Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hearing hearings

hearing (en)

  1. η ακοή

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

hearing (en)