go
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαgo < (κληρονομημένο) μέση αγγλική gon, goon < αγγλοσαξονική gan
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
go | goes |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
go (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα
- ↪ It’s your go now!
- H σειρά σου τώρα!
- ↪ They took goes at riding the bike.
- Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn (αμερικανική σημασία, βρετανική σημασία)
- ↪ It’s your go now!
- (μετρήσιμο) η προσπάθεια
- (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό
- ↪ Young people are full of go.
- Η νεολαία είναι ενθουσιώδης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ Young people are full of go.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | go |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes |
αόριστος | went |
παθητική μετοχή | gone |
ενεργητική μετοχή | going |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
go (en)
- (αμετάβατο) πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο
- ↪ I am going abroad/to Rome/to the countryside.
- Πηγαίνω στο εξωτερικό/στη Ρώμης/στην εξοχή.
- ↪ This thread will not go through the needle!
- Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
- ↪ The procession went past/by slowly.
- Η πομπή πέρασε αργά.
- ↪ I go by someone’s window.
- Περνώ έξω από το παράθυρο κάποιου.
- ↪ He goes from town to town.
- Γυρίζει από πόλη σε πόλη.
- ↪ She took the elevator and went up to her apartment.
- Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της.
- ↪ He went up the stairs two at a time.
- Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο.
- ↪ They went down with the stairs/with the elevator.
- Κατέβηκαν με τη σκάλα/με το ασανσέρ.
- ↪ Go and open the door.
- Άντε ν' ανοίξεις την πόρτα.
- ↪ I am going abroad/to Rome/to the countryside.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση
- ↪ Let’s go to my house to watch TV.
- Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση.
- ↪ Do you want to go for some beers on Saturday?
- Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;
- ↪ Let’s go to my house to watch TV.
- (αμετάβατο) πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση
- ↪ We left the car and went on foot.
- Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια.
- ↪ I go to work by bike.
- Πάω στη δουλειά με το ποδήλατο.
- ↪ I go by train/bus/airplane/boat.
- Πηγαίνω με τρένο/λεωφορείο/αεροπλάνο/πλοίο.
- ↪ I am going at full speed.
- Πάω ολοταχώς.
- ↪ He went at a high/low speed.
- Πήγε με μεγάλη/μικρή ταχύτητα.
- ↪ We left the car and went on foot.
- (αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο
- ↪ He went flying six meters from the explosion.
- Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη.
- ↪ She went running up the stairs.
- Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
- ↪ I went hurrying down the street.
- Κατέβηκα βιαστικά στο δρόμο.
- ↪ He got caught on a root and went stumbling forward.
- Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι.
- ↪ He went flying six meters from the explosion.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο
- (αμετάβατο) πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό
- (αμετάβατο) πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ I go to school/bed/prison/church/the hospital.
- Πάω στο σχολείο/στο κρεβάτι/στη φυλακή/στην εκκλησία/στο νοσοκομείο.
- ↪ I go to school/bed/prison/church/the hospital.
- (αμετάβατο) πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο
- ↪ I clicked the link to go to the next page of the website.
- Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
- ↪ I clicked the link to go to the next page of the website.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα
- ↪ I go for a swim/climb/picnic.
- Πάω (για) κολύμπι/ορειβασία/πικ νικ.
- ↪ I go shopping/fishing/walking/on a walk.
- Πάω για ψώνια/για ψάρεμα/πεζοπορία/για έναν περίπατο.
- ↪ I am going to sleep, good night!
- Πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα!
- ↪ I go for a swim/climb/picnic.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου
- ↪ Who did the first prize go to?
- Σε ποιον πήγε το πρώτο βραβείο;
- ↪ Who did the first prize go to?
- (αμετάβατο, + επίρρημα/πρόθεση) περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος
- ↪ The time went slowly.
- Η ώρα περνούσε αργά.
- ↪ The time went slowly.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χάνεται
- (αμετάβατο) πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο
- (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
- (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου
- (αμετάβατο) πηγαίνω, αποβαίνω
- (αμετάβατο) γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
- Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.
- ↪ The business went from problematic to profitable.
- Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
- ↪ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
- (+ επίθετο) γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο
- ↪ He went mad from anger.
- Έγινε τρελός από θυμό.
- ↪ He went mad from anger.
- (αμετάβατο) πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ How’s work going?
- Πώς πάει η δουλειά;
- ↪ How’s it going?
- Πώς πάει;
- ↪ How did it go in London/in the exams?
- Πώς τα πήγες στο Λονδίνο/στις εξετάσεις;
- ↪ The exams didn’t go well.
- Δεν τα πήγα καλά στης εξετάσεις.
- ↪ How’s work going?
- (αμετάβατο) πηγαίνω, για αριθμούς
- ↪ How many times does 5 go into 30?
- Πόσες φορές πάει το 5 στο 30;
- ↪ How many times does 5 go into 30?
- πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας
- ↪ The story goes that…
- Η ιστορία λέει ότι…
- ↪ As the saying goes…
- Όπως λέει η παροιμία…
- ↪ I don’t remember how this tune goes.
- Δεν θυμάμαι πώς πάει αυτός ο σκοπός.
- ↪ The story goes that…
- (αμετάβατο) πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα
- ↪ How much of your salary goes to food/rent?
- Πόσα από το μισθό σου πάνε για φαγητό/ενοίκιο;
- ↪ How much of your salary goes to food/rent?
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα
- ↪ He went after three days.
- Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.
- ↪ He went after three days.
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- go (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- go (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 162, 203, 495-497, 692-695 699-700, 749, 782-783, 934. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, βγαίνω, γυρίζω, λέ(γ)ω, περνώ, πηγαίνω, προσπάθεια, σειρά, φεύγω
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgo (eo)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαgo (pl) αρσενικό και ουδέτερο
Σράναν (srn)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo