Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ευνούχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Χαρέμ Αγάς, επικεφαλής των μαύρων ευνούχων του αυτοκρατορικού Οθωμανικού χαρεμιού.

Ο όρος ευνούχος (Αρχαία Ελληνικά: εὐνοῦχος)[1] αναφέρεται γενικά σε έναν άνδρα, συνήθως της αρχαιότητας, ο οποίος έχει ευνουχιστεί[2] προκειμένου να επιτελέσει συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Στα λατινικά, οι λέξεις eunuchus[3], spado (ελλ.: σπάδων)[4][5] και castratus χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν τους ευνούχους[6].

Οι παλαιότερες αναφορές σε εκούσιο ευνουχισμό για την παραγωγή ευνούχων προέρχονται από την πόλη Λαγκάς των Σουμερίων τον 21ο αιώνα π.Χ.[7] [8] Κατά τη διάρκεια των χιλιετιών έκτοτε, οι ευνούχοι έχουν επιτελέσει ευρεία γκάμα λειτουργιών σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς: αυλικοί ή παρόμοιοι οικιακοί βοηθοί, υψίφωνοι τραγουδιστές, θρησκευτικοί λειτουργοί, στρατιώτες, βασιλικοί φρουροί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και φύλακες γυναικών ή υπηρέτες χαρεμιών.

Οι ευνούχοι ήταν συνήθως υπηρέτες ή σκλάβοι που είχαν ευνουχιστεί για να γίνουν πιστοί υπηρέτες βασιλικής αυλής, όπου η φυσική πρόσβαση στον άρχοντα θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλη δύναμη και επιρροή[9]. Φαινομενικά κατώτερες λειτουργίες, όπως η τακτοποίηση του κρεβατιού του άρχοντα, η βοήθεια στο μπάνιο του, το κόψιμο των μαλλιών του, η μεταφορά του με όχημα ή ακόμα και η επίδοση μηνυμάτων, θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει σε έναν ευνούχο «ευήκοον ους» και να προσδώσει de facto δύναμη σε έναν τύποις χαμηλόβαθμο, αλλά πιστό υπηρέτη. Παρόμοιες περιπτώσεις αντικατοπτρίζονται στην ταπεινή προέλευση και την ετυμολογία πολλών υψηλών αξιωμάτων.

Οι ευνούχοι υποτίθεται ότι δεν είχαν γενικά αναφορές στο στρατό, στην αριστοκρατία ή σε δική τους οικογένεια (καθώς δεν είχαν ούτε απογόνους ούτε καν εξ αγχιστείας συγγενείς) και επομένως θεωρούνταν πιο αξιόπιστοι και λιγότερο ενδιαφερόμενοι για την ίδρυση ιδιωτικής «δυναστείας». Επειδή η κατάστασή τους συνήθως μείωνε την κοινωνική τους θέση, μπορούσαν επίσης εύκολα να αντικατασταθούν ή να θανατωθούν χωρίς επιπτώσεις. Σε πολιτισμούς που διέθεταν τόσο χαρέμια όσο και ευνούχους, οι ευνούχοι χρησιμοποιούνταν μερικές φορές ως υπηρέτες του χαρεμιού (όπως η θηλυκή οδαλίσκη) ή φύλακες του σεραγιού.

Η λέξη ευνούχος απαντάται για πρώτη φορά σε απόσπασμα του Ιππώνακτος[10], κωμικού ποιητή του 6ου αιώνα π.Χ. και ευρηματικού εφευρέτη σύνθετων λέξεων[11]. Ο οξύνους ποιητής περιγράφει έναν εραστή του καλού φαγητού που «κατανάλωσε την περιουσία του δειπνώντας καθημερινά πλουσιοπάροχα και με ευχαρίστηση με τόνο και τυρί με μέλι και σκόρδο σαν ευνούχος της Λαμψάκου»[12]. Στην αρχαία κλασσική λογοτεχνία από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο όρος γενικά δηλώνει κάποια ανικανότητα ή αποχή από την αναπαραγωγή, είτε λόγω εκ γενετής κατάστασης είτε λόγω σωματικού ακρωτηριασμού. Για παράδειγμα, ο Λουκιανός περιγράφει δύο μεθόδους για τον προσδιορισμό του εάν κάποιος είναι ευνούχος: φυσική εξέταση του σώματος ή έλεγχος της ικανότητάς του να συνευρίσκεται σεξουαλικά με θηλυκά (Λουκιανός, Eυνούχος 12).

Η παλαιότερη σωζόμενη ετυμολογία της λέξης είναι από την ύστερη αρχαιότητα. Το Ετυμολογικόν του 5ου αιώνα του Ωρίωνα του Θηβαίου προτείνει δύο εναλλακτικές προελεύσεις της λέξης ευνούχος: πρώτον, το την ευνήν έχειν, την «φύλαξη του κρεβατιού», μια εκδοχή που υπονοεί τον καθιερωμένο ρόλο των ευνούχων εκείνη την εποχή ως «υπηρετών της κρεβατοκάμαρας» του αυτοκρατορικού παλατιού, και δεύτερον, το ευ του νου έχειν, το «να έχεις μυαλό σε καλή κατάσταση», το οποίο ο Ωρίων αποδίδει στην στέρηση σεξουαλικών επαφών αρσενικών-θηλυκών (εστερημένου του μίσγεσθαι), πράγματα που οι αρχαίοι αποκαλούσαν «ανόητα», κυριολεκτικά: «χωρίς μυαλό»[13]. Η δεύτερη επιλογή του Ωρίωνα αντικατοπτρίζει καλά εδραιωμένους ιδιωματισμούς της ελληνικής γλώσσας, όπως φαίνεται από τις καταχωρίσεις για τις λέξεις νους, εύνους και έχειν στο ελληνοαγγλικό λεξικό Λίντελ-Σκοτ, ενώ η πρώτη επιλογή δεν αναφέρεται ως ιδιωματισμός κάτω από το ευνή σε αυτό το πρότυπο έργο αναφοράς[14]. Ωστόσο, η πρώτη εκδοχή αναφέρεται από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ στα τέλη του 9ου αιώνα στο έργο του Νέο Σύνταγμα 98 που απαγόρευε τον γάμο των ευνούχων, όπου ανέφερε τη φήμη των ευνούχων ως αξιόπιστων φρουρών του κρεβατιού του γάμου (ευνή) και ισχυριζόταν ότι η ίδια η λέξη ευνούχος μαρτυρεί αυτό το είδος απασχόλησης[15]. Ο αυτοκράτορας προχωρεί επίσης πέραν του Ωρίωνα, αποδίδοντας την έλλειψη σεξουαλικών επαφών των ευνούχων στον ευνουχισμό, ο οποίος λέει ότι εκτελέστηκε με πρόθεση «να μην κάνουν πλέον τα πράγματα που κάνουν τα αρσενικά ή τουλάχιστον να εξαφανίσουν ό,τι έχει να κάνει με την επιθυμία για το γυναικείο φύλο»[16]. Ο βυζαντινός μοναχός του 11ου αιώνα Νίκων ο Μαυρορείτης, επιλέγοντας την δεύτερη εναλλακτική λύση του Ωρίωνα, δήλωσε ότι η λέξη προέρχεται από το ευνοείν (ευ + νους), που σημαίνει «να είναι κανείς καλοπροαίρετος, καλά διατεθειμένος ή ευνοϊκός», αλλά σε αντίθεση με τον Ωρίωνα υποστήριξε ότι αυτό οφειλόταν στην εμπιστοσύνη με την οποία ορισμένοι ζηλότυποι ξένοι ηγέτες περιέβαλαν τους ευνούχους υπηρέτες τους[17]. Ο Θεοφύλακτος Αχρίδος στο διαλογικό του έργο «Υπέρ Ευνούχων» σημειώνει επίσης ότι η προέλευση της λέξης προέρχεται από το ευνοείν και το έχειν, καθώς ήταν πάντα «καλά διατεθειμένοι» απέναντι στον κύριο που τους «κατείχε»[18] [19] Το Μέγα Ετυμολογικόν του 12ου αιώνα ουσιαστικά επαναλαμβάνει την εκδοχή του Ωρίωνα, αλλά προτιμά την πρώτη επιλογή, αποδίδοντας την δεύτερη «σε γνώμες κάποιων». Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης (Σχόλια στον Όμηρο 1256.30, 1643.16) αποδίδει την προέλευση της λέξης στο «εύνις του οχεύειν, ο έστερημένος όχείας», δηλαδή ο «στερημένος από ζευγάρωμα».

Στις μεταφράσεις της Βίβλου στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως η Βίβλος του Λούθηρου ή η Βίβλος του Βασιλιά Ιακώβου, η λέξη eunuchus που βρίσκεται στη Βουλγκάτα συνήθως αποδίδεται ως αξιωματικός, επίσημος ή δικαστής, σύμφωνα με την ιδέα ότι η αρχική έννοια του ευνούχου ήταν «φύλακας της κλίνης» (πρώτη επιλογή του Ωρίωνα). Οι σύγχρονοι θρησκειολόγοι δεν έκλιναν προς την υπόθεση ότι τα δικαστήρια του Ισραήλ και του Ιούδα περιείχαν και ευνουχισμένους άνδρες [20] παρόλο που η αρχική μετάφραση της Βίβλου στα ελληνικά χρησιμοποιούσε την λέξη ευνούχος.

Ο φιλόλογος και θεολόγος των αρχών του 17ου αιώνα, Γεράρδος Βόσσιος (Gerardus Vossius), εξηγεί ότι η λέξη αρχικά περιέγραφε ένα αξίωμα και επιβεβαιώνει την άποψη ότι προέρχεται από το ευνή και έχειν (δηλαδή«φύλακας της κλίνης»)[21]. Λέει ότι η χρήση του όρου γενικεύτηκε για τους ευνουχισμένους άνδρες, επειδή αυτοί οι άνδρες ήταν οι συνήθεις κάτοχοι αυτού του λειτουργήματος. Πάντως ο Βόσσιος σημειώνει τις εναλλακτικές ετυμολογίες που προσφέρει ο Ευστάθιος («στερημένος από το ζευγάρωμα») και άλλοι («να έχεις το μυαλό σε καλή κατάσταση»), χαρακτηρίζοντας αυτές τις αναλύσεις «αρκετά λεπτεπίλεπτες». Στη συνέχεια, αφού προηγουμένως λέει ότι ο όρος καθόριζε ένα λειτούργημα (δηλαδή όχι ένα προσωπικό χαρακτηριστικό), ο Βόσσιος συνοψίζει τελικά το επιχείρημά του με διαφορετικό τρόπο, λέγοντας ότι η λέξη «αρχικά σήμαινε εγκρατείς άνδρες» στους οποίους ανατέθηκε η φροντίδα των γυναικών, και αργότερα εννοούσε τον ευνουχισμό επειδή «στους ξένους» το λειτούργημα αυτό ανατίθονταν σε ακρωτηριασμένους άνδρες.

Οι σύγχρονοι ετυμολόγοι ακολουθούν την πρώτη επιλογή του Ωρίωνα[22] [23]. Σε ένα διαδεδομένο δοκίμιο του 1925 σχετικά με τη λέξη ευνούχος και τους σχετικούς όρους, ο Ερνστ Μάας γράφει ότι η εκδοχή του Ευσταθίου «μπορεί ή πρέπει να ξεχαστεί» και επιβεβαίωσε την προέλευση από το ευνή και έχειν (δηλαδή «φύλακας της κλίνης»)[22] χωρίς να αναφέρει την άλλη εκδοχή από το εύνους και έχειν («να έχεις μια καλά διατεθειμένη κατάσταση μυαλού»).

Ανά περιοχή και εποχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανάγλυφο σε ασβεστόλιθο που απεικονίζει έναν ευνούχο, υπηρέτη ενός βασιλιά της Ασσυρίας. Από το κεντρικό ανάκτορο στο Νιμρούντ του Ιράκ, 744-727 π.Χ. Μουσείο Αρχαίας Ανατολής, Κωνσταντινούπολη

Αρχαία Μέση Ανατολή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το νόμο των Ασσυρίων, οι ομοφυλοφιλικές πράξεις τιμωρούνταν με τον ευνουχισμό[24] [25].

Οι ευνούχοι ήταν γνωστοί χαρακτήρες στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία (περί το 850 έως 622 π.Χ.) και στην αυλή των Αιγυπτίων Φαραώ (μέχρι τη δυναστεία των Πτολεμαίων που τελειώνει με την Κλεοπάτρα το 30 π.Χ.). Οι ευνούχοι μερικές φορές χρησιμοποιήθηκαν ως αντιβασιλείς ανηλίκων κληρονόμων του θρόνου, όπως φαίνεται να συνέβη στην περίπτωση του Νεο-Χεττιτικού κράτους της Καρχεμίδος[26]. Ο πολιτικός ευνουχισμός εξελίχθηκε σε εδραιωμένο θεσμό μεταξύ των Αχαιμενιδών Περσών[27]. Οι ευνούχοι κατείχαν ισχυρές θέσεις στην αυλή των Αχαιμενιδών. Ο ευνούχος Βαγώας (που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Βαγώα του Μεγάλου Αλεξάνδρου) ήταν ο Βεζίρης του Αρταξέρξη Γ΄ και Δ΄ και ήταν η κύρια δύναμη πίσω από το θρόνο κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους, μέχρις ότου θανατώθηκε από τον Δαρείο Γ΄[28].

Αρχαία Ελλάδα, Ρώμη και Βυζάντιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρακτική του ευνουχισμού ήταν επίσης καθιερωμένη σε άλλες μεσογειακές περιοχές μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων, αν και ο ρόλος τους ως αυλικών δεν εμφανίζεται μέχρι την Βυζαντινή εποχή. Οι Γάλλοι ή Ιερείς της Κυβέλης ήταν ευνούχοι.

Στην ύστερη περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετά την υιοθέτηση του ανατολικού μοντέλου Αυλής από τους αυτοκράτορες Διοκλητιανό και Κωνσταντίνο, οι αυτοκράτορες περιβάλλονταν από ευνούχους για υπηρεσίες όπως λουτρό, κόψιμο μαλλιών, ένδυση και γραφειοκρατικές λειτουργίες. Δρούσαν έτσι ουσιαστικά ως ασπίδα μεταξύ του αυτοκράτορα και των υπαλλήλων του από φυσική επαφή, απολαμβάνοντας έτσι μεγάλη επιρροή στην αυτοκρατορική Αυλή (βλέπε Ευσέβιος και Ευτρόπιο ). Οι ευνούχοι θεωρούνταν πιστοί και απαραίτητοι. Ο Ρωμαίος ποιητής Μαρτιάλης καταφέρεται εναντίον μιας γυναίκας που έχει σεξουαλική επαφή με μερικώς ευνουχισμένους (εκείνους των οποίων οι όρχεις απομακρύνθηκαν ή κατέστησαν μόνο ανενεργοί) στον δηκτικό του αφορισμό (VI, 67): «Ρωτάτε, Πάνυχε, γιατί η Καιλία σας συσχετίζεται μόνο με ευνούχους; Η Καιλία θέλει τα λουλούδια του γάμου - όχι τα φρούτα[29]». Είναι συζητήσιμο, ωστόσο, το εάν αυτό το απόσπασμα είναι αντιπροσωπευτικό ευρέως διαδεδομένης συμπεριφοράς.

Στην βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή υπήρχε μεγάλος αριθμός ευνούχων που απασχολούνταν σε εσωτερικές και διοικητικές λειτουργίες, οργανωμένες ως ξεχωριστή ιεραρχία, μετά από παράλληλη δική τους σταδιοδρομία. Οι Αρχιευνούχοι, που ήταν υπεύθυνοι για ομάδα ευνούχων, ήταν από τους βασικούς αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης, κάτω από τους αυτοκράτορες[30]. Κάτω από τον Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα, ο ευνούχος Ναρσής λειτουργούσε ως επιτυχημένος στρατηγός σε διάφορες εκστρατείες. Στους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας ο αριθμός των ρόλων που προορίζονταν για ευνούχους είχε μειωθεί, αλλά η χρήση τους μάλλον δεν είχε τελειώσει.

Ακολουθώντας την βυζαντινή παράδοση, οι ευνούχοι είχαν σημαντικά καθήκοντα και στην αυλή του Νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας κατά τα μέσα του 12ου αιώνα. Ένας από αυτούς, ο Φίλιππος της Μαχντία, είχε τον τίτλο admiratus admiratorum, και ένας άλλος, ο Αχμέντ ες-Σκελί, ήταν πρωθυπουργός.

Ομάδα ευνούχων. Τοιχογραφία από τον τάφο του πρίγκιπα Τσανγκχουάι, 706 μ.Χ.

Στην Κίνα, ο ευνουχισμός περιελάμβανε αφαίρεση του πέους καθώς και των όρχεων. Και τα δύο όργανα κόβονταν ταυτόχρονα με μαχαίρι. [31] [32] [33] [34]

Ευνούχοι υπήρχαν στην Κίνα εδώ και περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια, ήταν αυτοκρατορικοί υπηρέτες πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και ήταν συνηθισμένοι ως δημόσιοι υπάλληλοι από τη στιγμή της δυναστείας Τσιν[35] [36]. Από εκείνους τους αρχαίους χρόνους μέχρι τη δυναστεία Σουέι, ο ευνουχισμός ήταν και παραδοσιακή τιμωρία (μία από τις πέντε τιμωρίες ) και μέσο για την απόκτηση απασχόλησης στην αυτοκρατορική υπηρεσία. Ορισμένοι ευνούχοι απέκτησαν τεράστια δύναμη που περιστασιακά υπερέβη ακόμη και εκείνη των μεγάλων γραμματέων. Ο Τσενγκ Χι, ο οποίος έζησε κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Μινγκ, είναι παράδειγμα τέτοιου ευνούχου. Ο αυτοευνουχισμός ήταν κοινή πρακτική, αν και δεν εκτελούνταν πάντα πλήρως, γεγονός που οδήγησε στο να κηρυχθεί παράνομη λειτουργία του.

Λέγεται ότι η δικαιολογία για την απασχόληση ευνούχων ως υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων ήταν ότι, δεδομένου ότι ήταν ανίκανοι να αποκτήσουν παιδιά, δεν θα έμπαιναν στον πειρασμό να σφετεριστούν εξουσία και να ξεκινήσουν μια δυναστεία. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ευνούχοι θεωρούνταν πιο αξιόπιστοι από τους επιστήμονες υπαλλήλους. Παρόμοιο σύστημα υπήρχε στο Βιετνάμ[37].

Η ένταση μεταξύ των ευνούχων στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και ενάρετων αξιωματούχων του Κομφούκιου είναι γνωστό θέμα στην κινεζική ιστορία. Στην Ιστορία της Κυβέρνησης, ο Σάμουελ Φάινερ επισημαίνει ότι η πραγματικότητα δεν ήταν πάντα τόσο ξεκάθαρη. Υπήρχαν περιπτώσεις πολύ ικανοποιημένων ευνούχων που ήταν πολύτιμοι σύμβουλοι του αυτοκράτορά τους και η αντίσταση των «ηθικών» αξιωματούχων συχνά προέκυπτε από τη ζήλια τους. Ο Ρέι Χουάνγκ υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα οι ευνούχοι αντιπροσώπευαν την προσωπική βούληση του αυτοκράτορα, ενώ οι αξιωματούχοι την εναλλακτική πολιτική βούληση της γραφειοκρατίας . Η σύγκρουση μεταξύ τους ήταν συνεπώς μια σύγκρουση ιδεολογιών ή πολιτικής ατζέντας[38].

Ο αριθμός των ευνούχων στην αυτοκρατορική υπηρεσία είχε μειωθεί σε 470 το 1912, όταν σταμάτησε η πρακτική της χρήσης τους. Ο τελευταίος αυτοκρατορικός ευνούχος, ο Σουν Γιαοτίνγκ, πέθανε το Δεκέμβριο του 1996.

Οι ευνούχοι της Κορέας, που ονομάζονταν Νεσί (내시,內侍)[39], ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά και άλλων ευγενών στην παραδοσιακή κορεατική κοινωνία. Η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση Κορεάτη ευνούχου ήταν στην Κόριοσα («Ιστορία του Κόριο»), μια συλλογή για την περίοδο Κόριο. Το 1392, με την ίδρυση της Δυναστείας Τσόσον, το σύστημα Νεσί αναθεωρήθηκε και το τμήμα μετονομάστηκε σε «Τμήμα Νεσί » (내시부, 內侍 府). [40]

Το σύστημα Νεσί περιελάμβανε δύο τάξεις, εκείνες των Σάνγκσον (상선, 尙 膳, «Αρχηγός της Ναεσί»), οι οποίοι κατείχαν τον επίσημο τίτλο του ανώτερου δευτέρου βαθμού, και των Νέγκουαν (내관, 內 官, «Κοινοί Ναεσί»). Και οι δύο τάξεις περιελάμβαναν αξιωματικούς. 140 Ναεσί υπηρετούσαν συνολικά το παλάτι στην περίοδο της δυναστείας Τσόσον. Περνούσαν επίσης εξετάσεις Κομφουκιανισμού κάθε μήνα[40]. Το σύστημα των Ναεσί καταργήθηκε το 1894 μετά τη μεταρρύθμιση του Γκάμπο.

Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Γιουάν, οι ευνούχοι έγιναν επιθυμητό εμπόρευμα για αφιερώματα, και τα δαγκώματα σκυλιών ως μέθοδος ευνουχισμού αντικαταστάθηκαν από πιο εξελιγμένες χειρουργικές τεχνικές. [41] [42] [43]

Οι ευνούχοι ήταν οι μόνοι αρσενικοί εκτός της βασιλικής οικογένειας που επιτρεπόταν να διανυκτερεύουν μέσα στο παλάτι. Τα αρχεία του παλατιού που χρονολογούνται από το 1392 δείχνουν ότι η μέση διάρκεια ζωής των ευνούχων ήταν 70,0 ± 1,76 έτη, η οποία ήταν 14,4-19,1 έτη μεγαλύτερη από τη διάρκεια ζωής των μη ευνουχισμένων ανδρών με παρόμοια κοινωνικοοικονομική κατάσταση. [44]

Οι Βιετναμέζοι υιοθέτησαν το σύστημα των ευνούχων και τις τεχνικές ευνουχισμού από την Κίνα. Τα αρχεία δείχνουν ότι οι Βιετναμέζοι έκαναν τον ευνουχισμό με οδυνηρό τρόπο, αφαιρώντας εξολοκλήρου τα γεννητικά όργανα, με το πέος και τους όρχεις να κόβονται με αιχμηρό μαχαίρι ή μεταλλική λεπίδα. Η διαδικασία ήταν εξαιρετικά επώδυνη, καθώς αποκόπτονταν ολόκληρο το πέος[45] [46] [47] [48] [49] [50] [51]. Οι μηροί και η κοιλιά του νεαρού άνδρα δένονταν και άλλοι τον κρατούσαν σε ένα τραπέζι. Τα γεννητικά όργανα πλένονταν με πιπερόνερο και στη συνέχεια κόβονταν. Στη συνέχεια εισάγονταν ένας σωλήνας στην ουρήθρα για να είναι δυνατή η ούρηση κατά τη διάρκεια της επούλωσης[52]. Οι ευνούχοι χρησίμευαν ως δούλοι των γυναικών του χαρεμιού του Βιετναμέζικου παλατιού - όπως οι σύζυγοι, οι παλλακίδες, οι υπηρέτες, η βασίλισσα και οι πριγκίπισσες - και έκαναν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς[53] [54] [55] [56] [57] [58]. Ο μόνος άντρας που επιτρεπόταν στο παλάτι ήταν ο αυτοκράτορας και οι μόνοι που επιτρέπονταν πέραν αυτού ήταν οι γυναίκες του και οι ευνούχοι, αφού δεν μπορούσαν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τις γυναίκες. Στους ευνούχους ανατίθονταν δουλειές για τις γυναίκες του παλατιού, όπως μασάζ και μακιγιάζ, προετοιμάζοντάς τες για σεξουαλική επαφή με τον αυτοκράτορα. [59] [60] [61] [62]

Στο Σιάμ (σημερινή Ταϊλάνδη), Ινδοί μουσουλμάνοι από την ακτή Κορομαντ υπηρετούσαν ως ευνούχοι στο ταϊλανδέζικο παλάτι και την αυλή[63] [64]. Οι Ταϊλανδοί πολλές φορές ζητούσαν ευνούχους από την Κίνα να επισκεφθούν την αυλή της Ταϊλάνδης και να τους συμβουλεύσουν σχετικά με το τελετουργικό του παλατιού, καθώς τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση[65] [66]

Ο διπλωμάτης Σερ Χένρι Γιουλ, ο οποίος ήταν σε αποστολή στην περιοχή, μαρτυρεί πολλούς μουσουλμάνους που υπηρετούσαν ως ευνούχοι κατά τη διάρκεια της δυναστείας Κονμπάουνγκ της Βιρμανίας (σύγχρονη Μυανμάρ)[67] [68] [69] [70]. Αυτοί οι Μουσουλμάνοι ευνούχοι προέρχονταν από το Αρακάν[63] [64]

Οθωμανική Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο επικεφαλής ευνούχος του Οθωμανού Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ στο Αυτοκρατορικό Παλάτι το 1912.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ευνούχοι ήταν συνήθως δούλοι που εισάγονταν από τις επαρχίες τους. Ένα ικανό ποσοστό ανδρών σκλάβων εισάγονταν ως ευνούχοι[71]. Το χαρέμι της αυτοκρατορικής Αυλής - στο παλάτι Τοπ Καπί (1465-1853) και αργότερα στο Ντολμαμπαχτσέ (1853-1909) στην Κωνσταντινούπολη - ήταν υπό τη διοίκηση των ευνούχων. Αυτοί ήταν δύο κατηγοριών: οι μαύροι και οι λευκοί. Οι μαύροι ευνούχοι ήταν αφρικανοί δούλοι που υπηρετούσαν τις παλλακίδες και τους αξιωματούχους του χαρεμιού, μαζί με κορίτσια κατώτερης τάξης. Οι λευκοί ευνούχοι ήταν Ευρωπαίοι από τα Βαλκάνια ή τον Καύκασο, οι οποίοι είτε είχαν αγοραστεί σε σκλαβοπάζαρα, είτε ήταν αγόρια από χριστιανικές οικογένειες στα Βαλκάνια που δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τον φόρο της τζίζια. Αυτοί υπηρετούσαν τους στρατολόγους της Σχολής των Παλατιών και απαγορεύονταν από το 1582 να εισέλθουν στο χαρέμι. Σημαντικό στοιχείο στην οθωμανική Αυλή ήταν ο λεγόμενος Κιζλάρ Αγάς (Kızlar Ağası). Επικεφαλής τόσο του χαρεμιού όσο και ενός δικτύου κατασκόπων στους μαύρους ευνούχους, ο Κιζλάρ Αγάς ήταν αναμεμειγμένος σχεδόν σε όλες τις ίντριγκες του παλατιού και μπορούσε έτσι να αποκτήσει επιρροή είτε στον σουλτάνο είτε σε έναν από τους βεζίρηδες, τους υπουργούς ή άλλους αξιωματούχους της Αυλής[72]. Ένας από τους ισχυρότερους αρχηγούς των ευνούχων ήταν ο Μπεσίρ αγάς στη δεκαετία του 1730, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση της οθωμανικής εκδοχής της σχολής χαναφί του Ισλάμ σε όλη την αυτοκρατορία, ιδρύοντας βιβλιοθήκες και σχολεία[73]. Με το σύστημα του παιδομαζώματος απάγονταν παιδιά χριστιανικών οικογενειών στα Βαλκάνια που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον βαρύ φόρο της τζίζια και, ανάλογα με το φύλο τους, γίνονταν είτε παλλακίδες, στην περίπτωση των κοριτσιών, είτε, στην περίπτωση των αγοριών, στρατολούνταν στο Σώμα των Γενιτσάρων ή γίνονταν ευνούχοι. Η πράξη του ευνουχισμού έκανε την οθωμανική κυριαρχία πολύ μισητή στους Χριστιανούς των Βαλκανίων.

Μαύρος ευνούχος του οθωμανού σουλτάνου. Φωτογραφία του Πασκάλ Σερμπ, δεκαετία του 1870.

Η συμμετοχή των κοπτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έντουαρντ Άντριους του Πανεπιστημίου Νορθουέστερν, σε ένα άρθρο του το 1898 με τίτλο "Oriental Eunuchs" στο American Journal of Medicine, αναφέρεται σε κόπτες ιερείς στο "Αμπού Γκερέ στην Άνω Αίγυπτο" που ευνούχιζαν νεαρούς σκλάβους[74].

Ο κοπκτικός ευνουχισμός των σκλάβων αναφέρεται και από τον Πίτερ Τσαρλς Ρεμοντίνο στο βιβλίο του History of Circumcision from the Earliest Times to the Present[75] που δημοσιεύθηκε το 1900. Αναφέρει το μοναστήρι "Αμπού Γκεργκέ" σε ένα μέρος που ονομάζει "όρος Γκέμπελ-Ετέρ". Προσθέτει λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται από τον Άντριους, όπως η εισαγωγή μπαμπού στο θύμα. Το μπαμπού χρησιμοποιούνταν και σε κινέζους ευνούχους. Ο Άντριους δηλώνει ότι οι πληροφορίες του προέρχονται από το παλαιότερο έργο "Les Femmes, les eunuques, et les guerriers du Soudan"[75] που δημοσιεύθηκε από τον Γάλλο εξερευνητή κόμη Ραούλ ντι Μπισόν το 1868, αν και ο τόπος αυτός δεν αναφέρεται στο βιβλίο του ντυ Μπισόν [76].

Οι ισχυρισμοί του Ρεμοντίνο επαναλήφθηκαν σε παρόμοια μορφή από τον Χένρι Γ. Σπούνερ το 1919, στο American Journal of Urology and Sexology. Ο Σπούνερ, συνεργάτης του Ουίλιαμ Τζ.. Ρόμπινσον, αναφέρεται εκεί στο μοναστήρι ως "Αμπού Γκεργκέ στην Άνω Αίγυπτο". [77]

Σύμφωνα με τον Ρεμοντίνο, τον Σπούνερ και μερικές μεταγενέστερες πηγές, οι κόπτες ιερείς έκοβαν το πέος και τους όρχεις από αγόρια Νουβίων ή Αβυσσηνίων σκλάβων περί την ηλικία των οκτώ ετών. Τα αγόρια αιχμαλωτίζονταν από την Αβυσσηνία και άλλες περιοχές στο Σουδάν, όπως το Νταρφούρ και το Κορδοφάν, και μεταφέρονταν κατόπιν στο Σουδάν και την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, οι κόπτες κληρικοί αλυσόδεναν τα αγόρια σε τραπέζια και, αφού έκοβαν τα γεννητικά τους όργανα, κολλούσαν ένα κομμάτι μπαμπού στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και στη συνέχεια τα βύθιζαν σε καυτή άμμο για να καούν. Το ποσοστό ανάρρωσης ήταν δέκα τοις εκατό. Οι ευνούχοι που προέκυπταν επέφεραν μεγάλα κέρδη, σε αντίθεση με τους ευνούχους από άλλες περιοχές[78] [79] [80].

Τον 16ο αιώνα ένας Άγγλος, ο Σάμσον Ρόουλι, συνελήφθη και ευνουχίστηκε για να υπηρετήσει τον οθωμανό κυβερνήτη στο Αλγέρι.

Ινδική χερσόνησος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευνούχοι στα Ινδικά σουλτανάτα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ευνούχοι χρησιμοποιούνταν συχνά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα από μουσουλμάνους ηγέτες ως υπηρέτες γυναικών ευγενών, ως φύλακες του βασιλικού χαρεμιού και ως σεξουαλικοί σύντροφοι ευγενών. Ορισμένοι από αυτούς έφτασαν σε υψηλές κοινωνικές θέσεις. Ένα πρώιμο παράδειγμα τέτοιου υψηλόβαθμου ευνούχου ήταν ο Μαλίκ Καφούρ. Οι ευνούχοι στα αυτοκρατορικά ανάκτορα ήταν οργανωμένοι ιεραρχικά, συχνά με ανώτερο ή αρχηγό ευνούχο (ουρντού: Khwaja Saras) που διεύθυνε τους κατώτερους ευνούχους κάτω από αυτόν. Οι ευνούχοι είχαν μεγάλη αξία για τη δύναμη και την αξιοπιστία τους, που τους επέτρεπε να ζουν μεταξύ των γυναικών με λιγότερες ανησυχίες. Αυτό επέτρεπε στους ευνούχους να υπηρετούν ως αγγελιοφόροι, αστυνομικοί, συνοδοί και φρουροί για παλάτια. Συχνά, οι ευνούχοι επίσης συμμετείχαν ως αναπληρωτές στις αυλές των συμβούλων του βασιλιά[81] [82]

Το χίτζρα της Νότιας Ασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χίτζρα στο Δελχί.

Το αρχαίο ινδικό Κάμα Σούτρα αναφέρεται σε άτομα τρίτου φύλου (τριτιαπράκρτι), τα οποία μπορούν να ντυθούν είτε με ανδρικά είτε με γυναικεία ρούχα και να εκτελέσουν πεολειχία σε άνδρες. Ο όρος έχει μεταφραστεί ως «ευνούχοι» (όπως στην μετάφραση του βιβλίου του Σερ Ρίτσαρντ Μπέρτον), αλλά αυτά τα άτομα θεωρούνται επίσης αντίστοιχα των σύγχρονων χίτζρα της Ινδίας.

Ο όρος χίτζρα, ένας όρος της Ουρντού που παραδοσιακά μεταφράζεται στα αγγλικά ως «ευνούχος», αναφέρεται στην πραγματικότητα σε αυτό που οι σύγχρονοι Δυτικοί θα αποκαλούσαν γυναίκες τρανσέξουαλ και θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλους άνδρες (αν και μερικοί από αυτούς αναφέρεται ότι ανήκουν σε ένα τρίτο φύλο ). Μερικοί από αυτούς υποβάλλονται σε τελετουργικό ευνουχισμό, αλλά η πλειοψηφία δεν το κάνει. Φορούν συνήθως σάρι (παραδοσιακή ινδική στολή που φοριέται από γυναίκες) ή σαλβάρ καμίζ (παραδοσιακό ένδυμα που φορούν γυναίκες στη Νότια Ασία) και βαριά μακιγιάζ. Συνήθως ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και αντιμετωπίζουν διακρίσεις[83]. Εντούτοις, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αρκετών ινδουιστικών τελετών, οι οποίες αποτελούν την κύρια μορφή της ζωής τους. Είναι μέρος των προγραμμάτων χορού (μερικές φορές ενηλίκων) στις τελετές γάμου. Εκτελούν επίσης ορισμένες τελετές για το ζευγάρι στην ινδουιστική παράδοση. Άλλο μέσο για να κερδίσουν τη ζωή τους είναι το να έρχονται απρόσκλητοι σε γάμους, γεννήσεις, εγκαίνια νέων καταστημάτων και άλλα μεγάλα οικογενειακά γεγονότα και να τραγουδούν μέχρι να πληρωθούν ή να τους δοθούν δώρα για να φύγουν[84]. Η τελετή υποτίθεται ότι φέρνει καλή τύχη και γονιμότητα, ενώ πολλοί φοβούνται την κατάρα ενός ανικανοποίητου χίτζρα. Οι χίτζρα συχνά ασκούν πορνεία και ζητιανεύουν χρήματα, με την επαιτεία να συνοδεύεται από τραγούδι και χορό. Κάποιοι Ινδοί επαρχιακοί αξιωματούχοι έχουν χρησιμοποιήσει τη βοήθεια των χίτζρα για τη συλλογή φόρων με τον ίδιο τρόπο - χτυπούν στις πόρτες καταστηματαρχών, ενώ χορεύουν και τραγουδούν, ντροπιάζοντάς τους μέχρι να πληρώσουν[85]. Πρόσφατα, οι χίτζρα έχουν αρχίσει να ιδρύουν οργανώσεις για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση και να καταπολεμήσουν τις διακρίσεις, όπως το Shemale Foundation Pakistan.

Θρησκευτικός ευνουχισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ευνουχισμός ως μέρος θρησκευτικής πρακτικής και οι ευνούχοι που κατέχουν θρησκευτικούς ρόλους έχουν καθιερωθεί πριν την κλασική αρχαιότητα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Τσαταλχογιούκ στην Ανατολία δείχνουν την λατρεία μιας μορφής «Magna Mater», ενός προδρόμου της θεάς Κυβέλης που αναπτύχθηκε αργότερα στην Ανατολία και σε άλλα μέρη της εγγύς Ανατολής[86]. Οι μεταγενέστεροι Ρωμαίοι οπαδοί της Κυβέλης, οι ονομαζόμενοι Γάλλοι, ασκούσαν τελετουργικό αυτοευνουχισμό, γνωστό ως sanguinaria[86]. Οι ευνούχοι ιερείς ανέπτυξαν επίσης την λατρεία του Αταργκάτη στη Συρία κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ.[87]

Η πρακτική του θρησκευτικού ευνουχισμού συνεχίστηκε στη χριστιανική εποχή, με κάποια μέλη της πρώτης εκκλησίας να τηρούν αγαμία (συμπεριλαμβανομένου του ευνουχισμού) για θρησκευτικούς σκοπούς[88], αν και η έκταση ή και ακόμη και η ύπαρξη αυτής της πρακτικής μεταξύ των χριστιανών υπόκειται σε συζήτηση[89]. Ο θεολόγος των πρώτων αιώνων Ωριγένης απέδιδε την πρακτική αυτή στο Κατά Ματθαίον (ιθ' 10-12)[90]: «Οι μαθητές του του είπαν: Αν είναι έτσι ένας άνδρας με τη σύζυγό του, είναι καλύτερο να μην παντρευτεί. Αλλά τους είπε: Δεν μπορούν όλοι να δεχτούν αυτή τη διδασκαλία, αλλά μόνο εκείνοι στους οποίους δίνεται. Διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι είναι έτσι από τη γέννηση, και υπάρχουν ευνούχοι που έχουν γίνει ευνούχοι από άλλους, και υπάρχουν ευνούχοι που έχουν γίνει ευνούχοι για χάρη της βασιλείας των ουρανών. Αφήστε τον καθένα να δεχτεί αυτό που μπορεί».

Ο Τερτυλλιανός, πατέρας της Εκκλησίας του 2ου αιώνα, περιέγραφε τον ίδιο τον Ιησού και τον Απόστολο Παύλο ως spadones, το οποίο μεταφράζεται ως «ευνούχοι» σε ορισμένα πλαίσια[91]. Η έννοια του spado στην ύστερη αρχαιότητα μπορεί να ερμηνευτεί επίσης ως μεταφορά για την αγαμία, αλλά ο Τερτυλλιανός φτάνει την μεταφορά σε σημείο να πει ότι ο άγιος Παύλος είχε ευνουχιστεί[91].

Ευνούχοι ιερείς υπηρετούσαν διάφορες θεές στην Ινδία εδώ και πολλούς αιώνες. Παρόμοια φαινόμενα διατηρούνται σε μερικές σύγχρονες ινδικές κοινότητες των hijra, οι οποίες συνδέονται με μια θεότητα και με ορισμένα τελετουργικά και γιορτές - κυρίως τους θιασώτες του Yellammadevi, ή των jogappas, οι οποίοι δεν είναι ευνουχισμένοι [92] και τους Ali της νότιας Ινδίας, από τους οποίους τουλάχιστον μερικοί είναι. [93]

Οι Ρώσοι Skoptzy του 18ου αιώνα ήταν ένα παράδειγμα σέκτας ευνούχων, τα μέλη της οποίας θεωρούσαν τον ευνουχισμό ως έναν τρόπο να αποκηρύξουν τις σαρκικές αμαρτίες[94] . Αρκετά μέλη της θρησκείας «της Ουράνιας Πύλης» του 20ού αιώνα βρέθηκαν να έχουν ευνουχιστεί, προφανώς οικειοθελώς και για τους ίδιους λόγους. [95]

Ρέμπραντ, Το βάπτισμα του Ευνούχου, 1626.

Ευνούχοι αναφέρονται πολλές φορές στη Βίβλο, όπως στο Βιβλίο του Ησαΐα (νστ' 4), χρησιμοποιώντας τη λέξη סריס (saris). Παρότι οι αρχαίοι Εβραίοι δεν ασκούσαν τον ευνουχισμό, οι ευνούχοι ήταν συνηθισμένοι σε άλλους πολιτισμούς που αναφέρονται στη Βίβλο, όπως η αρχαία Αίγυπτος, η Βαβυλωνία, η περσική αυτοκρατορία και η αρχαία Ρώμη. Στο βιβλίο της Εσθήρ, υπηρέτες του χαρεμιού του Αχασουέρ όπως οι Hegai και Shashgaz, καθώς και του λοιπού προσωπικού, όπως οι Αθάχ, Harbonah, Bigthan, και Teresh αναφέρονται ως sarisim. Αφού συναναστρέφονταν τις συζύγους του βασιλιά, θα είχαν πιθανώς ευνουχιστεί.

Υπάρχει κάποια σύγχυση σχετικά με τους ευνούχους σε αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης, δεδομένου ότι η εβραϊκή λέξη για τον ευνούχο, σάρι (סריס), θα μπορούσε επίσης να αναφέρεται σε λοιπό προσωπικό και υπαλλήλους που δεν είχαν ευνουχιστεί, αλλά χρησιμοποιείται σε παρόμοιες περιπτώσεις[96] [97]. Ο Αιγύπτιος βασιλικός υπηρέτης Potiphar περιγράφεται ως saris στη Γένεση λθ' 1, αν και ήταν παντρεμένος και επομένως απίθανο να ήταν ευνουχισμένος.

Ένας από τους πρώτους βαπτισθέντες στον Χριστιανισμό ήταν ένας Αιθίοπας ευνούχος που ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Αυλής της Βασίλισσας της Αιθιοπίας (Πράξεις η' 27-39). Η αναφορά στους «ευνούχους» του Ματθ. ιθ' 12 έδωσε πάντως διάφορες ερμηνείες.

Καστράτοι τραγουδιστές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Καστράτος

Οι ευνούχοι που ευνουχίστηκαν πριν από την εφηβεία εκτιμούνταν και εκπαιδεύονταν σε αρκετούς πολιτισμούς για τις εξαιρετικές φωνές τους, οι οποίες διατηρούσαν μια παιδική και αλλόκοσμη ευλυγισία και υψηλή τονικότητα (ψιλή φωνή). Αυτοί οι ευνούχοι ήταν γνωστοί ως καστράτοι .

Καθώς μερικές φορές απαγορεύεται στις γυναίκες να τραγουδούν στην Εκκλησία, τη θέση τους καταλάμβαναν καστράτοι. Η πρακτική, γνωστή ως καστρατισμός, παρέμεινε δημοφιλής μέχρι τον 18ο αιώνα και ήταν γνωστή και τον 19ο αιώνα. Ο τελευταίος διάσημος ιταλός καστράτος, ο Giovanni Velluti, πέθανε το 1861. Η μοναδική υπάρχουσα ηχητική καταγραφή καστράτου τραγουδιστή είναι η φωνή του Alessandro Moreschi, του τελευταίου ευνούχου της χορωδίας της Καπέλα Σιστίνα, ο οποίος πέθανε το 1922.

Στον σύγχρονο κόσμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι hijra της Ινδίας (βλέπε παραπάνω) μπορεί να αριθμούν περί τους 2.000.000 [98] και συνήθως περιγράφονται ως «ευνούχοι», παρότι μπορεί να είναι περισσότερο τρανσέξουαλ άτομα, αλλά έχουν υποστεί χειρουργικό ευνουχισμό αντί για χειρουργικό επαναπροσδιορισμό φύλου και σπάνια έχουν πρόσβαση σε ορμόνες. Η απώλεια της τεστοστερόνης και η έλλειψη οιστρογόνων σημαίνουν ότι το σώμα τους λαμβάνει τα χαρακτηριστικά των μετεφηβικών ευνούχων.

Αξιοσημείωτοι ευνούχοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με χρονολογική σειρά.

Πρώτη Χιλιετία π.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Mutakkil-Marduk (8ος αιώνας π.Χ.): Ασσύριος ευνούχος, επώνυμος του έτους 798 π.Χ., σε ασσυριακό χρονικό[99].
  • Yariri (8ος αιώνας π.Χ.): αντιβασιλέας της νεο-Χετταϊκής Καρχεμίδος, ο οποίος θεωρείται πιθανότατα ευνούχος[26].
  • Ασπαμίστρης ή Μιθριδάτης (5ος αιώνας π.Χ.): σωματοφύλακας του Ξέρξη Α΄ της Περσίας και δολοφόνος του (μαζί με τον Αρτάβανο).
  • Αρτόξαρης: απεσταλμένος του Αρταξέρξη Α΄ και του Δαρείου Β΄ της Περσίας.
  • Βαγώας (4ος αιώνας π.Χ.): πρωθυπουργός (βεζίρης) του βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄ της Περσίας και δολοφόνος του. (Bagoas είναι παλαιά περσική λέξη που σημαίνει τον ευνούχο.)
  • Βαγώας (4ος αιώνας π.Χ.): ευνοούμενος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επέδρασε στην αλλαγή στάσης του Αλεξάνδρου απέναντι στους Πέρσες και συνεπώς στην πολιτική απόφαση του βασιλιά να προσπαθήσει να ενσωματώσει πλήρως τους κατακτημένους λαούς στην αυτοκρατορία του ως πιστούς υπηκόους. Έτσι άνοιξε το δρόμο για τη σχετική επιτυχία των διαδόχων του Αλεξάνδρου και ενίσχυσε σημαντικά τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή.
  • Φιλέταιρος (4ος/3ος αιώνας π.Χ.): ιδρυτής της δυναστείας των Ατταλιδών της Περγάμου
  • Σίμα Τσιεν (2ος / 1ος αιώνας π.Χ.): ο πρώτος που ασκεί σύγχρονη ιστοριογραφία - συγκεντρώνει και αναλύει τόσο πρωτογενείς όσο και δευτερεύουσες πηγές για να γράψει τη μνημειακή ιστορία της Κινεζικής Αυτοκρατορίας.
  • Γανυμήδης (1ος αιώνας π.Χ.): εξαιρετικά ικανός σύμβουλος και στρατηγός της αδελφής και αντιπάλου της Κλεοπάτρας Ζ΄, πριγκίπισσας Αρσινόης. Επιτέθηκε ανεπιτυχώς στον Ιούλιο Καίσαρα τρεις φορές στην Αλεξάνδρεια.
  • Ποθινός (1ος αιώνας π.Χ.): αντιβασιλέας του Φαραώ Πτολεμαίου ΙΒ΄ .
  • Σπόρος: νεαρό αγόρι, ευνοούμενο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα, ο οποίος το ευνούχισε και το παντρεύτηκε.

Πρώτη Χιλιετία μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεύτερη Χιλιετία μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. εὐνοῦχος. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project.
  2. «Eunuch». The New Oxford Dictionary of English. Oxford: Clarendon Press. 1998. σελίδες 634. ISBN 9780198612636. 
  3. eunuchus. Charlton T. Lewis και Charles Short. A Latin Dictionary στο Perseus Project.
  4. spado. Charlton T. Lewis και Charles Short. A Latin Dictionary στο Perseus Project.
  5. σπάδων στο Liddell και Scott.
  6. «Words». Archives.nd.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2014. 
  7. Maekawa, Kazuya (1980). Animal and human castration in Sumer, Part II: Human castration in the Ur III period. Zinbun [Journal of the Research Institute for Humanistic Studies, Kyoto University], σελ. 1–56.
  8. Maekawa, Kazuya (1980). Female Weavers and Their Children in Lagash – Presargonic and Ur III. Acta Sumerologica 2:81–125.
  9. Christine Hsu (24 Σεπτεμβρίου 2012). «Eunuch Study Reveals That Castration May Add 20 Years to a Man's Life». Medicaldaily.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2014. 
  10. Miller, Margaret (1997). Athens and Persia in the Fifth Century BC: A Study in Cultural Receptivity. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 213. ISBN 0-521-49598-9. 
  11. Hawkins, Shane (2013). Studies in the Language of Hipponax. Βρέμη: Hempen Verlag. σελίδες 111–120. 
  12. West, M.L., ed. and trans. (1993). Greek Lyric Poetry. Οξφόρδη: Oxford University Press. σελ. 117. 
  13. Sturz, Friedrich Wilhelm, επιμ. (1820). Orionis Thebani Etymologicon. Λειψία: Weigel. σελ. 58. 
  14. Liddell, H.G. and R. Scott (1883). Greek-English Lexicon. Νέα Υόρκη: Harper & Brothers. σελίδες 607–608, 1009. 
  15. Noailles, P., and A. Dain (1944). Les Nouvelles de Leon VI le Sage. Παρίσι. σελ. 327. 
  16. Noailles, P., and A. Dain (1944). Les Nouvelles de Leon VI le Sage. Paris. σελ. 325. 
  17. Benesevic, V.N. (1917). Taktikon Nikona Cernogorca. St. Petersburg. σελ. 99. 
  18. Gautier, Paul, ed. and tr. (1980). Théophylacte d'Achrida: Discours, Traités, Poésies. Θεσσαλονίκη: Association de Recherches Byzantines. σελίδες 308–309. 
  19. Ringrose, Kathryn M. (2003). The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium. Chicago: University of Chicago. σελίδες 16, 39. ISBN 0-226-72015-2. 
  20. Kittel, Gerhard· Friedrich, Gerhard (1985). Bromiley, Geoffrey, επιμ. Theological Dictionary of the New Testament, Abridged in One Volume. Grand Rapids, MI: William B. Eerdmans. σελ. 277. 
  21. Vossius, Gerardus (1662). Etymologicon Linguae Latinae. Άμστερνταμ: Lodewijk and Daniel Elsevir. σελ. 198. 
  22. 22,0 22,1 Maass, Ernst (1925). «Eunouchos und Verwandtes». Rheinisches Museum 74: 437. 
  23. Chantraine, Pierre (1970). Dictionnaire étymologique de la langue grecque - Histoire des mots, Vol. 2, E-K. Paris: Éditions Klincksieck. σελίδες 385–386. 
  24. “Mesopotamian Law and Homosexuality.” Internet History Sourcebooks Project, https://sourcebooks.fordham.edu/pwh/meso-law.asp
  25. “Ch 31-The Middle Assyrian Law-Book about Women.” Women in the Ancient Near East, by Marten Stol et al., De Gruyter, 2016, σελ. 670
  26. 26,0 26,1 Trevor Bryce: The World of the Neo-Hittite Kingdoms: A Political and Military History. Oxford, New York 2012, σελ. 95.
  27. Orlando Patterson, Slavery and Social Death, 511 σελ., Harvard University Press, 1982 (ISBN 0-674-81083-X), 9780674810839 (δες σελ. 315)
  28. Diod. xvi. 50; cf. Didymus, Comm. in Demosth. Phil. vi. 5
  29. Penzer, N. M. (1965) The Harem, Spring Books, London, σελ. 147.
  30. Eunuch (PDF). 1. σελ. 354. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2019. 
  31. Vern L. Bullough (2001). Encyclopedia of birth control. ABC-CLIO. σελ. 248. ISBN 1-57607-181-2. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  32. American Medical Association (1902). The journal of the American Medical Association, Volume 39, Part 1. American Medical Association Press. σελ. 235. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  33. Walter Scheidel (2009). Rome and China: comparative perspectives on ancient world empires. Oxford University Press US. σελ. 71. ISBN 0-19-533690-9. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  34. Guido Majno (1991). The healing hand: man and wound in the ancient world. Harvard University Press. σελ. 254. ISBN 0-674-38331-1. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  35. Melissa S. Dale, Inside the World of the Eunuch (2018, (ISBN 9888455753)), page 14.
  36. Victor T. Cheney, A Brief History Of Castration: Second Edition (2006, (ISBN 1467816663)), page 14.
  37. For an extended discussion see Mitamura Taisuke,Chinese Eunuchs: The Structure of Intimate Politics tr. Charles A. Pomeroy, Tokyo 1970, a short, condensed version of Mitamura's original book =三田村泰助, 宦官, Chuko Shinsho, Tokyo 1963
  38. Huang, Ray (1981). 1587, A Year of No Significance: The Ming Dynasty in DeclineΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New Haven: Yale University Press. ISBN 0-300-02518-1. 
  39. «내시». 
  40. 40,0 40,1 (Κορεατικά) 내시 - 네이버 백과사전[νεκρός σύνδεσμος]
  41. Gwyn Campbell· Suzanne Miers (2009). Children in slavery through the ages. Ohio University Press. σελ. 137. ISBN 0-8214-1877-7. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  42. «WHKMLA : Eunuchs in East Asian History». www.zum.de. 
  43. Gwyn Campbell· Suzanne Miers (8 Σεπτεμβρίου 2009). Children in Slavery through the Ages. Ohio University Press. σελίδες 137–. ISBN 978-0-8214-4339-2. 
  44. JinMin, Kyung (25 September 2012). «The lifespan of Korean eunuchs». Current Biology 22 (18): R792-R793. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0960982212007129. Ανακτήθηκε στις 9 April 2019. 
  45. «Chuyện 'tịnh thân' hãi hùng của thái giám Việt xưa». Viet Bao. October 5, 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-02. https://web.archive.org/web/20131202232038/http://vietbao.vn/Suc-khoe/Chuyen-tinh-than-hai-hung-cua-thai-giam-Viet-xua/2131549871/70/. Ανακτήθηκε στις 31 January 2014. 
  46. «Chuyện 'tịnh thân' hãi hùng của thái giám Việt xưa». Ngôi sao. 10 April 2012. http://ngoisao.net/tin-tuc/thoi-cuoc/24h/chuyen-tinh-than-hai-hung-cua-thai-giam-viet-xua-2621880.html. Ανακτήθηκε στις 31 January 2014. 
  47. «Thê lương chuyện 'của quý' của thái giám Việt xưa». Báo Mới. 8 May 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-02. https://web.archive.org/web/20131202235248/http://www.baomoi.com/The-luong-chuyen-cua-quy-cua-thai-giam-Viet-xua/139/9058145.epi. Ανακτήθηκε στις 31 January 2014. 
  48. «Thê lương chuyện 'của quý' của thái giám Việt xưa». 2sao. 8 August 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 April 2014. https://web.archive.org/web/20140411133500/http://2sao.vn/p0c1048n20120808152150734/the-luong-chuyen-%27cua-quy%27-cua-thai-giam-viet-xua.vnn. Ανακτήθηκε στις 31 January 2014. 
  49. «Thê lương chuyện 'của quý' của thái giám Việt xưa». Treonline. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 September 2013. https://web.archive.org/web/20130921053555/http://www.treonline.com/the-luong-chuyen-cua-quy-cua-quai-giam-viet-xua.htm. Ανακτήθηκε στις 27 July 2013. 
  50. «Hành trình đau khổ của những hoạn quan thời xưa». Báo Gia đình & Xã hội. 24 August 2011. http://giadinh.net.vn/the-gioi/hanh-trinh-dau-kho-cua-nhung-hoan-quan-thoi-xua-20110824020430125.htm. Ανακτήθηκε στις 27 July 2013. 
  51. «Bí mật về thái giám trong cung triều Nguyễn». Zing News. 18 July 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 July 2013. https://web.archive.org/web/20130721110844/http://news.zing.vn/xa-hoi/bi-mat-ve-thai-giam-trong-cung-trieu-nguyen/a336065.html. Ανακτήθηκε στις 27 July 2013. 
  52. Theo Công An Nhân Dân (18 July 2013). «Bí mật về thái giám trong cung triều Nguyễn». Zing news. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 July 2013. https://web.archive.org/web/20130721110844/http://news.zing.vn/xa-hoi/bi-mat-ve-thai-giam-trong-cung-trieu-nguyen/a336065.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  53. Lê Quyết - GĐXH (2012-06-06). «Hoang lạnh khu mộ địa thái giám độc nhất Việt Nam». Vĩ Nhân Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 March 2014. https://web.archive.org/web/20140330001332/http://www.vinhanonline.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1716:hoang-lanh-khu-mo-dia-thai-giam-doc-nhat-viet-nam&catid=78&Itemid=178. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  54. Kim Thoa - Lê Quyết (2012-12-27). «Chuyện ở khu nghĩa địa thái giám Việt Nam». Người Đưa Tin. http://www.nguoiduatin.vn/chuyen-o-khu-nghia-dia-thai-giam-viet-nam-a25693.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  55. Phan Bùi Bảo Thy (18 July 2013). «Bí mật về thái giám trong cung nhà Nguyễn: Những phận đời đặc biệt». Báo Dân trí. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 July 2015. https://web.archive.org/web/20150710120644/http://dantri.com.vn/xa-hoi/bi-mat-ve-thai-giam-trong-cung-nha-nguyen-nhung-phan-doi-dac-biet-756105.htm. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  56. Lê Khắc Niên (Bee.net) (29 July 2011). «Thái giám dưới thời Minh Mạng». Báo Dân trí. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 September 2013. https://web.archive.org/web/20130921053919/http://queviet.pl/dat-nuoc-con-nguoi/tim-hieu-lich-su/thai-giam-duoi-thoi-minh-mang. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  57. Văn Nguyễn (24 May 2011). «Những thái giám trong hậu cung triều Nguyễn». Báo Dân trí. http://vnexpress.net/tin-tuc/xa-hoi/nhung-thai-giam-trong-hau-cung-trieu-nguyen-2195713.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  58. «Bí mật về thái giám trong cung triều Nguyễn». VnExpress. 18 July 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 July 2013. https://web.archive.org/web/20130721025408/http://tinshock1.com/bi-mat-ve-thai-giam-trong-cung-trieu-nguyen-tin3744.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  59. Nguyễn Đắc Xuân (13 June 2010). «Thái giám - người phục vụ đặc biệt trong cung Nguyễn». queviet.pl (Hội người Việt Nam tại Ba Lan). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 September 2013. https://web.archive.org/web/20130921053409/http://queviet.pl/dat-nuoc-con-nguoi/tim-hieu-lich-su/thai-giam-nguoi-phuc-vu-dac-biet-trong-cung-nguyen. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  60. «Thái giám và bí mật phòng the của vua chúa Việt Nam». Góc Cuộc Sống. 2 August 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 July 2013. https://web.archive.org/web/20130718141656/http://goccuocsong.vn/chi-tiet-tin/thai-giam-va-bi-mat-phong-the-cua-vua-chua-viet-nam/4073.aspx. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  61. «Thái giám, loại công chức đặc biệt trong cung Nguyễn». Gác Thọ Lộc. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 September 2013. https://web.archive.org/web/20130921053514/http://gactholoc.net/c6/t6-4/b47/thai-giam-loai-cong-chuc-dac-biet-trong-cung-nguyen.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  62. Nguyen Dac Xuan (May 2013). «The safe sex and thier(sic) amorous duties». (No.4, Vol.3, May 2013 Vietnam Heritage Magazine) Vol.3 (No.4). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-08-18. https://web.archive.org/web/20130818225920/http://www.vietnamheritage.com.vn/pages/en/135131036240-The-safe-sex-and-thier-amorous-duties.html. Ανακτήθηκε στις 1 August 2013. 
  63. 63,0 63,1 Peletz (2009), p. 73 Gender Pluralism: Southeast Asia Since Early Modern Times, σ. 73, στα Google Books
  64. 64,0 64,1 Peletz (2009), p. 73 Gender Pluralism: Southeast Asia Since Early Modern Times, σ. 73, στα Google Books
  65. Peletz (2009), p. 75 Gender Pluralism: Southeast Asia Since Early Modern Times, σ. 75, στα Google Books
  66. Peletz (2009), p. 75 Gender Pluralism: Southeast Asia Since Early Modern Times, σ. 75, στα Google Books
  67. Thant Myint-U (2007), p. 126 The River of Lost Footsteps: Histories of Burma, σ. 126, στα Google Books
  68. Yegar (1972), p. 10 The Muslims of Burma, σ. 10, στα Google Books
  69. Takkasuilʻ myāʺ Samuiṅʻʺ Sutesana Ṭhāna (2007), p. 57 Myanmar historical research journal, Issue 19, σ. 57, στα Google Books
  70. Fleischmann (1981), p. 49 Arakan, Konfliktregion zwischen Birma und Bangladesh: Vorgeschichte und Folgen des Flüchtlingsstroms von 1978, σ. 49, στα Google Books
  71. Lewis. Race and Slavery in the Middle East Αρχειοθετήθηκε 2014-09-16 στο Wayback Machine., Oxford Univ Press 1994.
  72. Lad, Jateen. "Panoptic Bodies. Black Eunuchs in the Topkapi Palace", Scroope: Cambridge Architecture Journal, No.15, 2003, pp.16–20.
  73. Hathaway, Jane (2005). Beshir Agha : chief eunuch of the Ottoman imperial harem. Oxford: Oneworld. σελίδες xii, xiv. ISBN 1-85168-390-9. 
  74. «Journal of the American Medical Association». American Medical Association. 1 Ιανουαρίου 1898. 
  75. 75,0 75,1 Remondino, P. C. (1 Ιουνίου 2001). «History of Circumcision». The Minerva Group, Inc. 
  76. «Les femmes, les eunuques et les guerriers du Soudan». 
  77. Henry G. Spooner (1919). The American Journal of Urology and Sexology, Volume 15. The Grafton Press. σελ. 522. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. "In the Turkish Empire most of the eunuchs are furnished by the monastery Abou-Gerbe in Upper Egypt where the Coptic priests castrate Nubian and Abyssinian boys at about eight years of age and afterward sell them to the Turkish market. The Coptic priests perform the 'complete' operation, that is, they cut away the whole scrotum, testes and penis."
  78. Northwestern lancet, Volume 17. s.n. 1897. σελ. 467. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  79. John O. Hunwick· Eve Troutt Powell (2002). The African diaspora in the Mediterranean lands of Islam. Markus Wiener Publishers. σελ. 100. ISBN 1-55876-275-2. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  80. American Medical Association (1898). The Journal of the American Medical Association, Volume 30, Issues 1-13. American Medical Association. σελ. 176. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011. 
  81. «Akbar-Birbal Anecdotes». Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2008. 
  82. «Ghilmans and Eunuchs». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2008. 
  83. Ravaging the Vulnerable: Abuses Against Persons at High Risk of HIV Infection in Bangladesh, Human Rights Watch, Αύγουστος 2003. Report online Αρχειοθετήθηκε 2016-03-05 στο Wayback Machine..
    Δες επίσης: Peoples Union of Civil Liberties (Karnataka) Report on Human Rights Violations Against the Transgender Community, δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2003 στο Being a Eunuch, από τον Siddarth Narrain, για το Frontline, 14 Οκτωβρίου 2003.
  84. Eunuchs 'cut off man's penis'. του Baldev Chauhan, ανταποκριτή του BBC στο Himachal Pradesh. BBC News. Πέμπτη, 24 Ιουλίου 2003.
  85. «Dancing eunuchs taxing red-faced shopkeepers. Reuters. 10 Νοεμβρίου 2006». Reuters.com. 2006-11-10. https://www.reuters.com/article/idUSDEL3025420061110. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2010. 
  86. 86,0 86,1 Roller, Lynn (1999). In search of god the mother. University of California Press. ISBN 978-0-520-21024-0. https://books.google.com/books?id=e9r2semlxPwC&q=castration. 
  87. Dirven, Lucinda (1999). The Palmyrenes of Dura-Europos: A Study of Religious Interaction in Roman Syria. BRILL. σελ. 296. 
  88. Caner, Daniel (1997). «The Practice and Prohibition of Self-Castration in Early Christianity». Vigiliae Christianae (Brill) 51 (4): 396–415. doi:10.1163/157007297X00291. 
  89. Hester, David (2005). «Eunuchs and the Postgender Jesus: Matthew 19:12 and Transgressive Sexualities». Journal for the Study of the New Testament (Sage Publications) 28 (1): 13–40. doi:10.1177/0142064X05057772. https://archive.org/details/sim_journal-for-the-study-of-the-new-testament_2005-09_28_1/page/13. 
  90. Frend, W. H. C., The Rise of Christianity, Fortress Press, Philadelphia, 1984, σελ. 374, το οποίο στην υποσημείωση 45 αναφέρει τον Ευσέβιο, Historia Ecclesiastica VI.8.2
  91. 91,0 91,1 Moxnes, By Halvor (2004). Putting Jesus in his place. Westminster John Knox Press, σελ. 85. ISBN 978-0-664-22310-6. https://books.google.com/books?id=zV0jVQK0K14C&q=spadones. 
  92. «Yellamma cult of India». Kamat.com. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2010. 
  93. «The Mystery of the Threshold: "Ali" of Southern India». Web.archive.org. 25 Νοεμβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Νοεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2010. 
  94. Christel, Lane (1978). Christian religion in the Soviet Union. State University of New York Press, σελ. 94. ISBN 978-0-87395-327-6. https://books.google.com/books?id=VSmdHtacha8C&q=castration. 
  95. «Some members of suicide cult castrated, CNN, March 28, 1997». Cnn.com. 1997-03-28. http://www.cnn.com/US/9703/28/mass.suicide.pm/. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2010. 
  96. The Old Testament Hebrew Lexicon Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty. at Heartlight.
  97. EUNUCH Biblical Αρχειοθετήθηκε 2019-08-18 στο Wayback Machine. στο Gender Tree.
  98. Reddy, Gayatri, With Respect to Sex: Negotiating Hijra Identity in South India, 310 σελ., University of Chicago Press, 2005 (ISBN 0-226-70755-5) (δες σελ. 8)
  99. Jean-Jaques Glassner: Mesopotamian Chronicles. Atlanta 2004, σελ. 169.