staff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
staff staffs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

staff (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) το προσωπικό
    ⮡  The staff at the luxury hotel is very helpful.
    Το προσωπικό στο πολυτελές ξενοδοχείο είναι πολύ εξυπηρετικό.
     συνώνυμα: personnel
  2. το επιτελείο
    Chief of General Staff: Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου (Στρατού)
  3. το ραβδί, η ράβδος, το μπαστούνι
  4. (μουσική) το πεντάγραμμο