top
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtop (en) (χωρίς παραθετικά)
- το πάνω, στην ψηλότερη θέση
- κορυφαίος, υψηλότερη σε βαθμό ή σημασία
- ↪ I want to study at a top university.
- Θέλω να σπουδάσω σε ένα κορυφαίο πανεπιστήμιο.
- ↪ The excellent doctor was a top student when he was a child.
- Ο σπουδαίος γιατρός ήταν κορυφαίος μαθητής όταν ήταν παιδί.
- ↪ I want to study at a top university.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
top | tops |
top (en)
- η κορυφή, το πάνω, το υψηλότερο μέρος ή σημείο κάτι
- το καπάκι, το σκέπασμα ενός δοχείου
- τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
- η σβούρα
- ↪ He spun the top.
- Περίστρεψε την σβούρα.
- ≈ συνώνυμα: spinning top
- ↪ He spun the top.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | top |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tops |
αόριστος | topped |
παθητική μετοχή | topped |
ενεργητική μετοχή | topping |
top (en)
- ξεπερνάω, κάτι είναι υψηλότερο από ένα συγκεκριμένο ποσό
- νικώ, λέω ή κάνω κάτι που είναι καλύτερο από κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος άλλος στο παρελθόν
- ↪ They topped him in singing.
- Τον νίκησαν στο τραγούδι.
- ↪ They topped him in singing.
Πηγές
επεξεργασία- top (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- top (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- top (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 468, 606. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, κορυφή, ξεπερνάω
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtop (tr)