sow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sow sows / swine

sow (en)

Ρήμα

ενεστώτας sow
γ΄ ενικό ενεστώτα sows
αόριστος sowed
παθητική μετοχή sown, sowed
ενεργητική μετοχή sowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sow (en)

  1. σπέρνω
  2. φυτεύω
  3. ενσπείρω