inherent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪnˈhɪəɹənt/ ή
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- inherent < (άμεσο δάνειο) λατινική inhaerens, μετοχή ενεστώτα του ρήματος inhaerere
Επίθετο
[επεξεργασία]inherent (en)
- έμφυτος, σύμφυτος, εγγενής
- ※ You are a human being. You have rights inherent in that reality. You have dignity and worth that exists prior to law. —
- → λείπει η μετάφραση (Lyn Beth Neylon).
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη intrinsic