spaco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spaco | spacoj |
αιτιατική | spacon | spacojn |
spaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spaco | spacoj |
αιτιατική | spacon | spacojn |
spaco (eo)