Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
      ενικός         πληθυντικός  
torture tortures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

torture (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το βασανιστήριο
    He broke under the torture.
    Έσπασε κάτω από τα βασανιστήρια.



  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /tɔʁ.tyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

torture (fr)