coffre

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:52, 17 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
coffre coffres

coffre (fr) αρσενικό

  1. το κιβώτιο, η κασέλα, το σεντούκι, το μπαούλο
    il a mis les bouquins dans un coffre de bois
  2. το πορτμπαγκάζ
    tous les bagages sont dans le coffre