ζημιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζημία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζημιά οι ζημιές
      γενική της ζημιάς των ζημιών
    αιτιατική τη ζημιά τις ζημιές
     κλητική ζημιά ζημιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζημιά με συνίζηση < αρχαία ελληνική ζημία[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ziˈmɲa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημιά θηλυκό

  1. καταστροφή ενός αντικειμένου, απώλεια από φθορά, βλάβη
  2. (συνεκδοχικά) το κόστος από την παραπάνω καταστροφή, φθορά ή βλάβη
  3. (ειδικότερα) το έλλειμμα που παρουσιάζεται σε μία οικονομική οντότητα όταν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα
     συνώνυμα: ζημία
     αντώνυμα: κέρδος
  4. χάσιμο αξίας χωρίς αντιστάθμισμα
     συνώνυμα: χασούρα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζημιά < αρχαία ελληνική ζημία με συνίζηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζημιά θηλυκό