corne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

corne < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
corne cornes

corne (fr) θηλυκό

  1. το κέρατο
  2. το κέρας (της Αφρικής)
  3. η κόρνα