Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dens- < αγγλική και γαλλική dense

dens- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: πυκνός

Παράγωγα

επεξεργασία