obnoxious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- obnoxious < λατινική obnoxiosus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /əbˈnɒ.kʃəs/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /əbˈnɑ.kʃəs/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
επεξεργασίαobnoxious (en)
- ενοχλητικός, βλαβερός, δυσάρεστος, απαράδεκτος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant