major
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | major |
συγκριτικός | more major |
υπερθετικός | most major |
major (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]major (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- major (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- major (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- major (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος