vat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vat (en)
- δεξαμενή για υγρά, ιδιαίτερα σε σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις
- plastic vat: μεγάλο πλαστικό δοχείο με καπάκι, πλαστικό βαρέλι
Βολαπούκ (vo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vat (vo)