centrer

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:54, 2 Οκτωβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑ̃.tʁe/

centrer (fr)

  1. επικεντρώνω, κεντράρω, εστιάζω
    l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
    η έκθεση είναι επικεντρωμένη στην παρουσίαση νέων τεχνολογιών
  2. κάνω σέντρα (ποδόσφαιρο)
    le joueur a centré le ballon rond - ο παίκτης έκανε σέντρα τη μπάλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]