This article seeks to examine the construction of the notion of Europe not from a West–East persp... more This article seeks to examine the construction of the notion of Europe not from a West–East perspective but from a more complex geographical and conceptual vantage point, including the north and the south in relation to the West and East and, more specifically, from the point of view of the Ggreek orthodox and Russian worlds in the postnapoleonic era. Following the political, religious and intellectual activity of two expatriates and close friends, Alexander Sturdza and Konstantinos Oikonomos, it explores how the idea of Europe was visited and how these two intellectuals and politicians negotiated and renegotiated to what extent their respective communities (Russian and Greek) were part of Europe, with religion as the central axis and the notions of the Orthodox world and Orthodox East in the arsenal of both. The first decades of the nineteenth century brought Russia and the Greeks to the forefront of the European scene. First, Russia, in the wake of its military campaigns against N...
This special issue, entitled "1821: What Made it Greek? What Made it Revolutionary", is the outco... more This special issue, entitled "1821: What Made it Greek? What Made it Revolutionary", is the outcome of a renewed interest in the study of 1821 and has its own history. It is the result of a series of workshops co-organised by New York University under the auspices of the Jordan Center for Advanced Study of Russia (New York) and the Research Centre for the Humanities (Athens). These workshops brought together historians and social scientists from different universities, and different national and academic environments, to discuss how the history of 1821 could be reconceptualised. 1821 was and still is, par excellence, an example of the political uses and abuses of history. So we seek to understand the revolution in terms of its own present. We titled these workshops as “1821: What Made it Greek and Revolutionary” because we aimed to view the events as if visiting them for the first time and reconsider them beyond the teleology which so much characterises any kind of revolutionary narrative.
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το βιβλίο του Μπορίς Α. Ουσπένσκι "Ιστορία και Σημειωτική", ... more Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το βιβλίο του Μπορίς Α. Ουσπένσκι "Ιστορία και Σημειωτική", με εισαγωγή, επιμέλεια και μετάφραση της Άντας Διάλλα.
Μια πρωτοβουλία του Ερευνητικού Προγράμματος
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο»
(Κ... more Μια πρωτοβουλία του Ερευνητικού Προγράμματος «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο» (Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες)
Στο φως της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης υπό το πρίσμα των ψηφιακών διαθλάσεων, οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες έχουν δεχθεί πολλαπλές κριτικές αναφορικά με το περιεχόμενο, την επαφή τους με την κοινωνία, κ.ά. Η αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή και διάχυση της γνώσης που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυρίαρχες αυθεντίες και δημιούργησε νέες προκλήσεις στον ακαδημαϊκό και δημόσιο χώρο. Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέα μέσα παραγωγής, διακίνησης και παροχής γνώσης που δεν περικλείονταν στα στενά όρια των αιθουσών διδασκαλίας και τις βιβλιοθήκες. Από την περίοδο του «computing in the humanities» στα «digital humanities», οι Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ψηφιοποίηση περιεχομένου, την ψηφιακή επιμέλεια και το σχολιασμό κειμένων, αλλά και την παραγωγή γνώσης, υποδεικνύοντας επιπλέον νέους τρόπους πρόσβασης στη γνώση. Η πολυμεσικότητα, η πολυτροπικότητα και ο διαμοιρασμός των πληροφοριών που παράγονται συνεργατικά από το σύνολο της κοινωνίας –συμπεριλαμβανομένης και της ακαδημαϊκής– αποτελεί μία συνολική περιγραφή της σχέσης ανάμεσα σε ψηφιακότητα και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανοιχτή πρόσβαση όσο και η ανταλλαγή των ψηφιακών πληροφοριών τροποποίησαν και την τυπική εκπαίδευση με τη δημιουργία τμημάτων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων και ερευνητικών κέντρων σε Ευρώπη και Αμερική. Στην αντίπερα όχθη, οι «παραδοσιακοί» ερευνητές συχνά αμφισβητούν την αξιοποίηση και την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών μέσων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η κριτική τους επικεντρώνεται περισσότερο σε δύο σημεία: στην εργαλειοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών προς όφελος της αγοράς εργασίας και σε μια μηχανιστική απόκτηση της γνώσης που ακολουθεί πιστά το επιχειρηματικό μοντέλο. Ως εκ τούτου συνάγουν ότι οι Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες αδιαφορούν πλήρως για τον αναστοχασμό, την ελεύθερη σκέψη ή/και την έκφραση της αντίθετης άποψης. Στην Ελλάδα, η επαφή των Ανθρωπιστικών Επιστημών με τη ψηφιακότητα ακολούθησε αντίστοιχους με τους διεθνείς δρόμους. Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα σημαδεύτηκαν από μαζικές ψηφιοποιήσεις αρχείων, βιβλίων, οπτικού υλικού με στόχο τη διατήρηση και διαφύλαξή τους, καθώς και την παραγωγή ψηφιακών προϊόντων για την εκπαίδευση, τα μουσεία, την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά την περίοδο αυτή, οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών συμμετείχαν μάλλον ως παρατηρητές στις όλες διαδικασίες, παίζοντας κυρίως το ρόλο του συμβούλου επί του περιεχομένου, έχοντας ελάχιστες ή και καθόλου γνώσεις όχι μόνο για τις πρακτικές ψηφιοποίησης στις οποίες ελάμβαναν μέρος, αλλά κυρίως για τις λογικές αξιοποίησης των προϊόντων που παράγονταν. Σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες εξοικείωσης με την έρευνα και παραγωγή εντός της ψηφιακής συνθήκης, οι απαιτήσεις των Ανθρωπιστικών Επιστημών από τη χρήση των ψηφιακών μέσων έχουν πλέον αλλάξει ριζικά. Οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών έχουν πλέον αποκτήσει εμπειρίες και γνώσεις προκειμένου να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στο σχεδιασμό και την παραγωγή ψηφιακών εργαλείων και προϊόντων κατάλληλων για τις ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες της έρευνας, της παραγωγής αλλά και της κατανάλωσης γνώσης. Διότι μία από τις μέγιστες αλλαγές που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες ήταν η μεγιστοποίηση της επαφής με το πεδίο της κατανάλωσης γνώσης – με άλλα λόγια το άνοιγμα προς την κοινωνία και η αύξηση του ενδιαφέροντος για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης. Στον απόηχο των παραπάνω διαπιστώσεων, η παρούσα συνάντηση επιχειρεί να εγκαινιάσει στον ελληνικό χώρο μία αναστοχαστική συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Σπουδών.
... According to her son, Prince Nicholas, Olga was a fanatical monarchist.[5] [5] Prince Nichola... more ... According to her son, Prince Nicholas, Olga was a fanatical monarchist.[5] [5] Prince Nicholas, Ta peninda chronia tis zois mou [The fifty... ... Retour. [ 5] Prince Nicholas, Ta peninda chronia tiszois mou [The fifty years of my life], Greka-KG Kotzias, Athens, 1926, p. 57. Retour. ...
This article seeks to examine the construction of the notion of Europe not from a West–East persp... more This article seeks to examine the construction of the notion of Europe not from a West–East perspective but from a more complex geographical and conceptual vantage point, including the north and the south in relation to the West and East and, more specifically, from the point of view of the Ggreek orthodox and Russian worlds in the postnapoleonic era. Following the political, religious and intellectual activity of two expatriates and close friends, Alexander Sturdza and Konstantinos Oikonomos, it explores how the idea of Europe was visited and how these two intellectuals and politicians negotiated and renegotiated to what extent their respective communities (Russian and Greek) were part of Europe, with religion as the central axis and the notions of the Orthodox world and Orthodox East in the arsenal of both. The first decades of the nineteenth century brought Russia and the Greeks to the forefront of the European scene. First, Russia, in the wake of its military campaigns against N...
This special issue, entitled "1821: What Made it Greek? What Made it Revolutionary", is the outco... more This special issue, entitled "1821: What Made it Greek? What Made it Revolutionary", is the outcome of a renewed interest in the study of 1821 and has its own history. It is the result of a series of workshops co-organised by New York University under the auspices of the Jordan Center for Advanced Study of Russia (New York) and the Research Centre for the Humanities (Athens). These workshops brought together historians and social scientists from different universities, and different national and academic environments, to discuss how the history of 1821 could be reconceptualised. 1821 was and still is, par excellence, an example of the political uses and abuses of history. So we seek to understand the revolution in terms of its own present. We titled these workshops as “1821: What Made it Greek and Revolutionary” because we aimed to view the events as if visiting them for the first time and reconsider them beyond the teleology which so much characterises any kind of revolutionary narrative.
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το βιβλίο του Μπορίς Α. Ουσπένσκι "Ιστορία και Σημειωτική", ... more Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ το βιβλίο του Μπορίς Α. Ουσπένσκι "Ιστορία και Σημειωτική", με εισαγωγή, επιμέλεια και μετάφραση της Άντας Διάλλα.
Μια πρωτοβουλία του Ερευνητικού Προγράμματος
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο»
(Κ... more Μια πρωτοβουλία του Ερευνητικού Προγράμματος «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο» (Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες)
Στο φως της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης υπό το πρίσμα των ψηφιακών διαθλάσεων, οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες έχουν δεχθεί πολλαπλές κριτικές αναφορικά με το περιεχόμενο, την επαφή τους με την κοινωνία, κ.ά. Η αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή και διάχυση της γνώσης που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυρίαρχες αυθεντίες και δημιούργησε νέες προκλήσεις στον ακαδημαϊκό και δημόσιο χώρο. Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέα μέσα παραγωγής, διακίνησης και παροχής γνώσης που δεν περικλείονταν στα στενά όρια των αιθουσών διδασκαλίας και τις βιβλιοθήκες. Από την περίοδο του «computing in the humanities» στα «digital humanities», οι Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ψηφιοποίηση περιεχομένου, την ψηφιακή επιμέλεια και το σχολιασμό κειμένων, αλλά και την παραγωγή γνώσης, υποδεικνύοντας επιπλέον νέους τρόπους πρόσβασης στη γνώση. Η πολυμεσικότητα, η πολυτροπικότητα και ο διαμοιρασμός των πληροφοριών που παράγονται συνεργατικά από το σύνολο της κοινωνίας –συμπεριλαμβανομένης και της ακαδημαϊκής– αποτελεί μία συνολική περιγραφή της σχέσης ανάμεσα σε ψηφιακότητα και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανοιχτή πρόσβαση όσο και η ανταλλαγή των ψηφιακών πληροφοριών τροποποίησαν και την τυπική εκπαίδευση με τη δημιουργία τμημάτων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων και ερευνητικών κέντρων σε Ευρώπη και Αμερική. Στην αντίπερα όχθη, οι «παραδοσιακοί» ερευνητές συχνά αμφισβητούν την αξιοποίηση και την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών μέσων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η κριτική τους επικεντρώνεται περισσότερο σε δύο σημεία: στην εργαλειοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών προς όφελος της αγοράς εργασίας και σε μια μηχανιστική απόκτηση της γνώσης που ακολουθεί πιστά το επιχειρηματικό μοντέλο. Ως εκ τούτου συνάγουν ότι οι Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες αδιαφορούν πλήρως για τον αναστοχασμό, την ελεύθερη σκέψη ή/και την έκφραση της αντίθετης άποψης. Στην Ελλάδα, η επαφή των Ανθρωπιστικών Επιστημών με τη ψηφιακότητα ακολούθησε αντίστοιχους με τους διεθνείς δρόμους. Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα σημαδεύτηκαν από μαζικές ψηφιοποιήσεις αρχείων, βιβλίων, οπτικού υλικού με στόχο τη διατήρηση και διαφύλαξή τους, καθώς και την παραγωγή ψηφιακών προϊόντων για την εκπαίδευση, τα μουσεία, την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά την περίοδο αυτή, οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών συμμετείχαν μάλλον ως παρατηρητές στις όλες διαδικασίες, παίζοντας κυρίως το ρόλο του συμβούλου επί του περιεχομένου, έχοντας ελάχιστες ή και καθόλου γνώσεις όχι μόνο για τις πρακτικές ψηφιοποίησης στις οποίες ελάμβαναν μέρος, αλλά κυρίως για τις λογικές αξιοποίησης των προϊόντων που παράγονταν. Σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες εξοικείωσης με την έρευνα και παραγωγή εντός της ψηφιακής συνθήκης, οι απαιτήσεις των Ανθρωπιστικών Επιστημών από τη χρήση των ψηφιακών μέσων έχουν πλέον αλλάξει ριζικά. Οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών έχουν πλέον αποκτήσει εμπειρίες και γνώσεις προκειμένου να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στο σχεδιασμό και την παραγωγή ψηφιακών εργαλείων και προϊόντων κατάλληλων για τις ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες της έρευνας, της παραγωγής αλλά και της κατανάλωσης γνώσης. Διότι μία από τις μέγιστες αλλαγές που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες ήταν η μεγιστοποίηση της επαφής με το πεδίο της κατανάλωσης γνώσης – με άλλα λόγια το άνοιγμα προς την κοινωνία και η αύξηση του ενδιαφέροντος για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης. Στον απόηχο των παραπάνω διαπιστώσεων, η παρούσα συνάντηση επιχειρεί να εγκαινιάσει στον ελληνικό χώρο μία αναστοχαστική συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Σπουδών.
... According to her son, Prince Nicholas, Olga was a fanatical monarchist.[5] [5] Prince Nichola... more ... According to her son, Prince Nicholas, Olga was a fanatical monarchist.[5] [5] Prince Nicholas, Ta peninda chronia tis zois mou [The fifty... ... Retour. [ 5] Prince Nicholas, Ta peninda chronia tiszois mou [The fifty years of my life], Greka-KG Kotzias, Athens, 1926, p. 57. Retour. ...
"1821: What Made it Greek and Revolutionary? ",
Athens, July 4th-5th.
Research Centre for the Hu... more "1821: What Made it Greek and Revolutionary? ", Athens, July 4th-5th. Research Centre for the Humanities and NYU Jordan Center for the Advance Study of Russia.
This round table discusses a collection that explores the circulation of ideas across and beyond ... more This round table discusses a collection that explores the circulation of ideas across and beyond the Mediterranean in the long nineteenth century, a space normally consigned to the margins of historiographical concerns and studied in discrete geographical areas. The commentators agree that the diasporic approach centred on biography taken by the collection demonstrates the existence of a plurality of liberal strands and political projects, highlights the importance of exchanges between European peripheries like Russia, the Adriatic and Greece, and challenges the notion of the derivative nature of eastern and oriental political culture. At the same time, the round table suggests new paths for future research, pointing to the desirability of producing a transnational conceptual history of liberalism that connects and compares East and West, and of applying the same transnational methodological approach to other seas.
Uploads
Papers by Ada Dialla
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο»
(Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες)
Στο φως της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης υπό το πρίσμα των ψηφιακών διαθλάσεων,
οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες έχουν δεχθεί πολλαπλές κριτικές αναφορικά με το περιεχόμενο,
την επαφή τους με την κοινωνία, κ.ά. Η αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή και διάχυση
της γνώσης που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυρίαρχες αυθεντίες
και δημιούργησε νέες προκλήσεις στον ακαδημαϊκό και δημόσιο χώρο. Οι Ανθρωπιστικές
Επιστήμες βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέα μέσα παραγωγής, διακίνησης και παροχής γνώσης
που δεν περικλείονταν στα στενά όρια των αιθουσών διδασκαλίας και τις βιβλιοθήκες.
Από την περίοδο του «computing in the humanities» στα «digital humanities», οι
Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ψηφιοποίηση
περιεχομένου, την ψηφιακή επιμέλεια και το σχολιασμό κειμένων, αλλά και την παραγωγή
γνώσης, υποδεικνύοντας επιπλέον νέους τρόπους πρόσβασης στη γνώση. Η πολυμεσικότητα,
η πολυτροπικότητα και ο διαμοιρασμός των πληροφοριών που παράγονται συνεργατικά από
το σύνολο της κοινωνίας –συμπεριλαμβανομένης και της ακαδημαϊκής– αποτελεί μία
συνολική περιγραφή της σχέσης ανάμεσα σε ψηφιακότητα και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η
ανοιχτή πρόσβαση όσο και η ανταλλαγή των ψηφιακών πληροφοριών τροποποίησαν και την
τυπική εκπαίδευση με τη δημιουργία τμημάτων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων και
ερευνητικών κέντρων σε Ευρώπη και Αμερική.
Στην αντίπερα όχθη, οι «παραδοσιακοί» ερευνητές συχνά αμφισβητούν την αξιοποίηση
και την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών μέσων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η κριτική
τους επικεντρώνεται περισσότερο σε δύο σημεία: στην εργαλειοποίηση των ανθρωπιστικών
σπουδών προς όφελος της αγοράς εργασίας και σε μια μηχανιστική απόκτηση της γνώσης
που ακολουθεί πιστά το επιχειρηματικό μοντέλο. Ως εκ τούτου συνάγουν ότι οι Ψηφιακές
Ανθρωπιστικές Επιστήμες αδιαφορούν πλήρως για τον αναστοχασμό, την ελεύθερη σκέψη
ή/και την έκφραση της αντίθετης άποψης.
Στην Ελλάδα, η επαφή των Ανθρωπιστικών Επιστημών με τη ψηφιακότητα ακολούθησε
αντίστοιχους με τους διεθνείς δρόμους. Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα σημαδεύτηκαν
από μαζικές ψηφιοποιήσεις αρχείων, βιβλίων, οπτικού υλικού με στόχο τη διατήρηση και
διαφύλαξή τους, καθώς και την παραγωγή ψηφιακών προϊόντων για την εκπαίδευση, τα
μουσεία, την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά την περίοδο αυτή, οι επιστήμονες
των Ανθρωπιστικών Επιστημών συμμετείχαν μάλλον ως παρατηρητές στις όλες διαδικασίες,
παίζοντας κυρίως το ρόλο του συμβούλου επί του περιεχομένου, έχοντας ελάχιστες ή και
καθόλου γνώσεις όχι μόνο για τις πρακτικές ψηφιοποίησης στις οποίες ελάμβαναν μέρος,
αλλά κυρίως για τις λογικές αξιοποίησης των προϊόντων που παράγονταν.
Σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες εξοικείωσης με την έρευνα και παραγωγή εντός
της ψηφιακής συνθήκης, οι απαιτήσεις των Ανθρωπιστικών Επιστημών από τη χρήση των
ψηφιακών μέσων έχουν πλέον αλλάξει ριζικά. Οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών
έχουν πλέον αποκτήσει εμπειρίες και γνώσεις προκειμένου να μπορούν να συμμετέχουν
ενεργά στο σχεδιασμό και την παραγωγή ψηφιακών εργαλείων και προϊόντων κατάλληλων
για τις ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες της έρευνας, της παραγωγής αλλά και της κατανάλωσης
γνώσης. Διότι μία από τις μέγιστες αλλαγές που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη στις
Ανθρωπιστικές Επιστήμες ήταν η μεγιστοποίηση της επαφής με το πεδίο της κατανάλωσης
γνώσης – με άλλα λόγια το άνοιγμα προς την κοινωνία και η αύξηση του ενδιαφέροντος για
τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης.
Στον απόηχο των παραπάνω διαπιστώσεων, η παρούσα συνάντηση επιχειρεί να εγκαινιάσει
στον ελληνικό χώρο μία αναστοχαστική συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των Ψηφιακών
Ανθρωπιστικών Σπουδών.
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ψηφιακό Αρχείο»
(Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες)
Στο φως της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης υπό το πρίσμα των ψηφιακών διαθλάσεων,
οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες έχουν δεχθεί πολλαπλές κριτικές αναφορικά με το περιεχόμενο,
την επαφή τους με την κοινωνία, κ.ά. Η αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή και διάχυση
της γνώσης που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυρίαρχες αυθεντίες
και δημιούργησε νέες προκλήσεις στον ακαδημαϊκό και δημόσιο χώρο. Οι Ανθρωπιστικές
Επιστήμες βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέα μέσα παραγωγής, διακίνησης και παροχής γνώσης
που δεν περικλείονταν στα στενά όρια των αιθουσών διδασκαλίας και τις βιβλιοθήκες.
Από την περίοδο του «computing in the humanities» στα «digital humanities», οι
Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ψηφιοποίηση
περιεχομένου, την ψηφιακή επιμέλεια και το σχολιασμό κειμένων, αλλά και την παραγωγή
γνώσης, υποδεικνύοντας επιπλέον νέους τρόπους πρόσβασης στη γνώση. Η πολυμεσικότητα,
η πολυτροπικότητα και ο διαμοιρασμός των πληροφοριών που παράγονται συνεργατικά από
το σύνολο της κοινωνίας –συμπεριλαμβανομένης και της ακαδημαϊκής– αποτελεί μία
συνολική περιγραφή της σχέσης ανάμεσα σε ψηφιακότητα και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η
ανοιχτή πρόσβαση όσο και η ανταλλαγή των ψηφιακών πληροφοριών τροποποίησαν και την
τυπική εκπαίδευση με τη δημιουργία τμημάτων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων και
ερευνητικών κέντρων σε Ευρώπη και Αμερική.
Στην αντίπερα όχθη, οι «παραδοσιακοί» ερευνητές συχνά αμφισβητούν την αξιοποίηση
και την αποτελεσματικότητα των ψηφιακών μέσων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η κριτική
τους επικεντρώνεται περισσότερο σε δύο σημεία: στην εργαλειοποίηση των ανθρωπιστικών
σπουδών προς όφελος της αγοράς εργασίας και σε μια μηχανιστική απόκτηση της γνώσης
που ακολουθεί πιστά το επιχειρηματικό μοντέλο. Ως εκ τούτου συνάγουν ότι οι Ψηφιακές
Ανθρωπιστικές Επιστήμες αδιαφορούν πλήρως για τον αναστοχασμό, την ελεύθερη σκέψη
ή/και την έκφραση της αντίθετης άποψης.
Στην Ελλάδα, η επαφή των Ανθρωπιστικών Επιστημών με τη ψηφιακότητα ακολούθησε
αντίστοιχους με τους διεθνείς δρόμους. Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα σημαδεύτηκαν
από μαζικές ψηφιοποιήσεις αρχείων, βιβλίων, οπτικού υλικού με στόχο τη διατήρηση και
διαφύλαξή τους, καθώς και την παραγωγή ψηφιακών προϊόντων για την εκπαίδευση, τα
μουσεία, την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κατά την περίοδο αυτή, οι επιστήμονες
των Ανθρωπιστικών Επιστημών συμμετείχαν μάλλον ως παρατηρητές στις όλες διαδικασίες,
παίζοντας κυρίως το ρόλο του συμβούλου επί του περιεχομένου, έχοντας ελάχιστες ή και
καθόλου γνώσεις όχι μόνο για τις πρακτικές ψηφιοποίησης στις οποίες ελάμβαναν μέρος,
αλλά κυρίως για τις λογικές αξιοποίησης των προϊόντων που παράγονταν.
Σήμερα, μετά από αρκετές δεκαετίες εξοικείωσης με την έρευνα και παραγωγή εντός
της ψηφιακής συνθήκης, οι απαιτήσεις των Ανθρωπιστικών Επιστημών από τη χρήση των
ψηφιακών μέσων έχουν πλέον αλλάξει ριζικά. Οι επιστήμονες των Ανθρωπιστικών Επιστημών
έχουν πλέον αποκτήσει εμπειρίες και γνώσεις προκειμένου να μπορούν να συμμετέχουν
ενεργά στο σχεδιασμό και την παραγωγή ψηφιακών εργαλείων και προϊόντων κατάλληλων
για τις ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες της έρευνας, της παραγωγής αλλά και της κατανάλωσης
γνώσης. Διότι μία από τις μέγιστες αλλαγές που επέφερε η ψηφιακή συνθήκη στις
Ανθρωπιστικές Επιστήμες ήταν η μεγιστοποίηση της επαφής με το πεδίο της κατανάλωσης
γνώσης – με άλλα λόγια το άνοιγμα προς την κοινωνία και η αύξηση του ενδιαφέροντος για
τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης.
Στον απόηχο των παραπάνω διαπιστώσεων, η παρούσα συνάντηση επιχειρεί να εγκαινιάσει
στον ελληνικό χώρο μία αναστοχαστική συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των Ψηφιακών
Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Athens, July 4th-5th.
Research Centre for the Humanities and NYU Jordan Center for the Advance Study of Russia.