μέσων παροχής έννομης προστασίας και δ) ετοιμότητα αποδοχής των επιβαλλόμενων εννόμων συνεπειών). Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το status της δικαιολογημένης πολιτικής ανυπακοής ως εξαιρετικής ηθικοπολιτικής δυνατότητας, χωρίς να αποτελεί ούτε εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα ούτε ηθικά επιβαλλόμενο καθήκον. Η συγκεκριμένη ενότητα ολοκληρώνεται με κριτική αποτίμηση των θεωριών πολιτικής ανυπακοής, οι οποίες διατυπώνονται από τους εκπροσώπους του εξισωτικού φιλελευθερισμού (π.χ. Rawls, Dworkin). Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα παρουσιάζονται τα κοινά σημεία και οι βασικές διαφορές μεταξύ της πολιτικής ανυπακοής και δύο σύμφυτων, αλλά όχι ταυτόσημων εννοιών, της αντίρρησης συνείδησης και του δικαιώματος αντίστασης (επανάστασης). Η αρχή της καθολικευσιμότητας των ηθικών κρίσεων και οι αρχές νομιμοποίησης της έννομης τάξης αναδεικνύονται και σε αυτό το σημείο, όπως και σε ολόκληρη την εργασία, σε κομβικούς όρους, για να προκύψει μια δίκαιη έννομη τάξη, βασισμένη στις αρχές της (προσωπικής και συλλογικής) αυτονομίας, της ίσης ελευθερίας για όλους και της κοινωνικής αλληλεγγύης, με κορωνίδα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the role of (justified) civil disobedience in the context of a legitimate legal order and to demonstrate that civil disobedience constitutes the necessary, dynamic element which bridges the gap between law and ethics, between legality and legitimacy. The first section includes a historical review of pre-neoteric societies (ancient Greece, Rome and the Middle Ages), which were dominated by metaphysical conceptions regarding the establishment of a duty to obey to the orders of the sovereign ruler. The second section examines the relevant issue of the requirements for the establishment of a prima facie duty to obey and the legitimacy of a certain legal order (a) natural law-contractualist theories, b)procedural-positivist theories, c) rational theories, d) utilitarian-consequentialist theories, e) mixed theories, and , finally, theories denying the existence of a prima facie duty to obey, on an anarchist or marxist basis). The third section examines, at first, the conditions activating the mechanism of civil disobedience (a) public performance and political aim of this action, b) non-violence, c) exhaustion of the provided remedies for legal protection, d) willingness to accept the legal consequences). In addition, justified civil disobedience is defined as an extraordinary moral-political option and not as a legally protected right, nor as an ethically imposed duty. This section ends with a critical assessment of civil disobedience theories, as expressed by representatives of egalitarian liberalism (e.g. Rawls, Dworkin). The fourth and last section presents the common points and basic differences between civil disobedience and two relevant, but not identical, notions, that of conscientious objection and that of the right of resistance (revolution). The principle of universalization of moral judgments and the principles of legitimization of the legal order are underlined at this point, as well as in the entire thesis, as essential terms for the establishment of a just legal order based on the principles of (personal and collective) autonomy, equal freedom for everyone and social solidarity, topped by respect of the principle of human dignity.
Το παρόν κείμενο αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησής μου στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστο... more Το παρόν κείμενο αποτελεί ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της εισήγησής μου στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου με τίτλο "Αξιοκρατία και διανεμητική δικαιοσύνη" (15.5.2017).
Στο πλαίσιο της εισήγησης αυτής επιχειρείται η κριτική ανασκευή ή, ορθότερα, η κοινωνική ανανοηματοδότηση της αξιοκρατίας (meritocracy) ως αποκλειστικού κριτηρίου διανομής πόρων και αξιωμάτων, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της "βασικής κοινωνικής δομής".
Η παρούσα εργασία παρουσιάσθηκε το πρώτον ως προφορική εισήγηση κατά το 8ο Κοινό Σεμινάριο Συνταγ... more Η παρούσα εργασία παρουσιάσθηκε το πρώτον ως προφορική εισήγηση κατά το 8ο Κοινό Σεμινάριο Συνταγματικού Δικαίου των ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου των Νομικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης (Πορταριά Πηλίου, 15-16.04.2016).
Βασικός άξονας της εισήγησης είναι η αποτύπωση της κανονιστικής δυναμικής του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρ. 25 παρ. 4 Συντ.) στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων (ιδίως ΣτΕ, αλλά και ΕλΣυν).
Στην πρώτη ενότητα θα αναδειχθεί η τριπλή διάσταση του άρ. 25 παρ. 4 Συντ. (ενδο-γενεακή αλληλεγγύη, δια-γενεακή αλληλεγγύη κι αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου) μέσω της παράθεσης επιλεγμένων νομολογιακών παραδειγμάτων.
Προκειμένου να φωτισθεί ευκρινέστερα η χρήση του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ. στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, θα υπάρξει αντιπαραβολή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και σύγκριση με αντίστοιχες δικαιοδοτικές κρίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η σύντομη αυτή ανάπτυξη θα κλείσει με την καταγραφή συμπερασμάτων από την περιήγηση στην εθνική και υπερεθνική νομολογία, και (ει δυνατόν) με τη διατύπωση κάποιων προτάσεων-ενδεικτικών κατευθύνσεων προς την περαιτέρω αξιοποίηση της κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης σε θεωρία και νομολογία.
Uploads
Papers by Thomas Psimmas
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) και η προσωπική-λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.) προβάλλουν ως καταρχήν δικαιολογητικοί λόγοι για την ιδιαίτερη μισθολογική και, κατ' επέκταση, συνταξιοδοτική μεταχείριση της τρίτης πολιτειακής εξουσίας. Στη συνέχεια, εκτίθενται αναλυτικά τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί το «Μισθοδικείο» (Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.) σχετικά με την κατάφαση της αντισυνταγματικότητας των συνταξιοδοτικών περικοπών στους δικαστικούς λειτουργούς. Ακολούθως, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς τις κανονιστικές και ηθικοπολιτικές προεκτάσεις της διακριτής συνταξιοδοτικής και εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών.
Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η δεοντοκρατική, μάλλον ουσιοκρατική, μεθοδολογική προσέγγιση του Κων/νου Τσάτσου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η νεοπλατωνική εκδοχή των "βασιλικών ανδρών" στην Ελλάδα της "εθνικοφροσύνης" μέσα από το διάλογο-αντίλογο του Κων/νου Τσάτσου με τον Αριστόβουλο Μάνεση.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος επιχειρείται ένας κριτικός αναστοχασμός γύρω από το μετα-δημοκρατικό πλαίσιο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, ιδίως μετά την περίοδο της "κρίσης" (τεχνοκρατικός νεοπλατωνισμός).
Επιπλέον, επιχειρείται μια καθολική επισκόπηση του κοινωνικοασφαλιστικού θεσμού σε καιρούς "κρίσης". Η παρούσα δικαιοδοτική κρίση αξιοποιεί τόσο τις συνταγματικές βάσεις της κοινωνικής ασφάλισης (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα στα δημόσια βάρη, χρέος κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης, κοινωνικό κράτος δικαίου) όσο και την υπερεθνική προστασία των συνταξιοδοτικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ).
α) των περικοπών στις συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίες επιβλήθηκαν με το άρθρο 1 υποπαρ. Β.3. του ν. 4093/2012 και,
β) της προσωρινής θέσπισης ανώτατου ορίου ("πλαφόν") ύψους 2000 ευρώ για την καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης με το άρθρο 13 του ν. 4387/2016.
Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε (με τη μορφή παρατηρήσεων στη νομολογία) στο τεύχος 8-9/2018 του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (σ. 770-776).
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μια συνοπτική απόπειρα να διακριβωθεί η σχέση νομικού θετικισμού-νομικού ρεαλισμού, να εκτεθούν οι βασικές προκείμενες του μετα-θετικιστικού νομικού ρεαλισμού και να υπάρξει κριτικός αναστοχασμός επί του έργου του Troper (τόσο από εσωτερική οπτική γωνία όσο και από δικαιοπολιτική σκοπιά).
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντιθετικής σχέσης μεταξύ φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής, υπό το πρίσμα των Ανεξάρτητων Αρχών. Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται η ανεύρεση του ηθικοπολιτικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα, το δημοκρατικό φαινόμενο αναδεικνύεται με τρεις διακριτούς τρόπους: α) ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους», β) ως «θεσμικό αντίβαρο» στην «τυραννία της πλειοψηφίας», και γ) ως «ίση πολιτική ελευθερία». Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στη νομική φύση και τους δικαιολογητικούς λόγους (φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικανικοί, κοινωνικοί) θέσπισης Ανεξάρτητων Αρχών τόσο στην ελληνική όσο και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (Η.Π.Α., Γαλλία). Ειδικότερα, αναφέρονται οι μικτές αρμοδιότητες των Ανεξάρτητων Αρχών (κανονιστικές, ελεγκτικές, κυρωτικές), έτσι ώστε αυτές να εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία με τη λειτουργική του όρου έννοια και να μην συνιστούν ιδιόμορφη «τέταρτη εξουσία». Στην τρίτη ενότητα προβάλλονται διεξοδικά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ της δημοκρατικής αρχής (ως «ίση πολιτική ελευθερία») και των Ανεξάρτητων Αρχών. Ως ζητήματα προβληματικής εναρμόνισης των Αρχών με το δημοκρατικό φαινόμενο εκτίθενται ο τρόπος εκλογής των μελών, ο –εν τοις πράγμασι παρατεινόμενος επ’ αόριστον- χρόνος θητείας των μελών και ο ασθενής κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης τους. Ενδεικτικά, αναφέρεται η -νεοσυσταθείσα με τυπικό νόμο- Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως παράδειγμα ασυμβατότητας τόσο με τη δημοκρατική αρχή όσο και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα δίνεται έμφαση στη μεταλλαγή του ρόλου του κράτους στην εποχή της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Στο πλαίσιο του New Public Management, η κυβέρνηση ως κυρίαρχο όργανο παραγωγής πολιτικής υποκαθίσταται από τη «διακυβέρνηση ως διαχείριση» και, κατά συνέπεια, η τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα ανάγεται σε λειτουργικό υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the complementary and contradictory relation between the liberal and the democratic principle, in the light of Independent Authorities. The first section examines the moral-political content of the democratic principle. Specifically, the democratic phenomenon is presented in three distinct ways: a) as “self-government of the people”, b) as an “institutional safeguard” towards “the tyranny of the majority”, and c) as “equal political freedom”. The second section focuses on the legal nature and the justification (liberal, republican, social) of the adoption of Independent Authorities both into the Greek and the foreign legal orders (U.S.A, France). In particular, the mixed (regulatory, supervisory, sanctionary) competences of the Independent Authorities are underlined, in order to be part of the executive power and not of a specific “fourth power”. The third section highlights in detail the points of convergence and divergence between the democratic principle (as “equal political freedom”) and the Independent Authorities. The manner of election of their members, their –de facto, prolonged for an indeterminate period of time- mandate and the weak parliamentary control over their actions are referred to as issues regarding the problematic harmonization of the Authorities in the democratic phenomenon. Indicatively, the –newly set by law- Independent Authority for Public Revenues is presented as an example of incompatibility with the democratic principle and the principle of the separation of powers. The fourth, and last, section emphasizes the transformation of the role of the state during the era of neo-liberal deregulation. Within the context of the New Public Management, the government as the sovereign authority which produces policies is substituted by the “governance as management” and, in consequence, the technocratic efficiency operates as a functional surrogate of the democratic legitimation.
Συνοδοιπόροι στο "ταξίδι" της "Δίκης των Έξι" ήταν ο Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αδάμ Παπαδαμάκης, ο οποίος ανέλυσε το ποινικό-δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και η Δρ. Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ (ιστορικός-διεθνολόγος), κα. Άννα Κωνσταντινίδου, η οποία ανέπτυξε το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της "παρωδίας δίκης". Ρόλο συντονιστή είχε ο Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αχιλλέας Κουτσουράδης.
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρώ, με αφορμή το εμπειρικό υλικό της "Δίκης των οκτώ" και της εκτέλεσης των "έξι", να αντλήσω ορισμένα διαχρονικά πορίσματα για τον τρόπο, με τον οποίο επηρεάζεται το δίκαιο και, ειδικότερα, η απονομή δικαιοσύνης από την "κατάσταση εξαίρεσης", το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός "από τα πάνω" επιβαλλόμενου εθνολαϊκισμού.
Η εργασία πραγματεύεται τη συμβιωτική και ανταγωνιστική σχέση των Ανεξάρτητων Αρχών με το κράτος δικαίου, στη ρεπουμπλικανική έκφανση (διάκριση των λειτουργιών, δημοκρατική αρχή) και στη φιλελεύθερη διάστασή του (δικαιώματα-ελευθερίες).
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή στην εγχώρια προβληματική των Ανεξάρτητων Αρχών πριν τη ρητή συνταγματική κατοχύρωσή τους με την αναθεώρηση του 2001.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται συγκριτικά ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών σε μια ηπειρωτικοευρωπαϊκή (Γαλλία) και σε μια αγγλοσαξονικού τύπου έννομη τάξη (Η.Π.Α.) και προβάλλονται ενδεικτικά κάποιες παθογένειες του αντίστοιχου ελληνικού θεσμικού μοντέλου.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα τίθενται επί τάπητος τα ανοιχτά ζητήματα νομιμοποίησης των Ανεξάρτητων Αρχών. Αρχικά, παρουσιάζονται οι δικαιοπολιτικοί λόγοι (ratio) συνταγματικής και νομοθετικής καθιέρωσης των Αρχών (φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική, κοινωνιοκεντρική οπτική). Στη συνέχεια, εκτίθεται η σχέση μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και διάκρισης των εξουσιών-λειτουργιών. Η οικεία ενότητα κλείνει με παράθεση της -εν πολλοίς ανταγωνιστικής- σχέσης των Ανεξάρτητων Αρχών με τη δημοκρατική αρχή, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο εκλογής των μελών τους και τον ασθενή κοινοβουλευτικό έλεγχο (κατ' ουσίαν "ήπια λογοδοσία" της δράσης τους).
Στην τέταρτη ενότητα προβάλλεται η νεοσύστατη "Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων" (ν. 4389/2016) ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και Κυβέρνησης.
Τέλος, παρατίθενται με τη μορφή επιλογικού προβληματισμού ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές ως νέα μορφή οργάνωσης του δημόσιου βίου (New Public Management), ιδίως σε μια εποχή εκτεταμένης απορρύθμισης (deregulation).
Μετά τα βιογραφικά στοιχεία του John Rawls και μια προλογική έκθεση της νεωτερικής προβληματικής του κοινωνικού συμβολαίου, η εργασία διαρθρώνεται σε δύο κυρίως ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται κομβικές έννοιες της ρωλσιανής θεωρίας δικαιοσύνης (justice as fairness), όπως το "πέπλο της άγνοιας", οι "περιστάσεις της δικαιοσύνης", η "επάλληλη συναίνεση" και, πάνω απ' όλα, οι δύο θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης που θα επέλεγαν τα ορθολογικά πολιτικά υποκείμενα στην "πρωταρχική θέση".
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται οι τρεις βασικές κριτικές προσλήψεις της θεωρίας δικαιοσύνης του Rawls. Πρώτον, η ελευθεριστική (libertarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον Robert Nozick. Δεύτερον, η κοινοτιστική (communitarian) κριτική στην "πρωταρχική θέση" από τον Michael Sandel. Και τρίτον, η εξισωτική (egalitarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον G.A. Cohen.
Τέλος, εκτίθενται επιλογικά ορισμένα συμπεράσματα για την πολυσύνθετη -φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική και εξισωτική συνάμα-
"Θεωρία Δικαιοσύνης" του διαπρεπούς Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου.
Η εργασία χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, με την τρίτη, όπου τίθεται ο κεντρικός πυρήνας του προβληματισμού, να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια κριτική ανασκευή της παραδοσιακής τριμερούς διάκρισης των δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) και δίνεται έμφαση στην παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων-ελευθεριών (status mixtus).
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η αλληλεγγύη ως αυτοτελής αρχή δικαίου, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας στη βάση κάθε συνταγματικά αποδεκτής κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα καταγράφεται ο τρόπος, με τον οποίο έχει αξιοποιηθεί το χρέος κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.) στην εθνική και υπερεθνική νομολογία της "κοινωνικής ασφάλισης", ιδίως κατά τη "μνημονιακή" περίοδο.
Στον επίλογο αναφέρεται με τη μορφή συμπερασμάτων η άρρηκτη σύνδεση της αλληλεγγύης με το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και τίθεται προς συζήτηση η αναβάθμιση της -επιμεριστικής- κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων σε καθολικό δικαίωμα (κοινωνική ασφάλεια).
Στην πρώτη εξετάζεται η ανάγνωση του Marx από την οπτική γωνία του Antonio Gramsci.
Στη δεύτερη και κύρια ενότητα καταγράφονται οι κεντρικοί ιδεολογικοί άξονες και η βιωμένη εμπειρία της ευρωκομμουνιστικής "στιγμής".
Στο τρίτο και τελευταίο σκέλος της εργασίας επισημαίνονται ενδεικτικά προοπτικές και αδιέξοδα για τον "ευρωκομμουνισμό" μετά την πτώση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" (1989) και την κατάρρευση της Lehman Brothers (2008).
Την υπερασπιστική γραμμή του αναλυτικού νομικού θετικισμού, μέσα από το "Concept of Law" του H.L.A. Hart, ανέλαβε και διεκπεραίωσε με άρτιο τρόπο ο αγαπητός συμφοιτητής στο μεταπτυχιακό, Ηλίας Μόσχου.
Προσπαθήσαμε να ζωντανέψουμε το debate σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα με τη μορφή παράλληλων μονολόγων και δευτερολογίας με κεντρικό άξονα τις εργασίες μας.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικής ανυπακοής στο πλαίσιο μιας νομιμοποιημένης έννομης τάξης και να αναδειχθεί η πολιτική ανυπακοή σε εκείνο το αναγκαίο, δυναμικό στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ δικαίου και ηθικής, μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή στις προνεωτερικές κοινωνίες (της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Μεσαίωνα), όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συλλήψεις για τη θεμελίωση καθήκοντος υπακοής στις ρυθμίσεις του πολιτικά κυριάρχου.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται το σύμφυτο ζήτημα των προϋποθέσεων γένεσης prima facie καθήκοντος υπακοής και νομιμοποίησης ορισμένης έννομης τάξης (α) φυσικοδικαιικές-συμβολαιοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, β) διαδικαστικές-θετικιστικές θεωρίες νομιμοποίησης, γ) ορθολογικές θεωρίες νομιμοποίησης, δ) ωφελμιστικές-συνεπειοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, ε) μικτές θεωρίες νομιμοποίησης και τέλος, θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός prima facie καθήκοντος υπακοής με αναρχικό ή μαρξιστικό υπόβαθρο).
Στην τρίτη ενότητα εξετάζονται αρχικά οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ανυπακοής (α) δημόσια τέλεση και πολιτική στοχοθεσία της ενέργειας, β) μη χρήση βίας, γ) εξάντληση των προσφερόμενων μέσων παροχής έννομης προστασίας και δ) ετοιμότητα αποδοχής των επιβαλλόμενων εννόμων συνεπειών). Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το status της δικαιολογημένης πολιτικής ανυπακοής ως εξαιρετικής ηθικοπολιτικής δυνατότητας, χωρίς να αποτελεί ούτε εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα ούτε ηθικά επιβαλλόμενο καθήκον. Η συγκεκριμένη ενότητα ολοκληρώνεται με κριτική αποτίμηση των θεωριών πολιτικής ανυπακοής, οι οποίες διατυπώνονται από τους εκπροσώπους του εξισωτικού φιλελευθερισμού (π.χ. Rawls, Dworkin).
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα παρουσιάζονται τα κοινά σημεία και οι βασικές διαφορές μεταξύ της πολιτικής ανυπακοής και δύο σύμφυτων, αλλά όχι ταυτόσημων εννοιών, της αντίρρησης συνείδησης και του δικαιώματος αντίστασης (επανάστασης).
Η αρχή της καθολικευσιμότητας των ηθικών κρίσεων και οι αρχές νομιμοποίησης της έννομης τάξης αναδεικνύονται και σε αυτό το σημείο, όπως και σε ολόκληρη την εργασία, σε κομβικούς όρους, για να προκύψει μια δίκαιη έννομη τάξη, βασισμένη στις αρχές της (προσωπικής και συλλογικής) αυτονομίας, της ίσης ελευθερίας για όλους και της κοινωνικής αλληλεγγύης, με κορωνίδα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the role of (justified) civil disobedience in the context of a legitimate legal order and to demonstrate that civil disobedience constitutes the necessary, dynamic element which bridges the gap between law and ethics, between legality and legitimacy.
The first section includes a historical review of pre-neoteric societies (ancient Greece, Rome and the Middle Ages), which were dominated by metaphysical conceptions regarding the establishment of a duty to obey to the orders of the sovereign ruler.
The second section examines the relevant issue of the requirements for the establishment of a prima facie duty to obey and the legitimacy of a certain legal order (a) natural law-contractualist theories, b)procedural-positivist theories, c) rational theories, d) utilitarian-consequentialist theories, e) mixed theories, and , finally, theories denying the existence of a prima facie duty to obey, on an anarchist or marxist basis).
The third section examines, at first, the conditions activating the mechanism of civil disobedience (a) public performance and political aim of this action, b) non-violence, c) exhaustion of the provided remedies for legal protection, d) willingness to accept the legal consequences). In addition, justified civil disobedience is defined as an extraordinary moral-political option and not as a legally protected right, nor as an ethically imposed duty. This section ends with a critical assessment of civil disobedience theories, as expressed by representatives of egalitarian liberalism (e.g. Rawls, Dworkin).
The fourth and last section presents the common points and basic differences between civil disobedience and two relevant, but not identical, notions, that of conscientious objection and that of the right of resistance (revolution).
The principle of universalization of moral judgments and the principles of legitimization of the legal order are underlined at this point, as well as in the entire thesis, as essential terms for the establishment of a just legal order based on the principles of (personal and collective) autonomy, equal freedom for everyone and social solidarity, topped by respect of the principle of human dignity.
Drafts by Thomas Psimmas
Στο πλαίσιο της εισήγησης αυτής επιχειρείται η κριτική ανασκευή ή, ορθότερα, η κοινωνική ανανοηματοδότηση της αξιοκρατίας (meritocracy) ως αποκλειστικού κριτηρίου διανομής πόρων και αξιωμάτων, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της "βασικής κοινωνικής δομής".
Βασικός άξονας της εισήγησης είναι η αποτύπωση της κανονιστικής δυναμικής του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρ. 25 παρ. 4 Συντ.) στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων (ιδίως ΣτΕ, αλλά και ΕλΣυν).
Στην πρώτη ενότητα θα αναδειχθεί η τριπλή διάσταση του άρ. 25 παρ. 4 Συντ. (ενδο-γενεακή αλληλεγγύη, δια-γενεακή αλληλεγγύη κι αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου) μέσω της παράθεσης επιλεγμένων νομολογιακών παραδειγμάτων.
Προκειμένου να φωτισθεί ευκρινέστερα η χρήση του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ. στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, θα υπάρξει αντιπαραβολή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και σύγκριση με αντίστοιχες δικαιοδοτικές κρίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η σύντομη αυτή ανάπτυξη θα κλείσει με την καταγραφή συμπερασμάτων από την περιήγηση στην εθνική και υπερεθνική νομολογία, και (ει δυνατόν) με τη διατύπωση κάποιων προτάσεων-ενδεικτικών κατευθύνσεων προς την περαιτέρω αξιοποίηση της κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης σε θεωρία και νομολογία.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) και η προσωπική-λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.) προβάλλουν ως καταρχήν δικαιολογητικοί λόγοι για την ιδιαίτερη μισθολογική και, κατ' επέκταση, συνταξιοδοτική μεταχείριση της τρίτης πολιτειακής εξουσίας. Στη συνέχεια, εκτίθενται αναλυτικά τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί το «Μισθοδικείο» (Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.) σχετικά με την κατάφαση της αντισυνταγματικότητας των συνταξιοδοτικών περικοπών στους δικαστικούς λειτουργούς. Ακολούθως, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς τις κανονιστικές και ηθικοπολιτικές προεκτάσεις της διακριτής συνταξιοδοτικής και εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών.
Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η δεοντοκρατική, μάλλον ουσιοκρατική, μεθοδολογική προσέγγιση του Κων/νου Τσάτσου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η νεοπλατωνική εκδοχή των "βασιλικών ανδρών" στην Ελλάδα της "εθνικοφροσύνης" μέσα από το διάλογο-αντίλογο του Κων/νου Τσάτσου με τον Αριστόβουλο Μάνεση.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος επιχειρείται ένας κριτικός αναστοχασμός γύρω από το μετα-δημοκρατικό πλαίσιο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, ιδίως μετά την περίοδο της "κρίσης" (τεχνοκρατικός νεοπλατωνισμός).
Επιπλέον, επιχειρείται μια καθολική επισκόπηση του κοινωνικοασφαλιστικού θεσμού σε καιρούς "κρίσης". Η παρούσα δικαιοδοτική κρίση αξιοποιεί τόσο τις συνταγματικές βάσεις της κοινωνικής ασφάλισης (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα στα δημόσια βάρη, χρέος κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης, κοινωνικό κράτος δικαίου) όσο και την υπερεθνική προστασία των συνταξιοδοτικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ).
α) των περικοπών στις συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίες επιβλήθηκαν με το άρθρο 1 υποπαρ. Β.3. του ν. 4093/2012 και,
β) της προσωρινής θέσπισης ανώτατου ορίου ("πλαφόν") ύψους 2000 ευρώ για την καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης με το άρθρο 13 του ν. 4387/2016.
Ο παρών σχολιασμός δημοσιεύθηκε (με τη μορφή παρατηρήσεων στη νομολογία) στο τεύχος 8-9/2018 του περιοδικού "Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου" (σ. 770-776).
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μια συνοπτική απόπειρα να διακριβωθεί η σχέση νομικού θετικισμού-νομικού ρεαλισμού, να εκτεθούν οι βασικές προκείμενες του μετα-θετικιστικού νομικού ρεαλισμού και να υπάρξει κριτικός αναστοχασμός επί του έργου του Troper (τόσο από εσωτερική οπτική γωνία όσο και από δικαιοπολιτική σκοπιά).
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάδειξη της παραπληρωματικής και αντιθετικής σχέσης μεταξύ φιλελεύθερης και δημοκρατικής αρχής, υπό το πρίσμα των Ανεξάρτητων Αρχών. Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται η ανεύρεση του ηθικοπολιτικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα, το δημοκρατικό φαινόμενο αναδεικνύεται με τρεις διακριτούς τρόπους: α) ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους», β) ως «θεσμικό αντίβαρο» στην «τυραννία της πλειοψηφίας», και γ) ως «ίση πολιτική ελευθερία». Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στη νομική φύση και τους δικαιολογητικούς λόγους (φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικανικοί, κοινωνικοί) θέσπισης Ανεξάρτητων Αρχών τόσο στην ελληνική όσο και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (Η.Π.Α., Γαλλία). Ειδικότερα, αναφέρονται οι μικτές αρμοδιότητες των Ανεξάρτητων Αρχών (κανονιστικές, ελεγκτικές, κυρωτικές), έτσι ώστε αυτές να εντάσσονται στην εκτελεστική εξουσία με τη λειτουργική του όρου έννοια και να μην συνιστούν ιδιόμορφη «τέταρτη εξουσία». Στην τρίτη ενότητα προβάλλονται διεξοδικά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ της δημοκρατικής αρχής (ως «ίση πολιτική ελευθερία») και των Ανεξάρτητων Αρχών. Ως ζητήματα προβληματικής εναρμόνισης των Αρχών με το δημοκρατικό φαινόμενο εκτίθενται ο τρόπος εκλογής των μελών, ο –εν τοις πράγμασι παρατεινόμενος επ’ αόριστον- χρόνος θητείας των μελών και ο ασθενής κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης τους. Ενδεικτικά, αναφέρεται η -νεοσυσταθείσα με τυπικό νόμο- Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως παράδειγμα ασυμβατότητας τόσο με τη δημοκρατική αρχή όσο και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα δίνεται έμφαση στη μεταλλαγή του ρόλου του κράτους στην εποχή της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Στο πλαίσιο του New Public Management, η κυβέρνηση ως κυρίαρχο όργανο παραγωγής πολιτικής υποκαθίσταται από τη «διακυβέρνηση ως διαχείριση» και, κατά συνέπεια, η τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα ανάγεται σε λειτουργικό υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the complementary and contradictory relation between the liberal and the democratic principle, in the light of Independent Authorities. The first section examines the moral-political content of the democratic principle. Specifically, the democratic phenomenon is presented in three distinct ways: a) as “self-government of the people”, b) as an “institutional safeguard” towards “the tyranny of the majority”, and c) as “equal political freedom”. The second section focuses on the legal nature and the justification (liberal, republican, social) of the adoption of Independent Authorities both into the Greek and the foreign legal orders (U.S.A, France). In particular, the mixed (regulatory, supervisory, sanctionary) competences of the Independent Authorities are underlined, in order to be part of the executive power and not of a specific “fourth power”. The third section highlights in detail the points of convergence and divergence between the democratic principle (as “equal political freedom”) and the Independent Authorities. The manner of election of their members, their –de facto, prolonged for an indeterminate period of time- mandate and the weak parliamentary control over their actions are referred to as issues regarding the problematic harmonization of the Authorities in the democratic phenomenon. Indicatively, the –newly set by law- Independent Authority for Public Revenues is presented as an example of incompatibility with the democratic principle and the principle of the separation of powers. The fourth, and last, section emphasizes the transformation of the role of the state during the era of neo-liberal deregulation. Within the context of the New Public Management, the government as the sovereign authority which produces policies is substituted by the “governance as management” and, in consequence, the technocratic efficiency operates as a functional surrogate of the democratic legitimation.
Συνοδοιπόροι στο "ταξίδι" της "Δίκης των Έξι" ήταν ο Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αδάμ Παπαδαμάκης, ο οποίος ανέλυσε το ποινικό-δικονομικό σκέλος της υπόθεσης και η Δρ. Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ (ιστορικός-διεθνολόγος), κα. Άννα Κωνσταντινίδου, η οποία ανέπτυξε το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της "παρωδίας δίκης". Ρόλο συντονιστή είχε ο Καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αχιλλέας Κουτσουράδης.
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρώ, με αφορμή το εμπειρικό υλικό της "Δίκης των οκτώ" και της εκτέλεσης των "έξι", να αντλήσω ορισμένα διαχρονικά πορίσματα για τον τρόπο, με τον οποίο επηρεάζεται το δίκαιο και, ειδικότερα, η απονομή δικαιοσύνης από την "κατάσταση εξαίρεσης", το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός "από τα πάνω" επιβαλλόμενου εθνολαϊκισμού.
Η εργασία πραγματεύεται τη συμβιωτική και ανταγωνιστική σχέση των Ανεξάρτητων Αρχών με το κράτος δικαίου, στη ρεπουμπλικανική έκφανση (διάκριση των λειτουργιών, δημοκρατική αρχή) και στη φιλελεύθερη διάστασή του (δικαιώματα-ελευθερίες).
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή στην εγχώρια προβληματική των Ανεξάρτητων Αρχών πριν τη ρητή συνταγματική κατοχύρωσή τους με την αναθεώρηση του 2001.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται συγκριτικά ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών σε μια ηπειρωτικοευρωπαϊκή (Γαλλία) και σε μια αγγλοσαξονικού τύπου έννομη τάξη (Η.Π.Α.) και προβάλλονται ενδεικτικά κάποιες παθογένειες του αντίστοιχου ελληνικού θεσμικού μοντέλου.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα τίθενται επί τάπητος τα ανοιχτά ζητήματα νομιμοποίησης των Ανεξάρτητων Αρχών. Αρχικά, παρουσιάζονται οι δικαιοπολιτικοί λόγοι (ratio) συνταγματικής και νομοθετικής καθιέρωσης των Αρχών (φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική, κοινωνιοκεντρική οπτική). Στη συνέχεια, εκτίθεται η σχέση μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και διάκρισης των εξουσιών-λειτουργιών. Η οικεία ενότητα κλείνει με παράθεση της -εν πολλοίς ανταγωνιστικής- σχέσης των Ανεξάρτητων Αρχών με τη δημοκρατική αρχή, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο εκλογής των μελών τους και τον ασθενή κοινοβουλευτικό έλεγχο (κατ' ουσίαν "ήπια λογοδοσία" της δράσης τους).
Στην τέταρτη ενότητα προβάλλεται η νεοσύστατη "Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων" (ν. 4389/2016) ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και Κυβέρνησης.
Τέλος, παρατίθενται με τη μορφή επιλογικού προβληματισμού ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις Ανεξάρτητες Αρχές ως νέα μορφή οργάνωσης του δημόσιου βίου (New Public Management), ιδίως σε μια εποχή εκτεταμένης απορρύθμισης (deregulation).
Μετά τα βιογραφικά στοιχεία του John Rawls και μια προλογική έκθεση της νεωτερικής προβληματικής του κοινωνικού συμβολαίου, η εργασία διαρθρώνεται σε δύο κυρίως ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται κομβικές έννοιες της ρωλσιανής θεωρίας δικαιοσύνης (justice as fairness), όπως το "πέπλο της άγνοιας", οι "περιστάσεις της δικαιοσύνης", η "επάλληλη συναίνεση" και, πάνω απ' όλα, οι δύο θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης που θα επέλεγαν τα ορθολογικά πολιτικά υποκείμενα στην "πρωταρχική θέση".
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται οι τρεις βασικές κριτικές προσλήψεις της θεωρίας δικαιοσύνης του Rawls. Πρώτον, η ελευθεριστική (libertarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον Robert Nozick. Δεύτερον, η κοινοτιστική (communitarian) κριτική στην "πρωταρχική θέση" από τον Michael Sandel. Και τρίτον, η εξισωτική (egalitarian) κριτική στην "αρχή της διαφοράς" από τον G.A. Cohen.
Τέλος, εκτίθενται επιλογικά ορισμένα συμπεράσματα για την πολυσύνθετη -φιλελεύθερη, ρεπουμπλικανική και εξισωτική συνάμα-
"Θεωρία Δικαιοσύνης" του διαπρεπούς Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου.
Η εργασία χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, με την τρίτη, όπου τίθεται ο κεντρικός πυρήνας του προβληματισμού, να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια κριτική ανασκευή της παραδοσιακής τριμερούς διάκρισης των δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) και δίνεται έμφαση στην παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων-ελευθεριών (status mixtus).
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η αλληλεγγύη ως αυτοτελής αρχή δικαίου, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας στη βάση κάθε συνταγματικά αποδεκτής κοινωνικοασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Στην τρίτη και κύρια ενότητα καταγράφεται ο τρόπος, με τον οποίο έχει αξιοποιηθεί το χρέος κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.) στην εθνική και υπερεθνική νομολογία της "κοινωνικής ασφάλισης", ιδίως κατά τη "μνημονιακή" περίοδο.
Στον επίλογο αναφέρεται με τη μορφή συμπερασμάτων η άρρηκτη σύνδεση της αλληλεγγύης με το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και τίθεται προς συζήτηση η αναβάθμιση της -επιμεριστικής- κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων σε καθολικό δικαίωμα (κοινωνική ασφάλεια).
Στην πρώτη εξετάζεται η ανάγνωση του Marx από την οπτική γωνία του Antonio Gramsci.
Στη δεύτερη και κύρια ενότητα καταγράφονται οι κεντρικοί ιδεολογικοί άξονες και η βιωμένη εμπειρία της ευρωκομμουνιστικής "στιγμής".
Στο τρίτο και τελευταίο σκέλος της εργασίας επισημαίνονται ενδεικτικά προοπτικές και αδιέξοδα για τον "ευρωκομμουνισμό" μετά την πτώση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" (1989) και την κατάρρευση της Lehman Brothers (2008).
Την υπερασπιστική γραμμή του αναλυτικού νομικού θετικισμού, μέσα από το "Concept of Law" του H.L.A. Hart, ανέλαβε και διεκπεραίωσε με άρτιο τρόπο ο αγαπητός συμφοιτητής στο μεταπτυχιακό, Ηλίας Μόσχου.
Προσπαθήσαμε να ζωντανέψουμε το debate σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα με τη μορφή παράλληλων μονολόγων και δευτερολογίας με κεντρικό άξονα τις εργασίες μας.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξακριβωθεί ο ρόλος της (δικαιολογημένης) πολιτικής ανυπακοής στο πλαίσιο μιας νομιμοποιημένης έννομης τάξης και να αναδειχθεί η πολιτική ανυπακοή σε εκείνο το αναγκαίο, δυναμικό στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ δικαίου και ηθικής, μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης.
Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή στις προνεωτερικές κοινωνίες (της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Μεσαίωνα), όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συλλήψεις για τη θεμελίωση καθήκοντος υπακοής στις ρυθμίσεις του πολιτικά κυριάρχου.
Στη δεύτερη ενότητα εξετάζεται το σύμφυτο ζήτημα των προϋποθέσεων γένεσης prima facie καθήκοντος υπακοής και νομιμοποίησης ορισμένης έννομης τάξης (α) φυσικοδικαιικές-συμβολαιοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, β) διαδικαστικές-θετικιστικές θεωρίες νομιμοποίησης, γ) ορθολογικές θεωρίες νομιμοποίησης, δ) ωφελμιστικές-συνεπειοκρατικές θεωρίες νομιμοποίησης, ε) μικτές θεωρίες νομιμοποίησης και τέλος, θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός prima facie καθήκοντος υπακοής με αναρχικό ή μαρξιστικό υπόβαθρο).
Στην τρίτη ενότητα εξετάζονται αρχικά οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ανυπακοής (α) δημόσια τέλεση και πολιτική στοχοθεσία της ενέργειας, β) μη χρήση βίας, γ) εξάντληση των προσφερόμενων μέσων παροχής έννομης προστασίας και δ) ετοιμότητα αποδοχής των επιβαλλόμενων εννόμων συνεπειών). Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το status της δικαιολογημένης πολιτικής ανυπακοής ως εξαιρετικής ηθικοπολιτικής δυνατότητας, χωρίς να αποτελεί ούτε εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα ούτε ηθικά επιβαλλόμενο καθήκον. Η συγκεκριμένη ενότητα ολοκληρώνεται με κριτική αποτίμηση των θεωριών πολιτικής ανυπακοής, οι οποίες διατυπώνονται από τους εκπροσώπους του εξισωτικού φιλελευθερισμού (π.χ. Rawls, Dworkin).
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα παρουσιάζονται τα κοινά σημεία και οι βασικές διαφορές μεταξύ της πολιτικής ανυπακοής και δύο σύμφυτων, αλλά όχι ταυτόσημων εννοιών, της αντίρρησης συνείδησης και του δικαιώματος αντίστασης (επανάστασης).
Η αρχή της καθολικευσιμότητας των ηθικών κρίσεων και οι αρχές νομιμοποίησης της έννομης τάξης αναδεικνύονται και σε αυτό το σημείο, όπως και σε ολόκληρη την εργασία, σε κομβικούς όρους, για να προκύψει μια δίκαιη έννομη τάξη, βασισμένη στις αρχές της (προσωπικής και συλλογικής) αυτονομίας, της ίσης ελευθερίας για όλους και της κοινωνικής αλληλεγγύης, με κορωνίδα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ABSTRACT
The purpose of this dissertation thesis is to point out the role of (justified) civil disobedience in the context of a legitimate legal order and to demonstrate that civil disobedience constitutes the necessary, dynamic element which bridges the gap between law and ethics, between legality and legitimacy.
The first section includes a historical review of pre-neoteric societies (ancient Greece, Rome and the Middle Ages), which were dominated by metaphysical conceptions regarding the establishment of a duty to obey to the orders of the sovereign ruler.
The second section examines the relevant issue of the requirements for the establishment of a prima facie duty to obey and the legitimacy of a certain legal order (a) natural law-contractualist theories, b)procedural-positivist theories, c) rational theories, d) utilitarian-consequentialist theories, e) mixed theories, and , finally, theories denying the existence of a prima facie duty to obey, on an anarchist or marxist basis).
The third section examines, at first, the conditions activating the mechanism of civil disobedience (a) public performance and political aim of this action, b) non-violence, c) exhaustion of the provided remedies for legal protection, d) willingness to accept the legal consequences). In addition, justified civil disobedience is defined as an extraordinary moral-political option and not as a legally protected right, nor as an ethically imposed duty. This section ends with a critical assessment of civil disobedience theories, as expressed by representatives of egalitarian liberalism (e.g. Rawls, Dworkin).
The fourth and last section presents the common points and basic differences between civil disobedience and two relevant, but not identical, notions, that of conscientious objection and that of the right of resistance (revolution).
The principle of universalization of moral judgments and the principles of legitimization of the legal order are underlined at this point, as well as in the entire thesis, as essential terms for the establishment of a just legal order based on the principles of (personal and collective) autonomy, equal freedom for everyone and social solidarity, topped by respect of the principle of human dignity.
Στο πλαίσιο της εισήγησης αυτής επιχειρείται η κριτική ανασκευή ή, ορθότερα, η κοινωνική ανανοηματοδότηση της αξιοκρατίας (meritocracy) ως αποκλειστικού κριτηρίου διανομής πόρων και αξιωμάτων, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της "βασικής κοινωνικής δομής".
Βασικός άξονας της εισήγησης είναι η αποτύπωση της κανονιστικής δυναμικής του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρ. 25 παρ. 4 Συντ.) στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων (ιδίως ΣτΕ, αλλά και ΕλΣυν).
Στην πρώτη ενότητα θα αναδειχθεί η τριπλή διάσταση του άρ. 25 παρ. 4 Συντ. (ενδο-γενεακή αλληλεγγύη, δια-γενεακή αλληλεγγύη κι αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου) μέσω της παράθεσης επιλεγμένων νομολογιακών παραδειγμάτων.
Προκειμένου να φωτισθεί ευκρινέστερα η χρήση του άρθρου 25 παρ. 4 Συντ. στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, θα υπάρξει αντιπαραβολή με τη νομολογία του ΕΔΔΑ και σύγκριση με αντίστοιχες δικαιοδοτικές κρίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Η σύντομη αυτή ανάπτυξη θα κλείσει με την καταγραφή συμπερασμάτων από την περιήγηση στην εθνική και υπερεθνική νομολογία, και (ει δυνατόν) με τη διατύπωση κάποιων προτάσεων-ενδεικτικών κατευθύνσεων προς την περαιτέρω αξιοποίηση της κοινωνικής/εθνικής αλληλεγγύης σε θεωρία και νομολογία.