Books by Angelos Gounopoulos
Από την έκδοση:
"Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε τέκνο της μεγάλης "απομάγευσης" του 20ού αι., μ... more Από την έκδοση:
"Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε τέκνο της μεγάλης "απομάγευσης" του 20ού αι., μετά την εμπειρία των επαναστάσεων, του γκουλάγκ και του 'Αουσβιτς. Για τον Έλληνα στοχαστή, το τέλος της χιλιαστικής προσδοκίας κατέδειξε την εξάντληση του ίδιου του Διαφωτισμού, εξ ου και η φιλοσοφία του "βάφει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο". Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Διαφωτισμού και του μαρξισμού, πως η διαμόρφωση του ανθρώπου καθορίζεται αποκλειστικά από τις κοινωνικές συνθήκες, για τον Κονδύλη η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη, όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι, ο Χομπς: Το βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες και οι κοινωνικές κατασκευές.
Στον τόμο γράφουν οι: Θεόδωρος Ζιάκας ("Ο δικός μας σκεπτικός στο λυκόφως του μοντερνισμού")· Γιώργος Μερτίκας ("Ο Π. Κονδύλης ή ο Μακιαβέλι στη μαζική δημοκρατία")· Γιάννης Ιωαννίδης ("Σχόλιο στη διαμάχη Π. Κονδύλη - Γ. Λυκιαρδοπούλου")· 'Αγγελος Γουνόπουλος (Η "συνάντηση" μεταξύ του Κονδύλη και του Καρλ Σμιτ)· Ιωάννα Τσιβάκου ("Το Πολιτικό και ο 'Ανθρωπος, η οντολογική προσέγγιση της επικοινωνίας")· Γιάννης Ταχόπουλος (Μία σύγκριση Καστοριάδη και Κονδύλη). Ο Μελέτης Μελετόπουλος, αποπειράται τη βιογραφία του. Ο Γιώργος Καραμπελιάς ανατρέχει στη "διαμόρφωση των πολιτικών ιδεών του". Ο Σπύρος Κουτρούλης διερευνά τις θέσεις του για τον νέο ελληνισμό και το έθνος. Ο Μιχάλης Μερακλής εξετάζει την αντίληψή του για τον ελληνικό διαφωτισμό και την Εκκλησία. Τέλος, ως "Παράρτημα", παρατίθεται μέρος από την τελευταία συνέντευξη του Κονδύλη, καθώς και τα κείμενα της αντιπαράθεσης με τον Ρ. Σωμερίτη στο Βήμα, το 1997-1998, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις"
επιμέλεια:
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Συγγραφείς του τόμου:
Κώστας Ανδρουλιδάκης
Χαράλαμπος Βέντης
Σ... more επιμέλεια:
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Συγγραφείς του τόμου:
Κώστας Ανδρουλιδάκης
Χαράλαμπος Βέντης
Στέλιος Βιρβιδάκης
Γιώργος Βλαντής
Σταύρος Γιαγκάτζογλου
Μόσχος Γκουτζιούδης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Χρήστος Καραγιάννης
Γιώργος Καραμανώλης
Μιχάλης Πάγκαλος
Γιάννης Πίσσης
Βασιλική Τσακίρη
Αικατερίνη Τσαλαμπούνη
Μιχάλης Φιλίππου
Η συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στον συλλογικό τόμο "Για την Πίστη", έγκειται στη διερεύνηση του πρωτείου της πίστης στο λατινοαμερικάνικο θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, η οποία συνοδεύεται απο το πρωτείο της απελευθερωτικής πράξης που θέτει σε προτεραιότητα τους φτωχούς, αναγνωρίζοντας ότι η πολιτική της εποχή παράγει την "πολιτική της θεολογία" ως θεολογία "δεύτερης ενέργειας" που ακολουθεί το "πρωτείο της πίστης" και της απελευθερωτικής πράξης. Για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης η απελευθέρωση των φτωχών και των αδικημένων από τις δομές της κοινωνικής αμαρτίας, με κίνητρο την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη του ιστορικού Ιησού, δηλαδή του Χριστού της πίστης, αποκτά άμεση ιστορική διάσταση και ενδιαφέρον, και ως προς αυτό διάσταση πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική. Αυτές οι πτυχές εξετάζονται στο εν λόγω κείμενο.
Greek translation of
Polis, Ontology, Ecclesial Event:
Engaging with Christos Yannaras’ Thought... more Greek translation of
Polis, Ontology, Ecclesial Event:
Engaging with Christos Yannaras’ Thought
ed. Sotiris Mitralexis
Cambridge: James Clarke & Co, 2018
Ακαδημαϊκή επιμέλεια: Σωτήρης Μητραλέξης
Μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης και οι συγγραφείς
Επίκουροι επιμελητές:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Pui Him Ip
π. Ισίδωρος Κάτσος
Διονύσιος Σκλήρης
Συγγραφείς:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Deborah Casewell
Jonathan Cole
Brandon Gallaher
Άγγελος Γουνόπουλος
π. Daniel Isai
Νικόλαος Κορωναίος
Marcello La Matina
John Milbank
Σωτήρης Μητραλέξης
Διονύσιος Σκλήρης
Paul Tyson
Rowan Williams
Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού - Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017
Συγγραφείς του τόμου:
Σπύρος Βρυώνης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σωτήρης Δημόπουλος
Ερατοσθένης Καψωμέν... more Συγγραφείς του τόμου:
Σπύρος Βρυώνης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σωτήρης Δημόπουλος
Ερατοσθένης Καψωμένος
Γιώργος Κοντογιώργης
Μιχάλης Μερακλής
Χαράλαμπος Μηνάογλου
Γιάννης Παπαμιχαήλ
Iωάννα Τσιβάκου
Κώστας Χατζηαντωνίου
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Η Συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στο συλλογικό τόμο έγινε με το δεύτερο μέρος του δοκιμίου "Ο Eric Hobsbawm και η Επινόηση της «Επινοημένης Παράδοσης", το οποίο για εκδοτικούς λόγους δημοσιεύτηκε εδώ, με τον τίτλο "Η παράδοση και το Εθνικό ζήτημα στον Eric Hobsbawm". Στο εν λόγω κείμενο επικεντρώνει την προσοχή του στην κεντρική έννοια του "έθνους" όπως την κατανοεί ο Βρετανός ιστορικός. Η έννοια του "έθνους" και η "θεωρία περί έθνους" του Hobsbawm, ερμηνεύει την έννοια της "παράδοσης" όπως την παρουσίασε στο α' μέρος του δοκιμίου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "νέος Λόγιος Ερμής, τχ.15. Στο β΄μέρος προσεγγίζει κριτικά τη θέση του Hobsbawm για το ρόλο του νεωτερικού κράτους στη συγκρότηση των σύγχρονων εθνών, όχι τόσο επειδή ο ρόλος του κράτους δεν είναι κεντρικός για την εθνογέννεση τους, σε πολλές δε περιπτώσεις καθοριστικός, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο μόνος παράγοντας εθνογέννεσης, αλλά και γιατί σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι καν ο κυρίαρχος παράγοντας. Η βασική θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτικό πνεύμα, αλλά και να αντικατασταθούν, να συμπληρωθούν ή να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και διεπιστημονική γνώση. Έρευνα που πρέπει να διεξαγεται στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" του σημαντικού βρετανού ιστορικού επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε στο κριτικό αυτό κείμενο
Cambridge: James Clarke & Co, 2018
Christos Yannaras (born 1935 in Athens, Greece) has been proclaimed 'without doubt the most impor... more Christos Yannaras (born 1935 in Athens, Greece) has been proclaimed 'without doubt the most important living Greek Orthodox theologian' (Andrew Louth), 'contemporary Greece's greatest thinker' (Olivier Cl ment), 'one of the most significant Christian philosophers in Europe' (Rowan Williams). However, until recently the English-speaking scholar did not have first-hand access to the main bulk of his work: in spite of the relatively early English translation of his The Freedom of Morality (1984), most of his books appeared in English fairly recently - such as Person and Eros (2007), Orthodoxy and the West (2006), Relational Ontology (2011) or The Schism in Philosophy (2015). In this volume, chapters shall examine numerous aspects of Yannaras' contributions to Orthodox theology, philosophy and political thought, based on his relational ontology of the person, later popularised in the Anglophone sphere by John Zizioulas. From political theology to Heidegger and the philosophy of language, from Yannaras' critique of religion to the patristic grounding of the theology of the person and from Orthodoxy to the West, this volume comprises a panorama of Christos Yannaras' transdisciplinary contributions.
Endorsements
Long before Jean-Luc Marion's God without Being, Christos Yannaras was arguing for a retrieval of Dionysian apophaticism as a corrective to the onto-theological trajectory of philosophical thought. For this reason and more, Yannaras is one of the most important Orthodox thinkers of the twentieth century, and perhaps the most understudied, in spite of the fact that his work is now available in Norman Russell's excellent English translations. This collection of essays offers critically appreciative engagement with Yannaras's unique insights into contemporary discussions on political, theological, and philosophical questions. For students and scholars looking for a perspective on a variety of themes that disrupts the status quo, this is a must-read book.
--Aristotle Papanikolaou, Professor of Theology, Fordham University, Archbishop Demetrios Chair in Orthodox Theology and Culture, Co-founding Director, Orthodox Christian Studies Center
Although Christos Yannaras has been one of the most important contemporary Orthodox thinkers for many decades, systematic engagement with his work outside Greece has only recently begun through the increasing availability of his books in translation. The publication of this brilliant collection of essays analysing his thinking in the fields of political theory, philosophy and theology is most opportune – a landmark in the reception of Yannaras' thinking.
--Norman Russell, Honorary Research Fellow, St Stephen's House, Oxford
This symposium, put together by Sotiris Mitralexis, is the first comprehensive attempt to discuss the wide-ranging work of Christos Yannaras, embracing the philosophical, epistemological, ethical, and political aspects of his work, all undergirded by his relational ontology of persons. It is by no means uncritical, but in a positive vein, and should lead to a wider engagement with Yannaras' thought in the English-speaking world.
--Andrew Louth FBA, Emeritus Professor of Patristic and Byzantine Studies, Durham University
Available: April 2017
This volume seeks to explore the intersection of theology, philosophy and ... more Available: April 2017
This volume seeks to explore the intersection of theology, philosophy and the public sphere not by referring the social and political to ethics and deontology as is often the case, but rather to ontology itself, to the very nature of beings. The meaning of history and historicity is most pertinent to this enquiry and is approached here both from the perspective of social reality and from the perspective of ontology. Joining together contributions focusing on theory of the public sphere and metaphysics, chapters explore subjects as diverse as the political implications of the Incarnation, the paradox between ontology and history, politically left and right appropriations of Christianity, the fecundity of Maximus the Confessor’s insights for a contemporary political philosophy, modern Orthodox political theology focusing on Christos Yannaras and numerous thematic areas that together form the mosaic of the enquiry in question.
https://vernonpress.com/title?id=246
Papers by Angelos Gounopoulos
Οἱ Λατινοαμερικάνοι θεολόγοι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί/ὲς καὶ λαϊκοὶ χριστιανοὶ του θεολογικού ... more Οἱ Λατινοαμερικάνοι θεολόγοι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί/ὲς καὶ λαϊκοὶ χριστιανοὶ του θεολογικού ρεῦματος καὶ χριστιανικού κινήματος τῆς Θεολογίας τῆς Ἀπελευθέρωσης ἀναγνώριζαν τὴν πραγματικότητα τῆς κοινωνικῆς σύγκρουσης καὶ τοῦ διχασμοῦ των χωρών τους, ἐπιδιώκοντας τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων μέσα από τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἄδικων κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν δομῶν (δομικῆ ἁμαρτία) της καταπίεσης, της βίας καὶ του θανάτου. Γιὰ τὴν προφητικὴ τους στάση ἐπικρίθηκαν ἀπὸ φορεῖς καὶ εκκλησιαστικοὺς παράγοντες, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὅτι δικαιολογοῦσαν τὴν ἐπαναστατικὴ πολιτικὴ βία, ἀκολουθώντας ὡς προδρομική τους μορφὴ τὸν Κολομβιανὸ ἱερέα Καμίλο Τόρρες που ἐγκατέλειψε τὸ ράσο καὶ πῆρε τὸ ὅπλο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν φτωχὸ καὶ καταπιεσμένο λαό. Βέβαια, τὸ πρότυπο γιὰ τοὺς περισσότερους θεολόγους τῆς ἀπελευθέρωσης ήταν ο ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Ἐλ Σαλβαδὸρ Όσκαρ Ρομέρο, ὁ ὁποῖος αγιοποιήθηκε πρόσφατα ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ὡς μάρτυρας τῆς πίστης καθώς ἐνέργησε μὲ τὸ φλογερὸ θέλημα τῆς ἀγάπης χωρὶς νὰ σηκώσει ὅπλο στὴν πορεία τοῦ πρὸς τὸν Γολγοθά, ἔχοντας ανάλογη μαρτυρία ζωῆς καὶ σταυρικοῦ θανάτου.
Ἡ ἱστορία τοῦ Τόρρες ἐπηρέασε τὸν χριστιανικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς, ἄλλοτε κομίζοντας ἐλπίδα καὶ συμπάθεια καὶ ἄλλοτε φόβο καὶ ἀποστροφή, αφού γιὰ τὰ λαϊκὰ κινήματα ἔγινε σύμβολο πολιτικῶν ἀγώνων ως ἡ πιο χαρακτηριστική περίπτωση ἱερέα ποὺ μετεῖχε στὴν ἔνοπλη ἐπανάσταση, ἐκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τὰ βασανιστικὰ διλήμματα ποὺ θέτει στὸν πιστὸ ἡ συμπόρευσή του μὲ τὸν ἐξεγερμένο λαό, ενώ για την πλειονότητα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας η στάση του ήταν μία παρέκκλιση της πίστης, μία πτώση ως προσχώρηση στην αμαρτία της βίας του κόσμου. Η στάση του Τόρρες υπήρξε προβληματική ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν θεολόγων τῆς ἀπελευθέρωσης, ἐπειδὴ ἡ κατανόηση τῆς κοινωνικοπολιτικῆς βίας δὲν συνεπαγόταν τὴν ἐπιλογὴ ἢ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της. Ωστόσο, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, ἀκόμα καὶ οἱ πλέον φιλειρηνικοὶ ἐξ αὐτῶν, δικαιολογοῦσαν τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἐξεγερμένης ἀξιοπρέπειας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν σὲ μιὰ περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ σὲ μιὰ περίοδο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου ὅπου ἡ φτώχεια καὶ ἡ καταπίεση ἔθεταν τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῆς "Ἐξόδου" ἀπὸ μιὰ κατάσταση πραγμάτων ποὺ θέτει ὅλα τὰ ἀδιέξοδα και τα διλήμματα τῆς βίας. Σὲ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἡ πορεία τοῦ Torres ἐξέφρασε τὴν ἀνταπόκρισή του στὸ κάλεσμα-κραυγὴ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ τῆς χώρας του, μέσα από την οποία ανέλαβε τὸ ρίσκο νὰ τραυματίσει τὴν ἀγάπη του, καὶ νὰ ἀποπροσανατολιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἔνοπλη βία δὲν ἀποτελεῖ σε καμία περίπτωση την ἐνδεδειγμένη χριστιανικὴ στάση, χωρίς, βέβαια, ἡ ἀπόρριψη τῆς να ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀπραξία τοῦ πιστοῦ ἀπέναντι στὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ θεσμικὴ αδικία και βία. Η «Ἐκκλησία τῶν φτωχῶν» καὶ ἡ θεολογία της δὲν μποροῦσε νὰ ἀποστρέψει τὸ βλέμμα ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ τὴ βία τῶν κοινωνικῶν δομῶν καὶ τῶν πολιτικῶν πρακτικῶν της εποχής, χωρὶς νὰ δεσμεύεται στὴν ὁδὸ τῆς ἔνοπλης «ἐπαναστατικῆς βίας», ἀφοῦ ἡ ἐπιλογὴ τῆς «ἐπαναστατικῆς ἀγάπης» της μη-βίας παρέμενε ἡ κατεξοχὴν εὐαγγελικὴ ἐπιλογή.
Ὁ Torres ἔκανε ανάλογη διαδρομὴ με αυτή του Dietrich Bonhoeffer, ἐλπίζοντας στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κόσμου, όπως καὶ τόσοι ἄλλοι χριστιανοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση ἐπιλέγοντας τὴ βία, διακινδυνεύοντας τη ψυχή τους μαζὶ μὲ τὸν λαό, ὠθούμενοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν προδώσουν τὶς ἐλπίδες καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του. Την ίδια όμως στιγμή η ιστορία έδειχνε ότι δεν ήταν αυτή η μόνη επαναστατική επιλογή, όπως επίσης έδειχνε ότι δεν υπήρχαν εύκολες λύσεις και απαντήσεις. Με αυτή την ιστορία και τη βάσανο του πιστού μπροστά στα διλήμματα της ιστορίας καταπιάνεται το εν λόγω κείμενο.
Οι θεωρίες «κέντρου – περιφέρειας» εμφανίστηκαν το 1948, όταν με επικεφαλής τον Αργεντινό οικονομ... more Οι θεωρίες «κέντρου – περιφέρειας» εμφανίστηκαν το 1948, όταν με επικεφαλής τον Αργεντινό οικονομολόγο Raúl Prebisch συγκροτήθηκε υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. η «Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική» (Comisión Económica para América Latina y el Caribe-C.E.P.A.L.). Την επόμενη χρονιά εκδίδεται το θεμελιώδες του έργο «Η οικονομική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής και τα κύρια προβλήματά της».
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ...
Στο εν λόγω κείμενο τίθενται σε διάλογο δύο ιστορικά παραδείγματα, στα οποία δοκιμάστηκε η σχέση ... more Στο εν λόγω κείμενο τίθενται σε διάλογο δύο ιστορικά παραδείγματα, στα οποία δοκιμάστηκε η σχέση πίστης και η χριστιανικής ηθικής: αφενός, το παράδειγμα του Γερμανού λουθηρανού θεολόγου και ιερέα Ντήτριχ Μπονχαίφφερ, τον οποίο εκτέλεσαν οι ναζί για τη συμμετοχή του σε συνωμοσία για τη δολοφονία του Χίτλερ, και, αφετέρου, το παράδειγμα της λατινοαμερικάνικης Θεολογίας της Απελευθέρωσης.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο παράδειγμα, το έργο του Μπονχαίφφερ, μελετούμε τους όρους της "ηθικής της ευθύνης" και της "υποκατάστασης" ώστε να αποσαφηνιστεί η θέση του απέναντι στο ριζικό κακό, όπως αυτό του ναζισμού, και κυρίως το βασανιστικό δίλημμα της σχέσης της ηθικής με τη βία ενάντια στον τύραννο, δίλημμα που αναδεικνύεται στη βάσανο που η απόρριψη της βίας των Ευαγγελίων θέτει στον πιστό ενώπιον του ιστορικού εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με αποκορύφωμα τη συστηματοποίηση του φόνου από το ναζιστικό καθεστώς. Με άλλα λόγια, πως υπάρχει και ενεργεί η χριστιανική ηθική που αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου από αγάπη, σε έναν κόσμο ακραίας βίας;
Σε αυτό το πρόβλημα κατέθεσαν τη δική τους μαρτυρία οι λατινοαμερικάνοι θεολόγοι της απελευθέρωσης, οι οποίοι συγκλονισμένοι από τις ακραίες καταστάσεις των χωρών τους μετείχαν στην απελευθερωτική κοινωνικοπολιτική πράξη προκρίνοντας καταρχάς την ειρηνική οδό με πρότυπο τον δολοφονηθέντα Αρχιεπίσκοπο του Ελ Σαλβαδόρ Όσκαρ Ρομέρο, ο οποίος ουδέποτε ανέλαβε την πολιτική βία αν και αγωνίστηκε με ζήλο για την αλλαγή της θεσμικής κοινωνικοπολιτικής φτώχειας, αδικίας και καταπίεσης.
Μέσα από τα δύο αυτά παραδείγματα, αναδύεται και αποσαφηνίζεται διερευνάται η σχέση Εκκλησίας, πίστης και πολιτικού γεγονότος, διαπιστώνοντας ότι αν και η θεσμική Εκκλησία διακρίνεται από το πολιτικό κράτος, δεν δύναται ως "σώμα πιστών" και "έτερος τρόπος υπάρξεως" να αυτονομηθεί από τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και την ηθική του ευθύνη. Έτσι, η «κοινωνική δικαιοσύνη» αποτελεί βασική χριστιανική επιταγή, ακόμα και αν γνωρίζει ο πιστός ότι δεν κείται εκεί
η εκπλήρωση της εσχατολογικής ελευθερίας του ανθρώπου.
Οι θεωρίες «κέντρου – περιφέρειας» εμφανίστηκαν το 1948, όταν με επικεφαλής τον Αργεντινό οικονομ... more Οι θεωρίες «κέντρου – περιφέρειας» εμφανίστηκαν το 1948, όταν με επικεφαλής τον Αργεντινό οικονομολόγο Raúl Prebisch συγκροτήθηκε υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. η «Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική» (Comisión Económica para América Latina y el Caribe-C.E.P.A.L.). Την επόμενη χρονιά εκδίδεται το θεμελιώδες του έργο «Η οικονομική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής και τα κύρια προβλήματά της».
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ....
Το κείμενο ακολουθεί τη ζωή του Oscar Romero, ο οποίος υπήρξε αρχιεπίσκοπος στο Ελ Σαλβαδόρ μέχρι... more Το κείμενο ακολουθεί τη ζωή του Oscar Romero, ο οποίος υπήρξε αρχιεπίσκοπος στο Ελ Σαλβαδόρ μέχρι και τη δολοφονία του το 1980. Ο Romero αγιοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 σε τελετή στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό ενώπιον χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και 5.000 πιστών από το Ελ Σαλβαδόρ.
Τα ταραγμένα χρόνια της ζωής του άνθισε, ανάμεσα σε άλλα, το θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, της σημαντικότερης, ενδεχομένως, πολιτικής θεολογίας του 20ου αιώνα, με την οποία ο Romero διαλέχθηκε κριτικά διατηρώντας σαφή εκκλησιαστικά κριτήρια στη σκέψη και τη δράση του, μαρτυρώντας τελικά με την ίδια του τη ζωή για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα της αγάπης του Χριστού.
Το κείμενο, με αφορμή την πρόσφατη αγιοποίηση του πρώην Αρχιεπισκόπου μάρτυρα του Ελ Σαλβαδόρ, Os... more Το κείμενο, με αφορμή την πρόσφατη αγιοποίηση του πρώην Αρχιεπισκόπου μάρτυρα του Ελ Σαλβαδόρ, Oscar Romero, διαπραγματεύεται το ζήτημα του δικαίου μίας βίαιης αντιπαράθεσης (πολέμου, επανάστασης, κ.λπ). Προσεγγίζεται έτσι ένα καίριο ζήτημα για τη "Θεολογία της Απελευθέρωσης", αλλά και για κάθε κοινωνικό κίνημα, και όχι απλά για κάθε χριστιανικό κοινωνικό κίνημα, που θέτει στον εαυτό του το πρόβλημα της κοινωνικής και πολιτικής βίας στο βαθμό που θέλει το ίδιο να συμβολίσει, να εκφράσει και να αγωνιστεί για ένα κόσμο ειρήνης, δικαίου και ελευθερίας.
Το κείμενο καταπιάνεται με ένα μείζον πρόβλημα που εντοπίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης στην ελληνική ... more Το κείμενο καταπιάνεται με ένα μείζον πρόβλημα που εντοπίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης στην ελληνική δημόσια ζωή, το ιδεολογικό δίπολο «παράδοσης και εκσυγχρονισμού», θεωρώντας ότι «ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους». Το πρόβλημα του Κονδύλη δεν είναι ο κοσμοπολιτισμός εν γένει, πόσο μάλλον αφού θεωρεί τον εαυτό του κοσμοπολίτη. Το πρόβλημα είναι ο «κοσμοπολίτικος πιθηκισμός», ως η άλλη όψη ενός «επαρχιωτισμού», που συνθέτει μαζί με την ανεδαφική «παραδοσιολατρεία» μία αδιέξοδη αντιπαράθεση. Ο Κονδύλης θεωρεί τόσο την «παραδοσιολατρεία» της δεξιάς όσο και τον «κοσμοπολιτισμό» της αριστεράς, ως δύο ιδεολογικές μορφές, οι οποίες στέκονται εμπόδια για τη γνώση της πραγματικότητας, και τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς των παραδοσιακών μορφών ζωής.
Συνεπώς, είναι πλάνη των παραδοσιολατρών ότι η παράδοση στηρίζεται δήθεν σε αναλλοίωτες μορφές του παρελθόντος που παραμένουν, ως τέτοιες, ζωντανές στο εθνικό παρόν, όπως, άλλωστε, είναι πλάνη των εκσυγχρονιστών, ότι ο εκσυγχρονισμός δύναται να αποσυνδεθεί από υπάρχοντες τρόπους ζωής, και να στραφεί απερίσπαστος στο «υπό κατασκευή» μέλλον.
Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και της πλανητικής πολιτικής, στην οποία θεωρεί ο Κονδύλης ότι ζούμε, τόσο η «παραδοσιολατρεία» όσο και ο «εκσυγχρονισμός» προσδιορίζουν τελικά δύο διαφορετικούς «εκσυγχρονισμούς» και όχι δύο διαμετρικά αντίθετες πρακτικές ζωής, αφού κάθε «εκσυγχρονισμός» πατάει στις ήδη υπάρχουσες υλικές και πνευματικές δυνάμεις, σε εμπειρίες και τρόπους ζωής, αλλά και κάθε «παραδοσιολατρεία» προσβλέπει στο μέλλον. Συνεπώς, δεν ταυτίζει την «παραδοσιολατρεία» με τον πολιτισμό, αφού η πρώτη είναι ιδεολογικό «όπλο» στον πολιτικό ανταγωνισμό, ενώ ο δεύτερος πηγή νοήματος υπαρκτών τρόπων ζωής των ανθρώπων.
Συγκεφαλαιώνοντας, το εν λόγω, αλλά και κάθε απλοποιητικό ιδεαλιστικό δίπολο, που συρρικνώνει την πολυπλοκότητα της ζωής με προκρούστειες και αδιέξοδες φαντασίες της επιθυμίας, ή σκόπιμες γενικεύσεις με σκοπό την κατίσχυση του άλλου, δεν γονιμοποιεί κάτι το ελπιδοφόρο, ή το εφικτό, για την κοινωνικοπολιτική δημιουργία και χειραφέτηση. Γεννιέται έτσι η ανάγκη της αναστοχαστικής προσέγγισης που εκκινεί έξω από το δίπολο και το διεμβολίζει, ανασυνθέτοντας δημιουργικά την πραγματικότητα, πέρα από στερεότυπα και καρικατούρες, δίνοντας διέξοδο στα αδιέξοδά του.
Στο κείμενο επιδιώκεται η κριτική και αναστοχαστική διαπραγμάτευση της συνάντησης μαρξισμού και χ... more Στο κείμενο επιδιώκεται η κριτική και αναστοχαστική διαπραγμάτευση της συνάντησης μαρξισμού και χριστιανισμού στο έργο του Έρνστ Μπλοχ (1885-1977), ο οποίος θέλησε να βαθύνει τη μεταξύ τους σχέση, κυρίως με το αφετηριακό του έργο "Το Πνεύμα της Ουτοπίας" (1918-αναθεωρημένο το 1923), με το τρίτομο "Η Αρχή της Ελπίδας" (1954-1959), αλλά και με το "Ο Αθεϊσμός στον Χριστιανισμό" (1968). Η «αρχή της ελπίδας» ενέπνευσε την «πολιτική θεολογία» του μεταπολεμικού γερμανικού χώρου, όπως τη «θεολογία της ελπίδας» του Γιούργκεν Μόλτμαν και τις «πολιτικές θεολογίες» των Γιόχασν Μπαπτίστ Μετς και Ντόροθι Ζόλλε, επηρεάζοντας, παράλληλα, σημαντικό μέρος της λατινοαμερικάνικης Θεολογίας της Απελευθέρωσης.
Βέβαια, η απάντηση που δόθηκε από την ιστορία δείχνει ότι η συνάντηση χριστιανισμού και μαρξισμού ούτε παρέβλεψε, ούτε και μπορούσε, ή μπορεί να παραβλέψει, τη θεμελιώδη μεταξύ τους διαφορά για το ποιος είναι ο ιστορικός Ιησούς, δηλαδή το αν είναι ένας θρησκευτικός και κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης ή αν είναι ο Χριστός της πίστης, διαφορά που συνεπάγεται καθοριστικές συνέπειες για την ιστορική πραγματικότητα. Αυτή η ένταση αναδεικνύει την αμφισημία πολύ σημαντικών αιτιάσεων του Μπλοχ για τον αναγνωρισμένο από αυτόν "αυθεντικό χριστιανισμό". Σε κάθε περίπτωση ο Μπλοχ απορρίπτει κάθε θριαμβολογία για τον «θάνατο του Θεού» επιθυμώντας να μην καταλυθούν τα πάντα, διότι αν και η απομυθοποίηση του Διαφωτισμού απάλλαξε τον άνθρωπο από τη θεοδικία και τη θεοκρατία, απέτυχε να τον σώσει από τη χωρίς νόημα φύση που παραμένει διαρκώς σκληρή μαζί του. Συμπερασματικά, το έργο του Μπλοχ αναδεικνύει τη σημασία ο νεωτερικός άνθρωπος να βρει το μυστηριακό βάθος της ύπαρξής του και οι χριστιανοί να μάθουν, όπως σημειώνει ο π. Λουδοβίκος, αυτό που τους έδειξε o Λεβινάς, "πως είναι ψευδής ο εγκλεισμός τους σ΄ έναν ονειρώδη κόσμο απόλαυσης της χάριτος της συμφιλίωσης μετά του Θεού, ενώ ο πραγματικός άλλος υποφέρει"
Ο Δομινικανός Bartolomé de Las Casas (1484-1566), στον οποίο παραπέμπει ολόκληρη η παράδοση των α... more Ο Δομινικανός Bartolomé de Las Casas (1484-1566), στον οποίο παραπέμπει ολόκληρη η παράδοση των αγώνων για την υπεράσπιση των ιθαγενών στη Λατινική Αμερική, υπήρξε από τους πρώτους ανθρώπους που προσπάθησαν να προστατέψουν τους αυτόχθονες από την εκμετάλλευση των αποικιοκρατών κατακτητών (conquistadors). Ο Bartolomé de Las Casas υπηρετεί ως επίσκοπος Chiapas από το 1543 και γίνεται αποδέκτης σφοδρών αντιδράσεων από τους αποίκους. Οι μόνοι που τον υποστηρίζουν είναι οι Δομινικανοί αδελφοί του. Δύο χρόνια μετά οι άποικοι τον εκδιώκουν, αναγκάζοντάς τον να ζήσει μαζί με τους «Ίντιος». Ο Bartolomé de Las Casas συναντιέται στη Γουατεμάλα με τον πρώτο επίσκοπό της, Francisco Marroquín (1499-1563), όπως και με τον Antonio de Valdivieso, επίσκοπο Νικαράγουας, δημιουργώντας από κοινού την «Επιτροπή της Ευχαριστίας στο Θεό», με στόχο την αποτροπή της εκμετάλλευσης των ιθαγενών. Οι άποικοι στη Γουατεμάλα εξοργίζονται με την παρουσία του και προσπαθούν να τον προπηλακίσουν, αλλά αυτός διαφεύγει στην Ισπανία το 1546. Δεν θα ξαναγυρίσει στο Νέο Κόσμο ποτέ ξανά, και το 1550 παραιτείται από την επισκοπή του.
Την εποχή αυτή, ο Δομινικανός θεολόγος και φιλόσοφος Juan Gines de Sepúlveda (1489-1573), αντλώντας επιχειρήματά από τους βιβλικούς πολέμους εκδίδει τις απόψεις του στο έργο Demócrates Segundo, που φέρει τον επεξηγηματικό υπότιτλο: «Σχετικά με τις Δίκαιες Αιτίες του Πολέμου κατά των Ινδιάνων». Ο Sepúlveda υπήρξε υποστηρικτής της αποικιοκρατικής επέκτασης και της δουλείας, θεμελιώνοντας τα επιχειρήματά του σε έναν ιδιότυπο αναγεννησιακό ανθρωπισμό. (αν και οι απόψεις του δεν είναι αποδεκτές από την κραταιά θεολογική σχολή της Σαλαμάνκα).Ο Sepúlveda προκαλεί τον Las Casas σε δημόσια αντιπαράθεση για το ζήτημα των ιθαγενών, μετά το δημόσιο αίτημα του πάπα Ιωάννη Γ΄. Οι δύο Δομινικανοί αντιπαρατέθηκαν σε θεολογικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, στην περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» (1550-1551).
Η «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» σύμφωνα με τον σπουδαίο θεολόγο και φιλόσοφο Enrique Dussel αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση στην Ευρώπη περί του πολιτισμού του «Τρίτου Κόσμου», ένα θέμα που ανοίγει ξανά, πεντακόσια χρόνια μετά, με τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο πραγματεύομαι αυτή τη σημαντική ιστορία: αφενός τη ζωή του σπουδαίου Bartolomé de Las Casas· αφετέρου την περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ»...
Το εκτενές αυτό δοκίμιο-κείμενο, πραγματεύεται την "κοινωνική οντολογία" του Παναγιώτη Κονδύλη, δ... more Το εκτενές αυτό δοκίμιο-κείμενο, πραγματεύεται την "κοινωνική οντολογία" του Παναγιώτη Κονδύλη, δηλαδή, σύμφωνα με τον ίδιο, τα θέματα που τη συνιστούν, ήτοι, τον "άνθρωπο", το "πολιτικό" και την "κοινωνική σχέση".
Στο κείμενο διαπραγματευόμαστε δύο κεντρικά θέματα της κονδυλικής σκέψης: τον μαρξισμό και το εθν... more Στο κείμενο διαπραγματευόμαστε δύο κεντρικά θέματα της κονδυλικής σκέψης: τον μαρξισμό και το εθνικό ζήτημα. Αναπτύσσονται έτσι οι σκέψεις του Κονδύλη γύρω από την εξέλιξη του μαρξισμού και των σοσιαλιστικών χωρών, αλλά και η υπέρβασή τους,μαζί με το ξεπέρασμα της αστικής εποχής μέσα στην εποχή μαζικής δημοκρατίας και της πλανητικής πολιτικής. Σε αυτο το ιστορικό πλαίσιο εκδιπλώνεται το εθνικό ζήτημα τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε ιστορικό, αλλά και στη συγκεκριμενοποίησή του σε ότι αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας.
Η εργασία αυτή αποτελεί μία ιστορική αναδρομή στα γεγονότα του γαλλικού Μάη του 1968, αλλά και μί... more Η εργασία αυτή αποτελεί μία ιστορική αναδρομή στα γεγονότα του γαλλικού Μάη του 1968, αλλά και μία κριτική αποτίμησή τους μισό αιώνα μετά.
Στο δεύτερο μέρος του κειμένου "Ο Eric Hobsbawm και η Επινόηση της «Επινοημένης Παράδοσης (β΄ μέρ... more Στο δεύτερο μέρος του κειμένου "Ο Eric Hobsbawm και η Επινόηση της «Επινοημένης Παράδοσης (β΄ μέρος)", που για εκδοτικούς λόγους δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον συλλογικο τόμο "Έθνος και Ταυτότητα" με τον τίτλο "Η παράδοση και το Εθνικό ζήτημα στον Eric Hobsbawm", επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην κεντρική έννοια του "έθνους" όπως την κατανοεί ο Βρετανός ιστορικός. Η έννοια του "έθνους" και η "θεωρία περί έθνους" του Hobsbawm, ερμηνεύει την έννοια της "παράδοσης" όπως την παρουσιάσαμε στο α' μέρος του άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "νέος Λόγιος Ερμής, τχ.15. Στο β΄μέρος, προσεγγίζουμε κριτικά την θέση του Hobsbawm για το ρόλο του νεωτερικού κράτους στη συγκρότηση των σύγχρονων εθνών, όχι τόσο επειδή ο ρόλος του κράτους δεν είναι κεντρικός, ενίοτε σε πολλές περιπτώσεις και καθοριστικός για την εθνογέννεση τους, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο μόνος παράγοντας εθνογέννεσης και επιπλέον γιατί σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι καν ο κυρίαρχος παράγοντας.
Η βασική συμπερασματική μας θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτιό πνεύμα και να αντικατασταθούν ή να συμπληρωθούν και να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και τη διεπιστημονική γώση. Έρευνα που καλείται να γίνεται αφενός στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και αφετέρου στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" της προσέγγισης του "εθνικού φαινομένου" του κατά τα άλλα πολύ σημαντικού βρετανού ιστορικού, επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε σε αυτό το κριτικό κείμενο.
Ο σημαντικός μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm επιμελήθηκε το 1983 μαζί με τον καθηγητή Terence R... more Ο σημαντικός μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm επιμελήθηκε το 1983 μαζί με τον καθηγητή Terence Ranger τον συλλογικό τόμο "The Invention of Tradition". Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε 20 χρόνια μετά, το 2004, με τον τίτλο: "Η Επινόηση της Παράδοσης".
Στο κείμενο αναπτύσσεται το πρώτο μέρος μιας κριτικής προσέγγισης της θέσης του Eric Hobsbawm για την παράδοση και το έθνος. Αναπτύσσεται η συλλογιστική του Βρετανού ιστορικού για την "παράδοση" και την "επινόησή" της, το "έθιμο" και τη "σύμβαση".
Μέσα από τις αποχρώσεις της έννοιας της "παράδοσης" βλέπουμε το πως θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον Hobsbawm, στο μαρξιστικό σχήμα της "βάσης και του εποικοδομήματος".
Μέσα από την εκσυγχρονιστική θέση του σημαντικού Βρετανού ιστορικού, αναδύεται η ιδεολογική του θέση, η οποία συνδέει την παράδοση και έθνος, όχι για να ασκήσει κριτική στην πρώτη ως επινοημένη, αλλά για να προσεγγίσει το δεύτερο κριτικά, ως "κατασκευασμένο", και μάλιστα ως προϊόν του μοντέρνου κόσμου των εθνικών-κρατών.
Αν όμως από μια "επινοημένη παράδοση", προκύπτει ένα "κατασκευασμένο έθνος-κράτος", τι γίνεται με τις "αυθεντικές παραδόσεις" που και ο Hobsbawm αναγνωρίζει την ύπαρξή τους ως ζωντανά ήθη και έθιμα ενός λαού; Ποια εθνική ταυτότητα γεννούν οι "συνέχειες" των αυθεντικών εκσυγχρονισμένων μέσα στο χρόνο παραδόσεων;
Uploads
Books by Angelos Gounopoulos
"Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε τέκνο της μεγάλης "απομάγευσης" του 20ού αι., μετά την εμπειρία των επαναστάσεων, του γκουλάγκ και του 'Αουσβιτς. Για τον Έλληνα στοχαστή, το τέλος της χιλιαστικής προσδοκίας κατέδειξε την εξάντληση του ίδιου του Διαφωτισμού, εξ ου και η φιλοσοφία του "βάφει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο". Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Διαφωτισμού και του μαρξισμού, πως η διαμόρφωση του ανθρώπου καθορίζεται αποκλειστικά από τις κοινωνικές συνθήκες, για τον Κονδύλη η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη, όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι, ο Χομπς: Το βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες και οι κοινωνικές κατασκευές.
Στον τόμο γράφουν οι: Θεόδωρος Ζιάκας ("Ο δικός μας σκεπτικός στο λυκόφως του μοντερνισμού")· Γιώργος Μερτίκας ("Ο Π. Κονδύλης ή ο Μακιαβέλι στη μαζική δημοκρατία")· Γιάννης Ιωαννίδης ("Σχόλιο στη διαμάχη Π. Κονδύλη - Γ. Λυκιαρδοπούλου")· 'Αγγελος Γουνόπουλος (Η "συνάντηση" μεταξύ του Κονδύλη και του Καρλ Σμιτ)· Ιωάννα Τσιβάκου ("Το Πολιτικό και ο 'Ανθρωπος, η οντολογική προσέγγιση της επικοινωνίας")· Γιάννης Ταχόπουλος (Μία σύγκριση Καστοριάδη και Κονδύλη). Ο Μελέτης Μελετόπουλος, αποπειράται τη βιογραφία του. Ο Γιώργος Καραμπελιάς ανατρέχει στη "διαμόρφωση των πολιτικών ιδεών του". Ο Σπύρος Κουτρούλης διερευνά τις θέσεις του για τον νέο ελληνισμό και το έθνος. Ο Μιχάλης Μερακλής εξετάζει την αντίληψή του για τον ελληνικό διαφωτισμό και την Εκκλησία. Τέλος, ως "Παράρτημα", παρατίθεται μέρος από την τελευταία συνέντευξη του Κονδύλη, καθώς και τα κείμενα της αντιπαράθεσης με τον Ρ. Σωμερίτη στο Βήμα, το 1997-1998, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις"
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Συγγραφείς του τόμου:
Κώστας Ανδρουλιδάκης
Χαράλαμπος Βέντης
Στέλιος Βιρβιδάκης
Γιώργος Βλαντής
Σταύρος Γιαγκάτζογλου
Μόσχος Γκουτζιούδης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Χρήστος Καραγιάννης
Γιώργος Καραμανώλης
Μιχάλης Πάγκαλος
Γιάννης Πίσσης
Βασιλική Τσακίρη
Αικατερίνη Τσαλαμπούνη
Μιχάλης Φιλίππου
Η συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στον συλλογικό τόμο "Για την Πίστη", έγκειται στη διερεύνηση του πρωτείου της πίστης στο λατινοαμερικάνικο θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, η οποία συνοδεύεται απο το πρωτείο της απελευθερωτικής πράξης που θέτει σε προτεραιότητα τους φτωχούς, αναγνωρίζοντας ότι η πολιτική της εποχή παράγει την "πολιτική της θεολογία" ως θεολογία "δεύτερης ενέργειας" που ακολουθεί το "πρωτείο της πίστης" και της απελευθερωτικής πράξης. Για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης η απελευθέρωση των φτωχών και των αδικημένων από τις δομές της κοινωνικής αμαρτίας, με κίνητρο την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη του ιστορικού Ιησού, δηλαδή του Χριστού της πίστης, αποκτά άμεση ιστορική διάσταση και ενδιαφέρον, και ως προς αυτό διάσταση πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική. Αυτές οι πτυχές εξετάζονται στο εν λόγω κείμενο.
Polis, Ontology, Ecclesial Event:
Engaging with Christos Yannaras’ Thought
ed. Sotiris Mitralexis
Cambridge: James Clarke & Co, 2018
Ακαδημαϊκή επιμέλεια: Σωτήρης Μητραλέξης
Μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης και οι συγγραφείς
Επίκουροι επιμελητές:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Pui Him Ip
π. Ισίδωρος Κάτσος
Διονύσιος Σκλήρης
Συγγραφείς:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Deborah Casewell
Jonathan Cole
Brandon Gallaher
Άγγελος Γουνόπουλος
π. Daniel Isai
Νικόλαος Κορωναίος
Marcello La Matina
John Milbank
Σωτήρης Μητραλέξης
Διονύσιος Σκλήρης
Paul Tyson
Rowan Williams
Σπύρος Βρυώνης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σωτήρης Δημόπουλος
Ερατοσθένης Καψωμένος
Γιώργος Κοντογιώργης
Μιχάλης Μερακλής
Χαράλαμπος Μηνάογλου
Γιάννης Παπαμιχαήλ
Iωάννα Τσιβάκου
Κώστας Χατζηαντωνίου
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Η Συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στο συλλογικό τόμο έγινε με το δεύτερο μέρος του δοκιμίου "Ο Eric Hobsbawm και η Επινόηση της «Επινοημένης Παράδοσης", το οποίο για εκδοτικούς λόγους δημοσιεύτηκε εδώ, με τον τίτλο "Η παράδοση και το Εθνικό ζήτημα στον Eric Hobsbawm". Στο εν λόγω κείμενο επικεντρώνει την προσοχή του στην κεντρική έννοια του "έθνους" όπως την κατανοεί ο Βρετανός ιστορικός. Η έννοια του "έθνους" και η "θεωρία περί έθνους" του Hobsbawm, ερμηνεύει την έννοια της "παράδοσης" όπως την παρουσίασε στο α' μέρος του δοκιμίου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "νέος Λόγιος Ερμής, τχ.15. Στο β΄μέρος προσεγγίζει κριτικά τη θέση του Hobsbawm για το ρόλο του νεωτερικού κράτους στη συγκρότηση των σύγχρονων εθνών, όχι τόσο επειδή ο ρόλος του κράτους δεν είναι κεντρικός για την εθνογέννεση τους, σε πολλές δε περιπτώσεις καθοριστικός, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο μόνος παράγοντας εθνογέννεσης, αλλά και γιατί σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι καν ο κυρίαρχος παράγοντας. Η βασική θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτικό πνεύμα, αλλά και να αντικατασταθούν, να συμπληρωθούν ή να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και διεπιστημονική γνώση. Έρευνα που πρέπει να διεξαγεται στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" του σημαντικού βρετανού ιστορικού επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε στο κριτικό αυτό κείμενο
Endorsements
Long before Jean-Luc Marion's God without Being, Christos Yannaras was arguing for a retrieval of Dionysian apophaticism as a corrective to the onto-theological trajectory of philosophical thought. For this reason and more, Yannaras is one of the most important Orthodox thinkers of the twentieth century, and perhaps the most understudied, in spite of the fact that his work is now available in Norman Russell's excellent English translations. This collection of essays offers critically appreciative engagement with Yannaras's unique insights into contemporary discussions on political, theological, and philosophical questions. For students and scholars looking for a perspective on a variety of themes that disrupts the status quo, this is a must-read book.
--Aristotle Papanikolaou, Professor of Theology, Fordham University, Archbishop Demetrios Chair in Orthodox Theology and Culture, Co-founding Director, Orthodox Christian Studies Center
Although Christos Yannaras has been one of the most important contemporary Orthodox thinkers for many decades, systematic engagement with his work outside Greece has only recently begun through the increasing availability of his books in translation. The publication of this brilliant collection of essays analysing his thinking in the fields of political theory, philosophy and theology is most opportune – a landmark in the reception of Yannaras' thinking.
--Norman Russell, Honorary Research Fellow, St Stephen's House, Oxford
This symposium, put together by Sotiris Mitralexis, is the first comprehensive attempt to discuss the wide-ranging work of Christos Yannaras, embracing the philosophical, epistemological, ethical, and political aspects of his work, all undergirded by his relational ontology of persons. It is by no means uncritical, but in a positive vein, and should lead to a wider engagement with Yannaras' thought in the English-speaking world.
--Andrew Louth FBA, Emeritus Professor of Patristic and Byzantine Studies, Durham University
This volume seeks to explore the intersection of theology, philosophy and the public sphere not by referring the social and political to ethics and deontology as is often the case, but rather to ontology itself, to the very nature of beings. The meaning of history and historicity is most pertinent to this enquiry and is approached here both from the perspective of social reality and from the perspective of ontology. Joining together contributions focusing on theory of the public sphere and metaphysics, chapters explore subjects as diverse as the political implications of the Incarnation, the paradox between ontology and history, politically left and right appropriations of Christianity, the fecundity of Maximus the Confessor’s insights for a contemporary political philosophy, modern Orthodox political theology focusing on Christos Yannaras and numerous thematic areas that together form the mosaic of the enquiry in question.
https://vernonpress.com/title?id=246
Papers by Angelos Gounopoulos
Ἡ ἱστορία τοῦ Τόρρες ἐπηρέασε τὸν χριστιανικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς, ἄλλοτε κομίζοντας ἐλπίδα καὶ συμπάθεια καὶ ἄλλοτε φόβο καὶ ἀποστροφή, αφού γιὰ τὰ λαϊκὰ κινήματα ἔγινε σύμβολο πολιτικῶν ἀγώνων ως ἡ πιο χαρακτηριστική περίπτωση ἱερέα ποὺ μετεῖχε στὴν ἔνοπλη ἐπανάσταση, ἐκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τὰ βασανιστικὰ διλήμματα ποὺ θέτει στὸν πιστὸ ἡ συμπόρευσή του μὲ τὸν ἐξεγερμένο λαό, ενώ για την πλειονότητα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας η στάση του ήταν μία παρέκκλιση της πίστης, μία πτώση ως προσχώρηση στην αμαρτία της βίας του κόσμου. Η στάση του Τόρρες υπήρξε προβληματική ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν θεολόγων τῆς ἀπελευθέρωσης, ἐπειδὴ ἡ κατανόηση τῆς κοινωνικοπολιτικῆς βίας δὲν συνεπαγόταν τὴν ἐπιλογὴ ἢ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της. Ωστόσο, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, ἀκόμα καὶ οἱ πλέον φιλειρηνικοὶ ἐξ αὐτῶν, δικαιολογοῦσαν τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἐξεγερμένης ἀξιοπρέπειας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν σὲ μιὰ περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ σὲ μιὰ περίοδο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου ὅπου ἡ φτώχεια καὶ ἡ καταπίεση ἔθεταν τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῆς "Ἐξόδου" ἀπὸ μιὰ κατάσταση πραγμάτων ποὺ θέτει ὅλα τὰ ἀδιέξοδα και τα διλήμματα τῆς βίας. Σὲ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἡ πορεία τοῦ Torres ἐξέφρασε τὴν ἀνταπόκρισή του στὸ κάλεσμα-κραυγὴ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ τῆς χώρας του, μέσα από την οποία ανέλαβε τὸ ρίσκο νὰ τραυματίσει τὴν ἀγάπη του, καὶ νὰ ἀποπροσανατολιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἔνοπλη βία δὲν ἀποτελεῖ σε καμία περίπτωση την ἐνδεδειγμένη χριστιανικὴ στάση, χωρίς, βέβαια, ἡ ἀπόρριψη τῆς να ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀπραξία τοῦ πιστοῦ ἀπέναντι στὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ θεσμικὴ αδικία και βία. Η «Ἐκκλησία τῶν φτωχῶν» καὶ ἡ θεολογία της δὲν μποροῦσε νὰ ἀποστρέψει τὸ βλέμμα ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ τὴ βία τῶν κοινωνικῶν δομῶν καὶ τῶν πολιτικῶν πρακτικῶν της εποχής, χωρὶς νὰ δεσμεύεται στὴν ὁδὸ τῆς ἔνοπλης «ἐπαναστατικῆς βίας», ἀφοῦ ἡ ἐπιλογὴ τῆς «ἐπαναστατικῆς ἀγάπης» της μη-βίας παρέμενε ἡ κατεξοχὴν εὐαγγελικὴ ἐπιλογή.
Ὁ Torres ἔκανε ανάλογη διαδρομὴ με αυτή του Dietrich Bonhoeffer, ἐλπίζοντας στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κόσμου, όπως καὶ τόσοι ἄλλοι χριστιανοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση ἐπιλέγοντας τὴ βία, διακινδυνεύοντας τη ψυχή τους μαζὶ μὲ τὸν λαό, ὠθούμενοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν προδώσουν τὶς ἐλπίδες καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του. Την ίδια όμως στιγμή η ιστορία έδειχνε ότι δεν ήταν αυτή η μόνη επαναστατική επιλογή, όπως επίσης έδειχνε ότι δεν υπήρχαν εύκολες λύσεις και απαντήσεις. Με αυτή την ιστορία και τη βάσανο του πιστού μπροστά στα διλήμματα της ιστορίας καταπιάνεται το εν λόγω κείμενο.
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ...
Σε ό,τι αφορά το πρώτο παράδειγμα, το έργο του Μπονχαίφφερ, μελετούμε τους όρους της "ηθικής της ευθύνης" και της "υποκατάστασης" ώστε να αποσαφηνιστεί η θέση του απέναντι στο ριζικό κακό, όπως αυτό του ναζισμού, και κυρίως το βασανιστικό δίλημμα της σχέσης της ηθικής με τη βία ενάντια στον τύραννο, δίλημμα που αναδεικνύεται στη βάσανο που η απόρριψη της βίας των Ευαγγελίων θέτει στον πιστό ενώπιον του ιστορικού εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με αποκορύφωμα τη συστηματοποίηση του φόνου από το ναζιστικό καθεστώς. Με άλλα λόγια, πως υπάρχει και ενεργεί η χριστιανική ηθική που αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου από αγάπη, σε έναν κόσμο ακραίας βίας;
Σε αυτό το πρόβλημα κατέθεσαν τη δική τους μαρτυρία οι λατινοαμερικάνοι θεολόγοι της απελευθέρωσης, οι οποίοι συγκλονισμένοι από τις ακραίες καταστάσεις των χωρών τους μετείχαν στην απελευθερωτική κοινωνικοπολιτική πράξη προκρίνοντας καταρχάς την ειρηνική οδό με πρότυπο τον δολοφονηθέντα Αρχιεπίσκοπο του Ελ Σαλβαδόρ Όσκαρ Ρομέρο, ο οποίος ουδέποτε ανέλαβε την πολιτική βία αν και αγωνίστηκε με ζήλο για την αλλαγή της θεσμικής κοινωνικοπολιτικής φτώχειας, αδικίας και καταπίεσης.
Μέσα από τα δύο αυτά παραδείγματα, αναδύεται και αποσαφηνίζεται διερευνάται η σχέση Εκκλησίας, πίστης και πολιτικού γεγονότος, διαπιστώνοντας ότι αν και η θεσμική Εκκλησία διακρίνεται από το πολιτικό κράτος, δεν δύναται ως "σώμα πιστών" και "έτερος τρόπος υπάρξεως" να αυτονομηθεί από τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και την ηθική του ευθύνη. Έτσι, η «κοινωνική δικαιοσύνη» αποτελεί βασική χριστιανική επιταγή, ακόμα και αν γνωρίζει ο πιστός ότι δεν κείται εκεί
η εκπλήρωση της εσχατολογικής ελευθερίας του ανθρώπου.
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ....
Τα ταραγμένα χρόνια της ζωής του άνθισε, ανάμεσα σε άλλα, το θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, της σημαντικότερης, ενδεχομένως, πολιτικής θεολογίας του 20ου αιώνα, με την οποία ο Romero διαλέχθηκε κριτικά διατηρώντας σαφή εκκλησιαστικά κριτήρια στη σκέψη και τη δράση του, μαρτυρώντας τελικά με την ίδια του τη ζωή για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα της αγάπης του Χριστού.
Συνεπώς, είναι πλάνη των παραδοσιολατρών ότι η παράδοση στηρίζεται δήθεν σε αναλλοίωτες μορφές του παρελθόντος που παραμένουν, ως τέτοιες, ζωντανές στο εθνικό παρόν, όπως, άλλωστε, είναι πλάνη των εκσυγχρονιστών, ότι ο εκσυγχρονισμός δύναται να αποσυνδεθεί από υπάρχοντες τρόπους ζωής, και να στραφεί απερίσπαστος στο «υπό κατασκευή» μέλλον.
Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και της πλανητικής πολιτικής, στην οποία θεωρεί ο Κονδύλης ότι ζούμε, τόσο η «παραδοσιολατρεία» όσο και ο «εκσυγχρονισμός» προσδιορίζουν τελικά δύο διαφορετικούς «εκσυγχρονισμούς» και όχι δύο διαμετρικά αντίθετες πρακτικές ζωής, αφού κάθε «εκσυγχρονισμός» πατάει στις ήδη υπάρχουσες υλικές και πνευματικές δυνάμεις, σε εμπειρίες και τρόπους ζωής, αλλά και κάθε «παραδοσιολατρεία» προσβλέπει στο μέλλον. Συνεπώς, δεν ταυτίζει την «παραδοσιολατρεία» με τον πολιτισμό, αφού η πρώτη είναι ιδεολογικό «όπλο» στον πολιτικό ανταγωνισμό, ενώ ο δεύτερος πηγή νοήματος υπαρκτών τρόπων ζωής των ανθρώπων.
Συγκεφαλαιώνοντας, το εν λόγω, αλλά και κάθε απλοποιητικό ιδεαλιστικό δίπολο, που συρρικνώνει την πολυπλοκότητα της ζωής με προκρούστειες και αδιέξοδες φαντασίες της επιθυμίας, ή σκόπιμες γενικεύσεις με σκοπό την κατίσχυση του άλλου, δεν γονιμοποιεί κάτι το ελπιδοφόρο, ή το εφικτό, για την κοινωνικοπολιτική δημιουργία και χειραφέτηση. Γεννιέται έτσι η ανάγκη της αναστοχαστικής προσέγγισης που εκκινεί έξω από το δίπολο και το διεμβολίζει, ανασυνθέτοντας δημιουργικά την πραγματικότητα, πέρα από στερεότυπα και καρικατούρες, δίνοντας διέξοδο στα αδιέξοδά του.
Βέβαια, η απάντηση που δόθηκε από την ιστορία δείχνει ότι η συνάντηση χριστιανισμού και μαρξισμού ούτε παρέβλεψε, ούτε και μπορούσε, ή μπορεί να παραβλέψει, τη θεμελιώδη μεταξύ τους διαφορά για το ποιος είναι ο ιστορικός Ιησούς, δηλαδή το αν είναι ένας θρησκευτικός και κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης ή αν είναι ο Χριστός της πίστης, διαφορά που συνεπάγεται καθοριστικές συνέπειες για την ιστορική πραγματικότητα. Αυτή η ένταση αναδεικνύει την αμφισημία πολύ σημαντικών αιτιάσεων του Μπλοχ για τον αναγνωρισμένο από αυτόν "αυθεντικό χριστιανισμό". Σε κάθε περίπτωση ο Μπλοχ απορρίπτει κάθε θριαμβολογία για τον «θάνατο του Θεού» επιθυμώντας να μην καταλυθούν τα πάντα, διότι αν και η απομυθοποίηση του Διαφωτισμού απάλλαξε τον άνθρωπο από τη θεοδικία και τη θεοκρατία, απέτυχε να τον σώσει από τη χωρίς νόημα φύση που παραμένει διαρκώς σκληρή μαζί του. Συμπερασματικά, το έργο του Μπλοχ αναδεικνύει τη σημασία ο νεωτερικός άνθρωπος να βρει το μυστηριακό βάθος της ύπαρξής του και οι χριστιανοί να μάθουν, όπως σημειώνει ο π. Λουδοβίκος, αυτό που τους έδειξε o Λεβινάς, "πως είναι ψευδής ο εγκλεισμός τους σ΄ έναν ονειρώδη κόσμο απόλαυσης της χάριτος της συμφιλίωσης μετά του Θεού, ενώ ο πραγματικός άλλος υποφέρει"
Την εποχή αυτή, ο Δομινικανός θεολόγος και φιλόσοφος Juan Gines de Sepúlveda (1489-1573), αντλώντας επιχειρήματά από τους βιβλικούς πολέμους εκδίδει τις απόψεις του στο έργο Demócrates Segundo, που φέρει τον επεξηγηματικό υπότιτλο: «Σχετικά με τις Δίκαιες Αιτίες του Πολέμου κατά των Ινδιάνων». Ο Sepúlveda υπήρξε υποστηρικτής της αποικιοκρατικής επέκτασης και της δουλείας, θεμελιώνοντας τα επιχειρήματά του σε έναν ιδιότυπο αναγεννησιακό ανθρωπισμό. (αν και οι απόψεις του δεν είναι αποδεκτές από την κραταιά θεολογική σχολή της Σαλαμάνκα).Ο Sepúlveda προκαλεί τον Las Casas σε δημόσια αντιπαράθεση για το ζήτημα των ιθαγενών, μετά το δημόσιο αίτημα του πάπα Ιωάννη Γ΄. Οι δύο Δομινικανοί αντιπαρατέθηκαν σε θεολογικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, στην περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» (1550-1551).
Η «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» σύμφωνα με τον σπουδαίο θεολόγο και φιλόσοφο Enrique Dussel αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση στην Ευρώπη περί του πολιτισμού του «Τρίτου Κόσμου», ένα θέμα που ανοίγει ξανά, πεντακόσια χρόνια μετά, με τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο πραγματεύομαι αυτή τη σημαντική ιστορία: αφενός τη ζωή του σπουδαίου Bartolomé de Las Casas· αφετέρου την περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ»...
Η βασική συμπερασματική μας θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτιό πνεύμα και να αντικατασταθούν ή να συμπληρωθούν και να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και τη διεπιστημονική γώση. Έρευνα που καλείται να γίνεται αφενός στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και αφετέρου στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" της προσέγγισης του "εθνικού φαινομένου" του κατά τα άλλα πολύ σημαντικού βρετανού ιστορικού, επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε σε αυτό το κριτικό κείμενο.
Στο κείμενο αναπτύσσεται το πρώτο μέρος μιας κριτικής προσέγγισης της θέσης του Eric Hobsbawm για την παράδοση και το έθνος. Αναπτύσσεται η συλλογιστική του Βρετανού ιστορικού για την "παράδοση" και την "επινόησή" της, το "έθιμο" και τη "σύμβαση".
Μέσα από τις αποχρώσεις της έννοιας της "παράδοσης" βλέπουμε το πως θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον Hobsbawm, στο μαρξιστικό σχήμα της "βάσης και του εποικοδομήματος".
Μέσα από την εκσυγχρονιστική θέση του σημαντικού Βρετανού ιστορικού, αναδύεται η ιδεολογική του θέση, η οποία συνδέει την παράδοση και έθνος, όχι για να ασκήσει κριτική στην πρώτη ως επινοημένη, αλλά για να προσεγγίσει το δεύτερο κριτικά, ως "κατασκευασμένο", και μάλιστα ως προϊόν του μοντέρνου κόσμου των εθνικών-κρατών.
Αν όμως από μια "επινοημένη παράδοση", προκύπτει ένα "κατασκευασμένο έθνος-κράτος", τι γίνεται με τις "αυθεντικές παραδόσεις" που και ο Hobsbawm αναγνωρίζει την ύπαρξή τους ως ζωντανά ήθη και έθιμα ενός λαού; Ποια εθνική ταυτότητα γεννούν οι "συνέχειες" των αυθεντικών εκσυγχρονισμένων μέσα στο χρόνο παραδόσεων;
"Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε τέκνο της μεγάλης "απομάγευσης" του 20ού αι., μετά την εμπειρία των επαναστάσεων, του γκουλάγκ και του 'Αουσβιτς. Για τον Έλληνα στοχαστή, το τέλος της χιλιαστικής προσδοκίας κατέδειξε την εξάντληση του ίδιου του Διαφωτισμού, εξ ου και η φιλοσοφία του "βάφει με γκρίζο πάνω στο γκρίζο". Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Διαφωτισμού και του μαρξισμού, πως η διαμόρφωση του ανθρώπου καθορίζεται αποκλειστικά από τις κοινωνικές συνθήκες, για τον Κονδύλη η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη, όπως την έχουν περιγράψει ήδη ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι, ο Χομπς: Το βασικό του κίνητρο είναι η επιβεβαίωση της ισχύος, ατομικά ή συλλογικά, και πάνω σε αυτό ορθώνονται όλες οι ιδεολογίες και οι κοινωνικές κατασκευές.
Στον τόμο γράφουν οι: Θεόδωρος Ζιάκας ("Ο δικός μας σκεπτικός στο λυκόφως του μοντερνισμού")· Γιώργος Μερτίκας ("Ο Π. Κονδύλης ή ο Μακιαβέλι στη μαζική δημοκρατία")· Γιάννης Ιωαννίδης ("Σχόλιο στη διαμάχη Π. Κονδύλη - Γ. Λυκιαρδοπούλου")· 'Αγγελος Γουνόπουλος (Η "συνάντηση" μεταξύ του Κονδύλη και του Καρλ Σμιτ)· Ιωάννα Τσιβάκου ("Το Πολιτικό και ο 'Ανθρωπος, η οντολογική προσέγγιση της επικοινωνίας")· Γιάννης Ταχόπουλος (Μία σύγκριση Καστοριάδη και Κονδύλη). Ο Μελέτης Μελετόπουλος, αποπειράται τη βιογραφία του. Ο Γιώργος Καραμπελιάς ανατρέχει στη "διαμόρφωση των πολιτικών ιδεών του". Ο Σπύρος Κουτρούλης διερευνά τις θέσεις του για τον νέο ελληνισμό και το έθνος. Ο Μιχάλης Μερακλής εξετάζει την αντίληψή του για τον ελληνικό διαφωτισμό και την Εκκλησία. Τέλος, ως "Παράρτημα", παρατίθεται μέρος από την τελευταία συνέντευξη του Κονδύλη, καθώς και τα κείμενα της αντιπαράθεσης με τον Ρ. Σωμερίτη στο Βήμα, το 1997-1998, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις"
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Συγγραφείς του τόμου:
Κώστας Ανδρουλιδάκης
Χαράλαμπος Βέντης
Στέλιος Βιρβιδάκης
Γιώργος Βλαντής
Σταύρος Γιαγκάτζογλου
Μόσχος Γκουτζιούδης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Χρήστος Καραγιάννης
Γιώργος Καραμανώλης
Μιχάλης Πάγκαλος
Γιάννης Πίσσης
Βασιλική Τσακίρη
Αικατερίνη Τσαλαμπούνη
Μιχάλης Φιλίππου
Η συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στον συλλογικό τόμο "Για την Πίστη", έγκειται στη διερεύνηση του πρωτείου της πίστης στο λατινοαμερικάνικο θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, η οποία συνοδεύεται απο το πρωτείο της απελευθερωτικής πράξης που θέτει σε προτεραιότητα τους φτωχούς, αναγνωρίζοντας ότι η πολιτική της εποχή παράγει την "πολιτική της θεολογία" ως θεολογία "δεύτερης ενέργειας" που ακολουθεί το "πρωτείο της πίστης" και της απελευθερωτικής πράξης. Για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης η απελευθέρωση των φτωχών και των αδικημένων από τις δομές της κοινωνικής αμαρτίας, με κίνητρο την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη του ιστορικού Ιησού, δηλαδή του Χριστού της πίστης, αποκτά άμεση ιστορική διάσταση και ενδιαφέρον, και ως προς αυτό διάσταση πολιτική, πολιτισμική και κοινωνική. Αυτές οι πτυχές εξετάζονται στο εν λόγω κείμενο.
Polis, Ontology, Ecclesial Event:
Engaging with Christos Yannaras’ Thought
ed. Sotiris Mitralexis
Cambridge: James Clarke & Co, 2018
Ακαδημαϊκή επιμέλεια: Σωτήρης Μητραλέξης
Μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης και οι συγγραφείς
Επίκουροι επιμελητές:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Pui Him Ip
π. Ισίδωρος Κάτσος
Διονύσιος Σκλήρης
Συγγραφείς:
π. Ανδρέας Ανδρεόπουλος
Deborah Casewell
Jonathan Cole
Brandon Gallaher
Άγγελος Γουνόπουλος
π. Daniel Isai
Νικόλαος Κορωναίος
Marcello La Matina
John Milbank
Σωτήρης Μητραλέξης
Διονύσιος Σκλήρης
Paul Tyson
Rowan Williams
Σπύρος Βρυώνης
Άγγελος Γουνόπουλος
Σωτήρης Δημόπουλος
Ερατοσθένης Καψωμένος
Γιώργος Κοντογιώργης
Μιχάλης Μερακλής
Χαράλαμπος Μηνάογλου
Γιάννης Παπαμιχαήλ
Iωάννα Τσιβάκου
Κώστας Χατζηαντωνίου
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Η Συμβολή του Άγγελου Γουνόπουλου στο συλλογικό τόμο έγινε με το δεύτερο μέρος του δοκιμίου "Ο Eric Hobsbawm και η Επινόηση της «Επινοημένης Παράδοσης", το οποίο για εκδοτικούς λόγους δημοσιεύτηκε εδώ, με τον τίτλο "Η παράδοση και το Εθνικό ζήτημα στον Eric Hobsbawm". Στο εν λόγω κείμενο επικεντρώνει την προσοχή του στην κεντρική έννοια του "έθνους" όπως την κατανοεί ο Βρετανός ιστορικός. Η έννοια του "έθνους" και η "θεωρία περί έθνους" του Hobsbawm, ερμηνεύει την έννοια της "παράδοσης" όπως την παρουσίασε στο α' μέρος του δοκιμίου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "νέος Λόγιος Ερμής, τχ.15. Στο β΄μέρος προσεγγίζει κριτικά τη θέση του Hobsbawm για το ρόλο του νεωτερικού κράτους στη συγκρότηση των σύγχρονων εθνών, όχι τόσο επειδή ο ρόλος του κράτους δεν είναι κεντρικός για την εθνογέννεση τους, σε πολλές δε περιπτώσεις καθοριστικός, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο μόνος παράγοντας εθνογέννεσης, αλλά και γιατί σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι καν ο κυρίαρχος παράγοντας. Η βασική θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτικό πνεύμα, αλλά και να αντικατασταθούν, να συμπληρωθούν ή να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και διεπιστημονική γνώση. Έρευνα που πρέπει να διεξαγεται στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" του σημαντικού βρετανού ιστορικού επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε στο κριτικό αυτό κείμενο
Endorsements
Long before Jean-Luc Marion's God without Being, Christos Yannaras was arguing for a retrieval of Dionysian apophaticism as a corrective to the onto-theological trajectory of philosophical thought. For this reason and more, Yannaras is one of the most important Orthodox thinkers of the twentieth century, and perhaps the most understudied, in spite of the fact that his work is now available in Norman Russell's excellent English translations. This collection of essays offers critically appreciative engagement with Yannaras's unique insights into contemporary discussions on political, theological, and philosophical questions. For students and scholars looking for a perspective on a variety of themes that disrupts the status quo, this is a must-read book.
--Aristotle Papanikolaou, Professor of Theology, Fordham University, Archbishop Demetrios Chair in Orthodox Theology and Culture, Co-founding Director, Orthodox Christian Studies Center
Although Christos Yannaras has been one of the most important contemporary Orthodox thinkers for many decades, systematic engagement with his work outside Greece has only recently begun through the increasing availability of his books in translation. The publication of this brilliant collection of essays analysing his thinking in the fields of political theory, philosophy and theology is most opportune – a landmark in the reception of Yannaras' thinking.
--Norman Russell, Honorary Research Fellow, St Stephen's House, Oxford
This symposium, put together by Sotiris Mitralexis, is the first comprehensive attempt to discuss the wide-ranging work of Christos Yannaras, embracing the philosophical, epistemological, ethical, and political aspects of his work, all undergirded by his relational ontology of persons. It is by no means uncritical, but in a positive vein, and should lead to a wider engagement with Yannaras' thought in the English-speaking world.
--Andrew Louth FBA, Emeritus Professor of Patristic and Byzantine Studies, Durham University
This volume seeks to explore the intersection of theology, philosophy and the public sphere not by referring the social and political to ethics and deontology as is often the case, but rather to ontology itself, to the very nature of beings. The meaning of history and historicity is most pertinent to this enquiry and is approached here both from the perspective of social reality and from the perspective of ontology. Joining together contributions focusing on theory of the public sphere and metaphysics, chapters explore subjects as diverse as the political implications of the Incarnation, the paradox between ontology and history, politically left and right appropriations of Christianity, the fecundity of Maximus the Confessor’s insights for a contemporary political philosophy, modern Orthodox political theology focusing on Christos Yannaras and numerous thematic areas that together form the mosaic of the enquiry in question.
https://vernonpress.com/title?id=246
Ἡ ἱστορία τοῦ Τόρρες ἐπηρέασε τὸν χριστιανικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς, ἄλλοτε κομίζοντας ἐλπίδα καὶ συμπάθεια καὶ ἄλλοτε φόβο καὶ ἀποστροφή, αφού γιὰ τὰ λαϊκὰ κινήματα ἔγινε σύμβολο πολιτικῶν ἀγώνων ως ἡ πιο χαρακτηριστική περίπτωση ἱερέα ποὺ μετεῖχε στὴν ἔνοπλη ἐπανάσταση, ἐκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τὰ βασανιστικὰ διλήμματα ποὺ θέτει στὸν πιστὸ ἡ συμπόρευσή του μὲ τὸν ἐξεγερμένο λαό, ενώ για την πλειονότητα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας η στάση του ήταν μία παρέκκλιση της πίστης, μία πτώση ως προσχώρηση στην αμαρτία της βίας του κόσμου. Η στάση του Τόρρες υπήρξε προβληματική ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν θεολόγων τῆς ἀπελευθέρωσης, ἐπειδὴ ἡ κατανόηση τῆς κοινωνικοπολιτικῆς βίας δὲν συνεπαγόταν τὴν ἐπιλογὴ ἢ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της. Ωστόσο, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, ἀκόμα καὶ οἱ πλέον φιλειρηνικοὶ ἐξ αὐτῶν, δικαιολογοῦσαν τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἐξεγερμένης ἀξιοπρέπειας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν σὲ μιὰ περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ σὲ μιὰ περίοδο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου ὅπου ἡ φτώχεια καὶ ἡ καταπίεση ἔθεταν τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῆς "Ἐξόδου" ἀπὸ μιὰ κατάσταση πραγμάτων ποὺ θέτει ὅλα τὰ ἀδιέξοδα και τα διλήμματα τῆς βίας. Σὲ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἡ πορεία τοῦ Torres ἐξέφρασε τὴν ἀνταπόκρισή του στὸ κάλεσμα-κραυγὴ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ τῆς χώρας του, μέσα από την οποία ανέλαβε τὸ ρίσκο νὰ τραυματίσει τὴν ἀγάπη του, καὶ νὰ ἀποπροσανατολιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἔνοπλη βία δὲν ἀποτελεῖ σε καμία περίπτωση την ἐνδεδειγμένη χριστιανικὴ στάση, χωρίς, βέβαια, ἡ ἀπόρριψη τῆς να ἀποτελεῖ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀπραξία τοῦ πιστοῦ ἀπέναντι στὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ θεσμικὴ αδικία και βία. Η «Ἐκκλησία τῶν φτωχῶν» καὶ ἡ θεολογία της δὲν μποροῦσε νὰ ἀποστρέψει τὸ βλέμμα ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ τὴ βία τῶν κοινωνικῶν δομῶν καὶ τῶν πολιτικῶν πρακτικῶν της εποχής, χωρὶς νὰ δεσμεύεται στὴν ὁδὸ τῆς ἔνοπλης «ἐπαναστατικῆς βίας», ἀφοῦ ἡ ἐπιλογὴ τῆς «ἐπαναστατικῆς ἀγάπης» της μη-βίας παρέμενε ἡ κατεξοχὴν εὐαγγελικὴ ἐπιλογή.
Ὁ Torres ἔκανε ανάλογη διαδρομὴ με αυτή του Dietrich Bonhoeffer, ἐλπίζοντας στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κόσμου, όπως καὶ τόσοι ἄλλοι χριστιανοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν κοινωνική, πολιτικὴ ἢ ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση ἐπιλέγοντας τὴ βία, διακινδυνεύοντας τη ψυχή τους μαζὶ μὲ τὸν λαό, ὠθούμενοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν προδώσουν τὶς ἐλπίδες καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του. Την ίδια όμως στιγμή η ιστορία έδειχνε ότι δεν ήταν αυτή η μόνη επαναστατική επιλογή, όπως επίσης έδειχνε ότι δεν υπήρχαν εύκολες λύσεις και απαντήσεις. Με αυτή την ιστορία και τη βάσανο του πιστού μπροστά στα διλήμματα της ιστορίας καταπιάνεται το εν λόγω κείμενο.
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ...
Σε ό,τι αφορά το πρώτο παράδειγμα, το έργο του Μπονχαίφφερ, μελετούμε τους όρους της "ηθικής της ευθύνης" και της "υποκατάστασης" ώστε να αποσαφηνιστεί η θέση του απέναντι στο ριζικό κακό, όπως αυτό του ναζισμού, και κυρίως το βασανιστικό δίλημμα της σχέσης της ηθικής με τη βία ενάντια στον τύραννο, δίλημμα που αναδεικνύεται στη βάσανο που η απόρριψη της βίας των Ευαγγελίων θέτει στον πιστό ενώπιον του ιστορικού εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με αποκορύφωμα τη συστηματοποίηση του φόνου από το ναζιστικό καθεστώς. Με άλλα λόγια, πως υπάρχει και ενεργεί η χριστιανική ηθική που αναλαμβάνει την ευθύνη του άλλου από αγάπη, σε έναν κόσμο ακραίας βίας;
Σε αυτό το πρόβλημα κατέθεσαν τη δική τους μαρτυρία οι λατινοαμερικάνοι θεολόγοι της απελευθέρωσης, οι οποίοι συγκλονισμένοι από τις ακραίες καταστάσεις των χωρών τους μετείχαν στην απελευθερωτική κοινωνικοπολιτική πράξη προκρίνοντας καταρχάς την ειρηνική οδό με πρότυπο τον δολοφονηθέντα Αρχιεπίσκοπο του Ελ Σαλβαδόρ Όσκαρ Ρομέρο, ο οποίος ουδέποτε ανέλαβε την πολιτική βία αν και αγωνίστηκε με ζήλο για την αλλαγή της θεσμικής κοινωνικοπολιτικής φτώχειας, αδικίας και καταπίεσης.
Μέσα από τα δύο αυτά παραδείγματα, αναδύεται και αποσαφηνίζεται διερευνάται η σχέση Εκκλησίας, πίστης και πολιτικού γεγονότος, διαπιστώνοντας ότι αν και η θεσμική Εκκλησία διακρίνεται από το πολιτικό κράτος, δεν δύναται ως "σώμα πιστών" και "έτερος τρόπος υπάρξεως" να αυτονομηθεί από τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και την ηθική του ευθύνη. Έτσι, η «κοινωνική δικαιοσύνη» αποτελεί βασική χριστιανική επιταγή, ακόμα και αν γνωρίζει ο πιστός ότι δεν κείται εκεί
η εκπλήρωση της εσχατολογικής ελευθερίας του ανθρώπου.
Αυτή την εποχή το γόητρο και η ισχύς της Ευρώπης φθίνει μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ, αντίθετα, η ισχύς των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ. εκτινάσσεται στα ύψη. Μέσα στο ψυχροπολεμικό ιστορικό πλαίσιο ο μαρξισμός καθίσταται προνομιακό θεωρητικο-πολιτικό όχημα για την αμφισβήτηση του πόλου της αμερικάνικης ηγεμονίας, αλλά και θεμελιώδης ελπίδα για την κοινωνική απελευθέρωση, την εθνική αξιοπρέπεια και την προσωπική χειραφέτηση, ως ένας πολυπρόσωπος φορέας και εκφραστής της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιαιτερότητας των λαών. Έτσι, στη Λατινική Αμερική, μεγάλα τμήματα των λαϊκών μαζών χρησιμοποίησαν εκδοχές του μαρξισμού και των «θεωριών της εξάρτησης» ως ερμηνευτικά και πολιτικά εργαλεία για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνική τους ανεξαρτησία, όπως, άλλωστε, σημαντικό μέρος των «υποτελών τάξεων» και των κοινωνικοπολιτικών τους συμμάχων, υιοθέτησαν μαζί με τους κοινωνικούς αγώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της C.E.P.A.L., όπως και οι νεομαρξιστές κοινωνιολόγοι και ιστορικοί, ερμήνευσαν τον κόσμο με οδηγό τη σχέση των κυρίαρχων μητροπολιτικών «κέντρων» και των εξαρτημένων από αυτά «περιφερειών», ως μία δομική σχέση σε πλανητικό επίπεδο ανάμεσα στους εκβιομηχανισμένους και ανεπτυγμένους τομείς και τις υπανάπτυκτες αγροτικές περιοχές, σχέση που παράγει και αναπαράγει δομικές ανισότητες. Η άρση αυτών των άδικων δομικών σχέσεων θα συντελούνταν με πολιτικούς αγώνες και θεσμικές αλλαγές σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, σκοπεύοντας σ΄ έναν πιο ισορροπημένο και δίκαιο κόσμο. Με αυτή την ιστορία καταπιάνεται το κείμενο ....
Τα ταραγμένα χρόνια της ζωής του άνθισε, ανάμεσα σε άλλα, το θεολογικό ρεύμα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, της σημαντικότερης, ενδεχομένως, πολιτικής θεολογίας του 20ου αιώνα, με την οποία ο Romero διαλέχθηκε κριτικά διατηρώντας σαφή εκκλησιαστικά κριτήρια στη σκέψη και τη δράση του, μαρτυρώντας τελικά με την ίδια του τη ζωή για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα της αγάπης του Χριστού.
Συνεπώς, είναι πλάνη των παραδοσιολατρών ότι η παράδοση στηρίζεται δήθεν σε αναλλοίωτες μορφές του παρελθόντος που παραμένουν, ως τέτοιες, ζωντανές στο εθνικό παρόν, όπως, άλλωστε, είναι πλάνη των εκσυγχρονιστών, ότι ο εκσυγχρονισμός δύναται να αποσυνδεθεί από υπάρχοντες τρόπους ζωής, και να στραφεί απερίσπαστος στο «υπό κατασκευή» μέλλον.
Στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και της πλανητικής πολιτικής, στην οποία θεωρεί ο Κονδύλης ότι ζούμε, τόσο η «παραδοσιολατρεία» όσο και ο «εκσυγχρονισμός» προσδιορίζουν τελικά δύο διαφορετικούς «εκσυγχρονισμούς» και όχι δύο διαμετρικά αντίθετες πρακτικές ζωής, αφού κάθε «εκσυγχρονισμός» πατάει στις ήδη υπάρχουσες υλικές και πνευματικές δυνάμεις, σε εμπειρίες και τρόπους ζωής, αλλά και κάθε «παραδοσιολατρεία» προσβλέπει στο μέλλον. Συνεπώς, δεν ταυτίζει την «παραδοσιολατρεία» με τον πολιτισμό, αφού η πρώτη είναι ιδεολογικό «όπλο» στον πολιτικό ανταγωνισμό, ενώ ο δεύτερος πηγή νοήματος υπαρκτών τρόπων ζωής των ανθρώπων.
Συγκεφαλαιώνοντας, το εν λόγω, αλλά και κάθε απλοποιητικό ιδεαλιστικό δίπολο, που συρρικνώνει την πολυπλοκότητα της ζωής με προκρούστειες και αδιέξοδες φαντασίες της επιθυμίας, ή σκόπιμες γενικεύσεις με σκοπό την κατίσχυση του άλλου, δεν γονιμοποιεί κάτι το ελπιδοφόρο, ή το εφικτό, για την κοινωνικοπολιτική δημιουργία και χειραφέτηση. Γεννιέται έτσι η ανάγκη της αναστοχαστικής προσέγγισης που εκκινεί έξω από το δίπολο και το διεμβολίζει, ανασυνθέτοντας δημιουργικά την πραγματικότητα, πέρα από στερεότυπα και καρικατούρες, δίνοντας διέξοδο στα αδιέξοδά του.
Βέβαια, η απάντηση που δόθηκε από την ιστορία δείχνει ότι η συνάντηση χριστιανισμού και μαρξισμού ούτε παρέβλεψε, ούτε και μπορούσε, ή μπορεί να παραβλέψει, τη θεμελιώδη μεταξύ τους διαφορά για το ποιος είναι ο ιστορικός Ιησούς, δηλαδή το αν είναι ένας θρησκευτικός και κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης ή αν είναι ο Χριστός της πίστης, διαφορά που συνεπάγεται καθοριστικές συνέπειες για την ιστορική πραγματικότητα. Αυτή η ένταση αναδεικνύει την αμφισημία πολύ σημαντικών αιτιάσεων του Μπλοχ για τον αναγνωρισμένο από αυτόν "αυθεντικό χριστιανισμό". Σε κάθε περίπτωση ο Μπλοχ απορρίπτει κάθε θριαμβολογία για τον «θάνατο του Θεού» επιθυμώντας να μην καταλυθούν τα πάντα, διότι αν και η απομυθοποίηση του Διαφωτισμού απάλλαξε τον άνθρωπο από τη θεοδικία και τη θεοκρατία, απέτυχε να τον σώσει από τη χωρίς νόημα φύση που παραμένει διαρκώς σκληρή μαζί του. Συμπερασματικά, το έργο του Μπλοχ αναδεικνύει τη σημασία ο νεωτερικός άνθρωπος να βρει το μυστηριακό βάθος της ύπαρξής του και οι χριστιανοί να μάθουν, όπως σημειώνει ο π. Λουδοβίκος, αυτό που τους έδειξε o Λεβινάς, "πως είναι ψευδής ο εγκλεισμός τους σ΄ έναν ονειρώδη κόσμο απόλαυσης της χάριτος της συμφιλίωσης μετά του Θεού, ενώ ο πραγματικός άλλος υποφέρει"
Την εποχή αυτή, ο Δομινικανός θεολόγος και φιλόσοφος Juan Gines de Sepúlveda (1489-1573), αντλώντας επιχειρήματά από τους βιβλικούς πολέμους εκδίδει τις απόψεις του στο έργο Demócrates Segundo, που φέρει τον επεξηγηματικό υπότιτλο: «Σχετικά με τις Δίκαιες Αιτίες του Πολέμου κατά των Ινδιάνων». Ο Sepúlveda υπήρξε υποστηρικτής της αποικιοκρατικής επέκτασης και της δουλείας, θεμελιώνοντας τα επιχειρήματά του σε έναν ιδιότυπο αναγεννησιακό ανθρωπισμό. (αν και οι απόψεις του δεν είναι αποδεκτές από την κραταιά θεολογική σχολή της Σαλαμάνκα).Ο Sepúlveda προκαλεί τον Las Casas σε δημόσια αντιπαράθεση για το ζήτημα των ιθαγενών, μετά το δημόσιο αίτημα του πάπα Ιωάννη Γ΄. Οι δύο Δομινικανοί αντιπαρατέθηκαν σε θεολογικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, στην περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» (1550-1551).
Η «Διένεξη του Βαγιαδολίδ» σύμφωνα με τον σπουδαίο θεολόγο και φιλόσοφο Enrique Dussel αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση στην Ευρώπη περί του πολιτισμού του «Τρίτου Κόσμου», ένα θέμα που ανοίγει ξανά, πεντακόσια χρόνια μετά, με τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο πραγματεύομαι αυτή τη σημαντική ιστορία: αφενός τη ζωή του σπουδαίου Bartolomé de Las Casas· αφετέρου την περίφημη «Διένεξη του Βαγιαδολίδ»...
Η βασική συμπερασματική μας θέση συμπυκνώνεται στο ότι οι "ουσιοκρατικές" προσεγγίσεις του εθνικού φαινομένου που εστιάζουν σ' ένα "κυρίαρχο στοιχείο" του υπαρκτού ή σε μια "κυρίαρχη διάσταση" του κοινωνικού και ιστορικού βίου, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ή να προσεγγιστούν με κριτιό πνεύμα και να αντικατασταθούν ή να συμπληρωθούν και να υπερβαθούν απο την εκάστοτε ιστορική έρευνα και τη διεπιστημονική γώση. Έρευνα που καλείται να γίνεται αφενός στο μέγιστο βαθμό της επιστημονικής πολυπλοκότητάς της και αφετέρου στον ελάχιστο βαθμό της πολιτικής και ιδεολογικής της σκοπιμότητας. Κάθε γενίκευση που συντελείται στη σφαίρα των "πολιτικών ιδεών" οδηγεί ή εξυπηρετεί μια ιδεολογική ή ψυχολογική κατασκευή, μία επινόηση στο επίπεδο της θεωρίας που σκοπεύει σε πολιτικά αποτελέσματα. Αυτές τις "θεωρητικές και ιδεολογικές επινοήσεις" της προσέγγισης του "εθνικού φαινομένου" του κατά τα άλλα πολύ σημαντικού βρετανού ιστορικού, επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε σε αυτό το κριτικό κείμενο.
Στο κείμενο αναπτύσσεται το πρώτο μέρος μιας κριτικής προσέγγισης της θέσης του Eric Hobsbawm για την παράδοση και το έθνος. Αναπτύσσεται η συλλογιστική του Βρετανού ιστορικού για την "παράδοση" και την "επινόησή" της, το "έθιμο" και τη "σύμβαση".
Μέσα από τις αποχρώσεις της έννοιας της "παράδοσης" βλέπουμε το πως θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον Hobsbawm, στο μαρξιστικό σχήμα της "βάσης και του εποικοδομήματος".
Μέσα από την εκσυγχρονιστική θέση του σημαντικού Βρετανού ιστορικού, αναδύεται η ιδεολογική του θέση, η οποία συνδέει την παράδοση και έθνος, όχι για να ασκήσει κριτική στην πρώτη ως επινοημένη, αλλά για να προσεγγίσει το δεύτερο κριτικά, ως "κατασκευασμένο", και μάλιστα ως προϊόν του μοντέρνου κόσμου των εθνικών-κρατών.
Αν όμως από μια "επινοημένη παράδοση", προκύπτει ένα "κατασκευασμένο έθνος-κράτος", τι γίνεται με τις "αυθεντικές παραδόσεις" που και ο Hobsbawm αναγνωρίζει την ύπαρξή τους ως ζωντανά ήθη και έθιμα ενός λαού; Ποια εθνική ταυτότητα γεννούν οι "συνέχειες" των αυθεντικών εκσυγχρονισμένων μέσα στο χρόνο παραδόσεων;
Τέλος, επισημαίνουμε δύο κινδύνους: ο πρώτος, να κατανοηθεί ο άνθρωπος αποκλειστικά ως το παθητικό αποτέλεσμα των κοινωνικών σχέσεών του και όχι ως η κατεξοχήν ενεργητική τους αιτία. Στην αποφυγή του κινδύνου αυτού, η σπινοζική έννοια της "Συνάντησης" καθίστανται ιδιαίτερα αποκαλυπτική, έτσι ώστε να κατανοηθεί ότι ο άνθρωπος δεν "είναι" μόνο σχέση, αλλά κυρίως "ενεργεί" σχέσεις.
Ο δεύτερος κίνδυνος εντοπίζεται στη δυνατότητα η "αξιοπρέπεια" να συλληφθεί αποκλειστικά και μόνο, είτε ως υπόσχεση για το μέλλον, είτε ως ιδεατό που κινητοποιεί για την υπεράσπιση και τη βελτίωση της ζωής. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις, υποτιμάται αν δεν λησμονάται, η ζώσα εμπειρία της αξιοπρέπειας, όπως κυρίως την γνωστοποιεί στον κόσμο η εμπειρία της "ελευθερίας της αγάπης", εδώ και τώρα.
Διαπραγματευόμαστε έτσι βασικές θέσεις της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, όπως την προτεραιότητα των φτωχών και την έμφαση στην απελευθερωτική κοινωνική και πολιτική δράση ως γεγονότα πίστης, την προσήλωσή στον ιστορικό Ιησού και την σωτηρία της ιστορίας, κλπ.
Then, we will deduce a political theology from his main theses. The “freedom of relation” sets the ontological foundation for the ecclesia as well as for the polis as a society/community of persons. The “freedom of relation” is expressed by apophatic rationality and the "dynamic of relation", which is the Foundation of political practice. The apophatic version of freedom according to Yannaras, expresses a revolutionary dynamic for the creative reforming of social relationships and political institutions.
The Christian Ontology and Metaphysics make no reference to knowledge of a substance or a causal principle, but they refer to truth of freedom of love as the latter acts in human relationships with God. In the Orthodox tradition and in the Latin American Theology of Liberation we meet a deep connection of the secularism and the eschaton in the history of incarnation.
Με όχημα τους κλασικούς και τους σύγχρονους λαϊκισμούς της Λατινικής Αμερικής διερευνάται το φαινόμενο του λαϊκισμού και οι αμφισημίες των αναγκαίων και των ικανών συνθηκών για την εμφάνισή του, αφού δεν υπάρχει λαϊκιστικός λόγος χωρίς λαό σε κίνηση (μέσα επικοινωνίας, θεσμοί, ομάδες πίεσης, κοινωνικές και πολιτικές δράσεις, κ.α.), αφού ό,τι δεν μπορεί να οριστεί, εφόσον υπάρχει, μπορεί να δειχθεί με το δάκτυλο…
Ο ίδιος ο Γιανναράς τίμησε με την παρουσία του τις εργασίες του συνεδρίου. Για τον Rowan Williams, Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, είναι «ένας από τους σημαντικότερους χριστιανούς φιλόσοφους της Ευρώπης».
Το άνοιγμα του έργου του Γιανναρά στον κόσμο, οφείλεται στη σημασία που κομίζει γι΄αυτόν, η οποία επισημάνθηκε από αρκετούς συνέδρους, όπως από τον John Milbank ή τον Jonathan Cole. Η οικουμενική σημασία του έργου του Γιανναρά και ο κριτικός της έλεγχος, ήταν ο βασικός θεματικός πυρήνας του συνεδρίου του Πανεπιστημίου του Cambridge.
Η εισήγηση διατρέχει ορισμένα γνωρίσματα που αποδόθηκαν κατά καιρούς στο λαϊκιστικό φαινόμενο (χαρισματική εξουσία, πατρωνία, πελατειακή σχέση, αυταρχισμός, συμπεριληπτικός ή αποκλειστικός λόγος, διόρθωση της δημοκρατίας ή εκτράχυνσή της, σύμπτωμα εκσυγχρονιστικών τοκετών στην «περιφέρεια» ή την «ημι-περιφέρεια», ή κρίσεων στο μητροπολιτικό «κέντρο», κ.λπ), προσπαθώντας να καταδείξει τη σημασία του ιστορικού πλαισίου και των γεγονότων, της συγκριτικής ανάλυσης των λαϊκιστικών λόγων και δράσεων μεταξύ τους, την ανάγκη η διαπραγμάτευσή του να γίνεται πάντα σε σχέση με τον αντι-λαϊκισμό ως ζεύγος, την ανάγκη ελέγχου της ιδεολογικοποίησης του φαινομένου από κοινωνικοπολιτικούς δρώντες, και όλα αυτά μέσα από τη βάσανο της ιστορίας. Η κίνηση από την ιστορία στο λόγο και ο αναστοχασμός του λόγου από την ιστορία, είναι το σταθερό καθήκον κάθε μελετητή του λαϊκιστικού φαινομένου.
Με όχημα τους κλασικούς και τους σύγχρονους λαϊκισμούς της Λατινικής Αμερικής διερευνάται το φαινόμενο του λαϊκισμού και οι αμφισημίες των αναγκαίων και των ικανών συνθηκών για την εμφάνισή του, αφού δεν υπάρχει λαϊκιστικός λόγος χωρίς λαό σε κίνηση (μέσα επικοινωνίας, θεσμοί, ομάδες πίεσης, κοινωνικές και πολιτικές δράσεις, κ.α.), αφού ό,τι δεν μπορεί να οριστεί, εφόσον υπάρχει, μπορεί να δειχθεί με το δάκτυλο…
μέσα από το παράδειγμα της "Θεολογίας της Απελευθέρωσης",
στη Λατινική Αμερική.
1o Σεμινάριο:
«Οι ιστορικές ρίζες της Θεολογίας της Απελευθέρωσης:
Από την κατάκτηση και την αποικιοκρατία,
ως τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες»
2ο Σεμινάριο:
«Από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο,
στις Εκκλησιαστικές Κοινότητες Βάσης και τη Σύνοδο του Μεντεγίν»
3ο Σεμινάριο:
«Η ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας του φτωχού λαού.
Στοιχεία ταυτότητας»
4ο Σεμινάριο:
«Κριτικές θέσεις προς τη Θεολογία της Απελευθέρωσης.
Η κριτική, της κριτικής»
"Θρησκεία και Πολιτικές της Χειραφέτησης",
με έμφαση στη Θεολογία της Απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική.
Στην πρώτη συνάντηση αναπτύξαμε το θέμα:
"Από τη Β΄Βατικανή Σύνοδο
και τις Εκκλησιαστικές Κοινότητες Βάσης
στη Σύνοδο του Μεντεγίν".
Στη δεύτερη συνάντηση αναπτύξαμε το θέμα:
"Μια «ανακαινισμένη» θεολογική και πολιτισμική ματιά"
Στη τρίτη συνάντηση αναπτύξαμε το θέμα:
"Πολιτική θεολογία και μαρξισμός"
This paper identifies traces of political theology in the work of Christos Yannaras, which is based on the “freedom of relationship” as the ontological foundation of the polis and of the ecclesia of Christ. The paper contains three parts. Initially, we will approach the meaning that the Greek philosopher confers to the terms “polis” and “ecclesia” and we will put them in dialogue with some other versions of Western political theologies, in order to understand the way he correlates theology, the ecclesial event and political life. Then, we will present his criticism of Western political theologies and try to illuminate the ideas and practices that he accepts.
In the end, we will deduce a political theology from his main theses and also we will explore some elements of political practice based on the “freedom of relationship”.