itinerary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
itinerary | itineraries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]itinerary (en)
- το δρομολόγιο, ένα σχέδιο για ένα ταξίδι που περιλαμβάνει τη διαδρομή και τα μέρη που επισκέπτομαι
- ↪ We changed our itinerary and will not be passing through Patras.
- Aλλάξαμε δρομολόγιο και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.
- ↪ We changed our itinerary and will not be passing through Patras.