Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stamp stamps

stamp (en)

  1. χτύπημα του ποδιού
  2. σφραγίδα
  3. το γραμματόσημο ή άλλο παρόμοιο αντικείμενο (χαρτόσημο, ένσημο κλπ)
ενεστώτας stamp
γ΄ ενικό ενεστώτα stamps
αόριστος stamped
παθητική μετοχή stamped
ενεργητική μετοχή stamping

stamp (en)

  • χτυπάω με το πόδι
    they were stamping their feet
    χτυπούσαν τα πόδια