pluriel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pluriel | pluriels |
θηλυκό | plurielle | plurielles |
pluriel (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pluriel | pluriels |
pluriel (fr) αρσενικό
- (γραμματική) ο πληθυντικός αριθμός