hoquet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hoquet < hok, ονοματοποιία που εκφράζει ένα χτύπημα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔ.kɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hoquet hoquets

hoquet (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το χτύπημα, η κρούση
  2. (μουσική) στη μεσαιωνική μουσική, εναλλαγή δύο φωνών που η μία απαντά στην άλλη
  3. ο λόξυγκας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]