stamp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stamp | stamps |
stamp (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stamp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stamps |
αόριστος | stamped |
παθητική μετοχή | stamped |
ενεργητική μετοχή | stamping |
stamp (en)
- χτυπάω με το πόδι
- ↪ they were stamping their feet
- χτυπούσαν τα πόδια
- ↪ they were stamping their feet