Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΘΗΡΑΣΙΑ Ι μια διαχρονική διαδρομή Επιστημονική Επιμέλεια Κλαίρη Παλυβού & Ίρις Τζαχίλη ΑΘΗΝΑ 2015 3 ΘΗΡΑΣΙΑ Ι. Μια διαχρονική διαδρομή THERASIA I. A timeless route Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Επιστημονική επιμέλεια: Κλαίρη Παλυβού & Ίρις Τζαχίλη © 2015 Τα Πράγματα Εκδόσεις Ρωμυλίας 17, 14671 Αθήνα www.ta-pragmata.com Επιμέλεια τόμου: Ελπίδα Συγγελάκη Ηλεκτρονική σελιδοποίηση – Σχεδιασμός εξωφύλλου: Σταύρος Χατζηδάκης Φωτογραφία εξωφύλλου: Κώστας Σμπόνιας ISBN: 978-960-98261-3-6 4 154 Η τοπωνυμική έρευνα στη Θηρασία Άγγελος Μπούφαλης ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η κατάκτηση του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ο άνθρωπος κινείται, κατοικεί και εργάζεται, και ο μετασχηματισμός του σε ανθρωπογενές, επιτυγχάνεται αφενός επεμβαίνοντας με τεχνικό τρόπο και αφετέρου δαμάζοντάς το πολιτισμικά. Με τον ορισμό περιοχών, τον εντοπισμό πλουτοπαραγωγικών πηγών, τη διάκριση των τόπων σε καλούς, άγονους ή επικίνδυνους, τη χάραξη διαδρομών, την επινόηση συνόρων και προσανατολισμών, ο χαώδης φυσικός χώρος μπαίνει σε μία τάξη (Forbes 2007, 264), εκλογικοποιείται. Έτσι, ο χώρος αποκτά ιδιότητες τόπου, στη συνέχεια ο τόπος διαιρείται και οι υποδιαιρέσεις του κωδικοποιούνται με τη μορφή ονομάτων, αναμφίβολα μία πράξη οικειοποίησης (Martinelli 1982, 9, 13 και 17, Cosgrove 1989, 126, Azaryahu 1996, 313, πρβλ. Γένεση 1.26-28 και 2.19-20, όπου ο Αδάμ ονομάζει τα ζώα, επί των οποίων προορίζεται να κυριαρχήσει), ώστε να ενταχθούν στην πολιτικο-οικονομική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων (Δημητρόπουλος 2003, 53-54, Riesco Chueca 2010, 14). Τα ονόματα αυτά δεν σχηματίζονται τυχαία (Room 1987, 2), αλλά ούτε και βεβιασμένα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κάθε τόπος ονομάστηκε από το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Και τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ποικίλουν τόσο πολύ, όσο ανεξάντλητη είναι η ανθρώπινη γλώσσα, παρατηρητικότητα ή φαντασία, καθώς αυτό που αποτυπώνεται εν τέλει σε ένα τοπωνύμιο είναι η αντίληψη του ανθρώπου για την εκάστοτε τοποθεσία (Gil García 2009, 60). Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι η μελέτη των τοπωνυμίων μίας περιοχής δεν είναι απλή υπόθεση· απαιτείται εξοικείωση με τις γνωστικές λειτουργίες και την προσέγγιση του ντόπιου πληθυσμού (Κόπακα et al. 2000, 284, Osborne 2001, 42), στοχεύοντας τόσο στη γνωριμία με τον ίδιο τον τόπο, όσο και στην κατανόηση του τοπίου, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων μέσα σε αυτό (Inglis 1977, 489). Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος υπόσχεται πολλά περισσότερα από την παραδοσιακή γλωσσολογική, λεξικογραφικού τύπου αντιμετώπιση των τοπωνυμίων (Baker 1972, 367)· όλες οι ιστορικές, ανθρωπολογικές και γεωγραφικές επιστήμες μπορούν να ωφεληθούν από τις πληροφορίες που έχουν διαποτιστεί στο τοπίο κατά τη διάρκεια των αιώνων. Απώτερος στόχος είναι η γνωριμία με αυτό στη διαχρονικότητά του, καθώς τα τοπωνύμια πλαισιώνουν το παρόν και συγχρόνως απηχούν το παρελθόν αντανακλώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες σχηματίστηκαν (Room 1987, 4, Δημητρόπουλος 2003, 51). Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί μια συνοπτική παρουσίαση της εν εξελίξει τοπωνυμικής έρευνας στη Θηρασία. Πρώτα θα γίνει αναφορά στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας και μελέτης του υλικού, και στη συνέχεια μία πρώτη προσπάθεια να εκτιμηθούν οι μαρτυρίες των τοπωνυμίων. Αυτά θα παρουσιαστούν ομαδοποιημένα σε περιγραφικά του φυσικού τοπίου, δηλωτικά των ανθρώπινων επεμβάσεων σε αυτό, δηλωτικά της πολιτικο-οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας του νησιού, και σε μαρτυρίες για το παρελθόν και την ιστορική διαδρομή της Θηρασίας. 155 Αριστερή σελίδα: Ο δια θαλάσσης εντοπισμός του διαμπερούς σπηλαίου Τρυπητή (Φωτ.: Άγγελος Μπούφαλης). ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η τοπωνυμική έρευνα πραγματοποιείται συστηματικά και επιτοπίως στο νησί της Θηρασίας από το 2009. Έκτοτε έχουν συλλεχθεί περισσότερα από 280 θηρασιώτικα τοπωνύμια, καθώς και τοπωνυμικές αναφορές σε άλλες νήσους, εάν αυτές βρίσκονται από την σκοπιά των Θηρασιωτών. Η κύρια πηγή είναι οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων του νησιού, οι οποίοι με μεγάλη προθυμία και ενθουσιασμό παραδίδουν όσα τοπωνύμια γνωρίζουν1. Οι συνεντεύξεις των κατοίκων πραγματοποιούνται μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες οπουδήποτε δυνατόν· στις οικίες τους, σε μέρη που συχνάζουν (παντοπωλείο, ταβέρνες, εκκλησίες, γραφείο κοινότητας) ή ιδανικά στο ύπαιθρο, όπου βρίσκονται για τις αγροτικές τους εργασίες. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, ανάλογα την ικανότητα του καθενός να διαβάζει το χάρτη και τη χωρική του αντίληψη, υποδεικνύουν επί τόπου ή επί χάρτου ή ακόμη απλώς αντλούν από τη μνήμη τους τις θέσεις των τοπωνυμίων. Φυσικά, δεν λείπουν οι ασυμφωνίες, καθώς η προφορική παράδοση αποδεικνύεται μονάχα επιφανειακώς ενιαία. Συγχρόνως παραδίδονται πληροφορίες σχετικά με τη σημασία ή την προέλευση των ονομάτων, συμβάντα ή λαϊκές παραδόσεις που σχετίζονται με συγκεκριμένες τοποθεσίες και την ύπαρξη φυσικών χαρακτηριστικών ή ανθρωπογενών κατασκευών. Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για την ακριβέστερη ταύτιση των ονομάτων με τις τοποθεσίες στις οποίες αντιστοιχούν, αλλά και την καλύτερη δυνατή τεκμηρίωσή τους. Παράλληλα, πραγματοποιούνται πεζοπορικές διαδρομές για τον εντοπισμό και την ταύτιση των διαφόρων τοποθεσιών. Τα τοπωνύμια σημειώνονται σε αντίγραφα του κλίμακας 1:5.000 τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ, ενώ οι τοποθεσίες αποτυπώνονται φωτογραφικά μεμονωμένα ή και σε πανοράματα ευρύτερων περιοχών. Συμπληρωματικά, πραγματοποιείται βιβλιογραφική έρευνα, καθώς και εξέταση του διαθέσιμου αρχειακού και χαρτογραφικού υλικού. Η βιβλιογραφία για τη Θηρασία, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι εξαιρετικά περιορισμένη· οι τοπωνυμικές αναφορές ελάχιστες και σποραδικές, συμβάλλοντας μάλλον στην πληρέστερη τεκμηρίωση συγκεκριμένων τοπωνυμίων, παρά στην απόκτηση νέων. Τα εντοπισμένα αρχεία, που στην πλειονότητά τους ανήκουν στο Αρχείο της Καθολικής Επισκοπής Σαντορίνης2, αποτελούν εν πολλοίς έναν ανεξερεύνητο θησαυρό, ενώ μία σύγχρονη βάση δεδομένων του αγροτικού συνεταιρισμού3, στην οποία κάθε χωράφι καταχωρείται με το όνομα και τη γεωγραφική του θέση, αποδείχθηκε ένα σύγχρονο τοπωνυμικό καταθετήριο. Όσον αφορά τη χαρτογραφία, η παρουσία της Θηρασίας είναι τακτική, συνοδεύοντας συνήθως τη Θήρα, σπανίως όμως με ιδιαίτερες τοπωνυμικές αναφορές. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους: Μαθιό και Μαρία Ξαγοράρη, Γουλιέλμο και Μαρία Συρίγου, Στέλιο και Τασία Βαρβαρήγου, Νεκτάριο Συρίγο, Μάγδα Πιτσικάλη, Βάλσαμο Πιτσικάλη, παπα-Ηλία Συρίγο, Γιάννη (Μπαλή) και Τασία Συρίγου, κυρ-Γιάννη και Φλώρα Παράβαλου, Μανώλη Πιτσικάλη, Μαρίνο Συρίγο, Τασία Συρίγου, Ειρήνη Βελούρδου, Νίκο (Πόπονα) Πιτσικάλη, Σπύρο Συρίγο, Σωτήρη Πιτσικάλη, Γιάννη (Μάστορα) Συρίγο, Νίκο (Πατέλη) Παράβαλο, Αγγελικώ Παραβάλου, Νίκο και Άννα Συρίγου, Ηλία Συρίγο, Νίκο Συρίγο, Μιχάλη και Ματθία Συρίγου. 1 Το αρχείο είναι ψηφιοποιημένο από το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΙΠΑ-ΜΙΕΤ). Για την ενημέρωση σχετικά και την πρόσβαση σε αυτό ευχαριστώ τους Αγαμέμνονα Τσελίκα, διευθυντή του τμήματος, και Θανάση Ζάχο. 2 3 Η πρόσβαση σε αυτή θα ήταν αδύνατη δίχως την πολύτιμη βοήθεια του Χρήστου Αλεξανδρή. 156 Το σύνολο των συλλεχθέντων ονομάτων μαζί με τις σύνοδες πληροφορίες καταχωρούνται σε ένα κατάλογο, όπου συντάσσεται η «ταυτότητα» κάθε τοπωνυμίου. Σε αυτόν σημειώνονται: το όνομα της τοποθεσίας σύμφωνα πάντα με το τοπικό ιδίωμα και προφορά· οι τυχόν δευτερεύουσες εκφορές του, αλλά και οι διαφορετικοί γλωσσικοί τύποι που πιθανώς υπάρχουν και χρησιμοποιούνται· η φύση ή το είδος της τοποθεσίας· η προέλευση της ονομασίας, ετυμολογική ή σημασιολογική· τα χαρακτηριστικά φυσικά ή τεχνητά στοιχεία που ενδεχομένως βρίσκονται εκεί· οι πηγές του τοπωνυμίου και των λοιπών πληροφοριών· εάν βρίσκεται σημειωμένο στο χάρτη· οι φωτογραφίες στις οποίες εμφανίζεται· και τέλος, άλλες σχετικές παρατηρήσεις και στοιχεία (πίν. 1). Πίν. 1: Δείγμα του καταλόγου των τοπωνυμίων. ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΘΗΡΑΣΙΑΣ 1. Φυσικό τοπίο 1.1. Γεωφυσικά Από τις πολυπληθέστερες κατηγορίες τοπωνυμίων είναι εκείνα που αναφέρονται στα γεωφυσικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε τόπου, κάτι αναμενόμενο, καθώς ο απλούστερος τρόπος να αναγνωρίσεις κάτι είναι να σου το περιγράψουν (Basso 1984, 27-28). Το κύριο γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό του θηρασιώτικου τοπίου είναι το πλήθος των χειμάρρων που χαράσσουν την επιφάνειά του, κυλώντας σε βαθιές κοιλάδες, τα λαγκάδια (Λαγκάδι, Λάγκα, Λούγκος, άλλοτε Ποταμός/-ίδα), από ανατολικά προς δυτικά, καταλαμβάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού. 157 Επίσης, απαντώνται ονομασίες που αναφέρονται στην κλίση του εδάφους (Γκρεμνά/-άρι, Εγκρεμνός, Κατήφορος, Κατάκριες, Κρεμαστές, Λάκκος, Πλατιές, Στενοπέζουλα, Τούμπες), στενωπούς (Τραχηλάς), εδαφικά εξάρματα (Τούρλος/-ι, Βουνάρι) κ.ά. Κατά πολύ λιγότερα είναι παραδόξως τα ακτωνύμια, τα οποία αντιστοιχούν σε ακρωτήρια (Κάβος, Πούντα), υφάλους (Ξέρα), βράχους (Γλαρόπετρα, (ο) Ξώνησο) και απάνεμα (Λιμάνι). Ο μικρός αριθμός τους πιθανώς οφείλεται στη σχετικά απλή ακτογραμμή ανατολικά και νότια, όπου επικρατούν οι κρημνώδεις πλαγιές της καλντέρας, και δυτικά, όπου η άσπα (κίσσηρις), έχοντας σκεπάσει τα πάντα, δημιουργεί μια ομοιόμορφη ακτή που φέρει το όνομα Βραχιές, εκ του ρ. βρέχομαι (χάρτης 1). Άλλα γεωφυσικά τοπωνύμια αφορούν την εδαφολογία και τα ονόματά τους προέρχονται από Χάρτης 1: Χάρτης της Θηρασίας με τα ονόματα των σύγχρονων οικισμών (με το χρώμα (Ασπρόχωμα, Κόκκινα, υπογράμμιση) και των κυριότερων περιοχών που αναφέρονται στο κείμενο. Μαύρος Γκρεμνός), τη διάβρωση (Άμμος, Πάσπαρος, Χάλαρα), τη δυσκολία εξόρυξης (Χαλέπες) ή τη διαθεσιμότητα συγκεκριμένων υλικών (Πορί). Η απουσία του ασβεστόλιθου συνεπάγεται και την απουσία καρστικών φαινομένων. Έτσι, σπηλαιομορφές στη Θηρασία υπάρχουν ελάχιστες και δεν είναι παρά αβαθείς βραχοσκεπές. Εξ αυτών μονάχα δύο, η Τρυπητή και η Χώνη, προδίδουν τη φύση της τοποθεσίας. Ο όρος σπήλαιο (σπηλιά), ωστόσο, δεν είναι ξένος στο νησί· χρησιμοποιείται ευρέως για να δηλώσει τα υπόσκαφα. 1.2. Φυτωνυμικά και ζωωνυμικά Αρκετά είναι τα φυτωνυμικά και ζωωνυμικά τοπωνύμια. Στα πρώτα περιλαμβάνονται αυτοφυή (Αγριλιά, Καπαριές, Κατσούνι, Ασκέλες, Καλαμόχορτο, Ράμνος) και καλλιεργήσιμα είδη (Αμπέλι/-άρι, -άκι, Βιόλα), ενώ και η ψηλή βλάστηση που πραγματικά σπανίζει στη Θηρασία αντιπροσωπεύεται ικανοποιητικά (Βραχιά Λεμονιάς, Τούρκου Ελιές, Μάρκου Συκιά). Από τα ζωωνυμικά δεν λείπουν φυσικά τα οικόσιτα γάιδαρος (Γάδαρος, Γαϊδουρόνησο, Ξυλογαδάρες) και αίγα (Λιμάνι της Αίγας), καθώς και άγρια ζώα (Γλαρόπετρα, Λάροι, Κουκουμαυλιά, Περιστεριές, Χάνου Λαγκάδι). 158 1.3. Υδρωνυμικά Όσον αφορά το πολύτιμο για την άνυδρη Θηρασία νερό, συναντάται σε χρήση ο όρος βρύση (Βρύση/-ες, -άκι), αν και μάλλον καταχρηστικά, καθώς πρόκειται για σταγονορροές, ο όρος πηγάδι (Πηγάδι, Πηαδήστρα), ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρεται σε στέρνες, και ο όρος ποταμός (Ποταμός/-ίδα), που λειτουργεί ως υπερθετικό του λαγκάδι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη των υδρωνυμικών τοπωνυμίων, καθώς αντικατοπτρίζει με ιδιαίτερη σαφήνεια την ανυδρία του νησιού. Τα περισσότερα πηγάδια βρίσκονται περιφερειακά, πολύ κοντά στην ακτή, από δυτικά έως βόρεια, στα χαμηλότερα τμήματα του νησιού και επί των εκβολών χειμάρρων (Ριτζούλη στον παρόντα τόμο). Οι βρύσες συγκεντρώνονται στο νοτιοανατολικό τμήμα, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του υψώματος της Παναγιάς, όπου επικρατούν σκληρά ηφαιστειογενή πετρώματα αντί της άσπας (χάρτης 2). Χάρτης 2: Οι θέσεις των τοπωνυμικών αναφορών σε πηγάδια (πράσινο) και βρύσες (κόκκινο). 2. Κατάληψη του χώρου 2.1. Κτίσματα Το πλέον εμφανές γνώρισμα του ανθρωπογενούς τοπίου είναι ασφαλώς οι κατασκευές μέσα σε αυτό. Κτίσματα μνημονεύονται στα τοπωνύμια ακόμα και αν τα ίδια δεν είναι πλέον ορατά, προδίδοντας έτσι τη θέση τους. Καθίσταται, λοιπόν, δυνατόν να εντοπιστούν κατασκευές όπως αποθήκες (σπηλιές ή σπίτια), βίγλες (Βίγλα/-ες), μύλοι (Μύλος/-άρι), εκκλησιές, εγκαταστάσεις ορυχείων (Παλάδα, Παλαδί, Καμάρες), πηγάδια και στέρνες (Πηγάδι/-ια, Πηαδήστρα), αναλλήματα (Στενοπέζουλα, Πεζούλα/-ες, -ια), καθώς και τα διάφορα σύρματα και λιμανάκια, μικρά αμμουδερά με υπόσκαφα, όπου τραβούσαν τις βάρκες το χειμώνα. 2.2. Ρυμίδια Παρομοίως είναι δυνατόν να ανιχνευθεί το οδικό δίκτυο του νησιού, καθώς τα ρυμίδια, δηλαδή τα καλντερίμια και μονοπάτια, φέρουν ονόματα. Συνήθως ονομάζονται από τον προορισμό (Δρόμος Αγριλιάς, Δρόμος Πηγαδιού, Δρόμος Ποταμού, Δρόμος 159 Χριστού, Δρόμος Βολιώ, Δρόμος Τουμπώ), άλλοτε από την προέλευση (Δρόμος από Βραχ(ι)ές), ενώ συμβαίνει να ονομάζονται και από τον τόπο που διασχίζουν (Δρόμος του Δασκάλου, Δρόμος του Ποταμού) ή τη θέση τους στο χώρο (Μεσακός Δρόμος). Επιπλέον, υπάρχουν τοπωνύμια που μαρτυρούν τις διαδρομές τους (Πέραμα/-ατα, Στάση/-ες, Στράτα). 2.3. Ανθρωπωνυμικά Μία εκδοχή της έννοιας κατάληψη του χώρου είναι η ιδιοκτησία. Ένα πλήθος τοπωνυμίων, στη συντριπτική τους πλειονότητα ονομασίες χωραφιών, μνημονεύουν φυσικά πρόσωπα και με ελάχιστες εξαιρέσεις δηλώνουν κυριότητα. Μία απλή παράθεση καθιστά προφανές ότι το ιδιοκτησιακό σύστημα βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και σε περαιτέρω ανάλυση ότι η ισχύς της κοινότητας είναι περιορισμένη. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από την έλλειψη τοπωνυμίων δηλωτικών κυριότητας εκ μέρους οικισμών (με εξαίρεση ίσως τα Κεραδιανά)4, καθώς και το φαινόμενο της ιδιοκτησίας, διατήρησης και συχνά διαχείρισης των περισσοτέρων εκκλησιών από ιδιώτες (Γκουλιοπούλου, Μολίδα & Νάση στον παρόντα τόμο). Η μνεία ατόμων αντί ομάδων (οικογενειών ή κοινοτήτων) στα τοπωνύμια, και κατ’ επέκταση στις ιστορίες που αυτά διηγούνται, αντανακλά την έλλειψη συλλογικότητας μεταξύ των Θηρασιωτών. Συναντώνται ονόματα βαπτιστικά (Αναστασίας Λάκκος, Ανεζινιώ, Γουλιέλμη Παλάδα, Καράβι Μηνά, Μαγδαληνής Άντρας, Μανωλιού Αμπέλι, Μάρκου Συκιά, Μαρούλας Λαγκάδι, Νικηφόρου Χωράφι, Παναγιώτη Λαγκάδι, Φροσύνης Πλευρά, Χαραλαμπάκη Μαγαζί), οικογενειακά (Γιορντάση Λαγκάδι, Ζάβαλη, Κανάκη Αμπέλι, Καραγιάννη, Κασελά Λούγκος, Κρασά Λαγκάδι, Μπασόη, Μπέντη, Μπόνας, Πέρου, Παντελή Φράγκου), εθνικά ή θρησκευτικά (Κρητικούλη, Τούρκου Ελιές), επαγγελματικά (Δασκάλου, Καφετζή Μύλος, Κρασά Λαγκάδι, Παπά Σύρμα, Παπατζώρτζη, Ποταμίδες Παπά, Ποταμίδες Πασά, Διάκου, Πρωτοσύγγελου) και βεβαίως προσωνύμια (Μαλλιαρού Λαγκάδι, Πονήρη Πεζούλες, Πονήρη Σπηλιές). 3. Αντίληψη του χώρου 3.1. Σχήματα λόγου Το σαφέστερο δείγμα της επιχείρησης οικειοποίησης του φυσικού τοπίου μέσω της ονοματοδοσίας είναι η χρήση σχημάτων λόγου κατά το σχηματισμό τοπωνυμίων. Απαντώνται όμορφες μεταφορές, όπως της Παναγιάς η Αγγάλη, ακριβόλογες παρομοιώσεις, όπως ο Τραχηλάς, και ευφημισμοί που μας μεταφέρουν τη χιουμοριστική διάθεση των Θηρασιωτών, όπως η Τρανή Πεζούλα, που βρίσκεται στη θέση Στενοπέζουλα. Ένας βράχος μέσα στη θάλασσα λέγεται και Καράβι, μια συνήθης παρομοίωση (όπως και το Κατεργάκι), και μάλιστα αποκαλείται το Καράβι του Μηνά μετά από ένα καλαμπούρι ότι αποτελεί περιουσία του. Κυριότερο παράδειγμα της περιπαικτικής διάθεσης των Θηρασιωτών αποτελεί της Μαγδαληνής ο Άντρας. Πρόκειται για έναν κατακρημνισμένο κυλινδρικό βράχο που έχει σταθεί σε ορθή Τα Πηγάδι Αργριλιάς και Ποταμιανό Πηγάδι αποτελούν επίσης εξαιρέσεις. Αυτά διανοίχθηκαν κατά τη μεγάλη ξηρασία του 1838 που ένωσε του κατοίκους (Δεναξάς 1927, 95-97). Πριν την ξηρασία, αλλά και μετά από αυτή, κάθε οικογένεια βασιζόταν στην οικιακή της στέρνα. 4 160 θέση στη θάλασσα. Πολλές εκδοχές υπάρχουν για το πώς προέκυψε η ονομασία· σε μια ο άντρας της Μαγδαληνής συνήθιζε να πηγαίνει εκεί για ψάρεμα, σε άλλη, χήρα αυτή, πήγαινε εκεί και τον έκλαιγε, ενώ σε κάποια τρίτη, ούσα και πάλι χήρα, έχοντας τρελαθεί από τη θλίψη της νόμιζε πως ήταν ο άντρας της και χάιδευε το βράχο. Μία πιο αληθοφανής εκδοχή θέλει τους Θηρασιώτες να προξενεύουν στη Μαγδαληνή, που μάταια αναζητούσε παντρειά, το φαλλόσχημο βράχο Ατζαμή, όπως λεγόταν μέχρι τότε, που μεταξύ άλλων σημαίνει και τον σεξουαλικά άπειρο. 3.2. Κέντρο και περιφέρεια Οι οικισμοί δεν έχουν διακριτές επικράτειες, στις οποίες να εντοπίζονται οι ιδιοκτησίες των κατοίκων τους. Οι μικρές αποστάσεις, ο μικρός πληθυσμός που ευνοούσε τις επιγαμίες (με ό,τι αυτό συνεπάγεται κατά τη μεταβίβαση της έγγειας περιουσίας) και η εποχική κατοίκηση μεταξύ παράλιων και μεσόγειων οικισμών κατέστησαν την ύπαρξη κτηματικών περιφερειών περιττή, έως αδύνατη. Μία μοναδική περίπτωση δήλωσης κυριότητας εκ μέρους οικισμού, τα Κεραδιανά, ενδεχομένως αναφέρεται σε χωράφια που ανήκουν στην Κερά Παναγιά (Keira Panagia σε χάρτη του 1848· χάρτης 3), το μοναστήρι, όχι τον οικισμό Κερά. Τα τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε ευρύτερες περιοχές αφορούν αποκλειστικά περιοχές οικονομικού ενδιαφέροντος για το σύνολο των Θηρασιωτών· ο Κάμπος, το μοναδικό πεδινό τμήμα του νησιού, η Ρίβα, το μοναδικό φυσικό αγκυροβόλιο του νησιού, και οι Παλάδες, όπου συγκεντρώνονται τα περισσότερα και μακροβιότερα ορυχεία θηραϊκής γης (χάρτης 1). Οι κάτοικοι του νησιού δεν χωρίζονται σε κατοίκους του τάδε και του δείνα οικισμού, αλλά ανήκουν σε μία πληθυσμιακή ενότητα, τους Θηρασιώτες, που κατοικούν σε μία τοπική ενότητα, τη Θηρασία. Οι οικισμοί σε αυτή μοιάζουν να λειτουργούν μάλλον σαν γειτονιές, παρά σαν αυτοτελείς πολιτικές οντότητες. Ωστόσο, το τοπίο της Θηρασίας δεν είναι αδιαίρετο. Όπως προαναφέρθηκε, τα ρυμίδια ονομάζονται συνήθως από τον προορισμό και σε μία περίπτωση από την προέλευση. Καθότι όμως ο κάθε δρόμος έχει δύο άκρα, προκύπτει το ερώτημα ποιο δρόμο ακολουθείς στην επιστροφή. Εφόσον δεν υπάρχει εναλλακτική ονομασία για κανένα από αυτά τα ρυμίδια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ένα άκρο εννοείται (πίν. 2). Το άκρο που αποσιωπάται θα πρέπει να εκληφθεί ως γνωστό ή ευνόητο και επομένως σημαντικότερο του κατονομαζομένου. Διαφαίνεται, λοιπόν, μία ιεράρχηση στο τοπίο, που μοιάζει να ακολουθεί το εξής ιεραρχικό σχήμα (από την κορυφή προς τη βάση): Πίν. 2: Οι αφετηρίες και προορισμοί των ρυμιδίων που ονομάζονται από την προέλευση ή την κατεύθυνση. Δεν σημειώνονται τα ομώνυμα. 161 Χάρτης 3: Τοπωνύμια που δηλώνουν προσανατολισμό, σε λεπτομέρεια του χάρτη του Capt. Th. Graves, καταρτισμένου το 1848 για λογαριασμό της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Βρετανικού Ναυαρχείου (Leycester 1850). οικιστικός χώρος – θρησκευτικός χώρος – αγροτικός χώρος. Ιεράρχηση, δίχως να είναι σαφές εάν προκύπτει από διοικητικούς, οικονομικούς, πληθυσμιακούς ή συγκοινωνιακούς λόγους, υπάρχει και μεταξύ των οικισμών, με κέντρα τους Μανωλά και Ρίβα, τους Ποταμό, Αγριλιά και Κόρφο να καταλαμβάνουν την περιφέρεια και τους εγκαταλειμμένους να σημαδεύουν τα όρια. 3.3. Προσανατολισμός Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένα τοπωνύμια που δηλώνουν προσανατολισμό, καθώς μαρτυρούν πέρα από το γεωγραφικό, όπως τα Μπροστά και Μέσα Κάβος, τον οικονομικό και ενίοτε πολιτικό προσανατολισμό του νησιού. Ο χαρακτηρισμός Έξω Μέρος ή απλά «πίσω» δηλώνει το δυτικό τμήμα, το στραμμένο στην αντίθετη κατεύθυνση της Σαντορίνης, υποδεικνύοντας σαφώς τον οικονομικό και πολιτικό προσανατολισμό προς αυτή, που ενισχύεται από το χαρακτηρισμό Μεγάλη Στεριά ή και εκείνο το –αρνητικά φορτισμένο– «απέναντι» που αποδίδεται στη Σαντορίνη. Πιθανώς κατά συνεκφορά της έκφρασης «προς την Ίο» προέκυψε το ακρωτήριο Τηνό με Β-ΒΔ προσανατολισμό. Η Ίος ήταν πάντα δημοφιλής προορισμός για τους ψαράδες, αλλά και πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που οδηγούν στα 162 υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Αλλά και η Κρήτη, που ανέκαθεν είχε έντονες και διαρκείς εμπορικές σχέσεις με το νησιωτικό σύμπλεγμα της Σαντορίνης, έχει αντικαταστήσει το «Νότος» (χάρτης 3). 4. Τοπική ιστορία Τοπωνύμια που κάνουν αναφορά σε ανθρώπους, γεγονότα και παραδόσεις, καθώς και κάθε λογής εγκαταστάσεις, παρουσιάζουν ειδικότερο ενδιαφέρον για την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα περιστατικά ξεχνιούνται, τα οικοδομήματα γκρεμίζονται και χάνονται· τα προσηγορικά όμως μένουν. Το τοπίο έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πλουσιότερα ιστορικά ντοκουμέντα στη διάθεση των μελετητών (Hoskins 1970, 14) και τα τοπωνύμια αποτελούν το μηχανισμό με τον οποίο η ιστορία εγγράφεται στο χώρο (Basso 1984, 32). Το προϊόν που προκύπτει είναι ένα τοπίο μνήμης (memoryscape· Nuttall 1992, 54), στο οποίο αποθηκεύονται οι εμπειρίες, ιστορίες και αναμνήσεις των διαδοχικών γενεών που το κατοίκησαν (Ingold 1993, 152-153). Μέσω αυτών είναι δυνατόν να αποκτηθεί μία αποσπασματική μεν, αλλά εύγλωττη εικόνα ενός παρελθόντος (ή παρελθόντων) που, είτε δεν κατάφερε, είτε δεν κρίθηκε αρκετά σημαντικό για να καταγραφεί αλλιώς (Stewart & Strathern 2003, 6). 4.1. Πληθυσμοί και γλώσσα Η αξία των τοπωνυμίων ως γλωσσικών καταλοίπων περασμένων εποχών, πληθυσμών και διοικήσεων είναι αδιαμφισβήτητη (Room 1987, 3, Δημητρόπουλος 2003, 51). Στη Θηρασία σώζονται κυρίως τοπωνύμια που ανάγονται στη Μεταβυζαντινή περίοδο, όπως τα Βενέτικα, που ενδεχομένως δήλωναν την καταγωγή του ιδιοκτήτη. Η ενετική κυριαρχία που διήρκησε από το 1207 έως και το 1579 άφησε πολλές ιταλικές λέξεις κοινής χρήσης (Βίγλα, Στράτα, Σαντορίνη), ονόματα (Γουλιέλμη), γεωγραφικά (Πούντα, Ρίβα) κ.ά. Τους Ενετούς διαδέχθηκαν οι Τούρκοι αφήνοντας και αυτοί τις δικές τους λέξεις (Κουμπές, Μπαξές, Γιορντάση). Από την αρχαιότητα έρχονται τα φυτωνυμικά Ράμνος και Ερινιά, καθώς και το ίδιο το όνομα της νήσου. Η Θηρασία, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η θυγατέρα του βασιλιά Θήρα, ο οποίος φυσικά ζούσε στη Θήρα, στο κάστρο του Σκάρου. Ως προίκα για την κόρη του έχτισε ένα κάστρο στο μικρότερο νησί απέναντι, κι έτσι αυτό πήρε το όνομά της. Η παλαιότητα του τύπου θηρασία, θηλυκό του επιθέτου Θηράσιος, που δηλώνει κτήση ή καταγωγή, εξαρτάται από το πόσο παλιό είναι το όνομα Θήρα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (4.147-148), ο Λακεδαίμονας Θήρας ήταν ο οικιστής της ομώνυμης δωρικής πόλης στο Μέσα Βουνό και έδωσε το όνομά του στη νήσο, αντικαθιστώντας το πρότερο Καλλίστη. Ο Hiller (1978) προτείνει να αποκατασταθεί το σύμπλεγμα «qe-ra-si-ja», που απαντά σε πινακίδες Γραμμικής Β από την Κνωσό, ως θηρασία. Το σύμπλεγμα αντιστοιχεί σε μια θεότητα που φαίνεται να λατρεύεται αποκλειστικά στην Κρήτη από τα τέλη της ΜΜ ΙΙΙ, αφού δεν απαντά σε πινακίδες Γραμμικής Α. Η χρονική σύμπτωση με τη σειρά φυσικών καταστροφών που κορυφώθηκαν με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την Κρήτη, αλλά και οι προσφορές ελαφρόπετρας μέσα σε κωνικά κύπελλα, όπως έχουν βρεθεί σε ανασκαφές (Hiller 1978, 677), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια ανώνυμη θεά που αποκαλείτο με το εθνικό της όνομα: Θηρασία, 163 από τη Θήρα. Εάν αυτό ισχύει, το όνομα Θήρα πηγαίνει πίσω στο 15ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον, και είναι προελληνικό (Haley 1928, 143), κάτι που εξηγεί και την δυσετυμολογία του. Το Θηρασία διατηρείται έκτοτε μόνο με κάποιες παραφθορές, οι οποίες συχνότατα οφείλονται σε ακουστικά λάθη των ξένων περιηγητών και χαρτογράφων (Καλλιβρετάκης 2003, 14 και 20), σε αντίθεση με το Θήρα, που αντικαταστάθηκε το 13ο αιώνα μ.Χ. από το Σαντορίνη (Δε Κιγάλλας 1850, ιστ΄). Ο τονισμός στην παραλήγουσα, επίσης, διατηρήθηκε σύμφωνα με αρχειακές πηγές τουλάχιστον μέχρι και το 18ο αιώνα. 4.2. Μύθοι και παραδόσεις Σπαράγματα της ιστορίας της Θηρασίας βρίσκονται διάσπαρτα σε λαϊκές παραδόσεις για στοιχειά, κρυμμένους θησαυρούς, ερημίτες, παλιούς βασιλιάδες και εικόνες που Χάρτης 4: Θέσεις εγκαταλειμμένων οικισμών που επιστρέφουν στη θέση εύρεσής τους, ιστορίες που μαρτυρούνται βάσει τοπωνύμιων: 1) Σπηλιές στο Λαγκάδι του αποτέλεσαν αφορμές για ονομασίες τοποθεσιών Άη Γιώργη, 2) Περιστεριές, 3) Μαλλιαρού Λαγκάδι, 4) Βολιά ή συνδέθηκαν με αυτά αργότερα. Οπωσδήποτε, στο Λαγκάδι των Βολιών, 5) Σπηλιές στο Τρανό Λαγκάδι. η μελέτη αυτών προσφέρει άμεσες και έμμεσες, ενίοτε απροσδόκητες, πληροφορίες για την τοπική ιστορία, την καθημερινή ζωή, αλλά και τις ανησυχίες και τους φόβους των κατοίκων (Baker 1972, 373, Forbes 2007, 249-250 και 181-182). Το ίδιο ισχύει και για αξιοσημείωτα γεγονότα ή ασυνήθιστα περιστατικά. Σε ένα τέτοιο οφείλει το όνομά του το Λιωμένο Ψάρι. Κάποιο κήτος που παγιδεύτηκε στην καλντέρα ξεβράστηκε στην τοποθεσία αυτή και ξεψύχησε. Οι Θηρασιώτες ψαράδες «…το ‘λιωσαν, το λίπος του φυλάνε και τρίβουν τα φαλάγκια τους, για ψάρεμα σαν πάνε…» (Πιτσικάλης 2004, 85). 4.3. Κάστρο Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στην κορφή βόρεια του Κόρφου, που παρουσιάζει μία συγκέντρωση τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων στην ίδια, πολύ μικρής έκτασης, τοποθεσία. Το Κάστρο ή Παλιόκαστρο (χάρτης 1) φέρεται και ως του Βασιλιά το Παλάτι, ενώ εκεί οι Θηρασιώτες εντοπίζουν επίσης του Βασιλιά το Τραπέζι και του Βασιλιά το Σκαμνί. Την ύπαρξη κάστρου στη θέση μαρτυρούν εμμέσως και οι Τρεις Μαρίες, τοπωνύμιο που συνδέεται με μια παράδοση περί ύπαρξης θησαυρού, καθώς και η Παναγιά τω Σημαντήρι, μια παλιά υπόσκαφη εκκλησία κάπου στις νότιες πλαγιές του. Επιπλέον, το όνομα Σημαντήρι για τις πλαγιές αυτές ενδεχομένως αναφέρεται στον τρόπο που σήμαιναν συναγερμό από το κάστρο, στη θέα πειρατικού πλοίου. 4.4. Οικισμοί Εξίσου σημαντικές είναι οι αναφορές σε ανώνυμες συνήθως Σπηλιές, δηλαδή υπόσκαφα, ή και τα ναωνυμικά τοπωνύμια (τα οποία διακρίνονται από τα αγιωνυμικά με τη 164 βοήθεια προφορικών και άλλων μαρτυριών) σε τόπους δίχως ναό. Αυτά μαρτυρούν τη θέση μικρών, εγκαταλειμμένων οικισμών, διάσπαρτων μέσα στα λαγκάδια σε όλη την έκταση του νησιού. Σπηλιές υπάρχουν από τον Άη Γιώργη «ίσα πάνω», καθώς και στο Τρανό Λαγκάδι, ενώ, κατά την παράδοση, σε εγκαταλειμμένες σπηλιές διέμενε ένας ερημίτης, ο Μαλλιαρός, στο ομώνυμο λαγκάδι. Τα Βολιά βρίσκονται αμέσως νότια από το Λαγκάδι της Παναγιάς. Αφού είχε εγκαταλειφθεί ο οικισμός, μεταφέρθηκε και η λατρεία της Παναγιάς της Λαγκαδιώτισσας στην Αγριλιά (Δεναξάς 1927, 52). Τέλος, το τοπωνύμιο Περιστεριές κατά κανόνα υποδεικνύει την ύπαρξη σπηλαιομορφών, όπου συνηθίζουν να βρίσκουν καταφύγιο τα αγριοπερίστερα· καθώς όμως στη Θηρασία δεν υπάρχουν σπήλαια έχουμε μία έμμεση αναφορά σε υπόσκαφα (χάρτης 4). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το τοπωνυμικό της Θηρασίας αποτελεί ένα πολύ πλούσιο και ενδιαφέρον σύνολο, ισάξιο σε σπουδαιότητα με άλλων μεγαλύτερων και λιγότερο αγνοημένων από την Iστορία νήσων. Η πυκνότητα των τοπωνυμίων (περισσότερα από 30 ανά τ.χλμ.) δικαιολογείται από τη μακραίωνη κατοίκηση, τη γεωμορφολογία του νησιού, με τα πάμπολλα λαγκάδια να κατακερματίζουν το τοπίο, και το ιδιοκτησιακό καθεστώς (Δημητρόπουλος 2003, 52, Riesco Chueca 2010, 11). Το πλήθος και η ποικιλία των εγκαταστάσεων, οι διάφορες παραδόσεις και η διατήρηση τοπωνυμίων που πηγαίνουν αιώνες πίσω, δείχνουν μία ζωηρή και συνεχή ανθρώπινη παρουσία στον τόπο αυτό. Λέξεις που να επιχωριάζουν στη Θηρασία δεν φαίνεται να υπάρχουν. Το γλωσσικό ιδίωμα είναι κοινό με τη Σαντορίνη, τις Κυκλάδες (Δημητρόπουλος 2003, 72 κ.εξ.), την Κρήτη και σε μικρότερο βαθμό με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Άλλωστε, με τόσους ναυτικούς, διαρκείς εμπορικές σχέσεις και διαθέτοντας ένα από τα ελάχιστα φυσικά αγκυροβόλια του νησιωτικού συμπλέγματος της Σαντορίνης, η Θηρασία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση απομονωμένη ή εσωστρεφής. Η συλλογή και μελέτη περισσότερων τοπωνυμίων θα επιβεβαιώσει ή θα απορρίψει πολλές από τις έως τώρα εκτιμήσεις. Οπωσδήποτε, όμως, θα βελτιώσει την κατανόησή μας για τη Θηρασία. Αντλώντας από μία μορφή επικοινωνίας μεταξύ των Θηρασιωτών, που αφορά παράλληλα την αμφίδρομη σχέση τους με τον τόπο, εμπλουτίζεται η γνώση μας για τη διαλεκτική ανθρώπων και τοπίου και τις επιπτώσεις αυτής στην κοινωνική και οικονομική ζωή. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δε Κιγάλλας, I., 1850. Γενική Στατιστική της Νήσου Θήρας. Εν Ερμουπόλει: Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος. Δεναξάς, Δ., Αρχιμανδρίτης, 1927. Εκκλησιαστικός Οδηγός των εν Θήρα και Θηρασία Ιερών Ναών από των Πρώτων Χρόνων μ.Χ. μέχρι την καθ’ ημάς. Εν Αθήναις: Τυπογραφείο Κορωναίου-Δεναξά. Δημητρόπουλος, Δ., 2003. Τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια στα νησιά του Αιγαίου: όψεις της αντοχής της σήμανσης του τόπου στο χρόνο. Στο: Β. Παναγιωτόπουλος, Λ.Φ. Καλλιβρετάκης, Μ. Κοκολάκης, Δ. Δημητρόπουλος & Ευδ. Ολυμπίτου, Πληθυσμοί και Οικισμοί του Ελληνικού Χώρου. Ιστορικά Μελετήματα. Τετράδια Εργασίας 18. Αθήνα: ΚΝΕ-ΕΙΕ, σ. 51-89. 165 Καλλιβρετάκης, Λ.Φ., 2003. Ιστορική έρευνα των οικισμών της Ελλάδας: ερευνητικά ζητούμενα και προβλήματα των πηγών. Στο: Β. Παναγιωτόπουλος, Λ.Φ. Καλλιβρετάκης, Μ. Κοκολάκης, Δ. Δημητρόπουλος & Ευδ. Ολυμπίτου, Πληθυσμοί και Οικισμοί του Ελληνικού Χώρου. Ιστορικά Μελετήματα. Τετράδια Εργασίας 18. Αθήνα: ΚΝΕ-ΕΙΕ, σ. 7-24. Κόπακα, Κ., Νικολακάκης, Γ., Τσαντηρόπουλος, Α. & Κόσσυβα, Α., 2000. Συμβολή στο τοπωνυμικό της Γαύδου και της Γαυδοπούλας. Στο: Γ.Ζ. Παπιομύτογλου (επιμ.), Τα Κρητικά Tοπωνύμια, τόμ. Α΄. Πρακτικά Διήμερου Επιστημονικού Συνεδρίου. Ρέθυμνο, 6-7 Νοεμβρίου 1998. Ρέθυμνο: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου, σ. 283-333. Πιτσικάλης, Β., 2004. Της Θάλασσας και της Αγάπης. Ποιήματα. Οία: Παραδοσιακές Εκδόσεις Οίας. Azaryahu, M., 1996. The power of commemorative street names. Environment and Planning D: Society and Space, 14, σ. 311-330. Baker, R.L., 1972. The role of folk legends in place-name research. The Journal of American Folklore, 85, σ. 367-373. Basso, K.H., 1984. “Stalking with stories”: names, places, and moral narratives among the western Apaches. Στο: E.M. Bruner (επιμ.), Text, Play, and Story: the construction and reconstruction of self and society. 1983 Proceedings of the American Ethnological Society. Prospect Heights, IL: Waveland, σ. 1955. Cosgrove, D., 1989. Geography is everywhere: culture and symbolism in human landscapes. Στο: D. Gregory & R. Walford (επιμ.), Horizons in Human Geography. Basingstoke & London: Macmillan, σ. 118-135. Forbes, H., 2007. Meaning and Identity in a Greek Landscape: an archaeological ethnography. New York: Cambridge University Press. Gil García, F.M., 2009. Paisajes para un topónimo. Relexiones fenomenológicas sobre la aprehensión inca y española de los espacios de Lipes (altiplano sur andino). Revista Española de Antropología Americana, 39.2, σ. 59-81. Haley, J.B., 1928. The coming of the Greeks, I. The geographical distribution of pre-Greek place-names. AJA, 32, σ. 141-145. Hiller, S., 1978. Minoan qe-ra-si-ja. The religious impact of the Thera volcano on Minoan Crete. Στο: C.G. Doumas (επιμ.), Thera and the Aegean World I. Papers Presented at the Second International Scientiic Congress, Santorini, Greece, August 1978. London: Thera and the Aegean World, σ. 675-679. Hoskins, W.G., 1970. The Making of the English Landscape. 9η έκδοση. London: Hodder & Stoughton. Inglis, F., 1977. Nation and community: a landscape and its morality. The Sociological Review, 25.3, σ. 489-514. Ingold, T., 1993. The temporality of the landscape. World Archaeology, 25.2, R. Bradley (επιμ.), Conceptions of Time and Ancient Society. London: Routledge, σ. 152-174. Leycester, E.M., Lieut R.N., 1850. Some account of the volcanic group of Santorin 166 or Thera, once called Calliste, or the Most Beautiful. The Journal of the Royal Geographical Society, 20, σ. 1-38. Martinelli, B., 1982. Toponymie et société: contribution à l’étude de l’espace communautaire en Basse-Provence. Études Rurales, 85, σ. 9-31. Nuttall, M., 1992. Arctic Homeland: kinship, community and development in northwest Greenland. London: Belhaven. Osborne, B.S., 2001. Landscapes, memory, monuments, and commemoration: putting identity in its place. Canadian Ethnic Studies/Études ethniques au Canada, 33.3, σ. 39-77. Riesco Chueca, P., 2010. Nombres en el paisaje: la toponimia, fuente de conocimiento y aprecio del territorio. Cuadernos Geográicos, 46, σ. 7-34. Room, A., 1987. Place-names of the World: a dictionary of their origins and backgrounds. London: Angus & Robertson. Stewart, P.J. & Strathern, A., 2003. Introduction. Στο: P.J. Stewart & A. Strathern (επιμ.), Landscape, Memory and History: anthropological perspectives. London & Sterling, VA: Pluto, σ. 1-15. The place-names of Therasia Angelos Boufalis The toponymic research that is being conducted since 2009 at Therasia has already produced more than 280 place-names that cover the whole spectrum of natural and man-made environment. This toponymic corpus, through a study that goes beyond the traditional lexicographical listing of place-names, brings forth a wide range of direct and indirect attestations of social, political and economic organisation on Therasia. Here I attempt to draw some preliminary conclusions pertaining to the above aspects of life on the island. The place-names are presented in thematic groups according to their formation and purpose: names descriptive of the natural environment (geophysical, fauna and vegetation, water features), names signiicant of human intervention on the environment (buildings, roads, property), names signiicant of the ways the islanders conceptualise their environment (familiarisation, centre and periphery, orientation), and names echoing the past (peoples and languages, legends and tales, abandoned settlements). Finally, Therasia is found to be more complex than it irst seemed, with a long vivid history, and far more integrated to its wider geographical and political context than isolated. 167