strident
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstrident (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | strident | stridents |
θηλυκό | stridente | stridentes |
strident (fr)
- τσιριχτός
- (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός, στριγκός