go on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes on |
αόριστος | went on |
παθητική μετοχή | gone on |
ενεργητική μετοχή | going on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- ανάβω, για ένα φως, ηλεκτρισμό, κλπ που αρχίζει να λειτουργεί
- προχωρώ στον χρόνο
- (συνήθως going on) συμβαίνει
- διαρκώ, γίνεται
- περνάω, συνεχίζω κάποια δραστηριότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- go on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω, περνώ