Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μανουήλ Α΄ Κομνηνός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μανουήλ Α')
Μανουήλ Α΄
Περίοδος1143 - 24 Σεπτεμβρίου 1180
ΠροκάτοχοςΙωάννης Β΄ Κομνηνός
ΔιάδοχοςΑλέξιος Β´ Κομνηνός
Γέννηση28 Νοεμβρίου 1118
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος24 Σεπτεμβρίου 1180
Μονή του Σωτήρος Χριστού Πριγκήπου
ΣύζυγοςΒέρθα του Ζούλτσμπαχ
Μαρία της Αντιόχειας
ΕπίγονοιΜαρία Κομνηνή
Αλέξιος Β΄ Κομνηνός
ΟίκοςΔυναστεία Κομνηνών
ΠατέραςΙωάννης Β΄ Κομνηνός
ΜητέραΕιρήνη της Ουγγαρίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μανουήλ Α΄ ο Κομνηνός ή Μανουήλ ο Μέγας (28 Νοεμβρίου 1118 - 24 Σεπτεμβρίου 1180) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας του 12ου αιώνα (1143 - 1180), βασίλευσε σε μία κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Μεσογείου. Ο Μανουήλ Α΄ ήταν τέταρτος και μικρότερος γιος του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και της Ειρήνης της Ουγγαρίας.[1] Στην εποχή του η Δυναστεία των Κομνηνών βρέθηκε στην τελευταία μεγάλη περίοδο ακμής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε πανίσχυρη οικονομική και στρατιωτική δύναμη με μεγάλη πολιτιστική αναγέννηση. Ο Μανουήλ Α΄είχε μεγαλεπήβολα σχέδια να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στα παλιά της σύνορα και να την κάνει υπερδύναμη στη Μεσόγειο. Συμμάχησε με τον πάπα και επιτέθηκε στο Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας, στη Β΄ Σταυροφορία δημιούργησε ένα Βυζαντινό προτεκτοράτο πάνω από τα Σταυροφορικά κράτη της Ουτρεμέρ. Ο Μουσουλμανικός κίνδυνος στους Αγίους Τόπους τον ανάγκασε να συμμαχήσει με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και να προχωρήσει σε εκστρατεία στο Χαλιφάτο των Φατιμιδών. Ο Μανουήλ Α΄ ανασύνταξε τους πολιτικούς χάρτες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, το Βασίλειο της Ουγγαρίας και η Ουτρεμέρ μπήκαν σε Βυζαντινή κυριαρχία και προχώρησε σε εκστρατείες απέναντι στα γειτονικά κράτη. Η πετυχημένη βασιλεία του αμαυρώθηκε στο τέλος με την ήττα του στη Μάχη του Μυριοκέφαλου, τη χρεώθηκε ο ίδιος χάρη στην αλαζονεία του να επιτεθεί σε ισχυρές θέσεις των Σελτζούκων. Ο Βυζαντινός στρατός ανέκαμψε και πέτυχε να κλείσει ειρήνη με ευνοϊκούς όρους με τον Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄, η ήττα στο Μυριοκέφαλο αποδείχτηκε ωστόσο καθοριστική στις προσπάθειες του να κυριαρχήσει στην Ανατολή.

Ο Μανουήλ Α΄, που ονομάστηκε «Μέγας» από τους Έλληνες οπαδούς του που τον υπηρετούσαν και τον εμπιστεύονταν τυφλά, ήταν κεντρικός ήρωας στο έργο που έγραψε ο γραμματέας του Ιωάννης Κίνναμος και του απέδιδε όλες τις αρετές. Είχε έντονες επιδράσεις στις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, η φήμη του στους δυτικούς ήταν τεράστια, τον αποκαλούσαν «ο πιο ευλογημένος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη». Οι σύγχρονοι ιστορικοί ωστόσο έχουν πιο μέτρια γνώμη για τον ίδιο, χρεώνουν τη φήμη του περισσότερο στη δυναστεία του δηλαδή τον πατέρα του και τον παππού του παρά στον Μανουήλ. Οι ίδιοι ιστορικοί τονίζουν ότι δεν μπορεί να θεωρείται τόσο πετυχημένος αφού η αυτοκρατορία και η δυναστεία του κατέρρευσαν μετά τον θάνατο του.[2]

Θάνατος του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και στέψη του Μανουήλ Α΄, έργο του Γουλιέλμου της Τύρου, 13ος αιώνας.

Η μητέρα του ήταν Ουγγρικής καταγωγής, το πατρικό της όνομα ήταν Πιρόσκα και πατέρας της ήταν ο Λαδίσλαος Α΄ της Ουγγαρίας ή «Άγιος Λαδίσλαος». Ο Μανουήλ είχε τρεις μεγαλύτερους αδελφούς γι' αυτό οι πιθανότητες να ανέβει στον θρόνο ήταν ελάχιστες.[1] Οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του Αλέξιος ο Συναυτοκράτορας και Ανδρόνικος πέθαναν πρόωρα από πυρετό μέσα σε έναν χρόνο, τον θρόνο κληρονομούσε ο τρίτος αδελφός τους Ισαάκιος. Ο Ισαάκιος ήταν ωστόσο πολύ οξύθυμος και ακατάλληλος για αυτοκράτορας, ο ίδιος ο Μανουήλ είχε μεγάλο θάρρος στις μάχες, τα χαρακτηριστικά αυτά οδήγησαν τον Ιωάννη Β΄ να επιλέξει διάδοχο τον μικρότερο γιο του Μανουήλ. Ο Ιωάννης Β΄ πέθανε (8 Απριλίου 1143) και ο Μανουήλ Α΄ ανακηρύχτηκε νέος Βυζαντινός αυτοκράτορας από τον στρατό στην Κιλικία.[3] Η θέση του Μανουήλ Α΄ ήταν στην αρχή αρκετά επισφαλής, όταν πέθανε ο Ιωάννης Β΄ βρισκόταν στην Κιλικία, έπρεπε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του και να οικοδομήσει σύμφωνα με την παράδοση μοναστήρι στο σημείο που πέθανε. Ο Μέγας Δομέστικος Ιωάννης Αξούχος πήρε εντολή από τον Μανουήλ να φυλακίσει τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο του, τον αδελφό του Ισαάκιο, που ζούσε στο Μέγα Παλάτιον και κατείχε την αυτοκρατορική σφραγίδα με κίνδυνο να σφετεριστεί τον θρόνο.

Ο Αξούχος ήρθε στην πόλη όταν έφτασαν τα νέα για τον θάνατο του Ιωάννη Β΄ και συνέλαβε τον Ισαάκιο, τον Αύγουστο του 1143 έφτασε ο Μανουήλ και ακολούθησε η στέψη του από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Β΄ Κουρκούα. Ο Μανουήλ Α΄, αφού σταθεροποίησε σε λίγες μέρες τη θέση του στον θρόνο χωρίς κανέναν κίνδυνο ανταρσίας, διέταξε την αποφυλάκιση του αδελφού του Ισαάκιου.[3] Διέταξε στη συνέχεια να δώσουν από 2 χρυσά τεμάχια σε κάθε ιδιοκτήτη οικίας στην Κωνσταντινούπολη και 200 τεμάχια χρυσού στη Βυζαντινή εκκλησία.[4] Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε υποστεί τεράστιες αλλαγές από την εποχή που την ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Α΄ πριν από οκτώ αιώνες. Ο Ιουστινιανός Α´ απέκτησε μεγάλα τμήματα από τη διαλυμένη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία. Τον επόμενο αιώνα ξεκίνησε ωστόσο η μεγάλη παρακμή όταν οι Άραβες του Ισλάμ κατέλαβαν όλες τις δυτικές και ανατολικές επαρχίες, η αυτοκρατορία περιορίστηκε μόνο στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Η παρακμή είχε φτάσει στο αποκορύφωμα τον 10ο αιώνα αλλά την κατάσταση αντέστρεψε ο παππούς του Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και ο πατέρας του Ιωάννης Β΄. Ο Μανουήλ Α΄ ανέβηκε στον θρόνο με τεράστιες προκλήσεις, οι Νορμανδοί του Οίκου των Ωτβίλ είχαν καταλάβει ολόκληρη τη νότια Ιταλία και δημιούργησαν το Βασίλειο της Σικελίας. Οι Σελτζούκοι είχαν κυριεύσει όλη την κεντρική Ανατολή, τα Σταυροφορικά κράτη ήταν τέλος η νέα μεγάλη δύναμη που είχε αναδειχτεί στη Μέση Ανατολή, η εξουσία του βρισκόταν συνεπώς από παντού σε κίνδυνο.[5]

Επίθεση στο Ικόνιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξωτερική πολιτική του Μανουήλ Α΄απέναντι στους δυτικούς ηγεμόνες ήταν φυσικό για την περίοδο εκείνη, να εμφορείται από τη διαδεδομένη στους κύκλους της αυλής ιδέα, ότι ο Βυζαντινός μονάρχης θα έπρεπε να είναι ο μόνος κατά νόμον αναγνωρισμένος αυτοκράτορας, ο οποίος μάλιστα, θα έπρεπε να κατέχει ως ένα βαθμό, θέση εξουσίας απέναντι στους "βαρβάρους" βασιλείς και ηγέτες.[6] Την επόμενη μόλις χρονιά μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας που ήταν ανυπάκουος στον πατέρα του Αλέξιο ήταν ο πρώτος που υποχρεώθηκε να δηλώσει την υποταγή του (1144). Ο ισχυρός Εμίρης Ιμαντεντίν Ζενγκί είχε κυριεύσει την προηγούμενη χρονιά την Κομητεία της Έδεσσας και την έπνιξε στο αίμα, ήταν το πρώτο Σταυροφορικό κράτος που έπεσε στα χέρια των Τούρκων (1143). Ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας δεν ήθελε αρχικά να ταπεινωθεί στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, να του δηλώσει δηλαδή την υποταγή του για να έχει τη βοήθεια του. Ο μεγάλος κίνδυνος του Ζενγκί ωστόσο που απειλούσε σοβαρά όλες τις κτήσεις του τον ανάγκασε να ταξιδεύσει στην Κωνσταντινούπολη και να δηλώσει την υποταγή του στον Μανουήλ Α΄ για να εξασφαλίσει βοήθεια.[7] Ο Μανουήλ Α΄ συγκέντρωσε τον στρατό του και αποφάσισε να κάνει εκστρατεία στο Σουλτανάτο του Ρουμ που ενοχλούσε έντονα τον τελευταίο καιρό τα ανατολικά της αυτοκρατορίας (1146).[8] Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για προγραμματισμένες κατακτήσεις, νίκησε τους Τούρκους στο Αφιόν Καραχισάρ, κατέλαβε και κατέστρεψε το οχυρωμένο Φιλομήλιον μεταφέροντας τον τοπικό πληθυσμό.[8] Ο Βυζαντινός στρατός έφτασε κατόπιν στο Ικόνιο, λεηλάτησε τη γύρω περιοχή αλλά δεν μπόρεσε να αλώσει τα τείχη της πόλης. Ο επόμενος στόχος του Μανουήλ Α΄ ήταν να ενισχύσει τους δεσμούς του με τη Δύση και να πείσει ότι έχει τα προσόντα να γίνει ένας κορυφαίος Σταυροφόρος, ο Ιωάννης Κίνναμος γράφει επίσης ότι ήθελε να δείξει τα στρατιωτικά του προσόντα στη νύφη του.[9] Την εποχή που βρισκόταν σε εκστρατεία ο Μανουήλ Α΄ δέχτηκε γράμμα από τον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο τον Νεώτερο που του ζήτησε να πολεμήσει και αυτός στο πλευρό των Σταυροφόρων.[10]

Άφιξη των Σταυροφόρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η άφιξη της Β΄ Σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη, έργο του Ζαν Φουκέ (1455 - 1460).

Ο Μανουήλ Α΄ δεν μπορούσε να παρακολουθήσει περισσότερο τις εκστρατείες στην Ανατολή επειδή οι εξελίξεις στη Δύση τον ανάγκασαν να επιστρέψει. Την ίδια εποχή ξεκινούσε η Β΄ Σταυροφορία με αρχηγούς τον Κορράδο Γ΄ της Γερμανίας και τον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας, ο Μανουήλ τους παραχώρησε άδεια μετάβασης από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία (1147). Οι κάτοικοι θυμήθηκαν με ενθουσιασμό τη χρονιά που οι Φράγκοι πέρασαν από τα εδάφη τους στην Α΄ Σταυροφορία, το γεγονός αυτό είχε γοητεύσει τη θεία του Μανουήλ Άννα Κομνηνή.[11] Τα απείθαρχα στρατεύματα των Σταυροφόρων προχώρησαν σε μία μεγάλη σειρά από βανδαλισμούς και λεηλασίες γεγονότα που ενόχλησαν έντονα τους Βυζαντινούς. Τα Βυζαντινά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη έτοιμα να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τις λεηλασίες των Σταυροφόρων, τα αναρίθμητα περιστατικά βίας από τους Σταυροφόρους έφεραν μεγάλη εχθρότητα με τους Βυζαντινούς. Ο Μανουήλ Α΄ σε αντίθεση με τον παππού του έλαβε σκληρά μέτρα, έκτισε κάστρα, έκανε επισκευές στα τείχη και ζήτησε από τους αρχηγούς των Σταυροφόρων να του εγγυηθούν την ασφάλεια των περιοχών του. Ο στρατός του Κορράδου Γ΄ ήταν ο πρώτος που μπήκε σε Βυζαντινά σύνορα το καλοκαίρι του 1147 και προκάλεσε τις μεγαλύτερες ταραχές.

Ο Ιωάννης Κίνναμος περιγράφει μία σκληρή σύγκρουση ανάμεσα στους στρατούς των Βυζαντινών και του Κορράδου Γ΄ έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, οι Βυζαντινοί νίκησαν και ο Κορράδος δραπέτευσε στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου.[12][13] Οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο μονάρχες βελτιώθηκαν μετά το 1147, ο Μανουήλ Α΄ συμφιλιώθηκε με τον Κορράδο Γ΄ και παντρεύτηκε την κουνιάδα του Βέρθα του Ζούλτσμπαχ, ανανέωσε επίσης τη συμμαχία τους εναντίον του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας.[14] Τα στρατεύματα των Σταυροφόρων σταδιακά συνετρίβησαν από τους Τούρκους και τους Άραβες, καθότι δε διέθεταν ούτε τα μέσα, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την κατάλληλη ηγεσία για να επιτύχουν στο φιλόδοξο εγχείρημά τους. Δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν ούτε μια σπιθαμή γης. Η τραγική αποτυχία της Β΄ Σταυροφορίας εμβάθυνε την αμοιβαία αντιπάθεια Βυζαντινών και Δυτικών, ενώ καταβαράθρωσε την εικόνα στρατιωτικής ισχύος που είχε η Δύση απέναντι στους βαρβαρικούς λαούς των Τούρκων και Αράβων.

Επίθεση στην Κύπρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας υπό Βυζαντινή κυριαρχία (1159-1180).

Ο Κορράδος Γ΄ πέθανε δυστυχώς σύντομα για τον Μανουήλ Α΄ (1152) και ο διάδοχος του Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα δεν ήταν πρόθυμος να συνεχίσει τη συμμαχία του με το Βυζάντιο. Οι στόχοι του Μανουήλ Α΄ στράφηκαν στη συνέχεια στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1156), ο νέος Πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν με τον ισχυρισμό ότι δεν του πλήρωσε ο αυτοκράτορας κάποιο ποσό που του υποσχέθηκε επιτέθηκε στην Κύπρο.[15] Ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν συνέλαβε τον Ιωάννη Κομνηνό που ήταν ανεψιός του Μανουήλ Α΄ και τον στρατηγό Μιχαήλ Βρανά.[16] Ο ιστορικός Γουλιέλμος της Τύρου περιγράφει με μελανά χρώματα τις βιαιότητες των ανδρών του Ραϋνάλδου.[17] Λεηλάτησε ολόκληρο το νησί, ο στρατός του ακρωτηρίασε τους αιχμαλώτους και τους πίεσε να αγοράσουν τα πρόβατα του με τεράστια ποσά, οι εισβολείς μετά την καταστροφή επέστρεψαν στην Αντιόχεια.[18] Ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν έστειλε στη συνέχεια πολλούς ακρωτηριασμένους στον αυτοκράτορα για να του εκδηλώσει ευθέως την ανυπακοή του.[16] Ο Μανουήλ Α΄ απάντησε άμεσα στην απίστευτη πρόκληση της Αντιόχειας, συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό που βάδισε με τον ίδιο επικεφαλής τον χειμώνα του 1158-1159 στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας. Ο Θόρος Β΄ της Αρμενίας που συμμετείχε μαζί με τον Ραϋνάλδο στη λεηλασία της Κύπρου έκπληκτος δεν μπορούσε να αντιδράσει και αναγκάστηκε να παραδοθεί.[19][20]

Ο Μανουήλ στην Αντιόχεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νέα για την προέλαση των Βυζαντινών έφτασαν γρήγορα στην Αντιόχεια, ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν απελπισμένος ζήτησε βοήθεια από το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ που διαφωνούσε έντονα με τη λεηλασία της Κύπρου και είχε φιλικές σχέσεις με τον Μανουήλ Α΄ το αρνήθηκε. Ο Ραϋνάλδος όταν είδε ότι έχασε κάθε ελπίδα έδεσε ένα σάκο στον λαιμό του, εμφανίστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση, ο αυτοκράτορας στην αρχή τον αγνόησε. Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι συνέχισε να επαναλαμβάνει την ίδια εικόνα, αυτό προκάλεσε «αηδία» στους υπηκόους του.[21] Ο Μανουήλ Α΄ τελικά τον συγχώρησε με τον όρο να γίνει υποτελής του.[1]

Η ειρήνη αποκαταστάθηκε με την πανηγυρική είσοδο του Βυζαντινού στρατού στην Κωνσταντινούπολη σε μία μεγαλοπρεπή τελετή (12 Απριλίου 1159), ο Μανουήλ Α΄ καθόταν πάνω σε ένα άλογο, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ και ο πρίγκιπας της Αντιόχειας ακολουθούσαν πεζοί. Ο αυτοκράτορας απέδωσε μεγάλη δικαιοσύνη στους κατοίκους, προέδρευσε σε όλα τα τουρνουά και τα Συμβούλια. Τον Μάιο του 1159 ένας τεράστιος χριστιανικός στρατός βάδισε για την Έδεσσα Μεσοποταμίας αλλά ο Μανουήλ Α΄ αποφάσισε να διακόψει την πορεία αν δεν εξασφάλιζε πρώτα την απελευθέρωση 6.000 χριστιανών αιχμαλώτων από τον Νουρεντίν Ζενγκί που είχαν φυλακιστεί σε διάφορες μάχες στη Β΄ Σταυροφορία.[22] Παρά τη μεγάλη φήμη και δόξα που κέρδισε ο αυτοκράτορας πολλοί ιστορικοί κατακρίνουν τις κατακτήσεις του σαν ανεπαρκείς. Ο Μανουήλ Α΄ αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη αλλά στον δρόμο δέχτηκε πολλές ενοχλήσεις από τους Τούρκους και κατάλαβε ότι ο κίνδυνος ήταν ακόμα ισχυρός, τους απέκρουσε επιτυχώς και τους έδιωξε από την Ισαυρία.[23]

Ιταλική εκστρατεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρογήρος Β΄ της Σικελίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η νότια Ιταλία την εποχή του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας (1112).

Το 1144 ο Μανουήλ, έχοντας επαναξιολογήσει τον νορμανδικό κίνδυνο εκ δυσμών, συνέστησε συμμαχία με τον Κορράδο Γ΄ της Γερμανίας εναντίον του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας. Επιστέγασμα της συμμαχίας υπήρξε ο γάμος του αυτοκράτορα με τη γερμανίδα πριγκίπισσα Βέρθα του Σάλτσμπουργκ. Της βυζαντινο-γερμανικής συμμαχίας είχαν προηγηθεί προσπάθειες προσέγγισης με τους Νορμανδούς, οι οποίες, όμως απέβησαν άκαρπες.[24] Ο Μανουήλ Α΄ βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας (1147), του οποίου ο στόλος κατέλαβε την Κέρκυρα και λεηλάτησε τη Θήβα και την Κόρινθο. Παρά το γεγονός ότι την ίδια εποχή επιτέθηκαν οι Κουμάνοι στα Βαλκάνια ο Μανουήλ Α΄ με την υποστήριξη του Κορράδου Γ΄ και με στόλο από τη Δημοκρατία της Βενετίας νίκησε τον Ρογήρο. Ο Μανουήλ Α΄ ανακατέλαβε την Κέρκυρα (1149) και ετοιμάστηκε για τελική επίθεση εναντίον των Νορμανδών, ο Ρογήρος Β΄ έστειλε έναν στόλο 40 πλοίων με τον Γεώργιο Αντιοχέα να λεηλατήσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης.[25] Η συμμαχία του Μανουήλ Α΄ με τον Γερμανό αυτοκράτορα συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Κορράδου Γ΄ παρά το ότι οι σχέσεις του με τον διάδοχο του Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα δεν ήταν και τόσο καλές.[14] Ο Ρογήρος Β΄ πέθανε τον Φεβρουάριο του 1154, ο διάδοχος του Γουλιέλμος Α΄ της Σικελίας δέχτηκε πολλές εξεγέρσεις στη Σικελία και την Απουλία, οι δραπέτες από την Απουλία βρήκαν άσυλο στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα αποφάσισε να επιτεθεί στους Νορμανδούς αλλά διέκοψε την επιχείρηση. Ο Μανουήλ Α΄ εκμεταλλεύτηκε τις εξελίξεις αυτές στην Ιταλική χερσόνησο.[26] Ο Ιωάννης Δούκας Καματηρός και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος που είχαν τον τίτλο του «Σεβαστού» πήγαν με δέκα πλοία και μεγάλες ποσότητες χρυσού για επίθεση στην Απουλία (1155).[27] Οι δύο στρατοί είχαν εντολή να ενωθούν με τον Γερμανό αυτοκράτορα αλλά ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα ήθελε να επιστρέψει γρήγορα στην πατρίδα του και πέρασε πάνω από τις Άλπεις. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί ωστόσο με την υποστήριξη πολλών κομητών που ήταν δυσαρεστημένοι με τον βασιλιά της Σικελίας όπως ο Ροβέρτος Γ΄ της Κάπουα είχαν σημαντικές επιτυχίες.[14]

Συμμαχία με τον πάπα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μπάρι που ήταν για πολλούς αιώνες πριν τους Νορμανδούς η πρωτεύουσα στο Βυζαντινό Κατεπανάτο της Ιταλίας άνοιξε τις πόλεις του στον αυτοκρατορικό στρατό, οι κάτοικοι κατέστρεψαν τη Νορμανδική Ακρόπολη. Μετά την πτώση του Μπάρι έπεσαν και άλλες πόλεις όπως η Άντρια, ο Τάραντας και το Μπρίντιζι, ο Γουλιέλμος Α΄ έφτασε με 2.000 ιππότες αλλά συνετρίβη.[28] Ο Μανουήλ Α΄ πήρε μεγάλο θάρρος από τις επιτυχίες του και αποφάσισε να αποκαταστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα παλιά της σύνορα. Ο φιλοδυτικός του χαρακτήρας και οι φιλικές του σχέσεις με τον πάπα ο οποίος ήταν πάντα εχθρικός με τους Νορμανδούς τον οδήγησαν σε διαπραγματεύσεις για την Ένωση της Καθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία.[29] Η στιγμή ήταν πλέον περισσότερο κατάλληλη από ποτέ και ο Μανουήλ ήταν αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, ο Πάπας Αδριανός Δ΄ είχε έντονο ενδιαφέρον να συνεχίσει τις συνομιλίες επειδή η Ένωση θα είχε σαν αποτέλεσμα να κυριαρχήσει σε όλο τον Ορθόδοξο πληθυσμό. Ο Μανουήλ Α΄ πρόσφερε στον πάπα ένα τεράστιο ποσό της τάξης των 5.000 λιρών με την προϋπόθεση ότι θα διατηρήσει την κυριαρχία σε τρεις μεγάλες ναυτικές πόλεις.[30] Η συμμαχία του αυτοκράτορα με τον πάπα και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν εντονότερα και όλα έδειχναν ότι η Ένωση ήταν κοντά.[26]

Η τύχη από τότε γύρισε εναντίον του Μανουήλ και όλες οι ελπίδες του ανατράπηκαν, η συμπεριφορά του στρατηγού Γεωργίου Παλαιολόγου τον αποξένωσε με τους συμμάχους του, ο κόμης Ροβέρτος Γ΄ του Λοριτέλο αρνήθηκε κάθε επαφή μαζί του. Οι δύο άντρες συμφιλιώθηκαν αλλά οι Βυζαντινοί ζημιώθηκαν με σοβαρές απώλειες, ο Μιχαήλ κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατηγορήθηκε για τις απώλειες, αυτό ήταν καθοριστικό χτύπημα για τη συνέχεια. Το κρίσιμο σημείο ήταν η καταστροφική για τους Νορμανδούς «μάχη του Μπρίντιζι» (1156), οι Σικελοί έκαναν σκληρή αντεπίθεση στην ξηρά και τη θάλασσα. Οι μισθοφόροι ζήτησαν τρομακτική αύξηση του μισθού τους σε χρυσό, οι Βυζαντινοί το αρνήθηκαν και εκείνοι αποχώρησαν, ο στρατός του Ιωάννη Δούκα παρέμεινε εξασθένισε σημαντικά, ο Αλέξιος Βρυέννιος Κομνηνός ήρθε με μερικά πλοία αλλά απέτυχε να ενισχύσει τον Βυζαντινό στόλο. Η μάχη κατέληξε σε καταστροφική ήττα για τους Βυζαντινους, ο Ιωάννης Δούκας και ο Αλέξιος Βρυέννιος Κομνηνός αιχμαλωτίστηκαν.[31] Ο Μανουήλ Α΄ έστειλε τον Αλέξιο Αξούχος στην Ανκόνα για να συγκροτήσει νέο στόλο αλλά δεν πρόλαβε επειδή οι Νορμανδοί ανακατέλαβαν όλες τις κατακτήσεις των Βυζαντινών στην Απουλία. Η ήττα του Μπρίντιζι τερμάτισε οριστικά όλα τα σχέδια του Μανουήλ Α΄ στην Ιταλία, οι Βυζαντινοί έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη και δεν επέστρεψαν ποτέ.[32] Οι κορυφαίοι ιστορικοί της εποχής Ιωάννης Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης γράφουν ότι η συνθήκη που ακολούθησε έκλεισε με ευνοϊκούς όρους για τους Βυζαντινούς, ο Ιωάννης Α΄ επέτρεψε στον Μανουήλ να φύγει με ασφάλεια. Δεν μπόρεσε να εμποδίσει ωστόσο ο Μανουήλ μια Σικελική επιδρομή με 164 πλοία και 10.000 άντρες στην Εύβοια και την Αλμίρα (1156).[33]

Τα προβλήματα της ένωσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης των Σταυροφορικών κρατών (1135).

Ο Μανουήλ Α΄ είχε παραπλανήσει τον πάπα για Ένωση των δύο εκκλησιών αλλά γνώριζε κατά βάθος ότι ήταν αδύνατο, ο Αδριανός Δ΄ πίστευε ότι η ένωση θα μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα αλλά οι ελπίδες ήταν ελάχιστες. Ο πάπας ήθελε υποταγή όλης της Ορθόδοξης εξουσίας στον ίδιο με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα υποτελή του, ο Μανουήλ Α΄ από την άλλη είχε φιλοδοξίες να γίνει αυτοκράτορας τόσο στην ανατολή όσο και στη δύση.[27] Οι συνθήκες αυτές αν τυχόν έκλεινε συμφωνία θα δημιουργούσαν τεράστιες αντιδράσεις, στη Βυζαντινή αυτοκρατορία θα ακολουθούσε επανάσταση όπως έγινε 300 χρόνια αργότερα με τη Δυναστεία των Παλαιολόγων. Ο Μανουήλ Α΄ δεν πήρε ποτέ τον τίτλο του «Αυγούστου» από τους πάπες, ούτε από τον Αδριανό Δ΄ ούτε από τους διαδόχους του. Ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ απέρριψε αργότερα δύο φορές νέες προτάσεις του Μανουήλ Α΄ για την ένωση (1167, 1169) με δικαιολογία τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στους Βυζαντινούς υπηκόους του, τα σχέδια για άλλη μία φορά ναυάγησαν.[34] Τα κέρδη από την εκστρατεία του Μανουήλ Α΄ στη Σικελία ήταν ελάχιστα, η Ανκόνα πέρασε σε Βυζαντινή κυριαρχία και δήλωσε την υποταγή της στον αυτοκράτορα, η εκστρατεία του στοίχισε ένα τεράστιο ποσό που έφτανε τα 2.160.000 υπέρπυρα και 30.000 λίρες χρυσού.[35][36]

Οι στόχοι του Μανουήλ Α΄ στη Βυζαντινή πολιτική άλλαξαν μετά το 1158, ο Μανουήλ Α΄ ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει στον Οίκο των Χοενστάουφεν να ενσωματώσει την Ιταλία στην αυτοκρατορία του. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα και τις πόλεις του Ιταλικού βορρά ο Μανουήλ Α΄ ενίσχυσε σημαντικά με χρήματα και στρατό τη «Λομβαρδική Λίγκα».[37] Τα τείχη του Μιλάνου κατεδαφίστηκαν αλλά οικοδομήθηκαν ξανά με χρήματα του Μανουήλ Α΄.[38] Η Ανκόνα παρέμεινε το κέντρο της Βυζαντινής δύναμης στην Ιταλία, οι κάτοικοι δήλωσαν υποταγή στον Μανουήλ που είχε τοποθετήσει μόνιμη φρουρά.[39] Η ήττα του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα στη «μάχη του Λενιάνο» (29 Μαΐου 1176) έφερε σημαντικά κέρδη για τον Μανουήλ που κέρδισε την Κρεμόνα, την Παβία και πολλές άλλες πόλεις στη Λιγυρία.[40] Οι σχέσεις του με τη Δημοκρατία της Γένοβας και την Πίζα ήταν πολύ καλές αλλά όχι με τη Δημοκρατία της Βενετίας. Τον Μάρτιο του 1171 ο Μανουήλ διέταξε τη σύλληψη 20.000 Βενετών που κατοικούσαν στην αυτοκρατορία και κατάσχεση της περιουσίας τους.[41] Η Βενετία έστειλε έναν στόλο με 120 πλοία να επιτεθεί στο Βυζάντιο αλλά μία επιδημία και η αντεπίθεση του Βυζαντινού στόλου με 150 πλοία τους ανάγκασε να δραπετεύσουν.[42] Οι σχέσεις του Μανουήλ Α΄ ήταν από τότε έντονα εχθρικές με τους Βενετούς μέχρι τον θάνατο του.[29]

Βαλκάνια και Αίγυπτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα βόρεια της αυτοκρατορίας ο Μανουήλ Α΄ έκανε πολλές προσπάθειες να διατηρήσει τις κατακτήσεις που είχε πετύχει πριν από έναν αιώνα ο Βασίλειος Β´, η ηρεμία που επικρατούσε στα βόρεια έστρεψε το ενδιαφέρον του στη Νορμανδική Σικελία, οι σχέση του με τους Σέρβους και τους Ούγγρους ήταν από το 1129 ειρηνικές. Οι Σέρβοι της Ράσκας επαναστάτησαν αιφνίδια με την υποκίνηση του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας (1149), αυτό ήταν μεγάλο σοκ για τους Βυζαντινούς.[1] Ο Μανουήλ πίεσε τους Σέρβους και τον αρχηγό τους Ούρο σε υποταγή (1150 - 1152).[43] Ακολούθησαν επιδρομές στην Ουγγαρία (1151 - 1153) και (1163 - 1168) με σημαντικά λάφυρα. Ο Ανδρόνικος Κοντοστέφανος απεστάλη από τον αυτοκράτορα εναντίον των Ούγγρων με 15.000 άντρες, στη «μάχη του Σιρμίου» πέτυχε μία αποφασιστική νίκη, η Συρμία, η Βοσνία και η Δαλματία προσαρτήθηκαν στο Βυζάντιο. Ο Βυζαντινός στρατός κατέκτησε ολόκληρη την ανατολική ακτή στην Αδριατική Θάλασσα (1168).[48] Ακολούθησαν έντονες διπλωματικές προσπάθειες με την Ουγγαρία για την προσάρτηση της στην αυτοκρατορία.

Ο διάδοχος του Ουγγρικού θρόνου Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας μικρότερος αδελφός του Στέφανου Γ΄ της Ουγγαρίας πήγε στην αυλή του Μανουήλ για εκπαίδευση. Ο αυτοκράτορας του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του Μαρία και να τον ορίσει διάδοχο ενώνοντας το Βασίλειο της Ουγγαρίας με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Μπέλα πήρε το χριστιανικό όνομα «Αλέξιος» και δέχτηκε τον τίτλο του «Δεσπότη», τον τίτλο διατηρούσε μόνο ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσωπικά. Ο Μανουήλ Α΄ έκανε όμως με την τελευταία σύζυγο του γιο (1169), ο Μπέλα αποκλείστηκε από τη διαδοχή και ο γάμος του με την κόρη του αυτοκράτορα ακυρώθηκε αλλά ο Μανουήλ κράτησε τα εδάφη που είχε κατακτήσει στην Κροατία. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Στέφανος Γ΄ πέθανε πρόωρα και άτεκνος (1172), ο Μπέλα αναχώρησε για την Ουγγαρία να τον διαδεχτεί στον θρόνο. Πριν φύγει έδωσε όρκο στον αυτοκράτορα «να υπηρετεί πάντοτε τα συμφέροντα τα δικά του και των Ρωμαίων». Ο Μπέλα Γ΄ κράτησε τον λόγο του χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να ανακτήσει την Κροατία όσο ζούσε ο Μανουήλ, η Κροατία κατακτήθηκε από τους Ούγγρους αργότερα.[44] Η ανάρρηση του Μπέλα στον θρόνο συνέπεσε χρονικά με την αποφασιστική νίκη του αυτοκράτορα επί των Σέρβων του Στεφάνου Νεμάν. Το 1172, μετά από καταστροφική επίθεση του Μανουήλ Α΄, ο Στέφανος, αναγνωρίζοντας τη συντριπτική του ήττα, παρουσιάστηκε ως ικέτης εμπρός στον αυτοκράτορα, με ένα σχοινί κρεμάλας στον λαιμό του, ο δε Μανουήλ τον οδήγησε στη Βασιλεύουσα και τον διαπόμπευσε στους δρόμους της πόλης. Έτσι, επισφραγίστηκε η ανάκτηση από μέρους των Ρωμαίων του ελέγχου των Δυτικών Βαλκανίων.[45]

Ο Μανουήλ Α΄ δέχεται απεσταλμένους του Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ.

Ο Μανουήλ Α΄ προσπαθούσε να χρησιμοποιούσε τα Ρωσικά πριγκιπάτα που είχε στην κυριαρχία του για συμμαχίες απέναντι στην Ουγγαρία και στο Νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1140 τρεις πρίγκιπες είχαν αναδειχθεί στη Ρωσία: ο Ιζιασλάβ Β΄ του Κιέβου που ήταν συγγενής του Γκέζα Β΄ της Ουγγαρίας και εχθρός του Βυζαντίου, ο Γιούρι Ντολγκορούκι που περιγράφεται ως «Σύμμαχος» του Μανουήλ και ο Βλαδίμηρος της Γαλικίας «υποτελής» του Μανουήλ. Η Γαλικία βρισκόταν στα βορειοανατολικά σύνορα της Ουγγαρίας και παρείχε σημαντική βοήθεια στις συγκρούσεις του αυτοκράτορα με την Ουγγαρία. Όταν πέθανε ο Ιζιασλάβ και ο Βλαδίμηρος η κατάσταση αντιστράφηκε, ο σύμμαχος του Μανουήλ Γιούρι του Σούντζαλ κατέλαβε το Κίεβο και ο Γιαροσλάβ νέος κυβερνήτης της Γαλικίας αρνήθηκε την υποτέλεια στον αυτοκράτορα.[46] Ο πρώτος ξάδελφος του Μανουήλ Α΄ και μελλοντικός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δραπέτευσε στην αυλή του Γιαροσλάβ της Γαλικίας.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε έντονες ανησυχίες, ο θρόνος του Μανουήλ απειλήθηκε τόσο από τη Γαλικία όσο και από την Ουγγαρία, η εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου οδήγησε σε αναταραχές. Ο Μανουήλ Α΄ συγχώρεσε τον Ανδρόνικο και τον έπεισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη (1165). Μία αποστολή στο Κίεβο που κυβερνήθηκε εκείνη την εποχή από τον πρίγκιπα Ροστισλάβ Α΄ του Κιέβου είχε σαν αποτέλεσμα να κλείσει ευνοϊκή συνθήκη με την οποία η αυτοκρατορία εξοπλίστηκε με περισσότερο στρατό. Ο Γιαροσλάβ της Γαλικίας πιέστηκε επίσης να παραιτηθεί από τις αυτοκρατορικές του βλέψεις και να επιστρέψει στην υπηρεσία του Μανουήλ, οι πρίγκιπες της Γαλικίας παρείχαν μέχρι το 1200 υπηρεσίες απέναντι στους εχθρούς της αυτοκρατορίας όπως τους Κουμάνους.[47] Η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Γαλικία ήταν θέμα άμεσης προτεραιότητας για τον Μανουήλ ο οποίος επιτέθηκε με δύο στρατούς στις ανατολικές επαρχίες της Ουγγαρίας (1166). Ο πρώτος στρατός διέσχισε την πεδιάδα της Βλαχίας και μπήκε στην Ουγγαρία από τις Τρανσυλβανικές Άλπεις, ο άλλος περικύκλωσε τη Γαλικία και διέσχισε τα Καρπάθια Όρη. Οι Ούγγροι συγκέντρωσαν τον στρατό τους στα σύνορα ανάμεσα στο Σύρμιο και στο Βελιγράδι για να αποκρούσουν τη Βυζαντινή επίθεση αλλά οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν και λεηλάτησαν την Τρανσυλβανία.[48]

Ο Μανουήλ στράφηκε ξανά προς την Ανατολή, ταξίδεψε στην Αντιόχεια, όπου επέβαλε τη βυζαντινή εξουσία. Συμμάχησε με τον βασιλιά του Σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Γ΄, νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιόχειας (1161) και συνήψε ειρήνη με τον Τούρκο Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν και τον Σαρακηνό Νουρ-εντ-Ντιν. Ο γάμος του με τη Μαρία (Ξένη), την ομορφότερη γυναίκα της εποχής δημιούργησε τριβές με τον νοτιο-γαλλικό Οίκο της Τουλούζης που κυβερνούσε την Κομητεία της Τουλούζης (στη νότιο Γαλλία) και την Κομητεία της Τρίπολης (στην Ανατολή ή Λεβάντε), και με τους περισσότερους από τους Χριστιανούς άρχοντες του Λεβάντε. Συγκεκριμένα μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Γερμανίδας Μπέρθας (Ειρήνης) του Ζούλτσμπαχ εστάλησαν στους Αγίους Τόπους ο Ιωάννης Κοντοστέφανος, ο δραγομάνος Θεοφύλακτος και ο ακόλουθος της Φρουράς των Βαράγγων Βασίλειος Β΄ Καματηρός για να επιλέξουν κάποια από τις Λεβαντίνες αριστοκράτισσες νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα. Αυτοί προτίμησαν την πολύ όμορφη Μαρία από το ήδη υποτελές Πριγκιπάτο της Αντιόχειας από τη λιγότερο όμορφη αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή Μελισσάνθη, κόρη του Ραϋμόνδου Β΄ της Τρίπολης και ανιψιά της Μελισσάνθης της Ιερουσαλήμ.

Συμμαχία με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ και οι απεσταλμένοι του Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ στην Αίγυπτο, έργο του Γουλιέλμου της Τύρου, 13ος αιώνας.

Η κατάκτηση της Αιγύπτου ήταν το μεγάλο όνειρο για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, ο Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ χρειαζόταν μεγάλη πολιτική και οικονομική υποστήριξη για να προχωρήσει.[49] Ο Αμωρί πείστηκε τελικά ότι δεν είχε καμία ελπίδα για να προχωρήσει σε εκστρατεία στην Αίγυπτο αν δεν αφήσει την Αντιόχεια στα χέρια του Μανουήλ, πλήρωσε 100.000 δηνάρια για την απελευθέρωση του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας.[49][50] Στη συνέχεια ο Αμωρί έστειλε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευτεί γαμήλια συμμαχία με τον αυτοκράτορα, ο Μανουήλ Α΄ είχε ήδη παντρευτεί την ξαδέλφη του Αμωρί Μαρία της Αντιόχειας (1161).[55] Δύο χρόνια αργότερα ο Αμωρί Α΄ παντρεύτηκε τη μικρανεψιά του Μανουήλ Α΄ Μαρία Κομνηνή της Ιερουσαλήμ και «έκανε τον ίδιο όρκο με τον μεγαλύτερο αδελφό του Βαλδουίνο». Οι δύο κυβερνήτες αποφάσισαν να κατακτήσουν και να μοιράσουν την Αίγυπτο: ο Μανουήλ θα έπαιρνε τα παράλια και ο Αμωρί το εσωτερικό. Οι Βυζαντινοί ξεκίνησαν με έναν τεράστιο στόλο με 20 μεγάλα πλοία, 150 γαλέρες και 60 μεταφορικά υπό την ηγεσία του Μέγα Δούκα Ανδρόνικου Κοντοστέφανου, ενώθηκαν με τον Αμωρί στην Ασκελόν.[51][52]

Ο Γουλιέλμος της Τύρου που υπέγραψε τη συνθήκη εντυπωσιάστηκε από τα τεράστια μεταφορικά πλοία που χρησιμοποιήθηκαν για να μεταφέρουν τις ιππικές δυνάμεις του στρατού.[53] Η εκστρατεία στην Αίγυπτο ήταν η δεύτερη μεγάλη επιχείρηση για τη Μανουήλ Α΄ μετά την πρώτη αποτυχημένη στο Νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας, η συνεργασία με τον Αμωρί Α΄ δείχνει ότι είχε πάντα στόχο να χρησιμοποιήσει τους Λατίνους στα σχέδια του. Η κατάκτηση της Αιγύπτου θα προκαλούσε τη σημαντικότερη φθορά στην εξουσία των Μουσουλμάνων στην Ανατολή και οι Φατίμιδες που την κυβερνούσαν είχαν το κλειδί των εξελίξεων. Αν ο Νουρεντίν Ζενγκί κατόρθωνε να την κατακτήσει η κατάσταση των Σταυροφορικών κρατών θα γινόταν απελπιστική.[49] Ο Μανουήλ Α΄ είχε επίσης εμπορικούς λόγους να κατακτήσει την Αίγυπτο, η οποία πριν πέσει στους Άραβες τον 7ο αιώνα ήταν ο κορυφαίος προμηθευτής σε σιτάρι για ολόκληρη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τα οικονομικά κέρδη θα ήταν τεράστια μόνο από το σιτάρι ακόμα και σε περίπτωση που τα μοίραζε με τους Σταυροφόρους. Ο Μανουήλ Α΄ ήθελε επίσης να ενισχύσει τον σύμμαχο του Αμωρί σε βάρος όλων των υπόλοιπων Σταυροφόρων κάτι που θα επέτρεπε και στον ίδιο να μοιράσει τις κατακτήσεις τους.[49]

Αποτυχία της Αιγυπτιακής εκστρατείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυνάμεις του Μανουήλ και του Αμαλρίκ πολιόρκησαν τη Δαμιέτη (27 Οκτωβρίου 1169) αλλά η πολιορκία απέτυχε επειδή οι Σταυροφόροι και οι Βυζαντινοί δεν συνεργάστηκαν επαρκώς μεταξύ τους.[54] Οι Βυζαντινοί κατηγόρησαν τον Αμαλρίκ ότι είχε σκοπό να πάρει μόνος του τα κέρδη της επιχείρησης, καθυστερούσε σκόπιμα τις επιχειρήσεις μέχρι την εξάντληση των δυνάμεων τους από πείνα, έκανε μία έφοδο αλλά αμέσως μετά διαπραγματεύτηκε ειρήνη. Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι και οι Έλληνες δεν ήταν εξ΄ολοκλήρου ανεύθυνοι.[55] Οι άσχημες καιρικές συνθήκες και οι βροχές έφεραν τη διάλυση των δύο στρατών, ο Βυζαντινός στόλος ιδιαίτερα εξοντώθηκε από καταιγίδα.[56] Ο Αμαλρίκ δεν είχε ωστόσο κανέναν σκοπό να εγκαταλείψει τα σχέδια του για την Αίγυπτο παρά τη βαριά αποτυχία στη Δαμιέτη, εξακολουθούσε να αναζητά καλές σχέσεις με τους Βυζαντινούς με την ελπίδα μίας νέας επίθεσης.[56] Ο Αμωρί Α΄ πήγε ο ίδιος την Κωνσταντινούπολη όταν έπεσε η Αίγυπτος στον Σαλαντίν. Ο Μανουήλ Α΄ δέχτηκε τον Αμαλρίκ σε μία μεγαλοπρεπή τελετή, από τότε μέχρι τον θάνατο του το βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν δορυφορικό και υποτελές κράτος στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.[57] Ο Μανουήλ Α΄ έστειλε έναν στόλο με 150 πλοία να επιτεθεί στην Αίγυπτο, μετέβη στην Άκρα αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει όταν ο κόμης Φίλιππος της Αλσατίας αρνήθηκε να έρθει στα Ιεροσόλυμα να βοηθήσει.[58]

Η Μάχη του Μυριοκέφαλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τεταρτηρόν με παράσταση του Μανουήλ Α΄. Επιγρ.: Ο ΑΓΙΟC ΓΕΩΡΓΙΟC / ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕΣΠΟΤΗ.

Την περίοδο 1158-1162 μία σειρά Βυζαντινών επιθέσεων στο Σουλτανάτο του Ρουμ είχαν σαν αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία ευνοϊκή συνθήκη για την αυτοκρατορία. Η Σεβάστεια και πολλές άλλες πόλεις στα σύνορα παραδόθηκαν στον Μανουήλ Α΄ με αντάλλαγμα χρηματικό ποσό, ο Σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ δήλωσε υποτέλεια.[37][59] Ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ εκμεταλλεύτηκε την ειρήνη με τους Βυζαντινούς και το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε όταν πέθανε ο κυβερνήτης της Συρίας Νουρεντίν Ζενγκί για να διώξει τους Ντανισμεντίδες από τα Ανατολικά Εμιράτα. Οι Σελτζούκοι αρνήθηκαν να παραδώσουν στους Βυζαντινούς τις περιοχές που είχαν καταλάβει από τους Ντανισμεντίδες όπως είχαν ορκιστεί, ο Μανουήλ Α΄ αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τους Τούρκους.[37][60][61] Συγκέντρωσε τον αυτοκρατορικό στρατό και κυρίευσε την πρωτεύουσα των Σελτζούκων Ικόνιο, για την εκστρατεία χρησιμοποίησε σαν βάση το Δορύλαιον.[37][62]

Ο στρατός του Μανουήλ Α΄ ήταν τεράστιος, έφτανε τους 35.000 άντρες αλλά ήταν ταυτόχρονα άναρχος και δυσκίνητος, η προωθητική γραμμή έφτανε σε μήκος τα 16 χιλιόμετρα. Ο Μανουήλ πέρασε από τη Λαοδίκεια, τις Κολοσσαί, τις Κελαίναι, τη Χώμα και την Αντιόχεια, στο στενό του Μυριοκέφαλου έπεσε στην παγίδα των Τουρκικών δυνάμεων. Ο απεσταλμένοι των Τούρκων του ζήτησαν ειρήνη με ευνοϊκούς όρους, πολλοί στρατηγοί του συμφώνησαν, άλλοι διαφώνησαν αλλά ο ίδιος αποφάσισε να προχωρήσει.[22] Ο Μανουήλ Α΄ έκανε μία σειρά από σοβαρά λάθη και τον έριξαν τελικά σε παγίδα.[63] Οι Βυζαντινοί συναντήθηκαν με τον Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ στη Μάχη του Μυριοκέφαλου, οι Σελτζούκοι τους παγίδευσαν σε ένα στενό πέρασμα.[37][64] Οι Βυζαντινοί απομονώθηκαν στο πέρασμα με αποτέλεσμα οι Σελτζούκοι να επιτεθούν ανενόχλητοι σε εκείνο το τμήμα του στρατού που τους παρείχε όλες τις προμήθειες.[65] Ο πολιορκητικός στρατός καταστράφηκε και ο Μανουήλ δραπέτευσε, έχασε όλες τις ελπίδες του για την κατάκτηση του Ικονίου. Οι Βυζαντινές πηγές περιγράφουν ότι ο αυτοκράτορας έχασε τον αυτοέλεγχο και την ψυχραιμία του, από τότε σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου ο Μανουήλ Α΄ έγινε διαφορετικός.[66]

Το Βυζάντιο στο τέλος της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού (1180)

Ένας από τους βασικούς όρους που επέβαλε ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ στον Μανουήλ Α΄ ήταν να εγκαταλείψει τα κάστρα του Σαμπλίμ και του Δορυλαίου, ο Μανουήλ ωστόσο εγκατέλειψε μόνο το Σαμπλίμ και παρέμεινε στο Δορυλαίο.[67] Η ήττα στο Μυριοκέφαλο ήταν τεράστιο πλήγμα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τον ίδιο τον Μανουήλ προσωπικά, η Δυναστεία των Κομνηνών είχε εργαστεί πολύ σκληρά για να αποκαταστήσει το κύρος της αυτοκρατορίας που είχε πληγεί θανάσιμα πριν από 105 χρόνια στη Μάχη του Μαντζικέρτ. Ο Μανουήλ Α΄ είχε καταφέρει σημαντικά πράγματα όπως ο πατέρας του και ο παππούς του αλλά το Μυριοκέφαλο διέκοψε τα σχέδια του, από τότε δεν καταγράφεται σαν «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων» αλλά σαν «Βασιλιάς των Ελλήνων».[64] Η ήττα του Μυριοκέφαλου ήταν από τις μεγαλύτερες στη Βυζαντινή ιστορία, ο ίδιος ο Μανουήλ προσωπικά είχε δηλώσει ότι ήταν ισάξια με την αντίστοιχη του Μάτζικερτ αλλά στην πραγματικότητα οι αρνητικές επιπτώσεις ήταν πολύ μικρότερες.[64] Οι περισσότερες απώλειες ανήκαν στα συμμαχικά στρατεύματα που διοικούσε ο Βαλδουίνος της Αντιόχειας και στις αποσκευές που έπεσαν στην Τουρκική παγίδα.[62]

Η ήττα δεν ήταν ωστόσο τόσο καταστροφική για τον Βυζαντινό στρατό, την επόμενη χρονιά ανασυγκροτήθηκε και νίκησε τους Τούρκους.[62] Ο Ιωάννης Κομνηνός Βατάτζης με στρατεύματα από την πρωτεύουσα μετέφερε περισσότερο στρατό από τις γύρω περιοχές και νίκησε τους Τούρκους κοντά στον ποταμό Μαίανδρο σε δύο μάχες, αυτό δείχνει ότι ο Βυζαντινός στρατός παρέμεινε ισχυρός.[68] Ο Μανουήλ Α΄ μετά τις νίκες αυτές έδιωξε τους Τούρκους νότια από την Κιουτάχεια.[67] Οι Βυζαντινοί επανέλαβαν την επίθεση (1178) αλλά ηττήθηκαν από τους Τούρκους στον Χάραξ που λεηλάτησαν τα ζωντανά τους.[1] Οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Κλαυδιόπολις στη Βιθυνία (1179), ο Μανουήλ με έναν μικρό στρατό πήγε να την υποστηρίξει και έδιωξε τους Τούρκους στα τέλη του 1180.[1] Οι συνεχείς εκστρατείες και οι μάχες έφθειραν σημαντικά την υγεία του Μανουήλ Α΄, υπέκυψε τελικά από πυρετό (1180). Η ισορροπία δυνάμεων ανατράπηκε μετά την ήττα στο Μυριοκέφαλο υπέρ των Τούρκων, μετά τον θάνατο του Μανουήλ οι Τούρκοι επεκτάθηκαν σημαντικά σε βάρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Θεολογικές διαφωνίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπέρπυρον με παράσταση του Μανουήλ Α΄. Επιγρ.: IC XC K[ΥΡΙ]Ε ΒΟΗΘΕΙ / ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕΣΠΟΤΗ ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΩ.

Τρεις μεγάλες θεολογικές διαφωνίες δημιουργήθηκαν την περίοδο που ήταν αυτοκράτορας ο Μανουήλ Α΄. Η πρώτη διαφωνία τη διετία 1156 - 1157 είχε το ερώτημα σχετικά αν ο Ιησούς Χριστός έγινε θυσία μόνο για τον Πατέρα του και το Άγιο Πνεύμα ή και για τον Λόγο δηλαδή τον εαυτό του. Σε Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1157) βρέθηκε μία συμβιβαστική λύση, η διπλή θυσία στην Αγία Τριάδα.[1] Η δεύτερη διαφωνία ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα σχετικά με τη φράση του Ιησού «Ο πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από μένα», σχετίζεται με τη θεία φύση του Ιησού και η ένωση της με την ανθρώπινη.[69] Ένας Βυζαντινός διπλωμάτης που ζούσε στη δύση έκανε τη συμβιβαστική πρόταση «Ο Ιησούς είναι κατώτερος του πατέρα του σε ότι αφορά την ανθρώπινη φύση αλλά ισάξιος σε ότι αφορά τη θεία». Ο Μανουήλ Α΄ βρήκε την πρόταση σωστή και την επέβαλε με Σύνοδο (2 Μαρτίου 1166), τον υποστήριξαν ο πατριάρχης Λουκάς Χρυσοβέργης και ο μετέπειτα Πατριάρχης Μιχαήλ Γ΄.[1][70] Ο Μανουήλ διατύπωσε στη Σύνοδο την τελική θέση του, ως εφεξής: "Συμφωνώ με τη διδασκαλία των θεόπνευστων Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με το θέμα «ο πατήρ μου μείζων μού εστιν» και αναγνωρίζω ότι αυτό ειπώθηκε έχοντας κατά νου το δικό Του δημιουργημένο και τυραννισμένο σώμα".[71] Ο αυτοκράτορας έστειλε εξορία όσους διαφωνούσαν με την πρόταση και έκανε κατάσχεση της περιουσίας τους. Οι διαφωνίες που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια ήταν τεράστιες, ανάμεσα στους διαφωνούντες βρισκόταν ο ανεψιός του αυτοκράτορα Ανδρόνικος Κοντοστέφανος.[72]

Μία τρίτη διαφωνία δημιουργήθηκε (1180) από Μουσουλμάνους που είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό, αιτία ήταν μία απαγόρευση του αυτοκράτορα Μανουήλ σε μία φράση του Μωάμεθ σχετικά με τη φύση του Θεού.[73] Η φράση ήταν η εξής "Ο Θεός είναι συμπαγής σφυρηλατημένος από σκληρό μέταλλο, δεν τον γέννησε κανείς και δεν γέννησε κανέναν, κανείς δεν είναι άξιος να του μοιάσει". Ο αυτοκράτορας απαγόρευσε την καταγραφή της φράσης στα κείμενα των Καθεδρικών ναών, αυτό προκάλεσε πλήθος από αντιδράσεις στον πατριάρχη και τους επισκόπους.[73]

Ιπποτικές αφηγήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασιλεία του Μανουήλ παρουσιάζεται σε μία νέα μορφή Βυζαντινής διακυβέρνησης που είχε πολλά στοιχεία με τους δυτικούς Σταυροφόρους, οργάνωσε πολλά τουρνουά στα οποία συμμετείχε ο ίδιος με μεγάλες επιτυχίες. Οι Βυζαντινές πηγές ύμνησαν έντονα τα ηρωικά του κατορθώματα και το προσωπικό του θάρρος με πλήθος από παραδείγματα που τονίζουν τον υπεράνθρωπο χαρακτήρα του. Είχε τόσο μεγάλη εξάσκηση στη δύναμη, την τέχνη και τον ιπποτισμό που μπροστά του ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε τη λόγχη του. Σε ένα μεγάλο τουρνουά μπόρεσε να ανατρέψει δύο διάσημους Ιταλούς ιππότες, ακούγεται ότι μέσα σε μία μέρα σκότωσε με το χέρι του σαράντα Τούρκους και σε μία μάχη εναντίον των Ούγγρων άρπαξε ένα λάβαρο και ήταν ο μοναδικός που διέσχισε τη γέφυρα ανάμεσα στον στρατό του και τους εχθρούς. Σε μία άλλη περίπτωση διέκοψε τον δρόμο σε έναν στρατό με 500 Τούρκους χωρίς να δεχτεί ούτε μία πληγή.[74]

Για τους ρήτορες της αυλής του, ο Μανουήλ ήταν ο «Θείος αυτοκράτωρ». Μια γενεά μετά τον θάνατό του, ο Χωνιάτης τον ανέφερε ως «τον πιο ευλογημένο ανάμεσα στους αυτοκράτορες». Ο Ιωάννης Φωκάς, στρατιώτης που πολέμησε στον στρατό του Μανουήλ, τον χαρακτήρισε μερικά χρόνια αργότερα ως τον «ένδοξο και κοσμοσωτήριο αυτοκράτορα».[75] Ο Μανουήλ έμεινε ονομαστός στη Γαλλία, την Ιταλία και τα Σταυροφορικά κράτη ως ο ισχυρότερος ηγεμόνας του κόσμου.[76] Ο Γουλιέλμος της Τύρου ονόμαζε τον Μανουήλ «σοφό και διακριτικό πρίγκιπα μεγάλης μεγαλοπρέπειας, άξιο επαίνων από κάθε άποψη», «μεγαλόψυχο άνδρα ασύγκριτης ενέργειας», του οποίου «η μνήμη θα διατηρείται πάντα σεβαστή».

Χρυσό νόμισμα με παράσταση του Μανουήλ Α΄. Επιγρ.: ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕCΠΟΤΗ.

Ο Μανουήλ Α' έκοψε χρυσά υπέρπυρα, άσπρα τραχέα από ήλεκτρο, άσπρα τραχέα από κράμα χαλκού με λίγο άργυρο και χαλκά τεταρτηρά. Μερικά φτιάχτηκαν και στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, όπου κόπηκαν και χάλκινα ημίσεα τεταρτηρών. Στο υπέρπυρον εικονίζεται στεφηφόρος ο Μανουήλ Α΄ να στέκεται φορώντας διβιτήσιον και χλαμύδα. Κρατεί το λάβαρον στο δεξί χέρι και στο άλλο σφαίρα με πατριαρχικό σταυρό επάνω της. Επάνω δεξιά τον ευλογεί η χείρα του Θεού. Επιγραφή: MANΟΥΗΛ ΔΕCΠΟΤΗ ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΩ. Στην άλλη όψη ο Εμμανουήλ (νεαρός Χριστός) φορεί πάλλιο και κολόβιον ενώ ευλογεί με το δεξί χέρι.[77]

Η πρώτη σύζυγός του ήταν η Βέρθα του Ζούλτσμπαχ κόρη τού Βερεγγάριου Β΄ του Ζούλτσμπαχ από τη Βαυαρία. Ο γάμος έγινε επειδή η αδελφή της Γερτρούδη ήταν σύζυγος τού Κορράδου Γ΄ των Χοενστάουφεν βασιλιά της Γερμανίας και ο Μανουήλ Α΄ ήθελε τη συμμαχία του. Βαπτίστηκε Ειρήνη, οι πηγές την αναφέρουν ως «Ειρήνη η εξ Αλαμανών», αλλά φαίνεται πως δεν έλκυε των Μανουήλ Α΄ και δεν τον γοήτευε. Άλλωστε φαίνεται πως παραμελούσε και η ίδια τον εαυτό της δίνοντας έμφαση σε θέματα αρετής. Ο Μανουήλ Α΄ είχε πολλές ερωμένες, όπως την ανιψιά του Θεοδώρα Βατάτζαινα, κόρη της αδελφής του Ευδοκίας. Η αιμομικτική του σχέση διήρκεσε από 1152 έως το 1162. Την εγκατέστησε στο παλάτι με επίσημα δικαιώματα· αυτή συμπεριφερόταν αλαζονικά. Η Ειρήνη υπήρξε αφοσιωμένη στον Αυτοκράτορα και ασχολήθηκε με έργα φιλανθρωπίας. Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τέκνων της:

  • Μαρία 1152-1182. Αρραβωνιάστηκε τον Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, τον οποίο ο Μανουήλ Α΄ τον έκανε «Δεσπότη» και τον προόριζε για διάδοχο, μια και δεν είχε ακόμη γιο. Όταν όμως γεννήθηκε ο γιος του, ο αρραβώνας χάλασε. Έπειτα αρραβωνιάστηκε τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας αλλά και αυτός ο αρραβώνας χάλασε. Τελικά η Μαρία παντρεύτηκε τον Ρενιέ του Μομφερράτου τον οποίο ο Μανουήλ Α΄ έκανε «Καίσαρα». Όταν απεβίωσε ο μόνος γιος τού Μανουήλ Α΄, η Μαρία και ο Ρενιέ διεκδίκησαν την εξουσία, αλλά τους δηλητηρίασε ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός.
  • Άννα 1154-1158, απεβ. 4 ετών.[78]

Η Θεοδώρα, που συνέχισε να έχει σχέση με τον Μανουήλ Α΄ και μετά τον θάνατο της συζύγου του (τέλη 1159, αρχές 1160), έμεινε έγκυος, γεννώντας έναν φυσικό τέκνο:

  • (νόθος) Αλέξιος 1160-μετά το 1191, Σεβαστοκράτορας.[79]

Η σχέση τερματίστηκε, όταν ο Μανουήλ Α΄ νυμφεύτηκε τη Μαρία της Αντιοχείας (25 Δεκεμβρίου 1161) περίφημη για την ομορφιά της. Η Μαρία ήταν κόρη τού Ραϋμόνδου των Πουατιέ μικρότερου αδελφού τού δούκα της Ακουιτανίας και της Κωνσταντίας των Ωτβίλ πριγκίπισσας της Αντιοχείας. Ο Μανουήλ Α΄ είχε ζητήσει σύζυγο από τα Σταυροφορικά κράτη. Η Μαρία είχε το παρωνύμιο η Ξένη. Είχαν τέκνα:

  • Αλέξιος Β΄ Κομνηνός 1169-1183, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Ως ανήλικος επιτροπευόταν από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, που τον εκτόπισε και σφετερίστηκε την εξουσία. Απεβ. 14 ετών.[80]

Ο Μανουήλ Α΄ φρόντισε να αποκαταστήσει και την ερωμένη του Θεοδώρα, παντρεύοντας την με τον στρατηγό Νικηφόρο Χαλούφη, ενώ τόσο αυτή όσο και ο νόθος γιος έλαβαν τεράστια πλούτη. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της παράνομης σχέσης, ο Πατριάρχης δεν αντέδρασε.[81]

Από την ερωμένη του Μαρία Ταρωνίτισσα, σύζυγο τού Ιωάννη Κομνηνού τού πρωτοβεστιαρίου, είχε φυσικά τέκνα:

  • (νόθος) Αλέξιος Κομνηνός, πιγκέρνης. Διέφυγε το 1184 από την Κωνσταντινούπολη και έγινε ο φαινομενικός αρχηγός της Νορμανδικής εισβολής και της άλωσης της Θεσσαλονίκης το 1185.

Από άλλες ερωμένες:

  • (νόθη) γενν. π. 1150, παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Μαυροζώμη και είχε γιο:[82]
  • (νόθη) γενν. π. 1155. Της κόρης της γιος ήταν ο:
    • Δημήτριος Τορνίκης.[83]
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 http://www.roman-emperors.org/mannycom.htm
  2. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, 3–4
  3. 3,0 3,1 Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, 72
  4. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, 87–88
  5. "Byzantium". Papyros-Larousse-Britannica. 2006.
  6. Angold, Michael (2008). "Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία". Αθήνα: Παπαδήμας. σελ. 340. ISBN 978-960-206-379-8. 
  7. Ιωάννης Κίνναμος, «Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού», σσ. 33-35
  8. 8,0 8,1 W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, σ.640
  9. Ιωάννης Κίνναμος, «Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού», σ. 47
  10. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ. 42
  11. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα, 333
  12. Ιωάννης Κίνναμος, «Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού», σσ. 65-66
  13. Birkenmeier, σ. 110
  14. 14,0 14,1 14,2 P. Magdalino, The Byzantine Empire, σ.621
  15. P. P. Read, The Templars, σ.238
  16. 16,0 16,1 P. P. Read, The Templars, σ.239
  17. Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea), Τόμος 18, 10
  18. C. Hillenbrand, The Imprisonment of Raynald of Châtillon, 80
  19. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.67
  20. Jeffreys, Elizabeth; Jeffreys, Michael (2015) "A Constantinopolitan Poet Views Frankish Antioch".
  21. B. Hamilton, William of Tyre and the Byzantine Empire, σ.226.
  22. 22,0 22,1 Z. N. Brooke, A History of Europe, from 911 to 1198, σ. 482.
  23. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων", 134
  24. Angold, Michael (2008). Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία. Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα. σελ. 312. ISBN 978-960-206-379-8. 
  25. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, 98 και 103
  26. 26,0 26,1 J. Duggan, The Pope and the Princes, σ.122
  27. 27,0 27,1 J. W. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σ.114
  28. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, σσ.112–113
  29. 29,0 29,1 A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, Τόμος Ζ΄
  30. Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea), Τόμος 18, 2
  31. J. W. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σ.115
  32. J. W. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σσ. 115–116
  33. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, σ.116
  34. Abbé Guettée, The Papacy, Κεφάλαιο Ζ΄
  35. J. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σ.116
  36. W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, σ.643
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 Rogers, Clifford J, The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Τόμος 1., 290
  38. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.84
  39. Abulafia, D. (1984) Ancona, Byzantium and the Adriatic, 1155-1173, Papers of the British School at Rome, Τόμος. 52, σσ. 195-216, σ. 211
  40. J. Cinnamus, Deeds of John and Manuel Comnenus, σ.231
  41. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.93
  42. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, σ.131
  43. Curta, Southeastern Europe in the Middle Ages, 23
  44. J. W. Sedlar, East Central Europe in the Middle Ages, σ.372
  45. Michael Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2008, σ. 336.
  46. D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth, σσ.299–300.
  47. D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth, σσ.300–302
  48. M. Angold, The Byzantine Empire, 1025–1204, σ.177
  49. 49,0 49,1 49,2 49,3 P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.73
  50. J. Harris, Byzantium and The Crusades, σ.107
  51. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.74
  52. J. Phillips, The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople, σ.158
  53. Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea)
  54. R. Rogers, Latin Siege Warfare in the Twelfth Century, σσ. 84–86
  55. Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea), 20, 15-17
  56. 56,0 56,1 T. F. Madden, The New Concise History of the Crusades, σσ. 68–69
  57. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.75
  58. J. Harris, Byzantium and The Crusades, σ.109
  59. I. Health, Byzantine Armies, 4
  60. Magdalino, σσ. 78 και 95–96
  61. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων", σ.140
  62. 62,0 62,1 62,2 J. W. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σ.128
  63. J. Bradbury, Medieval Warfare, σ.176
  64. 64,0 64,1 64,2 D. MacGillivray Nicol, Byzantium and Venice, σ.102
  65. Haldon 2001, σσ. 142-143
  66. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.98
  67. 67,0 67,1 W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, σ.649
  68. J. W. Birkenmeier, The Development of the Komnenian Army, σ.196
  69. J. H. Kurtz, History of the Christian Church to the Restoration, σσ.265–266
  70. P. Magdalino, σ. 279.
  71. Ζέπος, Ιωάννης και Παναγιώτης (1931). "Jus graecoromanum". Αθήναι: Φέξης. σελ. 414, τόμος 1. 
  72. P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, σ.217
  73. 73,0 73,1 G. L. Hanson, Manuel I Komnenos and the "God of Muhammad", σ.55
  74. Gibbon, The Decline and Fall of the Roman Empire, σ.73
  75. J. Harris, Byzantium and the Crusades
    * P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, 3
  76. G. W. Day, Manuel and the Genoese, 289–290
    * P. Magdalino, The Empire of Manuel I Komnenos, 3
  77. David R. Sear, Byzantine coins & their values, Seaby Ltd., 2nd edition 1996
  78. http://www.roman-emperors.org/bertha.htm
  79. Každan-Epstein, Change in Byzantine Culture, σ.102
  80. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Γενεαλογία της Δυναστείας των Κομνηνών", σ.155
  81. Γεώργιος Χαριζάνης, «Αιμομικτικές σχέσεις Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Οι περιπτώσεις του Ηρακλείου (610-641) και του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) και η στάση της Εκκλησίας», Βυζαντινός Δόμος τόμ. 19-20-21 (2011, 2012, 2013), σελ.73-74
  82. C. M. Brand, The Turkish Element in Byzantium, σ.12
  83. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Γενεαλογία της Δυναστείας των Κομνηνών", σ.157
  • Birkenmeier, John W. (2002). The Development of the Komnenian Army: 1081–1180. Brill. ISBN 90-04-11710-5. 
  • Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου" (1984)
  • Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού" (1976)
  • Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea), translated by E. A. Babock and A. C. Krey (Columbia University Press, 1943).
  • Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα
  • Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων"
  • Κωνσταντίνος Βαρζός, "Γενεαλογία της Δυναστείας των Κομνηνών"
  • Abbé Guettée (1866). "Chapter VII". The Papacy: Its Historic Origin and Primitive Relations with the Eastern Churches. Archived from the original on 2009-10-27.
  • Angold, Michael (1995). "Church and Politics under Manuel I Komnenos". Church and Society in Byzantium Under the Comneni, 1081–1261. Cambridge University Press.
  • Angold, Michael (1997). The Byzantine Empire, 1025–1204. Longman.
  • Birkenmeier, John W. (2002). "The Campaigns of Manuel I Komnenos". The Development of the Komnenian Army: 1081–1180. Brill Academic Publishers.
  • Bradbury, Jim (2006). "Military events". The Routledge Companion to Medieval Warfare. Read Country Books.
  • Brand, Charles M. (1989). "The Turkish Element in Byzantium, Eleventh-Twelfth Centuries". Dumbarton Oaks Papers. Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University.
  • Brooke, Zachary Nugent (2004). "East and West:1155–1198". A History of Europe, from 911 to 1198. Routledge (UK).
  • "Byzantium". Papyros-Larousse-Britannica (Volume XIII) (in Greek). 2006.
  • Curta, Florin (2006). "Chronology". Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge University Press.
  • Day, Gerald. W. (June 1977). "Manuel and the Genoese: A Reappraisal of Byzantine Commercial Policy in the Late Twelfth Century". The Journal of Economic History.
  • Duggan, Anne J. (2003). "The Pope and the Princes". Adrian IV, the English Pope, 1154–1159: Studies and Texts edited by Brenda Bolton and Anne J. Duggan. Ashgate Publishing, Ltd.
  • Garland Lynda, Stone Andrew. "Bertha-Irene of Sulzbach, first wife of Manuel I Comnenus". Online Encyclopedia of Roman Emperors.
  • Gibbon, Edward (1995). "XLVIII-The Decline and Fall". The History of the Decline and Fall of the Roman Empire (Volume III). Penguin Classics.
  • Haldon, John (2001), The Byzantine Wars, Stroud: Tempus.
  • Hamilton, Bernard (2003). "William of Tyre and the Byzantine Empire". Porphyrogenita: : Essays on the History and Literature of Byzantium and the Latin East in Honor of Julian Chrysostomides, edited by Charalambos Dendrinos, Jonathan Harris, Eirene Harvalia-Crook and Judith Herrin. Ashgate Publishing, Ltd.
  • Hanson, Graig L. (2003). "Manuel I Komnenos and the "God of Muhammad": A Study in Byzantine Ecclesiastical Politics". Medieval Christian Perceptions of Islam: A Book of Essays edited by John Tolan. Routledge.
  • Harris, Jonathan, Byzantium and the Crusades, Bloomsbury, 2nd ed., 2014.
  • Harris, Jonathan and Tolstoy, Dmitri, 'Alexander III and Byzantium', in Alexander III (1159-81: The Art of Survival, ed. P. Clarke and A. Duggan, Ashgate, 2012, pp. 301–13.
  • Heath, Ian (1995). Byzantine Armies 1118–1461 AD (Illustrated by Angus McBride). Osprey Publishing.
  • Hillenbrand, Carole (2003). "The Imprisonment of Raynald of Châtillon". Texts, Documents, and Artefacts: Islamic Studies in Honour of D. S. (Donald Sidney) Richards edited by Chase F. Robinson. Brill Academic Publishers.
  • Jeffreys, Elizabeth; Jeffreys Michael (2001). "The "Wild Beast from the West": Immediate Literary Reactions in Byzantium to the Second Crusade" (PDF). The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World edited by Angeliki E. Laiou and Roy Parviz Mottahedeh. Dumbarton Oaks Research Library and Collection.
  • Každan, Alexander P.; Epstein, Ann Wharton (1990). "Popular and Aristocratic Popular Trends". Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries. University of California Press.
  • Kurtz, Johann Heinrich (1860). "Dogmatic Controversies, 12th and 14th Centuries". History of the Christian Church to the Reformation. T. & T. Clark.
  • "Letter by the Emperor Manuel I Komnenos To Pope Eugene III on the Issue of the Crusades". Vatican Secret Archives. Archived from the original on 2007-02-02.
  • Madden, Thomas F. (2005). "The Decline of the Latin Kingdom of Jerusalem and the Third Crusade". The New Concise History of the Crusades. Rowman & Littlefield.
  • MacGillivray Nicol, Donald (1988). "The Parting of the Ways". Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge University Press.
  • Magdalino, Paul (2005). "The Byzantine Empire (1118–1204)". The New Cambridge Medieval History edited by Rosamond McKitterick, Timothy Reuter, Michael K. Jones, Christopher Allmand, David Abulafia, Jonathan Riley-Smith, Paul Fouracre, David Luscombe. Cambridge University Press.
  • Magdalino, Paul (2002). "The Medieval Empire (780–1204)". The Oxford History of Byzantium By Cyril A. Mango. Oxford University Press.
  • Magdalino, Paul (2002). The Empire of Manuel I Komnenos, 1143–1180. Cambridge University Press.
  • Mayer, Hans, Eberhard (2005). "The Latin East, 1098–1205". The New Cambridge Medieval History edited by Rosamond McKitterick, Timothy Reuter, Michael K. Jones, Christopher Allmand, David Abulafia, Jonathan Riley-Smith, Paul Fouracre, David Luscombe. Cambridge University Press.
  • Norwich, John Julius (1998). A Short History of Byzantium. Penguin.
  • Norwich, John J. (1995). Byzantium: The Decline and Fall. Alfred A. Knopf, Inc.
  • Obolensky, Dimitri (1971). The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe 500–1453. London: Weidenfeld and Nicolson.
  • Read, Piers Paul (2003) [1999]. The Templars (translated in Greek by G. Kousounelou). Enalios.
  • Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1. Oxford: Oxford University Press.
  • Rogers, Randal (1997). "The Capture of the Palestinian Coast". Latin Siege Warfare in the Twelfth Century. Oxford University Press.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford University Press.
  • Sedlar, Jean W. (1994). "Foreign Affairs". East Central Europe in the Middle Ages, 1000–1500. University of Washington Press.
  • Stavropoulos, Ev, Imperium et Sacerdotium : Droit et pouvoir sous Manuel I Comnène (1143-1180), Brepols, 2021.
  • Stone, Andrew. "Manuel I Comnenus (A.D. 1143–1180)". Online Encyclopedia of Roman Emperors.
  • Vasiliev, Alexander Alexandrovich (1928–1935). "Byzantium and the Crusades". History of the Byzantine Empire.
  • Zeitler, Barbara (1994). "Cross-cultural Interpretations of Imagery in the Middle Ages". The Art Bulletin. 76 (4): 680–694.
  • Haldon, John (2002). Byzantium – A History. Tempus.
  • Lilie, Ralph-Johannes (1988). Byzantium and the Crusader States, 1096–1204. Oxford University Press.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μανουήλ Α΄ Κομνηνός
Γέννηση: 28 Νοεμβρίου 1118 Θάνατος: 24 Σεπτεμβρίου 1180
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ιωάννης Β΄ Κομνηνός
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
1143 - 1180
Διάδοχος
Αλέξιος Β΄ Κομνηνός