distinct
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | distinct |
συγκριτικός | more distinct |
υπερθετικός | most distinct |
Επίθετο
επεξεργασίαdistinct (en)
- σαφής, ευδιάκριτος, που μπορώ εύκολα ή καθαρά να ακούσω, να δω, να νιώσω κτλ.
- ↪ distinct boundaries - ευδιάκριτα όρια
- ↪ There is a distinct improvement.
- Υπάρχει μια σαφής βελτίωση.
- ξεχωριστός, διακριτός
- ↪ two distinct species - δυο ξεχωριστά είδη
- ↪ The federal government of the USA consists of three distinct branches.
- Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- distinct < λατινική distinctus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distinct | distincts |
θηλυκό | distincte | distinctes |
distinct (fr)