reeds
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]reeds (en)
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]reeds (af)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]reeds (nl)