gaucherie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gaucherie gaucheries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gaucherie (fr) θηλυκό

  1. η αριστεροχειρία
  2. η αδεξιότητα