forsake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | forsake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forsakes |
αόριστος | forsook |
παθητική μετοχή | forsaken |
ενεργητική μετοχή | forsaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]forsake (en)