mansion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mansion | mansions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmansion (en)
- η έπαυλη
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.
- Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.