bananier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.na.nje/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bananier bananiers

bananier (fr) αρσενικό