χέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χέζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χέζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈçe.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χέ‐ζω

χέζω, αόρ.: έχεσα, παθ.φωνή: χέζομαι, π.αόρ.: χέστηκα, μτχ.π.π.: χεσμένος

  1. (χυδαίο) αφοδεύω
  2. (οικείο) μιλάω πολύ άσχημα σε κάποιον για να τον επαναφέρω στην τάξη
     συνώνυμα: ξεχέζω
  3. (οικείο) παύω να ενδιαφέρομαι ή να ασχολούμαι με κάτι ή κάποιον (για να δοθεί έμφαση)
     συνώνυμα: κλάνω, αφήνω
  4. → δείτε και χέζομαι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χεζ- χεσ- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χέζω < *χέδ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰéd-

χέζω

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Απαντά κυρίως στον Αριστοφάνη και φαίνεται ότι δεν είχε χρήση γενικά στο γραπτό λόγο παρά μόνον αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια και στο μεσαίωνα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ἐλευθέρα Κόρκυρα, χέζ᾽ ὅπου θέλεις : προσβλητική έκφραση των Ρωμαίων για τον ξεπεσμό της Κέρκυρας (Στράβωνας, 7ο β. 1.8)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χεζ- χεσ- 

θέμα χεζ-

θέμα χεσ-