vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: zh Modifying: et, pt
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
(46 ενδιάμεσες εκδόσεις από 12 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
==Γαλλικά==
=={{-fr-}}==


==={{προφορά}}===
vieux (πριν απο σύμφωνο)
: {{ήχος|fr}}
vieil (πριν απο φωνήεν)
vieille (στο θηλυκό)


==={{επίθετο|fr}}===
*ουσ. και επίθ. [[γέρος]], [[γέρικος]]
{{fr-κλίσ-Minv-Frég|vieille}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
# [[γέρικος]]
#: ''un '''vieux''' loup - ένας '''γέρικος''' λύκος''
# [[παλιός]]
#: ''un '''vieil''' ami - ένας '''παλιός''' φίλος''


==={{ουσιαστικό|fr}}===
''Un vieux loup.''
{{fr-κλίσ-Minv-Frég|vieille}}
Ένας γέρικος λύκος.
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}}

* ο [[γέρος]] [[γριά]])
''Un vieux, une vieille.''
*: ''Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.''
Ένας γέρος, μια γριά.

*[[παλιός]]

''Un vieil ami.''
Ένας παλιός φίλος.

[[Κατηγορία:Γαλλική γλώσσα]]

[[en:vieux]]
[[et:vieux]]
[[fr:vieux]]
[[hu:vieux]]
[[ja:vieux]]
[[pt:vieux]]
[[zh:vieux]]

Τελευταία αναθεώρηση της 20:41, 14 Φεβρουαρίου 2023

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  • ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.