cluster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cluster |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clusters |
αόριστος | clustered |
παθητική μετοχή | clustered |
ενεργητική μετοχή | clustering |
Ρήμα
[επεξεργασία]cluster (en)
- (αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, ερχόμαστε μαζί σε μια μικρή ομάδα ή ομάδες
Πηγές
[επεξεργασία]- cluster (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cluster (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω