turn out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | turn out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns out |
αόριστος | turned out |
παθητική μετοχή | turned out |
ενεργητική μετοχή | turning out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]turn out (en)
- (αμετάβατο) αποδείχνομαι, βγαίνω, αληθεύω
- ↪ as it turned out - όπως αποδείχτηκε τελικά
- ↪ He turned out to be more informed than the so-called “experts”.
- Αποδείχτηκε πιο ενημερωμένος από τους λεγόμενους «ειδικούς».
- ↪ He turned out to be a thief/liar/cheat.
- Βγήκε κλεφτής/ψεύτης/απατεώνας.
- ↪ If my suspicions turn out to be true…
- Αν αληθέψουν οι υποψίες μου…
- (αμετάβατο) πηγαίνω, εξελίσσομαι, αποβαίνω, συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο
- ↪ How did the elections turn out?
- Πώς πήγαν οι εκλογές;
- ↪ If all turns out well…
- Αν πάνε όλα καλά…
- ↪ Do not worry, everything will turn out all right.
- Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά/όλα θα εξελιχθούν καλά.
- ↪ It will turn out detrimental to our interests.
- Θα αποβεί σε βάρος των συμφερόντων μας.
- ≈ συνώνυμα: end up, go, go off, pass off, shape up, wind up και work out
- ↪ How did the elections turn out?
- (αμετάβατο) βγαίνω, είμαι παρών σε ένα γεγονός
- ↪ The whole village turned out to welcome him.
- Όλο το χωριό βγήκε να τον υποδεχτεί.
- ↪ The whole village turned out to welcome him.
- (μεταβατικό) βγάζω, παράγω κάτι
- ↪ Our factory turns out 100 cars per day.
- Το εργοστάσιό μας βγάζει/παράγει 100 αυτοκίνητα την ημέρα.
- ↪ Our factory turns out 100 cars per day.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω ένα φως ή μια πηγή θερμότητας
- ↪ We turned out the lights.
- Σβήσαμε τα φώτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
- ↪ We turned out the lights.
Πηγές
[επεξεργασία]- turn out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 31, 97, 161-162, 162, 304, 699-700, 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: αληθεύω, αποβαίνω, βγάζω, βγαίνω, εξελίσσω, πηγαίνω, σβήνω