hearing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hearing | hearings |
hearing (en)
- η ακοή
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαhearing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hear
ενικός | πληθυντικός |
hearing | hearings |
hearing (en)
hearing (en)