Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
An Entity of Type: historic place, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

A boma is a livestock enclosure, community enclosure, stockade, corral, small fort or a district government office, commonly used in many parts of the African Great Lakes region, as well as Central and Southern Africa. It is particularly associated with community decision making. It is incorporated into many African languages, as well as colonial varieties of English, French and German. As a livestock enclosure, a boma is the equivalent of kraal. The former term is used in areas influenced by the Swahili language, and the latter is employed in areas influenced by Afrikaans.

Property Value
dbo:abstract
  • Η Μπόμα (Αγγλικά και Σουαχίλι: boma) (μετάφραση: η περίφραξη), είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εγκλεισμό των ζώων, την περίφραξη, το μικρό φρούριο ή ένα περιφερειακό γραφείο της κυβέρνησης, που χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής καθώς και της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής. Είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Έχει ενσωματωθεί σε πολλές αφρικανικές γλώσσες καθώς και σε ποικιλίες των αποικιακών Αγγλικών, Γαλλικών και Γερμανικών. Ως περίφραξη της κτηνοτροφίας, η μπόμα είναι το ισοδύναμο του κράαλ (kraal). Ο προηγούμενος όρος, χρησιμοποιείται σε περιοχές που επηρεάζονται από τα Μπαντού, τη γλώσσα Σουαχίλι και ο άλλος όρος, χρησιμοποιείται σε περιοχές που επηρεάζονται από τη γλώσσα Αφρικάανς. Με τη μορφή των οχυρωμένων χωριών ή καταυλισμών, οι μπόμες ήταν ο κοινός τόπος στην Κεντρική Αφρική τον 18ο και 19ο αιώνα, σε περιοχές που επηρεάστηκαν από το δουλεμπόριο, φυλετικούς πολέμους, αποικιακές κατακτήσεις και χτίστηκαν και από τις δύο πλευρές, μέσα από τέτοιες συγκρούσεις. Να σημειωθεί ότι εκτός από τις χτισμένες τακτοποιημένες περιφράξεις που φαίνονται στις απεικονίσεις των μπόμας, ο όρος στην πράξη έμοιαζε πιο συχνά με τη δομή που φαίνεται στα σκίτσα που συνοδεύουν αυτό το άρθρο. Σε αυτή την μορφή που συχνά αναφέρονταν από τους ομοίους του J. A. Hunter και του Χένρυ Μόρτον Στάνλεϋ (Henry Morton Stanley). (el)
  • Boma ist ein Ausdruck der Swahili-Sprache für ein oder mehrere befestigte Gebäude. Auch mit Palisadenwänden gesicherte Orte wurden mit diesem Begriff bezeichnet. Da sich in der Kolonialzeit die Sitze der Verwaltungen und der Polizei in befestigten Gebäuden befanden, wird der Begriff bis heute vielerorts für die derzeitigen – auch unbefestigten – Gebäude der örtlichen Verwaltungssitze verwendet. Das Wort „bomani“ (an der Boma) ist eine häufige Orts- und Straßenbezeichnung in ostafrikanischen Städten. (de)
  • A boma is a livestock enclosure, community enclosure, stockade, corral, small fort or a district government office, commonly used in many parts of the African Great Lakes region, as well as Central and Southern Africa. It is particularly associated with community decision making. It is incorporated into many African languages, as well as colonial varieties of English, French and German. As a livestock enclosure, a boma is the equivalent of kraal. The former term is used in areas influenced by the Swahili language, and the latter is employed in areas influenced by Afrikaans. In the form of fortified villages or camps, bomas were commonplace in Central Africa in the 18th and 19th century. They were commonplace throughout Africa, including in areas affected by the slave trade, tribal wars and colonial conquest, and were built and used by both sides. Apart from the neatly built stockades shown in illustrations of bomas, the term, in practice, more often resembled the structure shown in the illustration accompanying this article. In that form, they often were referred to by the likes of J. A. Hunter and Henry Morton Stanley. (en)
  • Une (ou un) boma est un enclos à bétail, un enclos communautaire, un corral, au sens d'une enceinte close ; lorsqu'elle est fortifiée et destinée à l'habitat humain, elle désigne ce qui peut prendre la forme d'un fortin voire d'un fort, et désigne aussi, dans l'Afrique des Grands Lacs et plus largement en Afrique centrale et australe, le bureau d'un gouvernement local. Le terme est associé avec la notion de prise de décision par une communauté. On retrouve le terme dans beaucoup de langues africaines ainsi dans diverses variétés de français, anglais et allemand parlées en Afrique. En tant qu'enclos à bétail, une boma est l'équivalent d'un kraal. Le premier terme est utilisé dans les régions influencées par le swahili, et le second dans les régions influencées par l'afrikaans. En tant que camp ou village fortifié les bomas se rencontrent fréquemment en Afrique aux XVIIIe et XIXe siècles et sont construites tant par les Africains que par les colonisateurs. La boma va donc de l'enceinte fortement fortifiée et soigneusement construite jusqu'aux constructions provisoires servant d'abri pour une nuit, comme montré dans les illustrations. Elles sont souvent évoquées par les explorateurs européens tels John A. Hunter et Henry Morton Stanley. (fr)
  • Boma – rodzaj ogrodzenia, konstrukcji stawianej wokół obozowiska lub wioski w Afryce w celu ochrony przed zwierzętami. Wykonana z dostępnych materiałów: kolczastych krzewów i gałęzi tak, jak zeriba. Wielka boma może być także rodzajem fortecy lub ufortyfikowanego obozu. (pl)
dbo:thumbnail
dbo:wikiPageExternalLink
dbo:wikiPageID
  • 6312818 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 9232 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1066261046 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:wikiPageUsesTemplate
dcterms:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • Boma ist ein Ausdruck der Swahili-Sprache für ein oder mehrere befestigte Gebäude. Auch mit Palisadenwänden gesicherte Orte wurden mit diesem Begriff bezeichnet. Da sich in der Kolonialzeit die Sitze der Verwaltungen und der Polizei in befestigten Gebäuden befanden, wird der Begriff bis heute vielerorts für die derzeitigen – auch unbefestigten – Gebäude der örtlichen Verwaltungssitze verwendet. Das Wort „bomani“ (an der Boma) ist eine häufige Orts- und Straßenbezeichnung in ostafrikanischen Städten. (de)
  • Boma – rodzaj ogrodzenia, konstrukcji stawianej wokół obozowiska lub wioski w Afryce w celu ochrony przed zwierzętami. Wykonana z dostępnych materiałów: kolczastych krzewów i gałęzi tak, jak zeriba. Wielka boma może być także rodzajem fortecy lub ufortyfikowanego obozu. (pl)
  • Η Μπόμα (Αγγλικά και Σουαχίλι: boma) (μετάφραση: η περίφραξη), είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εγκλεισμό των ζώων, την περίφραξη, το μικρό φρούριο ή ένα περιφερειακό γραφείο της κυβέρνησης, που χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής καθώς και της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής. Είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Έχει ενσωματωθεί σε πολλές αφρικανικές γλώσσες καθώς και σε ποικιλίες των αποικιακών Αγγλικών, Γαλλικών και Γερμανικών. (el)
  • A boma is a livestock enclosure, community enclosure, stockade, corral, small fort or a district government office, commonly used in many parts of the African Great Lakes region, as well as Central and Southern Africa. It is particularly associated with community decision making. It is incorporated into many African languages, as well as colonial varieties of English, French and German. As a livestock enclosure, a boma is the equivalent of kraal. The former term is used in areas influenced by the Swahili language, and the latter is employed in areas influenced by Afrikaans. (en)
  • Une (ou un) boma est un enclos à bétail, un enclos communautaire, un corral, au sens d'une enceinte close ; lorsqu'elle est fortifiée et destinée à l'habitat humain, elle désigne ce qui peut prendre la forme d'un fortin voire d'un fort, et désigne aussi, dans l'Afrique des Grands Lacs et plus largement en Afrique centrale et australe, le bureau d'un gouvernement local. Le terme est associé avec la notion de prise de décision par une communauté. On retrouve le terme dans beaucoup de langues africaines ainsi dans diverses variétés de français, anglais et allemand parlées en Afrique. (fr)
rdfs:label
  • Boma (Gebäude) (de)
  • Μπόμα (περίφραξη) (el)
  • Boma (enclosure) (en)
  • Boma (enclos) (fr)
  • Boma (ogrodzenie) (pl)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:depiction
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:wikiPageDisambiguates of
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License