sorto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- sorto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorto | sortoj |
αιτιατική | sorton | sortojn |
sorto (eo)
- η τύχη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorto | sortoj |
αιτιατική | sorton | sortojn |
sorto (eo)