Δούκας του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
Χόλσταϊν-Γκόττορπ ή Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ είναι η ιστοριογραφική ονομασία, καθώς και σύγχρονη συντομευμένη ονομασία, για τα τμήματα των δουκάτων του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν, επίσης γνωστό ως Δουκικό Χόλσταϊν, τα οποία κυβερνιόνταν από τους δούκες του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ. Άλλα τμήμα των δουκάτων κυβερνιόνταν από τους βασιλείς της Δανίας. Τα εδάφη του Γκόττορπ βρίσκονταν στη θέση της σημερινής Δανίας και της Γερμανίας. Κυρίως έδρα των δουκών ήταν το Κάστρο του Γκόττορπ στην πόλη του Σλέσβιχ του δουκάτου του Σλέσβιχ. Αποτελεί, επίσης, το όνομα της δουκικής οικογένειας, η οποία πέτυχε να αναριχηθεί σε αριθμό ευρωπαϊκών θρόνων. Για τον λόγο αυτό, οι γενεαλόγοι και οι ιστορικοί χρησιμοποιούν σε ορισμένες περιπτώσεις το όνομα των Χόλσταϊν-Γκόττορπ για συγγενικές δυναστείες άλλων χωρών.τ
Ο επίσημος τίτλος που έφεραν οι ηγεμόνες αυτοί ήταν "Δούκας του Σλέσβιχ, Χόλσταϊν, Ντίτμαρσχεν και Στόρμαρν", ωστόσο ο τίτλος αυτός χρησιμοποιούνταν και από τους συγγενείς τους, τους βασιλείς της Δανίας, καθώς και τα παρακλάδια της οικογένειάς τους, καθώς αποτελούσε κοινή ιδιοκτησία όλων των μελών του οίκου αυτού. Το παρακλάδι των Γκόττορπ διατηρούσε την Landeshoheit (εξουσία) επί του δουκάτου του Χόλσταϊν εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι επί του δουκάτου του Σλέσβιχ εντός του Βασιλείου της Δανίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Η ονομασία Χόλσταϊν-Γκόττορπ χρησιμοποιείται για λόγους διευκόλυνσης στη θέση της τεχνικά ακριβέστερης "Δούκας του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν στο Γκόττορπ".[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο παλαιότερος των δουκικών τίτλων ήταν αυτός του Σλέσβιχ, ο οποίος είχε εγκριθεί υπό τη μορφή φέουδου προς βασιλικό συγγενή από την αντιβασιλέα Βασίλισσα Μαργαρίτα Α΄ της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας στη θέση του γιου της Όλαφ Β΄ της Δανίας το 1386. Οι βασιλείς της Δανίας είδαν να τους παραχωρείται το Χόλσταϊν ως αυτοκρατορικό φέουδο από τον Άγιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ το 1474.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1544, το αποκαλούμενο "δουκάτο του ενός τρίτου" παραχωρήθηκε στον Αδόλφο, τρίτο γιο του Βασιλέα Φρειδερίκου Α΄ της Δανίας και νεαρότερο ετεροθαλή αδερφό του Βασιλέα Χριστιανού Γ΄ της Δανίας. Έτσι, ο επιζήσας Οίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ αποτελεί παρακλάδι του Οίκου του Όλντενμπουργκ. Οι Δούκες του Χόλσταϊν-Γκόττορπ μοιράζονταν τη δύσκολη διακυβέρνηση του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν με τους Βασιλείς της Δανίας. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες των περιπτώσεων ήσαν σύμμαχοι (ουσιαστικά υποτελείς) τους Σουηδών, εχθρών των Δανών. Η μακρόχρονη αυτή συμμαχία επικυρώθηκε από σειρά δυναστικών γάμων: η Χριστίνα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ νυμφεύθηκε τον Κάρολο Θ΄ της Σουηδίας, η Εδβίγη-Ελεονώρα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ νυμφεύθηκε τον Κάρολο Ι΄ Γουσταύο, ο Δούκας Φρειδερίκος Δ΄ νυμφεύθηκε τη μεγαλύτερη κόρη του Καρόλου ΙΑ΄ της Σουηδίας, ενώ τέλος ο Αδόλφος Φρειδερίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ αναρριχήθηκε στον σουηδικό θρόνο το 1751, ιδρύοντας τη δυναστεία των Χόλσταϊν-Γκόττορπ της Σουηδίας (κυβέρνησε μεταξύ 1751–1818).
Μέσω της Συνθήκης του Ροσκίλντε (1658) και της Συνθήκης της Κοπεγχάγης (1660), η Δανία απελευθέρωσε το Γκόττορπ από το φεουδαρχικό καταστατικό του και αναγνώρισε την εξουσία των δουκών του επί τμημάτων του δουκάτου του Σλέσβιχ που βρίσκονταν εντός του Γκόττορπ. Στην πραγματικότητα, οι κτήσεις αυτές του Σλέσβιχ είχαν, ήδη, σημαντική αυτονομία για διάστημα άνω του ενός αιώνα. Παρά το γεγονός ότι το δουκάτο του Χόλσταϊν παρέμενε, επισήμως, φέουδο της Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα και μέσω σχετικών συμφώνων οι δούκες του συγκυβερνούσαν και τα δυο δουκάτα με τους με τον επίσημο ηγεμόνα τους, τον βασιλέα της Δανίας.
Το ζήτημα του Γκόττορπ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πόλεμου, το δουκάτο συντάχθηκε με το μέρος της Σουηδίας και ηττήθηκε αφότου τα δανικά στρατεύματα κατέλαβαν τα βόρεια τμήματα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Φρέντερικσμποργκ του 1720, η σουηδική υποστήριξη προς το Γκόττορπ έπαψε να υφίσταται, καθιστώντας αδύνατο για τους δούκες να επανακτήσουν τα χαμένα τους εδάφη του Σλέσβιχ και να επεκτείνουν την έριδά τους με τον βασιλέα της Δανίας. Μετά τη συνθήκη ειρήνης του 1721, ο Δούκας Κάρολος-Φρειδερίκος διέφυγε στην αυλή του Πέτρου του Μέγα στη Ρωσία, και για ορισμένο διάστημα οι Ρώσοι δολοπλοκούσαν για την επιστροφή στον Κάρολο-Φρειδερίκο των εδαφών του στο Σλέσβιχ. Ο ίδιος ο Κάρολος-Φρειδερίκος ήταν νυμφευμένος με την Μεγάλη Δούκισσα Άννα, την κόρη του Πέτρου. Οι διάδοχοι του Πέτρου εγκατέλειψαν την πολιτική του της στήριξης των δουκών του Χόλσταϊν-Γκόττορπ. Ωστόσο, από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Κάρολος-Πέτρος-Ούλριχ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία του Χόλσταϊν-Γκόττορπ το 1739, ενώ έγινε διάδοχος του ρωσικού θρόνου με την αναρρίχηση της άτεκνης θείας του, Ελισάβετ, το 1741.
Ο Κάρολος-Πέτρος-Ούλριχ, ο οποίος αναρριχήθηκε στον ρωσικό θρόνο ως Πέτρος Γ΄ το 1762, ήταν αποφασισμένος να καταλάβει το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν από το Βασίλειο της Δανίας και της Νορβηγίας. Όταν έγινε αυτοκράτορας το 1762, υπέγραψε άμεσα μία γενναιόδωρη συνθήκη ειρήνης με την Πρωσία και απέσυρε τη Ρωσία από τον Επταετή Πόλεμο με στόχο να επικεντρωθεί πλήρως σε μια επίθεση ενάντια στη Δανία. Η κίνηση αυτή εξόργισε τη ρωσική κοινή γνώμη, καθώς θεωρήθηκε ως προδοσία των θυσιών που είχε καταβάλει η Ρωσία στη διάρκεια αυτού του πολέμου, καθώς και την τοποθέτηση σε κίνδυνο των εθνικών συμφερόντων. Το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, ο δανικός στρατός είχε κινηθεί ταχέως μέσω των συνόρων με κατεύθυνση το Μέκλενμπουργκ, με στόχο να καταστήσει αδύνατη την εισβολή στο Χόλσταϊν, ενώ ήταν έτοιμος για μάχη. Οι δύο στρατοί βρίσκονταν σε μεταξύ τους απόσταση μικρότερη των 30 χιλιομέτρων όταν έφτασαν, ξαφνικά, νέα στον ρωσικό στρατό από την Αγία Πετρούπολη, σύμφωνα με τα οποία ο αυτοκράτορας της Ρωσίας είχε ανατραπεί από τη σύζυγό του, η οποία είχε πλέον αναρριχηθεί στον θρόνο ως Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄. Μία από τις πρώτες της κινήσεις ήταν να θέσει ένα τέρμα στον πόλεμο με τη Δανία και να επαναφέρει τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών σε κανονικά επίπεδα.
Ο γιος του Πέτρου Γ΄, Παύλος, ο νέος Δούκας του Χόλσταϊν-Γκόττορπ, ήταν ανήλικος υπό την αντιβασιλεία της μητέρας του, της αυτοκράτειρας. Το 1773, συμφώνησε να παραχωρήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις του γιου της στις περιοχές του Χόλσταϊν-Γκόττορπ, οι οποίες βρίσκονταν ακόμη υπό δανική κατοχή, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τις γερμανικές κομητείες του Όλντενμπουργκ και του Ντέλμενχορστ, οι οποίες αναβαθμίστηκαν το 1776 στο Δουκάτο του Όλντενμπουργκ εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το δουκάτο παραχωρήθηκε στον ξάδερφο του πάππου του Παύλου, τον ηλικιωμένο Πρίγκιπα-Επίσκοπο του Λύμπεκ, επικεφαλής ενός νεαρότερου παρακλαδιού του Οίκου του Χόλσταϊν-Γκόττορπ. Με αυτό τον τρόπο τέθηκε ένα τέλος στο ζήτημα του Γκόττορπ, το οποίο είχε αποτελέσει πηγή αρκετών διαμαχών μεταξύ των δυνάμεων του Βορρά.
Ο Οίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ αναρριχήθηκε σε αριθμό ευρωπαϊκών θρόνων. Η δυναστική πολιτική των δουκών του Χόλσταϊν-Γκόττορπ οδήγησε στο νεαρότερο παρακλάδι του, τη σουηδική δυναστεία, να κυβερνήσει τη Σουηδία από το 1751 έως το 1818 και τη Νορβηγία από το 1814 έως το 1818. Το 1863, ο συγγενής Οίκος του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ — καταγόταν από τον βασιλέα Χριστιανό Γ΄ της Δανίας — κατέστη Βασιλιάς της Δανίας και της Ελλάδος και, από το 1905, της Νορβηγίας.
Το παρακλάδι του Λύμπεκ κατέστη αρχικά δούκας και αργότερα μέγας δούκας του Όλντενμπουργκ (από το 1773 έως το 1918), ενώ το μεγαλύτερο παρακλάδι κυβέρνησε τη Ρωσία για μικρό διάστημα το 1762 και στη συνέχεια από το 1796 έως το 1917 (ενώ το διάστημα μεταξύ 1762-1796 κυβερνιόταν από τη χήρα και μητέρα του).
Δούκες του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δούκες του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν στο Γκόττορπ:
- 1544–1586: Αδόλφος
- 1586–1587: Φρειδερίκος Β΄
- 1587–1590: Φίλιππος
- 1590–1616: Ιωάννης-Αδόλφος
- 1616–1659: Φρειδερίκος Γ΄
- 1659–1694: Χριστιανός-Αλβέρτος
- 1694–1702: Φρειδερίκος Δ΄
- 1702–1720: Κάρολος-Φρειδερίκος
Δούκες του Χόλσταϊν-Γκόττορπ στο Κίελ:
- 1720–1739: Κάρολος-Φρειδερίκος
- 1739–1762: Κάρολος-Πέτρος-Ούλριχ (μετέπειτα Πέτρος Γ΄ της Ρωσίας)
- 1762–1773: Παύλος Α΄ (Αυτοκράτορας 1796–1801) ανταλλαχθείσα διεκδίκηση το 1773 με το Δουκάτο του Όλντενμπουργκ
Τιτουλάριοι Δούκες του Χόλσταϊν-Γκόττορπ στην Αγία Πετρούπολη (Οίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ-Ρομάνοβ):
- 1773–1801: Παύλος (Αυτοκράτορας 1796–1801)
- 1801–1825: Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας
- 1825–1831: Μέγας Δούκας Κονσταντίν Πάβλοβιτς της Ρωσίας
- 1831–1856: Νικόλαος Α΄ της Ρωσίας
- 1856–1881: Αλέξανδρος Β΄ της Ρωσίας
- 1881–1894: Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας
- 1894–1918: Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας
- 1918–1918: Αλεξέι Νικολάγιεβιτς, Τσάρεβιτς της Ρωσίας (Με τη δολοφονία του Αυτοκράτορα και της οικογένειάς του θεωρήθηκε ότι ο Αυτοκράτορας ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε. Έτσι, ο Τσάρεβιτς Αλεξέι για σύντομο διάστημα κατέστη τιτουλάριος Δούκας)
- 1918–1938: Κιρίλ Βλαντιμίροβιτς, Μέγας Δούκας της Ρωσίας (Μετά τη δολοφονία του Αυτοκράτορα και του Τσάρεβιτς το 1918, ο τίτλος πέρασε στον επιζήσαντα άρρενα κλάδο του Οίκου των Ρομανόφ.)
- 1938–1992: Βλαντίμιρ Κιρίλοβιτς, Μέγας Δούκας της Ρωσίας (ο Μέγας Δούκας Βλαντίμιρ απεβίωσε έχοντας μόνο θηλυκούς απογόνους, ως εκ τούτου ο τίτλος θα πρέπει να περάσει στο μεγαλύτερο ηλικιακά αρσενικό μέλος του Οίκου των Ρομάνοβ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ, το οποίο και αποτελεί αμφισβητίσημο ζήτημα.)
Μία άποψη[2] είναι ότι διάδοχος είναι ο μη-δυναστικός γιος του Μέγα Δούκα Ντμίτρι, μοναχογιού του Μέγα Δούκα Πάβελ, ο ίδιος νεαρότερος αδερφός του Αλέξανδρου Γ΄. Ο διάδοχος αυτός είναι μη-δυναστικός με τη ρωσική έννοια του όρου, ωστόσο ο δανικός κλάδος του Οίκου του Όλντενμπουργκ δεν έχει επίσημη απαγόρευση απέναντι στους άνισους κοινωνικά γάμους, ενώ το Σλέσβιχ, όπου το (κάποτε ανεξάρτητο) Schloss Gottorf βρίσκεται, δεν υπήρξε ποτέ τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή βρέθηκε υπό την εξουσία της. Οι διάδοχοι αυτοί κατοικούν στις ΗΠΑ και δεν έχουν δημοσιοποιήσει κάποιο αίτημα για ανάκτηση των τίτλων αυτών.
- 1992–2004: Πρίγκιπας Πάβελ Ντιμιτρίγιεβιτς Ρομανόφσκι-Ιλίνσκι
- 2004–σήμερα: Πρίγκιπας Ντμίτρι Πάβλοβιτς Ρομανόφσκι-Ιλίνσκι (γεννημένος το 1954)
Ο Πρίγκιπας Ντμίτρι Πάβλοβιτς Ρομανόφσκι-Ιλίνσκι δεν έχει άρρενες απογόνους. Ο μόνος άρρεν διάδοχός του, ο αδερφός του Πρίγκιπας Μιχαήλ Ρομανόφσκι-Ιλίνσκι, επίσης δεν έχει κάποιον άρρεν απόγονο, ενώ δεν υπάρχουν άλλοι άρρενες διάδοχοι εντός του δυναστικού κλάδου των Ρομανόφσκι-Ιλίνσκι ώστε να κληρονομήσουν τη θεωρητική αυτή διεκδίκηση επί του Δουκάτου.
Μία άλλη άποψη είναι ότι προς τα τέλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελούσε αρχή του γερμανικού πριγκιπικού νόμου ότι μέλη όλων των πριγκιπικών οικογενειών που διέθεταν το καταστατικό του Reichsstand ήσαν υποχρεωμένα στη σύναψη ebenburtig ώστε να μεταδοθούν τα δυναστικά δικαιώματα στους απογόνους τους.[3] Εφόσον απόγονοι του γάμου του Μέγα Δούκα Ντμίτρι με την Ωντρέ Εμερί θεωρούνται μη-επιλέξιμοι για τη διαδοχή στη δουκική διεκδίκηση του Χόλσταϊν, δεν είναι ακόμη σαφές ποιος, εάν υπάρχει κάποιος, εκ των διάφορων αρρένων κλάδων που κατάγεται από τους Αυτοκρατορικούς Ρομανόφ είναι επιλέξιμος. Εφόσον γάμοι στην εξορία με Ρωσίδες πριγκίπισσες ή κόμισες πληρούν τα γαμήλια κριτήρια, ενδέχεται να υφίστανται ακόμη άρρενες διάδοχοι. Εάν, ωστόσο, όσοι γάμοι θεωρούνται μοργανατικοί με βάση τα Ρωσικά Αυτοκρατορικά κριτήρια θεωρούνται, επίσης, μη-δυναστικοί για τη διαδοχή του Γκόττορπ, ο γενεαλογικά μεγαλύτερος ηλικιακά δυνάστης των Χόλσταϊν-Γκόττορπ θα ήταν ο Άντον-Γκούντερ, Δούκας του Όλντενμπουργκ, νυν επικεφαλής του κλάδου που κατάγεται από τον Χριστιανό-Αύγουστο του Χόλσταϊν-Γκόττορπ, του νεαρότερου αδερφού του Δούκα Φρειδερίκου Δ΄. Ήδη, διαθέτει διεκδίκηση επί του τίτλου του Όλντενμπουργκ. Σε κάθε περίπτωση, ο βασιλιάς της Δανίας διέθετε εξουσία επί των δουκάτων και προσέφερε οικονομική υποστήριξη στους νεαρότερους κλάδους των Σλέσβιχ-Χόλσταϊν εντός του Οίκου του Όλντενμπουργκ. Η διεκδίκηση επί του Χόλσταϊν που κληρονόμησε ο Αυτοκράτορας Παύλος Α΄ από τον Πέτρο Β΄ ανταλλάχθηκε το 1773 με το δουκάτο του Όλντενμπουργκ το οποίο ανήκε στον Δανό βασιλέα (τα εναπομείναντα δικαιώματα διαδοχής του διατηρούνται), οι ηγεμόνες του οποίου έχασαν την εκεί εξουσία τους το 1918. Ο βασιλέας Χριστιανός Θ΄ της Δανίας έχασε το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν στη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου του Σλέσβιχ το 1864, ως αποτέλεσμα του οποίου και τα δύο δουκάτα ενσωματώθηκαν εντός του βασιλείου της Πρωσίας και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Δανοί μονάρχες συνέχισαν να χρησιμοποιούν, προσποιητά, τους παραδοσιακούς τους δουκικούς τίτλους μέχρι τον θάνατο του βασιλέα Φρειδερίκου Θ΄ της Δανίας το 1972. Το 1920, το Βόρειο Σλέσβιχ επιστράφηκε στη Δανία μετά από σχετικό δημοψήφισμα, ενώ το υπόλοιπο τμήμα των πρώην δουκάτων εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της Γερμανίας.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Οίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ (σουηδική δυναστεία) — Σουηδοί βασιλείς
- Οίκος των Ρομάνοφ — Ρώσοι αυτοκράτορες
- Οίκος του Γκλύξμπουργκ — Δανοί, Έλληνες και Νορβηγοί βασιλείς και βασίλισσες
- Οίκος του Όλντενμπουργκ
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Siebmacher, Johann (1703). Erneuertes und vermehrtes Wappenbuch... Nürnberg: Adolph Johann Helmers. σελίδες Part I, Table 6.
- ↑ Στις πηγές περιλαμβάνονται: Guy Stair Sainty, Paul Theroff
- ↑ Rehm, Hermann. Modernes Fürstenrecht. Ebenbürtigkeit. J. Schweitzer Verlag, Munich, 1904. pp. 151–179. (Translation of excerpt from the German by François Velde).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χάρτης των δουκάτων του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν το 1622 (τα τμήματα που κυβερνιόνταν από τον δούκα του Γκόττορπ είναι με κίτρινο χρώμα, τα τμήματα που κυβερνιόνταν από τον βασιλιά της Δανίας είναι με ροζ χρώμα, τα τμήματα που κυβερνιόνταν από κοινού είναι με γκρι χρώμα)