halte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔalt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
halte haltes

halte (fr) θηλυκό