corne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]corne < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
corne | cornes |
corne (fr) θηλυκό