Ιστορία της Αφρικής
Η Ιστορία της Αφρικής ξεκινά με την εμφάνιση των ανθρωπιδών, των αρχαϊκών ανθρώπων και – από τουλάχιστον 200.000 χρόνια πριν – των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων (Homo sapiens), στην Ανατολική Αφρική, και συνεχίζεται χωρίς διακοπή στο παρόν ως ένα συνονθύλευμα διαφορετικών και πολιτικά αναπτυσσόμενων εθνικών κρατών. Η πρώιμη γραπτή ιστορία πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βασίλειο του Κους[1] και αργότερα στην Αρχαία Αίγυπτο, στο Σαχέλ, στο Μαγκρέμπ και στο Κέρας της Αφρικής.
Μετά την ερημοποίηση της Σαχάρας, η ιστορία της Βόρειας Αφρικής ήταν συνυφασμένη με εκείνη της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ευρώπης, ενώ οι Μπαντού εξαπλώθηκαν σαρωτικά από το σύγχρονο Καμερούν (Δυτική Αφρική) σε όλη την υποσαχάρια ήπειρο, σε κύματα κατά την 1η χιλιετία π.Χ., δημιουργώντας μια γλωσσική κοινότητα σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και της νότιας ηπείρου.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα το Ισλάμ εξαπλώθηκε δυτικά από την Αραβία προς την Αίγυπτο, διασχίζοντας το Μαγκρέμπ και το Σαχέλ. Στις αξιοσημείωτες προ-αποικιακές πολιτείες και κοινωνίες της Αφρικής περιλαμβάνονται η Αυτοκρατορία των Αγιουράν, οι Ντ'μτ, Το Σουλτανάτο Αντάλ, το Σουλτανάτο Γουαρσαντζαλί, το Βασίλειο του Νρι, ο πολιτισμός Νοκ, η Αυτοκρατορία του Μάλι, η Αυτοκρατορία του Σονγκχάι, η Αυτοκρατορία του Μπενίν, η Αυτοκρατορία του Όγιο, η Αυτοκρατορία του Ασάντι, η Αυτοκρατορία της Γκάνα, τα Βασίλεια Μόσσι, η Αυτοκρατορία του Μουτάπα, το Βασίλειο του Μαπουνγκουμπουε, το Βασίλειο του Σίνε, το Βασίλειο του Σένναρ, το Βασίλειο του Σαλούμ, το Βασίλειο του Μπαόλ, το Βασίλειο του Καγιόρ, το Βασίλειο του Ζιμπάμπουε, το Βασίλειο του Κονγκό, η Αυτοκρατορία του Κααμπού, το Βασίλειο του Ιλε-Ιφέ, η Αρχαία Καρχηδόνα, η Νουμιδία, η Μαυριτανία, και η Αυτοκρατορία του Αξούμ. Στο αποκορύφωμά της, πριν από την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, εκτιμάται ότι η Αφρική είχε έως και 10.000 διαφορετικές πολιτείες και αυτόνομες ομάδες με διακριτές γλώσσες και έθιμα.[2]
Από τα μέσα του 7ου αιώνα Αφρικανοί αγοράζονταν και πωλούνταν σκλάβοι από Άραβες δουλεμπόρους. Κατόπιν μιας εκεχειρίας ανάμεσα στο Χαλιφάτο Ρασιντούν και το Βασίλειο της Μακογρια μετά τη Δεύτερη Μάχη του Ντόνγκολα το 652 μ.Χ., μετακινήθηκαν, μαζί με Ασιάτες και Ευρωπαίους, πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ινδικό Ωκεανό και την έρημο Σαχάρα.
Από τα τέλη του 15ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι συμμετείχαν στο δουλεμπόριο (περίπου 850 χρόνια αργότερα). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Πορτογάλοι ήταν μέρος όλων αυτών σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους. Σε αυτά περιλαμβάνεται το τριγωνικό εμπόριο, με τους Πορτογάλους αρχικά να αποκτούν σκλάβους με εμπορικά μέσα και αργότερα δια της βίας ως μέρος του Ατλαντικού δουλεμπορίου. Μετέφεραν σκλάβους από τη Δυτική, την Κεντρική και τη Νότια Αφρική στο εξωτερικό.[3] Στη συνέχεια, o αποικισμός της Αφρικής από Ευρωπαίους αναπτύχθηκε ραγδαία από 10% (1870) σε πάνω από 90% (1914) κατά τη Διαμάχη για την Αφρική (1881-1914). Ωστόσο, μετά από αγώνες για την ανεξαρτησία σε πολλά μέρη της ηπείρου, καθώς και μια αποδυναμωμένη Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939 - 1945), σε ολόκληρη την ήπειρο παρουσιάστηκε αποαποικιοποίηση που κορυφώθηκε το 1960, το Έτος της Αφρικής.
Η προ-αποικιακή ιστορία της Αφρικής αποτέλεσε πρόκληση για την έρευνα, κυρίως λόγω της παντελούς έλλειψης ευρημάτων και αρχιτεκτονικής όπως αυτών που βρίσκονται άφθονα στις ηπείρους της Ευρώπης και της Ασίας. Κλάδοι όπως η καταγραφή της προφορικής ιστορίας, η ιστορική γλωσσολογία, η αρχαιολογία και η γενετική έχουν ζωτική σημασία.
Ιστορία της ανθρωπότητας |
---|
↑ Προϊστορία |
Γραπτή Ιστορία |
Αρχαία |
Μετακλασική |
Νεότερη |
↓ Μέλλον |
Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παλαιολιθική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες γνωστές ανθρωπίδες προέκυψαν από εξέλιξη στην Αφρική. Σύμφωνα με την παλαιοντολογία, ανατομικά τα κρανία των πρώτων ανθρωπίδων ήταν παρόμοια με αυτά των γορίλων και των χιμπατζήδων, των μεγάλων πιθήκων που επίσης εξελίχθηκαν στην Αφρική, αλλά οι ανθρωπίδες είχαν υιοθετήσει κίνηση δίποδων που ελευθέρωσε τα χέρια τους. Αυτό τους έδωσε ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, επιτρέποντάς τους να ζουν εξίσου σε δασικές περιοχές και στην ανοιχτή σαβάνα σε μια εποχή που η Αφρική ξηραινόταν και η σαβάνα εισέβαλε στις δασικές εκτάσεις. Αυτό θα είχε συμβεί πριν από 10-5 εκατομμύρια χρόνια, αλλά οι ισχυρισμοί είναι αμφιλεγόμενοι με τους βιολόγους και τους γενετιστές να θεωρούν ότι οι άνθρωποι εμφανίστηκαν περί τα τελευταία 70 - 200 χιλιάδες χρόνια.[4]
Πριν από 4 εκατομμύρια χρόνια, πολλά ανθρωποειδή είδη αυστραλοπιθήκων είχαν αναπτυχθεί σε όλη τη Νότια, την Ανατολική και την Κεντρική Αφρική. Ήταν κατασκευαστές και χρήστες εργαλείων. Κυνηγούσαν ζώα για το κρέας τους και ήταν παμφάγοι.[5]
Πριν από περίπου 3,3 εκατομμύρια χρόνια, οι πρωτόγονοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά πέτρινα εργαλεία για να συλλέξουν κρέας και μεδούλι από τα νεκρά θηράματα που άφηναν άλλοι θηρευτές. Στο κυνήγι, ο Homo habilis μάλλον δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τα μεγάλα αρπακτικά ζώα και μάλιστα ήταν περισσότερο θήραμα παρά κυνηγός. Ο H. habilis μάλλον έκλεβε αυγά από τις φωλιές τους και ίσως ήταν σε θέση να κυνηγήσει μικρά και εξασθενημένα μεγάλα θηράματα. Τα εργαλεία τους είναι ταξινομημένα ως Ολντουβάι από το όνομα της τοποθεσίας όπου βρέθηκαν.[6]
Πριν από περίπου 1,8 εκατομμύρια χρόνια, ο Homo ergaster εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αρχεία των απολιθωμάτων της Αφρικής. Εξελίχθηκε στον Homo erectus πριν από 1,5 εκατομμύρια χρόνια. Ορισμένοι από τους προγενέστερους εκπρόσωπους του είδους είχαν ακόμα αρκετά μικρούς εγκεφάλους και χρησιμοποιούσαν πρωτόγονα πέτρινα εργαλεία, όπως ο H. habilis. Ο εγκέφαλος αργότερα αυξήθηκε σε μέγεθος, και ο H. erectus ανέπτυξε τελικά μια πιο πολύπλοκη τεχνολογία λίθινων εργαλείων για την τεχνολογία που ονομάστηκε Αχαιουλινή. Πιθανότατα οι πρώτοι κυνηγοί, οι H. erectus τελειοποιήθηκαν στην τέχνη του ανάμματος φωτιάς και ήταν οι πρώτες ανθρωπίδες που έφυγαν από την Αφρική, αποίκισαν μεγάλο μέρος της Αφρο-Ευρασίας και ίσως αργότερα εξελίχθηκαν στον Homo floresiensis. Αν και για ορισμένους ερευνητές ο Homo georgicus ήταν η πρώτη ανθρωπίδα που έζησε εκτός της Αφρικής, και είναι πρόγονος του H. erectus.[7][8]
Τα αρχεία των απολιθωμάτων δείχνουν ότι οι Homo sapiens έζησαν στη Νότια και την Ανατολική Αφρική πριν από τουλάχιστον 200.000 -150.000 χρόνια. Πριν από 40.000 χρόνια, με την εξάπλωση του είδους εκτός της Αφρικής ξεκίνησε ο αποικισμός του πλανήτη από τον σύγχρονο άνθρωπο. Ήδη το 10.000 π.Χ., οι Homo sapiens είχαν εξαπλωθεί στις περισσότερες από τις γωνίες της Αφρο-Ευρασίας. Οι διασπορές τους παρακολουθούνται από γλωσσικά, πολιτισμικά και γενετικά ευρήματα.[6][9][10] Η πρώτη ένδειξη αστρονομικής δραστηριότητας φαίνεται πως ήταν ένα σεληνιακό ημερολόγιο, που βρέθηκε στο οστό Ισάνγκο και χρονολογείται μεταξύ 23.000 και 18.000 π.Χ.[11]
Οι μελετητές θεώρησαν ότι δεν υπήρχαν πολεμικές εχθροπραξίες στο προϊστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας, και ότι αυτές προέκυψαν από πιο πολύπλοκα πολιτικά συστήματα ως αποτέλεσμα της κατοίκησης μακράς διαρκείας σε έναν οικισμό, της γεωργικής καλλιέργειας, κ. λπ.[12] Ωστόσο, τα ευρήματα στην περιοχή Ναταρούκ στην Κομητεία Τουρκάνα, Κένυα, όπου βρέθηκαν τα λείψανα 27 ατόμων που σκοτώθηκαν κατόπιν εκ προθέσεως επίθεσης από άλλη ομάδα πριν από 10.000 χρόνια, δείχνουν ότι οι ανθρώπινες διαμάχες είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία.[13]
Εμφάνιση της γεωργίας και ερημοποίηση της Σαχάρας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περί το 16.000 π.Χ., από τους λόφους της Ερυθράς Θάλασσας και τα βόρεια Υψίπεδα της Αιθιοπίας, ξηροί καρποί, χόρτα και κόνδυλοι συλλέγονταν για τρόφιμα. Την περίοδο 13.000 - 11.000 π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να συλλέγουν άγρια σιτηρά. Αυτό διαδόθηκε στη Δυτική Ασία, όπου καλλιεργήθηκαν τα άγρια σιτηρά, το σιτάρι και το κριθάρι. Μεταξύ 10.000 και 8000 π.Χ. στη Βορειοανατολική Αφρική καλλιεργούσαν σιτάρι και κριθάρι και μεγάλωναν πρόβατα και βοοειδή από τη Νοτιοδυτική Ασία. Μία περίοδος υγρού κλίματος στην Αφρική μετέτρεψε τα Αιθιοπικά Υψίπεδα σε ορεινό δάσος. Οι ομιλούντες την ομοτική γλώσσα καλλιεργούσαν Μουσοειδή ενσέτε (συγγενείς της μπανανιάς) την περίοδο 6500-5500 π.Χ. Περίπου το 7000 π.Χ., οι κάτοικοι των Αιθιοπικών Υψιπέδων είχαν εξημερωμένα γαϊδούρια, και από το 4000 π.Χ. το μεγάλωμα οικόσιτων γαϊδουριών είχε διαδοθεί στη Νοτιοδυτική Ασία. Την περίοδο 5500 - 3500 π.Χ. οι ομιλούντες κουσιτικά, εν μέρει αποφεύγοντας την εκτροφή βοειδών, καλλιεργούσαν φυτά τεφ και ελευσίνη την κορακάνα.[14][15]
Μεταξύ 8000 και 6000 π.Χ. στις στέπες και τις σαβάνες της Σαχάρας και του Σαχέλ στη Βορειοδυτική Αφρική, οι ομιλούντες γλώσσες Νείλου-Σαχάρας και ο λαός των Μαντέ άρχισαν να συλλέγουν και να καλλιεργούν άγριο κεχρί, Αφρικάνικο ρύζι και σόργο. Αργότερα, στο πρόγραμμα συγκομιδής και καλλιέργειας προστέθηκαν κολοκυνθοειδή, καρπούζια, ρίκινοι, και βαμβάκι. Οι άνθρωποι άρχισαν να πιάνουν άγρια βοοειδή και να τα κρατούν σε κυκλικούς αγκαθωτούς φράκτες, μέχρι που εξημερώθηκαν.[16] Επίσης, άρχισαν να κατασκευάζουν κεραμικά και να χτίζουν πέτρινους οικισμούς (όπως τα Ταϊσίτ και Ουαλάτα). Στους ανθρώπους των Μαντέ έχει αποδοθεί η ανεξάρτητη ανάπτυξη της γεωργίας την περίοδο 3000-4000 π.Χ.[17]
Στη Δυτική Αφρική, η υγρή φάση συνοδεύτηκε από ανάπτυξη τροπικών δασών και ξυλώδους σαβάνας από τη Σενεγάλη μέχρι το Καμερούν. Μεταξύ 9000 και 5000 π.Χ., οι ομιλούντες γλώσσες Νίγηρα-Κονγκό καλλιέργησαν ελαιοφοίνικες και φοίνικες ράφια. Καλλιέργησαν, επίσης, φυτά για σπόρους, όπως μαυρομάτικα φασόλια και βίνια (Αφρικανικά φιστίκια), ακολουθούμενα από μπάμιες και καρπούς κόλας. Δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα φυτά αναπτύσσονταν στο δάσος, οι ομιλούντες γλώσσες του Νίγηρα-Κονγκό χρησιμοποίησαν πέλεκεις από γυαλιστερές πέτρες για την εκκαθάριση του δάσους.[18]
Το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αφρικής είχε καταληφθεί από λαούς Πυγμαίους και Κόισαν που ασχολούνταν με το κυνήγι και τη συγκομιδή. Από αυτούς προέρχονται μερικές από τις παλαιότερες τέχνες βράχων.[19]
Για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια η Σαχάρα εναλλάσσεται από κατάσταση ερήμου σε λιβάδια σαβάνας ανά περιοδικά διαστήματα 41,000 χρόνων, φαινόμενο που οφείλεται στις μετατοπίσεις («μετάπτωση») του Γήινου άξονα κατά την περιστροφή του γύρω από τον ήλιο, και αλλάζει τη θέση του Βορειοαφρικανικού Μουσώνα.[20] Όταν ο Βορειοαφρικανικός μουσώνας έχει τη μέγιστη ετήσια βροχόπτωση και συνεπώς ή βλάστηση στην περιοχή της Σαχάρας αυξάνεται, προκύπτουν οι συνθήκες που κοινώς αναφέρονται ως η «πράσινη Σαχάρα». Για έναν σχετικά ασθενή Βορειοφρικανικό μουσώνα ισχύει το αντίθετο, μειωμένη ετήσια βροχόπτωση και λιγότερη βλάστηση σε μια φάση της κλιματικής αλλαγής στη Σαχάρα που ονομάζεται «έρημος Σαχάρας». Η Σαχάρα είναι έρημος εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, και αναμένεται ότι θα ξαναγίνει πράσινη σε περίπου 15.000 χρόνια (το 17.000 μ.Χ.).[21]
Λίγο πριν από την ερημοποίηση της Σαχάρας, οι κοινότητες που αναπτύχθηκαν νότια της Αιγύπτου, όπου βρίσκεται τώρα το Σουδάν, συμμετείχαν πλήρως στη Νεολιθική επανάσταση και ζούσαν εγκατεστημένοι σε μια περιοχή ή ημινομαδικά, με οικόσιτα ζώα και φυτά.[22] Πιστεύεται ότι τα μεγαλιθικά μνημεία που βρέθηκαν στο Νάμπτα Πλάγια είναι παραδείγματα των πρώτων παγκοσμίως γνωστών αρχαιοαστρονομικών συσκευών, που προηγήθηκαν του Στόουνχεντζ κατά 1.000 χρόνια.[23] Η κοινωνικοπολιτιστική πολυπλοκότητα που παρατηρείται στο Νάμπτα Πλάγια και εκφράζεται από διαφορετικά επίπεδα εξουσίας μέσα στην κοινωνία εκεί έχει προταθεί ως τη βάση για τη δομή της Νεολιθικής κοινωνίας στη Νάμπτα και το Παλαιό Βασίλειο της Αιγύπτου.[24] Από το 5000 π. Χ. η Αφρική έχει εισέλθει σε ξηρή κλιματική φάση, και το κλίμα στην περιοχή της Σαχάρας σταδιακά έγινε ξηρότερο. Ο πληθυσμός κινήθηκε από την περιοχή της Σαχάρας προς όλες τις κατευθύνσεις, και προς την Κοιλάδα του Νείλου κάτω από τον Δεύτερο Καταρράκτη, όπου εγκαταστάθηκαν σε μόνιμους ή ημι-μόνιμους οικισμούς. Ακολούθησε μεγάλη κλιματική ύφεση με μειωμένες τις βαριές και έντονες βροχοπτώσεις στην Κεντρική και Ανατολική Αφρική.
Κεντρική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Κεντρική Αφρική έχουν ανακαλυφθεί αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται πάνω από 100.000 χρόνων.[25] Πρόσφατα βρέθηκαν εκτεταμένες περιτοιχισμένες περιοχές και οικισμοί στο Ζιλουμ, Τσαντ, περίπου 60 χλμ. νοτιοδυτικά της Λίμνης Τσαντ που χρονολογούνται από την πρώτη χιλιετία π.Χ.[26][27]
Το εμπόριο και οι βελτιωμένες γεωργικές τεχνικές υποστήριξαν περισσότερο εξελιγμένες κοινωνίες, και αναπτύχθηκαν οι πρώτοι πολιτισμοί των Σάο, Κάνεμ, Μπόρνου, Σιλλούκ, Μπαγκίρμι, και Ουαντάι.[28]
Περί το 1.000 π.Χ. οι μετανάστες Μπαντού είχαν φτάσει στην Περιοχή των Μεγάλων Λιμνών στην Κεντρική Αφρική. Στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π. Χ., οι Μπαντού είχαν εγκατασταθεί ακόμα έως τον μακρινό νότο όπου βρίσκεται τώρα η Ανγκόλα.[29]
Μεταλλουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα μέταλλα που δουλεύτηκαν στην Αφρική ήταν μόλυβδος, χαλκός και μπρούντζος κατά την τέταρτη χιλιετία π.Χ.[30]
Στην Αίγυπτο άρχισαν την κατεργασία χαλκού κατά την προδυναστική περίοδο, και του μπρούντζου το αργότερο μετά το 3.000 π.Χ.[31] στην Αίγυπτο και τη Νουβία. Η Νουβία ήταν μια σημαντική πηγή χαλκού και χρυσού.[32] Η χρήση του χρυσού και του αργύρου στην Αίγυπτο χρονολογείται από την προδυναστική περίοδο.[33][34]
Μεταξύ 3000 και 2500 π.Χ. στα Όρη Ααΐρ, στον σημερινό Νίγηρα, η κατεργασία του χαλκού συνεχίστηκε ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στην κοιλάδα του Νείλου. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μοναδικές στην περιοχή, δηλαδή δεν ήταν ξενόφερτες, και έως το 1.500 π.Χ. ωρίμασαν περισσότερο.[34]
Από την 1η χιλιετία π.Χ., γινόταν κατεργασία του σιδήρου στη Βορειοδυτική Αφρική, την Αίγυπτο και τη Νουβία.[35] Υπάρχουν τεκμήρια ότι γινόταν χύτευση σιδήρου στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Καμερούν από το 3.000 - 2.500 π.Χ.[36] Το 670 π.Χ. οι Νούβιοι εκδιώχθηκαν από την Αίγυπτο από Ασσύριους που χρησιμοποιούσαν σιδερένια όπλα, και μεταγενέστερα διαδόθηκε ευρέως η χρήση του σιδήρου στην κοιλάδα του Νείλου.[37]
Η θεωρία ότι ο σίδηρος εξαπλώθηκε στην Υποσαχάρια Αφρική μέσω της Νουβικής πόλης Μερόη δεν είναι πλέον κοινά αποδεκτή. Η Μεταλλουργία στη Δυτική Αφρική έχει χρονολογηθεί ήδη από το 2.500 π.Χ. στο Έγκαρο δυτικά του Τερμίτ, Νίγηρα, και ο σίδηρος δουλεύεται εκεί από το 1.500 π.Χ..[38] Στην Κεντρική Αφρική, υπάρχουν στοιχεία ότι γίνεται κατεργασία του σιδήρου ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.[39] Η χύτευση του σιδήρου αναπτύχθηκε στην περιοχή μεταξύ της Λίμνης Τσαντ και των Αφρικανικών Μεγάλων Λιμνών μεταξύ 1000 και 600 π.Χ., πολύ πριν φτάσει στην Αίγυπτο. Προ του 500 π.Χ., ο Πολιτισμός Νοκ στο Οροπέδιο Τζος ήδη δούλευε τον σίδηρο.[40][41]
Αρχαιότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχαία ιστορία της Βόρειας Αφρικής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αρχαία Αίγυπτο και τη Νουβία. Στο Κέρας της Αφρικής, το Βασίλειο του Αξούμ κυβερνούσε τη σύγχρονη Ερυθραία, τη βόρεια Αιθιοπία και την παράκτια ζώνη του δυτικού τμήματος της Αραβικής Χερσονήσου. Το 2350 π.Χ. οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν δεσμούς με τη Γη του Πουντ. Το Πουντ ήταν εμπορικός συνεργάτης της Αρχαίας Αιγύπτου και πιστεύεται ότι βρισκόταν στη σύγχρονη Σομαλία, στο Τζιμπουτί ή στην Ερυθραία.[42] Οι Φοινικικές πόλεις, όπως η Καρχηδόνα, ήταν μέρος της Μεσογειακής εποχής του Σιδήρου και της κλασικής αρχαιότητας.
Αρχαία Αίγυπτος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ερημοποίηση της Σαχάρας, οι οικισμοί συγκεντρώθηκαν στην Κοιλάδα του Νείλου, όπου εμφανίστηκαν πολλά ιερά φυλαρχία. Οι περιφέρειες με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πίεση βρίσκονταν στο Δέλτα του Νείλου στην περιοχή της Κάτω Αιγύπτου, στην Άνω Αίγυπτο, και επίσης κατά μήκος του 2ου και του 3ου καταρράκτη έως το Ντόνγκολα στη Νουβία. Αυτή η πληθυσμιακή πίεση και η ανάπτυξη επήλθαν από την καλλιέργεια σοδειών νοτιοδυτικής ασιατικής προέλευσης, σιτηρών και κριθαριού, και την εκτροφή προβάτων, αιγών και βοοειδών. Η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύτηκε από διεκδικήσεις γεωργικής γης, ανταγωνισμούς και την ανάγκη ρύθμισης της γεωργίας. Για τη ρύθμιση σχηματίστηκαν και θεσπίστηκαν σώματα γραφειοκρατίας μέσα στα ιερά φυλαρχία. Το πρώτο και ισχυρότερο από τα φυλαρχία ήταν το Τα-Σέτι, που ιδρύθηκε περί το 3.500 π.Χ. Η ιδέα των ιερών φυλαρχίων εξαπλώθηκε σε όλη την Άνω και Κάτω Αίγυπτο.[43]
Στην Άνω και Κάτω Αίγυπτο μεταγενέστερα άρχισε ενοποίηση των φυλαρχίων προς ευρύτερες πολιτικές οντότητες, που κορυφώθηκε στην ενοποίηση της Αιγύπτου ως μία πολιτική οντότητα από τον Νάρμερ (Μήνης) το 3.100 π.Χ. Αντί να ανακηρυχθεί ιερός αρχηγός, έγινε θεϊκός βασιλιάς. Ο ενοθεϊσμός, ή λατρεία ενός μοναδικού θεού μέσα σε ένα πολυθεϊστικό σύστημα, που ασκούσαν στα ιερά φυλαρχία σε όλη την Άνω και Κάτω Αίγυπτο, εξελίχθηκε στην πολυθεϊστική Αρχαία Αιγυπτιακή θρησκεία. Τα σώματα της γραφειοκρατίας συγκεντρώθηκαν υπό την εξουσία των φαραώ, και διευθύνονταν από βεζίρηδες, κυβερνήτες, φοροεισπράκτορες, στρατηγούς, καλλιτέχνες και τεχνικούς. Αυτοί ασχολούνταν με τη συλλογή των φόρων, την οργάνωση των εργασιών για τα μεγάλα δημόσια έργα, και την οικοδόμηση συστημάτων άρδευσης, πυραμίδων, ναών, και καναλιών. Κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Δυναστείας (2620–2480 π.Χ.) αναπτύχθηκε το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, με το Λεβάντες για ξυλεία, με τη Νουβία για χρυσό και δέρματα, με τη Γη του Πουντ για λιβάνι, και επίσης με τα δυτικά εδάφη της Λιβύης. Στο μεγαλύτερο μέρος του παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου αναπτύχθηκαν τα θεμελιώδη συστήματα, ιδρύματα και πολιτισμοί, πάντα μέσα από την κεντρική γραφειοκρατία και από τη θεότητα του Φαραώ.[44]
Μετά την τέταρτη χιλιετία π.Χ. η Αίγυπτος άρχισε να επεκτείνει τον άμεσο στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο των νότιων και δυτικών γειτόνων της. Από το 2.200 π.Χ., η σταθερότητα του Παλαιού Βασιλείου υπονομεύθηκε από την αντιπαλότητα μεταξύ των διοικητών των νομών που αμφισβήτησαν την εξουσία των φαραώ και από τις επιδρομές των Ασιατών στο Δέλτα του Νείλου. Η Πρώτη Μεταβατική Περίοδος είχε αρχίσει, μια περίοδος πολιτικού διχασμού και αβεβαιότητας.[45]
To Μέσο Βασίλειο της Αιγύπτου ανέκυψε όταν ο Μεντουχοτέπ Β' της Ενδέκατης Δυναστείας ενοποίησε την Αίγυπτο μεταξύ 2041 και 2016 π.Χ. αρχίζοντας με την κατάκτηση της Δέκατης Δυναστείας το 2041 π.Χ.[46][47] Το κτίσιμο πυραμίδων συνεχίστηκε, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων αναδύθηκε εκ νέου, και το κέντρο εξουσίας μεταφέρθηκε από τη Μέμφις στη Θήβα. Οι δεσμοί με τις νότιες περιοχές του Κους, Ουαουάτ και Ιρθέτ στον δεύτερο καταρράκτη ενισχύθηκαν. Στη συνέχεια ακολούθησε η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος, με την εισβολή των Υξώς με ιππήλατα άρματα και μπρούντζινα όπλα, μια τεχνολογία πρωτόγνωρη στην Αίγυπτο. Τα ιππήλατα άρματα σύντομα διαδόθηκαν στη δύση, στην κατοικήσιμη Σαχάρα και τη Βόρεια Αφρική. Οι Υξώς δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα Αιγυπτιακά εδάφη και απορροφήθηκαν από την Αιγυπτιακή κοινωνία. Αυτό τελικά οδήγησε σε μια από τις πιο ισχυρές φάσεις της Αιγύπτου, το Νέο Βασίλειο (1580–1080 π.Χ.) της 18ης Δυναστείας. Η Αίγυπτος έγινε μια υπερδύναμη που έλεγχε τη Νουβία και την Ιουδαία ενώ ασκούσε πολιτική επιρροή στη Λιβύη δυτικά και στη Μεσόγειο.[45]
Όπως και πριν, το Νέο Βασίλειο έληξε με την εισβολή των Λίβυων πριγκίπων από τα δυτικά, που οδήγησε στην Τρίτη Μεταβατική Περίοδο. Αρχίζοντας με τον Σέσωγχις Α', ιδρύθηκε η 22η Δυναστεία που κυβέρνησε για δύο αιώνες.[45]
Στα νότια επιβεβαιώνονταν η ανεξαρτησία και η δύναμη της Νουβίας. Αυτή η επαναβεβαίωση οδήγησε στην κατάκτηση της Αιγύπτου από τη Νουβία, που ξεκίνησε από τον Κάστα και ολοκληρώθηκε από τον Πιανκί (751-730 π.Χ.) και τον Σαμπακά (716-695 Π. χ.). Έτσι γεννήθηκε η 25η Δυναστεία της Αιγύπτου. Οι Νούβιοι προσπάθησαν να αποκαταστήσουν Αιγυπτιακές παραδόσεις και έθιμα, και κυβέρνησαν την Αίγυπτο για εκατό χρόνια. Αυτό τελείωσε από μια εισβολή των Ασσυρίων, στην οποία ο Τιρχάκα βίωσε την πλήρη ισχύ των Ασσυριακών σιδερένιων όπλων. Ο Νούβιος φαραώ Τανταμανί ήταν ο τελευταίος της 25ης δυναστείας.[45]
Όταν οι Ασσύριοι και οι Νούβιοι έφυγαν, ανήλθε η νέα 26η Δυναστεία από το Σάις. Διήρκεσε μέχρι το 525 π.Χ., όταν οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αίγυπτο. Αντίθετα με τους Ασσύριους, οι Πέρσες έμειναν. Το 332 π.Χ. η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτή ήταν η αρχή της δυναστείας των Πτολεμαίων, που έληξε με την κατάκτηση από τους Ρωμαίους το 30 π.Χ. Ήταν το τέλος της Φαραωνικής Αιγύπτου.[45]
Νουβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περί το 3500 π.Χ., ένα από τα πρώτα ιερά βασίλεια που ανέκυψαν στον Νείλο ήταν το Τα-Σέτι, στη βόρεια Νουβία. Ήταν ισχυρό βασίλειο στην Κοιλάδα του Νείλου, στον 1ο και τον 2ο καταρράκτη, που ασκούσε επιρροή στα κοντινά φυλαρχία βάσει εικονογραφικών απεικονίσεων της Άνω Αιγύπτου. Το Τα-Σέτι είχε εμπορικές συναλλαγές έως και μέχρι τη Συρο-Παλαιστίνη, καθώς και με την Αίγυπτο. Έκαναν εξαγωγές χρυσού, χαλκού, φτερών στρουθοκάμηλου, έβενου και ελεφαντόδοντου στο Παλαιό Βασίλειο. Από τον 32 αιώνα π.Χ. το Τα-Σέτι παράκμασε. Μετά την ενοποίηση της Αιγύπτου από τον Νάρμερ το 3100 π.Χ., το Τα-Σέτι δέχτηκε εισβολή από τον Φαραώ Χορ-Αχά της Πρώτης Δυναστείας, που κατέστρεψε τα τελευταία απομεινάρια του βασιλείου. Το Τα-Σέτι σχετίζεται με τον Πολιτισμό Α' Ομάδας όπως είναι γνωστός στην αρχαιολογία.[48]
Για αιώνες μετά το 3000 π.Χ. μικρά ιερά φυλαρχία συνέχισαν να εμφανίζονται στο Νουβιανό τμήμα του Νείλου. Προς τα τέλη της τρίτης χιλιετίας ενοποιήθηκαν περαιτέρω. Αναδύθηκαν δύο βασίλεια: το Βασίλειο Σάι νότια της Αιγύπτου και το Βασίλειο Κέρμα στον τρίτο καταρράκτη. Κάποτε γύρω στον 18ο αιώνα π.Χ., το Βασίλειο Κέρμα κατέκτησε το Βασίλειο Σάι και έγινε σοβαρός ανταγωνιστής για την Αίγυπτο. Το Κέρμα κατείχε την περιοχή από τον πρώτο καταρράκτη ως τη συμβολή του Μπλε Νείλου, του Λευκού Νείλου, και του Ποταμού Ατμπάρα. Περί το 1575 - 1550 π.Χ., κατά τα τέλη της 7ης Δυναστείας, το Βασίλειο Κέρμα[49] συμμάχησε με τους Υξώς και εισέβαλε στην Αίγυπτο.[50]
Τελικά κατά την 18η Δυναστεία η Αίγυπτος δραστηριοποιήθηκε και κατέκτησε το Βασίλειο του Κέρμα ή Κους, το οποίο κυβέρνησε για σχεδόν 500 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι Κουσίτες προσαρτήθηκαν στην Αίγυπτο. Από το 1100 π.Χ. οι Αιγύπτιοι είχαν αποσυρθεί από το Κους. Η περιοχή ανέκτησε την ανεξαρτησία της και διατήρησε την κουλτούρα της. Στο Κους αναπτύχθηκε μια νέα θρησκεία με επίκεντρο τον Άμμωνα και τη Ναπάτα ως πνευματικό κέντρο. Το 730 π.Χ. το Βασίλειο του Κους εισέβαλε στην Αίγυπτο, κατέλαβε τη Θήβα και εδραίωσε την Αυτοκρατορία της Νουβίας. Η αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Παλαιστίνη ως τη συμβολή των Ποταμών Μπλε Νείλος, Λευκός Νείλος και Ατμπάρα.[51]
Το 760 π.Χ. οι Κουσίτες εκδιώχθηκαν από την Αίγυπτο από Ασσυρίους κραδαίνοντες σιδηρά όπλα. Αργότερα, η διοικητική πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από τη Ναπάτα στη Μερόη, όπου αναπτύχθηκε ο νέος πολιτισμός της Νουβίας. Αρχικά οι Μεροΐτες ήταν σαν Αιγύπτιοι, αλλά τελικά διαφοροποιήθηκαν. Η Νουβία έγινε κέντρο παραγωγής σιδήρου και βαμβακερών υφασμάτων. Το Αιγυπτιακό σύστημα γραφής αντικαταστάθηκε από το Μεροϊτικό αλφάβητο. Ο θεός λιοντάρι Απεδεμάκ προστέθηκε στο Αιγυπτιακό πάνθεο των θεών. Οι εμπορικοί σύνδεσμοι με την Ερυθρά Θάλασσα αυξήθηκαν, συνδέοντας τη Νουβία με τη Μεσογειακή Ελλάδα. Η αρχιτεκτονική και η τέχνη τους διαφοροποιήθηκαν, με εικόνες από λιοντάρια, στρουθοκαμήλους, καμηλοπαρδάλεις και ελέφαντες. Τελικά, με την άνοδο του Αξούμ, οι εμπορικοί δεσμοί της Νουβίας έσπασαν και υπέστη περιβαλλοντική υποβάθμιση από την εκτεταμένη υλοτόμηση που ήταν απαραίτητη για την παραγωγή σιδήρου. Το 350 μ.Χ. ο Αξουμίτης βασιλιάς Εζάνα έφερε τη Μερόη στο τέλος της.[52]
Καρχηδόνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αιγύπτιοι αναφέρονταν στους ανθρώπους στα δυτικά του Νείλου, τους προγόνους των Βερβέρων, ως Λίβυους. Οι Λίβυοι ήταν αγρότες, όπως οι Μαούρι από το Μαρόκο και οι Νουμιδιανοί από την κεντρική και ανατολική Αλγερία και την Τυνησία. Ήταν, επίσης, νομάδες, είχαν άλογα, και καταλάμβαναν άγρια βοσκοτόπια και έρημο, όπως οι Γαιτούλοι. Οι Βερβέροι που ήταν νομάδες της ερήμου συνήθως βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τους Βερβέρους που ήταν παράκτιοι αγρότες.[53]
Οι Φοίνικες ήταν ναύτες της Μεσογείου σε συνεχή αναζήτηση για πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χαλκός, ο χρυσός, ο κασσίτερος και ο μόλυβδος. Άρχισαν να εποικίζουν τις ακτές της Βόρειας Αφρικής ιδρύοντας οικισμούς — κάνοντας εμπόριο και συναναστροφές με τον εγγενή πληθυσμό των Βερβέρων. Το 814 π.Χ. οι Φοίνικες από την Τύρο ίδρυσαν την πόλη της Καρχηδόνας. Από το 600 π.Χ. η Καρχηδόνα είχε γίνει μια μεγάλη εμπορική οντότητα και δύναμη στη Μεσόγειο, κυρίως μέσω του εμπορίου με την τροπική Αφρική. Η ευημερία της Καρχηδόνας προώθησε την ανάπτυξη των Βερβέρικων βασιλείων, Νουμιδία και Μαυριτανία. Περί το 500 π.Χ. η Καρχηδόνα παρείχε μία δυνατή ορμή για το εμπόριο με την Υποσαχάρια Αφρική. Οι Βερβέροι μεσάζοντες, που διατηρούσαν επαφές με την Υποσαχάρια Αφρική από τον καιρό που ερημοποιήθηκε η έρημος, χρησιμοποιούσαν ζώα για τη μεταφορά προϊόντων από όαση σε όαση. Ο κίνδυνος καραδοκούσε από τους Γκαραμάντες της Φεζ που λεηλατούσαν τα καραβάνια. Στις εμπορικές συναλλαγές ανταλλάσσονταν αλάτι και μεταλλικά εμπορεύματα για χρυσό, σκλάβους, χάντρες και ελεφαντόδοντο.[54]
Οι Καρχηδόνιοι ανταγωνίζονταν τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Πολέμησαν τους Καρχηδονιακούς Πολέμους, τρεις πολέμους με τη Ρώμη: τον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο (264 - 241 π.Χ.) για τη Σικελία, τον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο (218 - 201 π. Χ.) στον οποίο ο Αννίβας εισέβαλε στην Ευρώπη και τον Τρίτο Καρχηδονιακό Πόλεμο (149 - 146 π.Χ.). Η Καρχηδόνα έχασε τους δύο πρώτους πολέμους, και στον τρίτο καταστράφηκε καταλήγοντας να είναι Ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής, με το Βερβερικό Βασίλειο της Νουμιδίας να βοηθά τη Ρώμη. Ως Ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής έγινε μεγάλος προμηθευτής γεωργικών προϊόντων, όπως σιτάρι, ελιές και ελαιόλαδο, στην αυτοκρατορική Ρώμη λόγω εξωφρενικής φορολογίας. Δύο αιώνες αργότερα, η Ρώμη έθεσε τα Βερβερικά βασίλεια Νουμιδία και Μαυριτανία υπό την εξουσία της. Το 420 μ.Χ. οι Βάνδαλοι εισέβαλαν στη Βόρεια Αφρική και η Ρώμη έχασε εδάφη. Στη συνέχεια τα Βερβερικά βασίλεια ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους.[55]
Ο χριστιανισμός κατοχύρωσε τη θέση του στην Αφρική από την Αλεξάνδρεια τον 1ο αιώνα μ.Χ. και εξαπλώθηκε στη Βορειοδυτική Αφρική.[56] Από το 313 μ.Χ., με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, όλη η Ρωμαϊκή Βόρεια Αφρική ήταν Χριστιανική.[57] Οι Αιγύπτιοι υιοθέτησαν τον Μονοφυσίτικο Χριστιανισμό και δημιούργησαν την ανεξάρτητη Κοπτική Εκκλησία.[58] Οι Βέρβεροι ενστερνίστηκαν τον Δονατιστικό Χριστιανισμό. Και οι δύο ομάδες εξίσου αρνήθηκαν να αποδεχτούν την εξουσία της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.[59]
Ρόλος των Βερβέρων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθώς η δύναμη της Καρχηδόνας αυξανόταν, η επιρροή της στον αυτόχθονα πληθυσμό αυξήθηκε δραματικά. Ο Βερβέρικος πολιτισμός βρισκόταν ήδη σε ένα στάδιο στο οποίο η γεωργία, η παραγωγή, το εμπόριο, και η πολιτική οργάνωση υποστήριζαν αρκετά κράτη. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Καρχηδόνας και των Βερβέρων στο εσωτερικό ήταν ανεπτυγμένες, αλλά η επεκτατική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την υποδούλωση ή επιστράτευση ορισμένων Βερβέρων και στην είσπραξη φόρων από άλλους. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι Βέρβεροι μαζί με τους Γαλάτες αποτελούσαν σημαντικά συστατικά στοιχεία του Καρχηδόνιου στρατού. Οι Βερβέροι στρατιώτες συμμετείχαν στην Εξέγερση των Μισθοφόρων, τα έτη 241 - 238 π.Χ., όταν κατόπιν της ήττας της Καρχηδόνας στον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο έμειναν απλήρωτοι. Οι Βέρβεροι κατορθώσαν να υποτάξουν ένα μεγάλο μέρος της της Βορειοαφρικανικής Καρχηδόνιας επικράτειας, και έκοψαν νομίσματα που έφεραν το όνομα της Λιβύης, όπως χρησιμοποιούταν στην ελληνική γλώσσα για να αναφερθεί στους ιθαγενείς της Βόρειας Αφρικής. Το κράτος των Καρχηδονίων παράκμασε μετά από μια σειρά από διαδοχικές ήττες από τους Ρωμαίους στους Καρχηδονιακούς Πολέμους, και το 146 π.Χ. η πόλη της Καρχηδόνας καταστράφηκε. Καθώς η εξουσία της Καρχηδόνας εξασθενούσε, η επιρροή των Βερβέρων αρχηγών στην ενδοχώρα μεγάλωνε. Μέχρι τον 2ο αιώνα π. Χ. είχαν αναδυθεί αρκετά μεγάλα αλλά χαλαρά διοικούμενα Βερβέρικα βασίλεια. Δύο από αυτά ήταν εγκατεστημένα στη Νουμιδία, πίσω από τις παράκτιες περιοχές που ελέγχονταν από την Καρχηδόνα. Δυτικά της Νουμιδίας βρισκόταν η Μαυριτανία, που εκτεινόταν κατά μήκος του Ποταμού Μουλούγια στο Μαρόκο έως τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το αποκορύφωμα του Βερβέρικου πολιτισμού, απαράμιλλο μέχρι την έλευση των Αλμοάδων και της Δυναστείας των Αλμοραβίδων μια χιλιετία αργότερα, επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μασινίσσα τον 2ο αιώνα π.Χ. Μετά τον θάνατο του Μασινίσσα το 148 π.Χ. τα Βερβέρικα βασίλεια χωρίστηκαν και επανασυνδέθηκαν πολλές φορές. Ο οίκος του Μασινίσσα επέζησε μέχρι το 24 μ.Χ. που οι εναπομείνασες Βερβέρικες περιοχές προσαρτήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[60][61]
Σομαλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρόγονοι των Σομαλών ήταν ένας σημαντικός σύνδεσμος στο Κέρας της Αφρικής για το εμπόριο της περιοχής με τον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο. Οι Σομαλοί ναυτικοί και έμποροι ήταν οι κύριοι προμηθευτές λιβανιού, μύρου και μπαχαρικών, που ήταν πολυτέλειες μεγάλης αξίας για τους Αρχαίους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, τους Μυκηναίους και τους Βαβυλώνιους.[62][63]
Κατά την κλασική εποχή, αρκετές ευημερούσες πόλεις-κράτη της Σομαλίας όπως η Οπώνη, το Μοσυλλόν, το Ακρωτήριο Γκουαρνταφούι, και το Μαλάο αναμετρούνταν με τους Σαβαίους, τους Παρθιανούς και τους Αξουμίτες για το πλούσιο Ινδο–Ελληνορωμαϊκό εμπόριο.[64]
Ρωμαϊκή Βόρεια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αυξήσεις στην αστικοποίηση και στην καλλιεργήσιμη γη κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας προκάλεσαν μαζικές μετακινήσεις στην κοινωνία των Βερβέρων, αναγκάζοντας τις νομαδικές φυλές να εγκατασταθούν ή να εγκαταλείψουν τα παραδοσιακά χωριά τους. Οι μη αποδημητικές φυλές έχασαν την αυτονομία τους και τη σύνδεση με τη γη. Η αντιπολίτευση της Βερβερικής στη Ρωμαϊκή παρουσία ήταν σχεδόν δεδομένη.
Η Ρωμαϊκή στρατιωτική παρουσία στη Βόρεια Αφρική παρέμεινε σχετικά μικρή, αποτελούμενη από περίπου 28.000 στρατιώτες και βοηθητικές μονάδες στη Νουμιδία και τις δύο επαρχίες της Μαυριτανίας. Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αυτές οι φρουρές ήταν επανδρωμένες κυρίως από τους κατοίκους της περιοχής.[65][66]
Εκτός από την Καρχηδόνα, η αστικοποίηση στη Βόρεια Αφρική προήρθε εν μέρει από την εγκαθίδρυση οικισμών βετεράνων υπό τους ρωμαίους αυτοκράτορες Κλαύδιος (βασίλεψε 41-54), Νέρβας (96-98), και Τραϊανός (98-117). Στην Αλγερία τέτοιοι οικισμοί ήταν η Τιπάσα, το Κουρκούλουμ (σύγχρονο Τζεμίλα), το Θαμουγκάντι (σύγχρονο Τιμγκάντ), και το Σιτίφις (σύγχρονο Σετίφ). Η ευημερία των περισσότερων πόλεων βασιζόταν στη γεωργία. Αποκαλούμενη "σιτοβολώνας της αυτοκρατορίας", η Βόρεια Αφρική έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιτηρών στην αυτοκρατορία, προμηθεύοντας τις επαρχίες που δεν παρήγαγαν δημητριακά, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Στις εξαγόμενες καλλιέργειες συμπεριλαμβάνονταν φρούτα, σύκα, σταφύλια και φασόλια. Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. το ελαιόλαδο ανταγωνιζόταν τα σιτηρά ως εξαγόμενο αγαθό.[67][68]
Οι αρχές της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής φαίνονταν λιγότερο σοβαρές στη Βόρεια Αφρική από ό, τι αλλού. Ωστόσο, γίνονταν εξεγέρσεις. Το 238 μ.Χ. οι γαιοκτήμονες επαναστάτησαν ανεπιτυχώς ενάντια στις αυτοκρατορικές φορολογικές πολιτικές. Την περίοδο 253 - 288 μ.Χ., κατά την Κρίση του 3ου αιώνα, έγιναν σποραδικές φυλετικές εξεγέρσεις στα βουνά της Μαυριτανίας. Επίσης, οι πόλεις είχαν οικονομικές δυσκολίες και η οικοδομική δραστηριότητα είχε σταματήσει.[69]
Οι πόλεις της Ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής είχαν έναν μεγάλο πληθυσμό Εβραίων. Από αυτούς ορισμένοι είχαν απελαθεί από την Ιουδαία ή την Παλαιστίνη τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. λόγω επανάστασης εναντίον της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, ενώ άλλοι είχαν έρθει νωρίτερα με Καρχηδόνιους εποίκους. Επίσης, ορισμένες φυλές Βερβέρων είχαν προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό.[70]
Η έλευση του χριστιανισμού τον 2ο αιώνα σύντομα κέρδισε μεταστροφές στις πόλεις και μεταξύ των σκλάβων. Περισσότεροι από ογδόντα επίσκοποι, μερικοί από τις πιο απομακρυσμένες παραμεθόριες περιοχές της Νουμιδίας, προσήλθαν στη Σύνοδο της Καρχηδόνας το 256 μ.Χ. Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα οι οικισμοί είχαν εκχριστιανιστεί, και μερικές φυλές Βερβέρων είχαν αλλαξοπιστήσει μαζικά.[71][72]
Το 313 μ.Χ. μεταξύ των Χριστιανών στη Βόρεια Αφρική ξεκίνησε ένα εκκλησιαστικό σχίσμα που έγινε γνωστή ως η αίρεση του Δονατισμού. Οι Δονατιστές τόνιζαν την αγιότητα της εκκλησίας και αρνούνταν να αποδεχθούν την εξουσία της διαχείρισης των θρησκευτικών μυστηρίων σε αυτούς που είχαν παραδώσει για κάψιμο τα χριστιανικά τους βιβλία όταν απαγορεύτηκαν υπό τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό (βασίλεψε 284-305). Οι δονατιστές, επίσης, αντιτάχθηκαν στη συμμετοχή του Μέγα Κωνσταντίνου (βασίλεψε 306-337) σε εκκλησιαστικές υποθέσεις αντίθετα με την πλειοψηφία των Χριστιανών που καλοδέχτηκαν την επίσημη αυτοκρατορική αναγνώριση.[73][74][75]
Οι ενίοτε βίαιες διαμάχες των Δονατιστών θεωρούνται ως ένας αγώνας μεταξύ των αντιπάλων και των υποστηρικτών του Ρωμαϊκού συστήματος. Από τους βορειοαφρικάνους κριτικούς στις θέσεις των Δονατιστών ο καλύτερα κατανοητός ήταν ο Αυγουστίνος, επίσκοπος στο Βασιλικός Ιππών. O Αυγουστίνος υποστήριξε ότι η αναξιότητα του ιερέα δεν επηρέαζε την εγκυρότητα των μυστηρίων επειδή ο πραγματικός λειτουργός ήταν ο Ιησούς Χριστός. Στα κηρύγματά και τα βιβλία του, ο Αυγουστίνος που θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος του Χριστιανικού δόγματος, ανέπτυξε μια θεωρία για το δικαίωμα των ορθοδόξων Χριστιανών ηγεμόνων να χρησιμοποιήσουν βία για να καταστείλουν σχισματικούς και αιρετικούς. Μολονότι η διαμάχη επιλύθηκε με απόφαση μιας αυτοκρατορικής επιτροπής στην Καρχηδόνα το 411, οι κοινότητες των δονατιστών εξακολούθησαν να υπάρχουν ως τα τέλη του 6ου αιώνα.[76]
Η μείωση στο εμπόριο αποδυνάμωσε τον Ρωμαϊκό έλεγχο. Ανεξάρτητα βασίλεια αναδύθηκαν σε ορεινές και άγονες περιοχές, πόλεις υπερπληθύστηκαν, και οι Βερβέροι, που προηγουμένως είχαν ωθηθεί στα παραμεθόρια άκρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επέστρεψαν.[77]
Κατά τη διάρκεια του Βανδαλικού Πολέμου ο Βελισάριος, στρατηγός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού με έδρα στην Κωνσταντινούπολη, έφτασε στη Βόρεια Αφρική το 533 με 16.000 άνδρες και μέσα σε ένα χρόνο κατέστρεψε το Βασίλειο των Βανδάλων. Η τοπική αντιπολίτευση καθυστέρησε τον πλήρη Βυζαντινό έλεγχο της περιοχής για δώδεκα χρόνια, και όταν τελικά ήρθε ο αυτοκρατορικός έλεγχος ήταν μόνο μια σκιά του ελέγχου που ασκούσε η Ρώμη. Παρόλο που χτίστηκε μια εντυπωσιακή σειρά οχυρώσεων, η Βυζαντινή κυριαρχία διακυβευόταν από την κρατική διαφθορά, την ανικανότητα, τη στρατιωτική αδυναμία και την Κωνσταντινουπολίτικη αδιαφορία για τα θέματα της Αφρικής, και έτσι έγινε εύκολος στόχος για τους Άραβες κατά τις Πρώιμες Μουσουλμανικές κατακτήσεις. Ως αποτέλεσμα, πολλές αγροτικές περιοχές επανήλθαν στην κυβέρνηση των Βερβέρων.[78][79]
Αξούμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παλαιότερη πολιτεία στην Ερυθραία και τη βόρεια Αιθιοπία, το Ντ'μτ, χρονολογείται από τον 8ο - 7ο αιώνα π.Χ. Το Ντ'μτ διακινούσε εμπορεύματα μέσω της Ερυθράς Θάλασσας προς την Αίγυπτο και τη Μεσόγειο, και προμήθευε λιβάνι. Μέχρι τον 5ο - 3ο αιώνα το Ντ'μτ είχε παρακμάσει και τη θέση του πήραν αρκετά διαδοχικά κράτη. Αργότερα υπήρξε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών με τη Νότια Αραβία, κυρίως με το λιμάνι των Σαβαίων. Η Άδουλις έγινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο στα Υψίπεδα της Αιθιοπίας. Η αλληλεπίδραση των λαών στις δύο περιοχές, των Σαβαίων της Νότιας Αραβίας και των βόρειων Αιθιόπων, είχε ως αποτέλεσμα τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Γκι'ιζ και τελικά το σύστημα γραφής των Γκι'ιζ. Οι εμπορικοί δεσμοί αυξήθηκαν και επεκτάθηκαν από την Ερυθρά Θάλασσα στη Μεσόγειο, με την Αίγυπτο, την Ελλάδα και τη Ρώμη, στη Μαύρη Θάλασσα και στην Περσία, την Ινδία και την Κίνα. Το Αξούμ ήταν πασίγνωστο σε αυτές τις περιοχές. Από τον 5ο αιώνα π.Χ., η περιοχή ήταν πολύ ευημερούσα, με εξαγωγές ελεφαντόδοντων, δερμάτων ιπποπόταμων, χρυσόσκονης, μπαχαρικών, και ζωντανών ελεφάντων. Εισήγαγαν ασήμι, χρυσό, ελαιόλαδο και κρασί. Το Αξούμ παρασκεύαζε κρυστάλλους από γυαλί, ορείχαλκο και χαλκό για εξαγωγή. Αναδύθηκε ένα ισχυρό Αξούμ, με ενοποιημένα τμήματα του ανατολικού Σουδάν, της βόρειας Αιθιοπίας (Τιγκράι), και της Ερυθραίας. Οι βασιλιάδες του έχτισαν ανάκτορα από πέτρα και ενταφιάστηκαν κάτω από μεγαλιθικά μνημεία. Από το 300 μ.Χ. στο Αξούμ κυκλοφόρησαν δικά τους νομίσματα από χρυσό και ασήμι.[80]
Το 331 μ.Χ. ο Βασιλιάς Εζάνα (320–350 μ.Χ.) προσηλυτίστηκε στον Μιαφυσιτικό Χριστιανισμό που πίστευε στη μία ενωμένη θεία-ανθρώπινη φύση του Χριστού, μάλλον από τον Φρουμέντιο και τον Αιδέσιο που αποβιβάστηκαν στην ακτή της Ερυθράς θάλασσας. Ορισμένοι διανοούμενοι θεώρησαν ότι η ενέργεια ήταν πιο περίπλοκη και σταδιακή από μια απλή μεταστροφή. Περί το 350, που ο Εζάνα λεηλάτησε τη Μερόη, η Συριακή μοναστική παράδοση ρίζωσε στην Αιθιοπική εκκλησία.[81]
Τον 6ο αιώνα το Αξούμ ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να προσαρτήσει τη Γη των Σαβαίων και την Αραβική χερσόνησο στην αυτοκρατορία του. Στα τέλη του 6ου αιώνα, η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών εκδίωξε το Αξούμ από τη χερσόνησο. Με την εξάπλωση του Ισλάμ σε όλη τη Δυτική Ασία και τη Βόρεια Αφρική τα εμπορικά δίκτυα του Αξούμ στη Μεσόγειο κλονίστηκαν. Το εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα ελαττώθηκε καθώς εκτράπηκε προς τον Περσικό Κόλπο και κυριαρχήθηκε από Άραβες, με αποτέλεσμα την παρακμή του Αξούμ. Από το 800 μ.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε νότια προς την ενδοχώρα και το Αξούμ συρρικνώθηκε πολύ.[82]
Δυτική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο δυτικό Σαχέλ η ευημερία των οικισμών προήλθε κατά πολύ από την καλλιέργεια κεχριού και σόργου. Τα ευρήματα της αρχαιολογίας δείχνουν ευμεγέθεις αστικούς πληθυσμούς στη Δυτική Αφρική από τη 2η χιλιετία π.Χ. Οι συμβιωτικές εμπορικές σχέσεις αναπτύχθηκαν προ του υπερσαχάριου εμπορίου, ανταποκρινόμενες στις ευκαιρίες που πρόσφεραν τα ποικιλόμορφα οικοσυστήματα σε ερήμους, λιβάδια και δάση βορρά και νότου. Οι αγρότες προμηθεύονταν αλάτι από τους νομάδες της ερήμου. Οι νομάδες της ερήμου προμηθεύονταν κρέατα και άλλα τρόφιμα από τους βοσκούς και τους αγρότες των χωραφιών και από τους ψαράδες στον Ποταμό Νίγηρα. Οι κάτοικοι των δασών προμήθευαν γούνες και κρέατα.[83]
Τα Νταρ Τιχίτ και Ουαλάτα στη σημερινή Μαυριτανία βρίσκονταν σε εξέχουσα θέση μεταξύ των πρώιμων αστικών κέντρων, και χρονολογούνται από το 2.000 π.Χ. Περίπου 500 πέτρινοι οικισμοί βρίσκονταν διάσπαρτοι στην περιοχή της παλαιάς σαβάνας στη Σαχάρα. Οι κάτοικοι τους ψάρευαν και καλλιεργούσαν κεχρί. Οι κατασκευές αποδίδονται στους Σονίνκε του λαού των Μαντέ. Περί το 300 π.Χ. η περιοχή είχε περισσότερη ξηρασία και οι οικισμοί άρχισαν να μειώνονται, μάλλον μετεγκαταστάθηκαν στο Κούμπι Σαλέχ. Αρχιτεκτονικά ευρήματα και σύγκριση των έργων κεραμικής τέχνης δείχνουν ότι το Νταρ Τιχίτ σχετιζόταν με την παρεπόμενη Αυτοκρατορία Γκάνα. Το Τζενέ-Τζενό (στο σημερινό Μάλι) κατοικήθηκε περί το 300 π.Χ., και η πόλη μεγάλωσε για να στεγάσει έναν αρκετά μεγάλο πληθυσμό της Εποχής του Σιδήρου, όπως μαρτυρούν τα συνωστισμένα νεκροταφεία. Οι ζωντανές δομές φτιάχνονταν από λάσπη αποξηραμένη στον ήλιο. Το 250 π.Χ. το Τζενέ-Τζενό είχε γίνει μια μεγάλη, ακμάζουσα εμπορική πόλη.[84][85]
Πιο νότια, στην κεντρική Νιγηρία, γύρω στο 1.000 π.Χ. αναπτύχθηκε ο πολιτισμός Νοκ στο Οροπέδιο Τζος. Ήταν μία εξαιρετικά συγκεντρωτική κοινότητα. Η τέχνη των Νοκ περιλάμβανε ρεαλιστικές αναπαραστάσεις σε τερακότα, όπως ανθρώπινα κεφάλια, ελέφαντες και άλλα ζώα. Από το 500 π.Χ. κατεργάζονταν τον σίδηρο. Μέχρι το 200 μ.Χ. ο πολιτισμός των Νοκ είχε εξαφανιστεί.[86]
H εξάπλωση των Μπαντού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εξάπλωση των Μπαντού ήταν μια μετακίνηση πληθυσμού σημαντική για την Αφρικανική ιστορία και τη διευθέτηση της ηπείρου. Οι ομιλούντες γλώσσες Μπαντού (παραλλαγή της οικογένειας γλωσσών Νίγηρα-Κονγκό) ξεκίνησαν κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. να εξαπλώνονται από το Καμερούν προς τα ανατολικά στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Στην 1η χιλιετία π.Χ., οι γλώσσες Μπαντού εξαπλώθηκαν από την περιοχή των μεγάλων Λιμνών στη νότια και ανατολική Αφρική. Τον 2ο αιώνα π.Χ. το πρώτο κύμα μεταναστεύσεων κινήθηκε νότια προς την άνω κοιλάδα Ζαμβέζη. Μετά οι ομιλητές Μπαντού κινήθηκαν δυτικά προς τις σαβάνες της σημερινής Ανγκόλα και ανατολικά στο Μαλάουι, τη Ζάμπια και τη Ζιμπάμπουε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Πριν από 2000 χρόνια το δεύτερο κύμα κινήθηκε από τις Μεγάλες Λίμνες ανατολικά προς τις ακτές του Ινδικού ωκεανού, την Κένυα και την Τανζανία. Τελικά, η ανατολική ομάδα συνάντησε τους νότιους μετανάστες από την περιοχή των μεγάλων Λιμνών, στο Μαλάουι, τη Ζάμπια και τη Ζιμπάμπουε. Και οι δύο ομάδες συνέχισαν προς τον νότο, ενώ οι ανατολικές ομάδες συνέχισαν προς τη Μοζαμβίκη, έφτασαν στο Μαπούτο τον 2ο αιώνα μ.Χ. και επεκτάθηκαν ως το Ντέρμπαν. Από τα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ. η εξάπλωση είχε φτάσει στον Μεγάλο Ποταμό Κέι στη σημερινή Νότια Αφρική. Η καλλιέργεια σόργου που ήταν σημαντική για τους Μπαντού δεν ευδοκίμησε εξαιτίας των χειμερινών βροχοπτώσεων στη Ναμίμπια και το δυτικό ακρωτήριο. Οι υπόλοιπες περιοχές της νότιας Αφρικής κατοικούνταν από τους Κοεσάν.[88][88][89]
Μεσαιωνική και Πρώιμη Νεότερη Περίοδος (6ος-18ος αιώνας)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιτισμός των Σαο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πολιτισμός των Σάο άκμασε από τον 6ο αιώνα π. Χ. ως τα τέλη του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Κεντρική Αφρική. Οι Σάο έζησαν στα περίγυρα του Ποταμού Τσάρι, νότια της Λίμνης Τσαντ, στην περιοχή που αργότερα έγινε τμήμα του Καμερούν και του Τσαντ. Είναι οι πρώτοι άνθρωποι που έχουν αφήσει σαφή ίχνη της παρουσίας τους στην επικράτεια του σύγχρονου Καμερούν. Σήμερα, αρκετές εθνοτικές ομάδες του βορείου Καμερούν και του νότιου Τσαντ, και ιδιαίτερα οι Σάρα ισχυρίζονται ότι προέρχονται από τον πολιτισμό των Σάο. Τα ευρήματα από τους Σάο δείχνουν ότι ήταν ικανοί τεχνίτες στην κατεργασία του μπρούντζου, του χαλκού και του σιδήρου.[90] Στα ευρήματα περιλαμβάνονται μπρούτζινα γλυπτά, αγάλματα ανθρωπόμορφα και ζώων από τερακότα, νομίσματα, τεφροδόχοι, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, εξαιρετικά διακοσμημένα αγγεία, και δόρατα.[91] Το μεγαλύτερα αρχαιολογικά ευρήματα των Σάο έχουν βρεθεί στα νότια της Λίμνης Τσαντ.[92]
Αυτοκρατορία Κάνεμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αυτοκρατορία Κάνεμ ήταν επικεντρωμένη στη Λεκάνη Τσάντ. Από τον 9ο αιώνα μ.Χ. ήταν γνωστή ως Αυτοκρατορία των Κάνεμ και διήρκεσε ως το ανεξάρτητο βασίλειο του Μπόρνου μέχρι το 1893. Στο αποκορύφωμά της εκτεινόταν σε μια περιοχή που κάλυπτε μεγάλο μέρος του Τσαντ, τμήματα της σύγχρονης νότιας Λιβύης, του ανατολικού Νίγηρα, της βορειοανατολικής Νιγηρίας, του βόρειου Καμερούν, του Νότιου Σουδάν και της κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Η ιστορία της Αυτοκρατορίας είναι κυρίως γνωστή από τα Βασιλικά Χρονικά ή Γκίργκαμ που ανακαλύφθηκαν το 1851 από τον Γερμανό ταξιδιώτη Χέινριχ Μπάρθ.[93] Οι Κάνεμ ευημέρησαν τον 8ο αιώνα στην περιοχή βόρεια και ανατολικά της Λίμνης Τσαντ. Η αυτοκρατορία των Κάνεμ άρχισε να παρακμάζει, συρρικνώθηκε, και τον 14ο αιώνα ηττήθηκε από εισβολείς Μπιλάλα από την περιοχή της Λίμνης Φίτρι.[94]
Περί τον 9ο αιώνα μ.Χ. ιδρύθηκε η κεντρική Σουδανική Αυτοκρατορία του Κάνεμ, με πρωτεύουσα στο Ντζίμι, από τους ομιλούντες Κανούρι νομάδες. Το Κάνεμ ανήλθε συμμετέχοντας στο υπερσαχάριο εμπόριο. Έδιναν σκλάβους που είχαν αιχμαλωτίσει με επιδρομές στα νότια με αντάλλαγμα βορειοαφρικανικά άλογα, τα οποία με τη σειρά τους βοηθούσαν στην απόκτηση περισσότερων σκλάβων. Στα τέλη του 11ου αιώνα ιδρύθηκε η Ισλαμική Δυναστεία Σαυφάουα από τον Χουμάη ιμπν Σαλάμνα. H Δυναστεία κυβέρνησε για 771 χρόνια και ήταν από τις πιο μακροχρόνιες δυναστείες στην ιστορία της ανθρωπότητας.[95] Οι κύριες πηγές κρατικών εσόδων ήταν το εμπόριο και η φορολόγηση των τοπικών αγροκτημάτων στα περίγυρα του Κάνεμ. Το Κάνεμ έφτασε στο αποκορύφωμά του με τον Μάη (βασιλιάς) Ντουναμα Ντιμπαλεμι ιμπν Σάλμα (1210-1248). Στις παρατάξεις της αυτοκρατορίας περιλαμβάνονταν 40.000 ιππείς, και εκτεινόταν από το Φεζάν στα βόρεια ως το κράτος των Σάο στα νότια. Το Ισλάμ εδραιώθηκε σταθερά στην αυτοκρατορία. Τα προσκυνήματα στη Μέκκα ήταν κοινά και το Κάιρο διέθετε ξενώνες ειδικά για τους προσκυνητές από το Κάνεμ.[96][97]
Αυτοκρατορία Μπόρνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Κανούρι οδηγούμενοι από τους Σαυφάουα μετανάστευσαν προς τα δυτικά και νότια της λίμνης, όπου ίδρυσαν την Αυτοκρατορία Μπόρνου. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα η αυτοκρατορία των Μπόρνου είχε επεκταθεί και ανακατέλαβαν τα μέρη του Κάνεμ που είχαν κατακτηθεί από τους Μπιλάλα.[98] Στα δορυφορικά κράτη των Μπόρνου περιλαμβάνονταν το Νταμαγκάραμ στα δυτικά και το Μπαγκίρμι στα νοτιοανατολικά της Λίμνης Τσαντ. Γύρω στο 1400 η Δυναστεία Σαυφάουα μετέφερε την πρωτεύουσα των Μπόρνου σε ένα υποτελές κράτος νοτιοδυτικά της Λίμνης Τσαντ με νέα πρωτεύουσα το Μπίρνι Γκαζαργκάμο. Η υπερβόσκηση είχε επιφέρει στα βοσκοτόπια του Κάνεμ πολλή ξηρασία. Επιπλέον, η πολιτική αντιπαλότητα από τη φυλή Μπιλάλα ήταν έντονη. Με την μεταφορά στο Μπόρνου η αυτοκρατορία βρέθηκε σε καλύτερη θέση για εκμετάλλευση του υπερσαχάριου εμπορίου και διεύρυνση του εμπορικού δικτύου. Επίσης, συστάθηκαν δεσμοί με τα Βασίλεια των Χάουσα που αντάλλασσαν άλογα και αλάτι από τη Μπιλμά για χρυσό των Ακάν.[99] Ο Μάη Αλι Γκαζι ιμπν Ντουναμα (1475-1503) νίκησε τους Μπιλάλα και επανέκτησε τον πλήρη έλεγχο του Κάνεμ.[100] Στις αρχές του 16ου αιώνα η Δυναστεία Σαυφάουα παγιώθηκε ως δύναμη κατοχής στον πληθυσμό των Μπόρνου μετά από πολλές εξεγέρσεις. Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ο Μάη Ίντρις Αλόμα εκσυγχρόνισε τον στρατό του, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία Σονγκάι. Για την εκπαίδευση του στρατού χρησιμοποιήθηκαν Τούρκοι μισθοφόροι. Η Δυναστεία Σαυφάουα ήταν οι πρώτοι μονάρχες στα νότια της Σαχάρας που εισήγαγαν πυροβόλα όπλα.[100] Η αυτοκρατορία έλεγχε όλο το Σαχέλ από τα σύνορα του Νταρφούρ στα ανατολικά ως τη γη των Χάουσα στα δυτικά. Διατήρησαν φιλικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω της Τρίπολης και ο Μάη αντάλλασσε δώρα με τον Οθωμανό σουλτάνο.[101]
Κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το Μπόρνου. Τον 18ο αιώνα ήταν κέντρο της Ισλαμικής μάθησης. Ωστόσο, ο στρατός τους ήταν ξεπερασμένος επειδή δεν εισήγαγε νέα όπλα,[99] και οι Κάνεμ-μπου είχαν επίσης αρχίσει να παρακμάζουν. Η δύναμη του μαη υπονομεύθηκε από την ξηρασία και την πείνα που γίνονταν ολοένα και πιο έντονες, την εσωτερική εξέγερση στα βόρεια χωράφια, την αυξανόμενη δύναμη των Χάουσα, και την εισαγωγή πυροβόλων όπλων που έκαναν τις πολεμικές συρράξεις πιο αιματηρές. Tο 1841 o τελευταίος μαη καθαιρέθηκε, και ήταν το τέλος για την μακρόβια Δυναστεία Σαυφάουα.[100] Αντικαταστάθηκε από τη δυναστεία αλ-Κανέμι των σέχου που ανήλθε στην εξουσία.
Βασίλειο Σιλλούκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο Σιλλούκ ήταν επικεντρωμένο στο Νότιο Σουδάν από τον 15ο αιώνα, κατά μήκος μια λωρίδας γης στη δυτική όχθη του Λευκού Νείλου, από τη Λίμνη Νο ως το 12° βόρειο γεωγραφικό πλάτος. Η πρωτεύουσα και το βασιλικό ανάκτορο βρίσκονταν στην πόλη της Φασόντα. Το βασίλειο ιδρύθηκε κατά τα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ. από την πρώτο του κυβερνήτη, Νηικάνγκ. Κατά τον 19ο αιώνα το Βασίλειο Σιλλούκ κινδύνευσε από παρακμή κατόπιν στρατιωτικών επιθέσεων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αργότερα από τον Βρετανικό και τον Σουδανικό αποικισμό στο Αγγλο-Αιγυπτιακό Σουδάν.[102]
Βασίλειο Μπαγκίρμι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο του Μπαγκίρμι υπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, νοτιοανατολικά της Λίμνης Τσαντ όπου βρίσκεται τώρα η χώρα Τσαντ. Το Μπαγκίρμι αναδύθηκε νοτιοανατολικά της Αυτοκρατορίας Κάνεμ-Μπόρνου με πρώτο ηγεμόνα τον Μπάνγκ Μπίρνι Μπέσσε. Αργότερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αυτοκρατορία Μπόρνου κατέκτησε το κράτος και το κατέστησε υποτελές.[103]
Αυτοκρατορία Ουαντάι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αυτοκρατορία Ουαντάι ήταν επικεντρωμένη στο Τσαντ και την κεντροαφρικανική Δημοκρατία από τον 17ο αιώνα. Οι Τουντζούρ ίδρυσαν το Βασίλειο Ουαντάι στα ανατολικά του Μπόρνου τον 16ο αιώνα. Τον 17ο αιώνα έγινε η επανάσταση των Μάμπα που άρχισαν μια Μουσουλμανική δυναστεία.[104]
Αρχικά το Ουαντάι ήταν υποτελές στο Μπόρνου και το Νταρφούρ, αλλά από τον 18ο αιώνα ήταν πλήρως ανεξάρτητο και είχε γίνει επιθετικό με τους γείτονές του.[105] Από τον 15ο αιώνα το Βασίλειο του Κάνο, στα δυτικά του Μπόρνου, είχε γίνει το πιο ισχυρό από τα Βασίλεια Χάουσα με μια ασταθή ανακωχή με το Βασίλειο του Κατσίνα στα βόρεια.[106] Και οι δύο προσαρτήθηκαν στο Χαλιφάτο Σοκότο κατά τη διάρκεια του Φουλάνι Τζιχάντ το 1805, που απείλησε και το Μπόρνου.[107]
Αυτοκρατορία Λούμπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ 1300 - 1400 μ.Χ. ο Κονγκόλο Μουάμπα από τη φυλή Μπαλόπουε ενοποίησε τον λαό των Λούμπα κοντά στη Λίμνη Κισάλε. Ίδρυσε τη Δυναστεία Κονγκόλο που αργότερα ανατράπηκε από τον Καλάλα Ιλούνγκα. Ο Καλάλα επέκτεινε το βασίλειο δυτικά της Λίμνης Κισάλε. Το νέο συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα περιλάμβανε πνευματικούς βασιλιάδες (μπαλόπουε) με αυλικούς συμβούλους τους επικεφαλής διοικητές, υπαρχηγούς και αρχηγούς χωριών. Ο μπαλόπουε επικοινωνούσε άμεσα με τα πνεύματα των προγόνων και ήταν επιλεγμένος από αυτά. Τα υποτελή κράτη εντάχθηκαν στο σύστημα και αντιπροσωπεύονταν στην αυλή με τους τίτλους τους. Η εξουσία του μπαλόπουε βασιζόταν μάλλον στην πνευματική του δύναμη παρά σε στρατιωτική ισχύ. Ο στρατός ήταν σχετικά μικρός. Οι Λούμπα βρίσκονταν σε θέση να ελέγξουν το περιφερειακό εμπόριο και να συλλέξουν φόρους για αναδιανομή. Σχηματίστηκαν αρκετά παρακράτη από ιδρυτές που ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη Λούμπα. Το πολιτικό σύστημα των Λούμπα εξαπλώθηκε σε όλη την Κεντρική Αφρική, τη νότια Ουγκάντα, τη Ρουάντα, το Μπουρούντι, το Μαλάουι, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, και το δυτικό Κονγκό. Δύο μεγάλες αυτοκρατορίες που δηλώθηκαν ως απόγονοι των Λούμπα ήταν η Αυτοκρατορία Λούντα και η Αυτοκρατορία Μαράβι. Οι άνθρωποι των Μπέμπα και των Μπασίμπα στη βόρεια Ζάμπια κατάγονταν από μετανάστες από τη Λούμπα που έφτασαν στη Ζάμπια τον 17ο αιώνα.[108][109]
Αυτοκρατορία Λούντα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περί το 1450 ένας Λούμπα από τη βασιλική οικογένεια Ιλούνγκα Τσιμπίντα παντρεύτηκε τη βασίλισσα Ρουητζ των Λούντα και γεννήθηκε ενότητα στον λαό των Λούντα. Ο γιος τους μουλοπουε Λουσηνγκ επέκτεινε το βασίλειο. Ο γιος του Ναουητζ επέκτεινε την αυτοκρατορία περαιτέρω και έγινε γνωστός ως ο πρώτος αυτοκράτορας των Λούντα με τον τίτλο μουάτο υαμβο, ο Άρχοντας των Φιδιών. Το πολιτικό σύστημα των Λούμπα διατηρήθηκε και οι κατακτημένοι λαοί εντάχθηκαν στο σύστημα. Ο μουάτο υαμβο ανέθεσε έναν κιλόλο (βασιλικό σύμβουλο) και φοροεισπράκτορα σε κάθε υποτελές κράτος.[110][111]
Πολλά κράτη ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από τους Λούντα. Το Ιμπανγκάλα στην ενδοχώρα της Ανγκόλα ισχυριζόταν ότι ιδρύθηκε από τον Κινγκούρι, αδελφό της Βασίλισσας Ρουητζ, που δεν μπορούσε να ανεχθεί την κυβέρνηση του μουλόπουε Τσιμπούντα. Το όνομα Κινγκούρι έγινε ο τίτλος των βασιλέων στα κράτη που ιδρύθηκαν από τον ίδιο. Οι Λουένα και Λόζι στη Ζάμπια, επίσης, ισχυρίστηκαν ότι κατάγονται από τον Κινγκούρι. Τον 17ο αιώνα, ένας αρχηγός και πολεμιστής των Λούντα, ο Μουάτα Καζέμπε, ίδρυσε το βασίλειο του Ανατολικού Λούντα στην κοιλάδα του Ποταμού Λουαπούλα. Η δυτική επέκτασή του Λούντα είδε ισχυρισμούς καταγωγής από τους Γιάκα και τους Πέντε. Το Λούντα συνέδεε την Κεντρική Αφρική με το εμπόριο της δυτικής ακτής. Το βασίλειο του Λούντα έφτασε στο τέλος τον 19ο αιώνα, όταν καταλήφθηκε από τους Τσόκουε, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με πυροβόλα όπλα.[111][112]
Βασίλειο του Κονγκό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τον 15ο αιώνα μ.Χ., οι αγρότες Μπακόνγκο (μπα είναι το πρόθεμα πληθυντικού) ήταν ενοποιημένοι ως το Βασίλειο του Κονγκό υπό έναν αρχηγό που ονομαζόταν μανικόνγκο, που κατοικούσε στην εύφορη περιοχή της Λίμνης Μαλέμπο στον κάτω Ποταμό Κονγκό. Η πρωτεύουσα τους ήταν το Μπάνζα Κονγκό. Με ανώτερη οργάνωση, κατάφεραν να κατακτήσουν τους γείτονές τους και να τους καταστήσουν υποτελείς. Κατείχαν τις τέχνες της μεταλλουργίας, της κεραμικής και της ύφανσης με τη χρήση φύλλων από φοινικόδεντρα. Ενθάρρυναν το διαπεριφερειακό εμπόριο με σύστημα φόρων που ελεγχόταν από τον μανικόνγκο. Αργότερα στην περιοχή εισήχθησαν αραβόσιτος και κασάβα (μανιόκα) μέσω του εμπορίου με τους πορτογάλους στα λιμάνια τους στη Λουάντα και τη Μπενγκέλα. Το καλαμπόκι και η μανιόκα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή και σε άλλα μέρη της Αφρικής, και αντικατέστησαν το κεχρί ως βασικές τροφές.[113]
Tον 16ο αιώνα, o μανικόνγκο είχε την εξουσία από τον Ατλαντικό στα δυτικά έως τον Ποταμό Κουάνγκο στα ανατολικά. Σε κάθε περιοχή είχε ανατεθεί ένας μάνι-μπέμπε (έπαρχος) από τον μανικόνγκο. Το 1506 ο Αφόνσο Α' (1506–1542), ένας Χριστιανός, ανέλαβε τον θρόνο. Το δουλεμπόριο αυξήθηκε με τους κατακτητικούς πολέμους του Αφόνσο. Περί το 1568-1569, οι Τζάγκα εισέβαλαν στο Κονγκό, προκάλεσαν καταστροφές στο βασίλειο και ώθησαν τον μανικόνγκο προς την εξορία. Το 1574 o μανικόνγκο Αλβάρο Α' επανέκτησε τον θρόνο με τη βοήθεια Πορτογάλων μισθοφόρων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1660 οι Πορτογάλοι προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του Κονγκό. Ο Μανικόνγκο Αντόνιο Α' (1661-1665) με έναν στρατό από 5.000 Κονγκολέζους καταστράφηκε από τον Αφρο-πορτογαλικό στρατό στη Μάχη της Μπουίλα. Η αυτοκρατορία διαλύθηκε σε μικρές πολιτείες που πολεμούσαν μεταξύ τους για την κατοχή αιχμάλωτων πολέμου που θα πουλούσαν στο σκλαβοπάζαρο.[114][115][116]
Το Κονγκό αποκτούσε αιχμαλώτους από το Βασίλειο του Ντόνγκο με κατακτητικούς πολέμους. Το Ντόνγκο κυβερνούνταν από τον νγκόλα. Επίσης εμπλεκόταν σε δουλεμπόριο με τους Πορτογάλους, με το Σάο Τομέ ως σημείο διέλευσης προς τη Βραζιλία. Το βασίλειο δεν ήταν τόσο φιλόξενο όσο το Κονγκό, και αντιμετώπιζε τους Πορτογάλους με μεγάλη καχυποψία και σαν εχθρούς. Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα οι Πορτογάλοι προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του Ντόνγκο αλλά ηττήθηκαν από τους Αμπούντου. Το Ντόνγκο αντιμετώπιζε πληθυσμιακή μείωση από τις επιδρομές των δουλεμπόρων. Οι αρχηγοί ίδρυσαν μία πολιτεία στο Ματάμπα, που ανατέθηκε στη Βασίλισσα Νζίνγκα, που πρόβαλλε ισχυρή αντίσταση στους πορτογάλους μέχρι να φτάσουν σε συμβιβασμό. Οι Πορτογάλοι εγκαταστάθηκαν κατά μήκος της ακτής ως δουλέμποροι, χωρίς να επιχειρούν εξορμήσεις για κατάκτηση της ενδοχώρας. Εκεί η δουλεία έσπειρε τον όλεθρο με τα κράτη να πολεμούν για την απόκτηση αιχμαλώτων. Οι Ιμπανγκάλα σχημάτισαν ένα κράτος από επιδρομείς για σκλάβους, το Κασάντζε, που κατά τον 17ο - 18ο αιώνα ήταν σημαντική πηγή σκλάβων.[117][118]
Κέρας της Αφρικής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σομαλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γέννηση του Ισλάμ στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας απέναντι από τη Σομαλία σήμαινε ότι οι έμποροι και ναυτικοί που ζούσαν στην Αραβική Χερσόνησο προοδευτικά επηρεάζονταν από τη νέα θρησκεία μέσω των εμπορικών συναλλαγών με προσηλυτισμένους Άραβες Μουσουλμάνους. Με τη μετανάστευση των Μουσουλμανικών οικογενειών από τον Ισλαμικό κόσμο στη Σομαλία κατά τους πρώτους Ισλαμικούς αιώνες, και την ειρηνική μεταστροφή του πληθυσμού της Σομαλίας από τους Σομαλούς Μουσουλμάνους λόγιους κατά τους επόμενους αιώνες, οι αρχαίες πόλεις-κράτη τελικά διαμορφώθηκαν στα Ισλαμικά Μογκαντίσου, Μπερμπέρα, Σεϋλάκ, Μπαράβα και Μέρκα, που ήταν όλα μέρος του πολιτισμού των Βερβέρων (ο μεσαιωνικός Αραβικός όρος για τους προγόνους των σύγχρονων Σομαλών).[119][120] Η πόλη του Μογκαντίσου έγινε γνωστή ως η Πόλη του Ισλάμ[121] και έλεγχε το ανατολικό Αφρικάνικο εμπόριο χρυσού για αρκετούς αιώνες.[122]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σουλτανάτα όπως η Αυτοκρατορία Ατζουράν και το Σουλτανάτο του Μογκαντίσου, και δημοκρατίες όπως οι Μπαράβα, Μέρκα και Ώμπυο και τα αντίστοιχα λιμάνια τους άκμασαν και είχαν επικερδές εμπόριο με το εξωτερικό με τα πλοία που ταξίδευαν προς και έρχονταν από την Αραβία, την Ινδία, τη Βενετία,[123] την Περσία, την Αίγυπτο, την Πορτογαλία και έφταναν ως την Κίνα. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, που πέρασε από το Μογκαντίσου τον 15ο αιώνα, έγραψε ότι ήταν μια μεγάλη πόλη με σπίτια 4 ή 5 ορόφων και μεγάλα παλάτια στο κέντρο, και πολλά τζαμιά με κυλινδρικούς μιναρέδες.[124]
Τον 16ο αιώνα ο Ντουάρτε Μπαρμπόσα έγραψε ότι πολλά πλοία από το Βασίλειο της Καμπάυα στη σύγχρονη Ινδία ταξίδευαν στο Μογκαντίσου με υφάσματα και μπαχαρικά, τα οποία αντάλλασσαν με χρυσό, κερί και ελεφαντόδοντο. Ο Μπαρμπόσα τόνισε επίσης την αφθονία κρέατος, σιταριού, κριθαριού, αλόγων και φρούτων στις παράκτιες αγορές, που ήταν πολύ επικερδή για τους εμπόρους.[125] Το Μογκαντίσου, ως κέντρο μιας ακμάζουσας κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας που ήταν γνωστή ως τουμπ μπεναντίρ (ειδική για τις αγορές στην Αίγυπτο και τη Συρία),[126] μαζί με τις Μέρκα και Μπαράουα, αποτελούσαν σταθμούς διέλευσης για τους Σουαχίλι εμπόρους από τη Μομπάσα και το Μαλίντι και για το εμπόριο χρυσού από το Κίλουα.[127] Οι Εβραίοι έμποροι από τα Στενά του Ορμούζ έφερναν τα Ινδικά υφάσματα και τα φρούτα τους στις ακτές της Σομαλίας για να τα ανταλλάξουν με σιτηρά και ξυλεία.[128]
Τον 15ο αιώνα αναπτύχθηκαν εμπορικές σχέσεις με τη Μαλάκκα,[129] με υφάσματα, άμβρα, και πορσελάνη ως κύρια εμπορεύσιμα αγαθά.[130] Στην Κινεζική Αυτοκρατορία Μινγκ εξάγονταν καμηλοπαρδάλεις, ζέβρες και λιβάνι, που καθιέρωσαν τους Σομαλούς εμπόρους ως ηγέτες στο εμπόριο μεταξύ Ασίας και Αφρικής[131] ενώ η Κινεζική γλώσσα επηρεάστηκε με δάνεια από τη Σομαλική γλώσσα. Οι Ινδουιστές έμποροι από το Σουράτ και οι νοτιοανατολικοί Αφρικάνοι έμποροι από το Πατέ, επιδιώκοντας να παρακάμψουν τόσο τον πορτογαλικό αποκλεισμό όσο και την εμπλοκή του Ομάν, χρησιμοποιούσαν τα Σομαλικά λιμάνια στις Μέρκα και Μπαράουα (που βρίσκονταν εκτός της δικαιοδοσίας των δύο δυνάμεων) για να διεξάγουν τις εμπορικές συναλλαγές τους με ασφάλεια και χωρίς προβλήματα.[132]
Αιθιοπία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την περίοδο 1137–1270 η δυναστεία Ζάγκουε κυβέρνησε πολλά μέρη της σύγχρονης Αιθιοπίας και της Ερυθραίας. Το όνομα της δυναστείας προέρχεται από τους ομιλούντες κουσιτικά Αγκάου στη βόρεια Αιθιοπία. Από το 1270 μ.Χ. και για πολλούς αιώνες, η Σολομωνική δυναστεία κυβέρνησε την Αιθιοπική Αυτοκρατορία.[133][134]
Στις αρχές του 15ου αιώνα η Αιθιοπία προσπάθησε να συνάψει διπλωματικές επαφές με τα Ευρωπαϊκά βασίλεια για πρώτη φορά από τον καιρό των Αξουμιτών. Διασώθηκε ένα γράμμα από τον Βασιλιά Ερρίκο Δ' της Αγγλίας στον Αυτοκράτορα της Αβησσυνίας.[135] Το 1428, ο Αυτοκράτορας Ισαάκ Α' έστειλε δύο απεσταλμένους τον Αλφόνσο Ε' της Αραγωνίας, ο οποίος έστειλε σε ανταπόδοση απεσταλμένους που όμως απέτυχαν να ολοκληρώσουν το ταξίδι της επιστροφής.[136]
Οι πρώτες διαρκείς σχέσεις με μια Ευρωπαϊκή χώρα άρχισαν το 1508 με το Βασίλειο της Πορτογαλίας, υπό τον Αυτοκράτορα Ντάγουιτ Β', που μόλις είχε κληρονομήσει τον θρόνο από τον πατέρα του.[137] Αυτή αποδείχθηκε να είναι μια σημαντική εξέλιξη όταν η αυτοκρατορία υπέστη τις επιθέσεις του Ανταλού στρατηγού και ιμάμη, Αχμάντ ιμπν Ιμπραήμ αλ-Γκάζι (ο «αριστερόχειρας»), και η Πορτογαλία υποβοήθησε τον Αιθίοπα αυτοκράτορα αποστέλλοντας όπλα και τετρακόσιους άνδρες, που συνέβαλλαν στη νίκη του γιου του Κλαύδιου υπεράνω του Αχμάντ και την αποκατάσταση της εξουσίας του.[138] Ο Αβυσσινιακός–Ανταλικός Πόλεμος ήταν, επίσης, ένας από τους πρώτους διαμεσολαβητικούς πολέμους στην περιοχή καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Πορτογαλία πήραν θέσεις στη σύγκρουση.[139]
Όταν ο Αυτοκράτορας Σισίνος Α' μεταστράφηκε στο Ρωμαϊκό Καθολικισμό το 1624, ακολούθησαν χρόνια εξεγέρσεων και πολιτικών αναταραχών με αποτέλεσμα χιλιάδες θανάτους.[140] Οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι είχαν προσβάλλει την Ορθόδοξη πίστη των ντόπιων Αιθιόπων, και την 25 Ιουνίου 1632 ο γιος του Σισίνιου, Αυτοκράτορας Φασιλίδης, αποκατέστησε ως θρησκεία του κράτους τον Αιθιοπικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό και εξόρισε τους Ιησουίτες ιεραποστόλους και άλλους Ευρωπαίους.[141][142]
Βόρεια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μαγκρέμπ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 711 μ.Χ. το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών είχε κατακτήσει όλη τη Βόρεια Αφρική. Από τον 10ο αιώνα, η πλειοψηφία του βορειοαφρικανικού πληθυσμού ήταν Μουσουλμάνοι.[144]
Από τον 9ο αιώνα μ.Χ., η ενότητα που έφερε η Ισλαμική κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής και η επέκταση του Ισλαμικού πολιτισμού έφτασαν σε τέρμα. Προέκυψαν συγκρούσεις για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο διάδοχος του προφήτη. Οι Ομεϋάδες, αρχικά, είχαν τον έλεγχο του Χαλιφάτου με πρωτεύουσα τη Δαμασκό. Αργότερα πήραν τον έλεγχο οι Αββασίδες και μετέφεραν την πρωτεύουσα στη Βαγδάτη. Οι Βέρβεροι, που ήταν ανεξάρτητα πνεύματα και αφιλόξενοι προς τις εξωτερικές παρεμβάσεις στις υποθέσεις τους και την αποκλειστικότητα των Αράβων στο ορθόδοξο Ισλάμ, υιοθέτησαν το σιιτικό και το Χαριζιτικό Ισλάμ που θεωρούνταν εξίσου ανορθόδοξα και αφιλόξενα προς την εξουσία του Χαλιφάτου των Αββασιδών. Kατά τον 8ο - 9ο αιώνα πολλά Χαριζιτικά βασίλεια ανέβηκαν και έπεσαν αξιώνοντας την ανεξαρτησία τους από τη Βαγδάτη. Στις αρχές του 10ου αιώνα ομάδες σιιτών από τη Συρία που ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από την κόρη του Μωάμεθ, Φάτιμα, ίδρυσαν τη Δυναστεία των Φατιμίδων στο Μαγκρέμπ. Μέχρι το 950 είχαν κατακτήσει όλες τις χώρες του Μαγκρέμπ και μέχρι το 969 όλη την Αίγυπτο. Αμέσως αποστασιοποιήθηκαν από τη Βαγδάτη.[145]
Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί μια καθαρότερη μορφή του Ισλάμ μεταξύ των Σανχάτζα Βερβέρων, ο Αμπνταλλάχ Ιμπν Γιασίν ίδρυσε το Αλμοραβιδικό κίνημα στη σημερινή Μαυριτανία και τη Δυτική Σαχάρα. Οι Σανχάτζα Βερβέροι, όπως οι Σονίνκε, ασκούσαν μια θρησκεία ιθαγενών παράλληλα με το Ισλάμ. Ο Αμπνταλλάχ ιμπν Γιασίν βρήκε έτοιμες μεταστροφές στους Λαμτούνα Σανχάτζα, που ήταν υποτελείς των Σονίνκε στα νότια και των Ζενάτα Βερβέρων στα βόρεια. Από τη δεκαετία του 1040 όλο το Λαμτούνα είχε μεταστραφεί στο Αλμοραβιδικό κίνημα. Με τη βοήθεια του Γιάχυα Ιμπν Ουμάρ και του αδελφού του Αμπού Μπάκρ Ιμπν Ουμάρ, οι γιοι του αρχηγού του Λαμτούνα, οι Αλμοραβίες δημιούργησαν μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από το Σαχέλ μέχρι τη Μεσόγειο. Μετά τον θάνατο των Αμπνταλλάχ ιμπν Γιασίν και Γιάχυα ιμπν Ουμάρ, ο Αμπού Μπακρ χώρισε την αυτοκρατορία σε δύο μισά, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον Γιουσούφ ιμπν Τασφίν, επειδή ήταν πάρα πολύ μεγάλη για να κυβερνηθεί από ένα μόνο άτομο. Ο Αμπού Μπακρ πήρε τα νότια για να συνεχίσει τον πόλεμο με τους Σονίνκε, και ο Γιουσούφ ιμπν Τασφίν πήρε τα βόρεια επεκτείνοντας τα στη νότια Ισπανία. To 1087 o θάνατος του Αμπού Μπακρ είδε μια διάλυση της ενότητας και αυξημένες στρατιωτικές εντάσεις στα νότια. Αυτό προκάλεσε μία εκ νέου επέκταση των Σονίνκε. Οι Αλμοραβίδες κάποτε θεωρούνταν υπεύθυνοι για την κατάρριψη της Αυτοκρατορίας της Γκάνα το 1076, αλλά αυτή η θεωρία απορρίφθηκε.[146]
Κατά τον 10ο - 13ο αιώνα, υπήρξε μεγάλη κινητικότητα των βεδουίνων από την Αραβική Χερσόνησο. Περί το 1050, ένα τέταρτο του εκατομμυρίου Άραβες νομάδες από την Αίγυπτο μετανάστευσαν στο Μαγκρέμπ. Όσοι ακολούθησαν τη βόρεια ακτή αναφέρονται ως Μπανού Χιλάλ, και όσοι κινήθηκαν νότια της οροσειράς Άτλας αναφέρονται ως Μπανού Σουλάυμ. Με αυτήν την κίνηση εξαπλώθηκε η χρήση της αραβικής γλώσσας εις βάρος της Βερβερικής γλώσσας και προωθήθηκε ο Αραβισμός της Βόρειας Αφρικής. Αργότερα μια εξαραβισμένη ομάδα Βερβέρων, οι Χουάρα, κινήθηκαν νότια προς τη Νουβία μέσω της Αιγύπτου.[147]
Τη δεκαετία του 1140 ο Αμπντ αλ-Μου'μιν ανακήρυξε τζιχάντ για τους Αλμοραβίδες καταλογίζοντάς τους παρακμή και διαφθορά. Ένωσε τους βόρειους Βερβέρους κατά των Αλμοραβίδων, ανατρέποντας τους και σχηματίζοντας την Αυτοκρατορία των Αλμοάδων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Μαγκρέμπ εξισλαμίστηκε πλήρως και είδε την εξάπλωση των γραμμάτων, την ανάπτυξη της άλγεβρας, και τη χρήση του αριθμού μηδέν και των δεκαδικών ψηφίων. Από τον 13ο αιώνα οι πολιτείες των Αλμοάδων είχαν χωριστεί σε τρία αντίπαλα κράτη. Οι μουσουλμανικές πολιτείες στην Ιβηρική Χερσόνησο είχαν κατά πολύ εξαφανιστεί από τα Χριστιανικά βασίλεια της Καστίλης, της Αραγωνίας, και της Πορτογαλίας. Περί το 1415 η Πορτογαλία ενεπλάκη σε ένα ρεκονκίστα της Βόρειας Αφρικής καταλαμβάνοντας τη Θέουτα, και στους μετέπειτα αιώνες η Ισπανία και η Πορτογαλία κατέλαβαν άλλα λιμάνια στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Το 1492, στο τέλος του Πολέμου της Γρανάδας, η Ισπανία νίκησε τους Μουσουλμάνους στο Εμιράτο της Γρανάδας, τερματίζοντας ουσιαστικά 8 αιώνες Μουσουλμανικής κυριαρχίας στη νότια Ιβηρία.[148]
Η Πορτογαλία και η Ισπανία πήραν τα λιμάνια του Ταγγέρη, του Αλγερίου, της Τρίπολης και της Τύνιδας. Έτσι βρέθηκαν να ανταγωνίζονται άμεσα την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ανακατέλαβε τους λιμένες με Τούρκους κουρσάρους (πειρατές και πληρώματα). Οι Τούρκοι κουρσάροι χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια για να κάνουν επιδρομές σε Χριστιανικά πλοία, μια σημαντική πηγή λείας για τις πόλεις. Τεχνικά η Βόρεια Αφρική ήταν υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά μόνο οι παράκτιες πόλεις ήταν πλήρως ελεγχόμενες από την Κωνσταντινούπολη. Η Τρίπολη ωφελήθηκε από το εμπόριο με το Μπόρνο. Οι πασάδες της Τρίπολης αντάλλασσαν άλογα, όπλα και πανοπλίες με σκλάβους της Αυτοκρατορίας Μπόρνου για τους σκλάβους.[149]
Τον 16ο αιώνα μία Αραβική νομαδική φυλή που ισχυρίστηκε ότι κατάγεται από την κόρη του Μωάμεθ, οι Σαάντι, κατέκτησαν και ενοποίησαν το Μαρόκο. Παρεμπόδισαν την πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τον Ατλαντικό και εκδίωξαν την Πορτογαλία από τη δυτική ακτή του Μαρόκου. Ο Αχμάντ αλ-Μανσούρ έφερε το κράτος στο απόγειο της ισχύος του. Το 1591 εισέβαλε στο Σονγκάι για να ελέγξει το εμπόριο χρυσού, που είχε εκτραπεί προς τη δυτική ακτή της Αφρικής για τα Ευρωπαϊκά πλοία, και στα ανατολικά στην Τύνιδα. Τον 17ο αιώνα η κατοχή του Σονγκάι από το Μαρόκο ήταν λιγοστή. Το 1603, μετά τον θάνατο του Αχμάντ το βασίλειο διαιρέθηκε στα δύο σουλτανάτα του Φεζ και του Μαρακές. Αργότερα ενοποιήθηκε από τον Μουλάη αλ-Ρασίντ, ιδρυτή της Δυναστείας των Αλαουίτων (1672-1727). Ο αδελφός του και διάδοχος, Ισμαήλ Ιμπν Σαρίφ(1672-1727), ενίσχυσε την ενότητα της χώρας στελεχώνοντας τον στρατό με σκλάβους εισαγόμενους από το Σουδάν.[150]
Κοιλάδα Του Νείλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αίγυπτος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 642 μ.Χ. το Χαλιφάτο Ρασιντούν κατέκτησε τη Βυζαντινή Αίγυπτο.[144]
Η Αίγυπτος υπό το Χαλιφάτο των Φατιμίδων ήταν ευημερούσα. Φράγματα και κανάλια επισκευάστηκαν, και αυξήθηκαν οι παραγωγές σιταριού, κριθαριού, λιναριού και βαμβακιού. Η Αίγυπτος έγινε μεγάλος παραγωγός λινών και βαμβακερών υφασμάτων. Το εμπόριο της στη Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα αυξήθηκε. Στην Αίγυπτο κόπηκε, επίσης, ένα χρυσό νόμισμα που ονομάστηκε δηνάριο των Φατιμίδων και το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο διεθνές εμπόριο. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων προερχόταν από τη φορολόγηση των φαλαχίν (χωριάτες αγρότες) και οι φόροι ήταν υψηλοί. Η είσπραξη των φόρων είχε εκμισθωθεί σε Βέρβερους άρχοντες, οι οποίοι ήταν στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στις κατακτήσεις των Φατιμίδων το 969 μ.Χ. Οι άρχοντες κατέβαλαν μερίδιο στους χαλίφηδες και κρατούσαν ότι απέμενε. Τελικά έγιναν γαιοκτήμονες και εδραίωσαν μία σταθερή αριστοκρατία.[151]
Οι στρατιωτικές τάξεις στελεχώθηκαν από σκλάβους, Μαμελούκους τούρκους για ιππικό και Σουδανέζους για πεζικό. Επίσης στρατολογήθηκαν ελεύθεροι Βερβέροι. Τη δεκαετία του 1150 τα φορολογικά έσοδα από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν. Οι στρατιώτες επαναστάτησαν και έσπειραν τον όλεθρο στην ύπαιθρο, επιβράδυναν το εμπόριο, και περιόρισαν τη δύναμη και την εξουσία των Φατιμίδων χαλίφηδων.[152]
Κατά τη δεκαετία του 1160 η Αίγυπτος των Φατιμίδων απειλήθηκε από τους Ευρωπαίους σταυροφόρους. Από αυτή την απειλή, ένας Κούρδος στρατηγός που ονομαζόταν Σαλάχ αντ-Ντιν Γιούσουφ ιμπν Αγιούμπ (Σαλαντίν), με μια μικρή ομάδα από επαγγελματίες στρατιώτες, αναδείχθηκε ως έξοχος υπέρμαχος των Μουσουλμάνων. Το 1187 ο Σαλαντίν νίκησε τους Χριστιανούς σταυροφόρους στα σύνορα της Αιγύπτου και ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Με τον θάνατο του Αλ-Αντίντ, του τελευταίου χαλίφη των Φατιμίδων, το 1171, ο Σαλαντίν έγινε κυβερνήτης της Αιγύπτου και ιδρυτής της Δυναστείας των Αγιουβίδων. Υπό τη διακυβέρνησή του, η Αίγυπτος επέστρεψε στο Σουνιτικό Ισλάμ, το Κάιρο έγινε ένα σημαντικό κέντρο της Αραβικής Ισλαμικής μάθησης, και ολοένα και περισσότερο στρατολογούνταν Μαμελούκοι σκλάβοι από την Τουρκία και τη νότια Ρωσία για στελέχωση του στρατού. Η στρατιωτική υποστήριξη ήταν συνδεδεμένη με το ικτά', ένα σύστημα φορολογήσεως της γης στο οποίο οι στρατιώτες πληρώνονταν με ιδιοκτησία γης για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.[153]
Με τον καιρό οι Μαμελούκοι σκλάβοι στρατιώτες έγιναν μία πολύ ισχυρή αριστοκρατία γαιοκτημόνων, σε σημείο που το 1250 ανέτρεψαν τη δυναστεία των Αγιουβίδων και εδραίωσαν τη δυναστεία των Μαμελούκων. Οι πιο ισχυροί Μαμελούκοι αναφέρονταν ως εμίρηδες. Για 250 χρόνια οι Μαμελούκοι έλεγχαν όλη την Αίγυπτο υπό καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας. Η Αίγυπτος επέκτεινε την επικράτειά της προς τη Συρία και την Παλαιστίνη, ανέκοψε τους σταυροφόρους, και σταμάτησε μία Μογγολική εισβολή το 1260 στη Μάχη του Αήν Τζαλούτ. Η Αίγυπτος των Μαμελούκων θεωρείτο ως προστάτης του Ισλάμ, και της Μεδίνας και της Μέκκας. Τελικά το σύστημα ικτά παράκμασε και αποδείχθηκε αναξιόπιστο για την εξασφάλιση ικανού στρατού. Οι Μαμελούκοι άρχισαν να θεωρούν τα ικτά τους ως κληρονομικά και εναρμονίστηκαν με την αστική ζωή. Η γεωργική παραγωγή μειώθηκε, και τα φράγματα και τα κανάλια παραμελήθηκαν και ρήμαξαν. Οι στρατιωτικές δεξιότητες και η τεχνολογία των Μαμελούκων δεν συμβάδιζαν με τις νέες τεχνολογίες σε όπλα και κανόνια.[154]
Με την άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Αίγυπτος νικήθηκε εύκολα. Το 1517, στο τέλος του Οθωμανικού–Μαμελουκικού Πολέμου, η Αίγυπτος προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης επανέφερε το σύστημα ικτά'. Το εμπόριο αποκαταστάθηκε στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά δεν μπορούσε να συνδεθεί εντελώς με το εμπόριο στον Ινδικό ωκεανό λόγω της αυξανόμενης πορτογαλικής παρουσίας. Κατά τον 17ο - 18ο αιώνα οι κληρονόμοι των Μαμελούκων ανέκτησαν την εξουσία. Οι Μαμελούκοι αρχηγοί αναφέρονταν ως μπέηδες. Oι Πασάδες, ή οι αντιβασιλιάδες, εκπροσωπούσαν την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης μόνο κατ ' όνομα, και λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Κατά τον 18ο αιώνα καθιερώθηκαν οι δυναστείες των πασάδων. Η κυβέρνηση ήταν αδύναμη και διεφθαρμένη.[155]
Το 1798 ο Ναπολέων εισέβαλε στην Αίγυπτο. Οι τοπικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αντισταθούν στους Γάλλους κατακτητές. Ωστόσο, το 1801 η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατάφεραν να απομακρύνουν τη γαλλική κατοχή. Τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν την αρχή των αγγλογαλλικών διεκδικήσεων στην Αίγυπτο τον 19ο αιώνα.[156]
Σουδάν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χριστιανική και Ισλαμική Νουβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο Εζάνα του Αξούμ κατέλυσε τη Μερόη, οι άνθρωποι που σχετίζονταν με τον χώρο του Μπαλάνα, ένα κοιμητήριο στην Κάτω Νουβία, μετανάστευσαν στη Νουβία από τα νοτιοδυτικά και ίδρυσαν τρία βασίλεια: τη Μακουρία, τη Νοβαδία, και την Αρόγα. Κυβέρνησαν για 200 χρόνια. Η Μακογρια βρισκόταν πάνω από τον τρίτο καταρράκτη, κατά μήκος του Ντόνγκολα με πρωτεύουσα στο Ντόνγκολα. Η Νοβαδία βρισκόταν στον βορρά με πρωτεύουσα στο Παχώρας, και η Αρόγα βρισκόταν στον νότο με πρωτεύουσα στο Σόμπα. Η Μακογρια τελικά απορρόφησε τη Νοβαδία. Οι άνθρωποι της περιοχής μεταστράφηκαν στον Μονοφυσιτικό Χριστιανισμό περί το 500 - 600 μ.Χ. Η εκκλησία αρχικά ξεκίνησε να γράφει στα Κοπτικά, μετά στα ελληνικά, και τελικά, στα Παλαιά Νουβικά, μία γλώσσα Νείλου-Σαχάρας. Η εκκλησία συμβάδιζε με την Αιγυπτιακή Κοπτική Εκκλησία.[157][158]
Το 641 η Αίγυπτος κατακτήθηκε από το Χαλιφάτο Ρασιντούν. Έτσι ουσιαστικά χωρίστηκαν οι Χριστιανοί της Νουβίας και του Αξούμ από τη Χριστιανοσύνη της Μεσογείου. Το 651-652 οι Άραβες από την Αίγυπτο εισέβαλαν στη Χριστιανική Νουβία. Οι Νουβιανοί τοξότες νίκησαν τους εισβολείς με ασφάλεια. Συντάχθηκε η Συνθήκη του Μπακτ που αναγνώριζε τη Χριστιανική Νουβία και ρύθμιζε το εμπόριο. Η συνθήκη έλεγχε τις σχέσεις μεταξύ της Χριστιανικής Νουβίας και της Ισλαμικής Αιγύπτου για περίπου εξακόσια χρόνια.[159]
Από τον 13ο αιώνα η Χριστιανική Νουβία άρχισε να παρακμάζει. Η εξουσία της μοναρχίας είχε υποβαθμιστεί από την εκκλησία και τους ευγενείς. Οι φυλές Αράβων βεδουίνων άρχισαν να διεισδύουν στη Νουβία προκαλώντας περαιτέρω χάος. Οι Φακίρηδες (άγιοι άνθρωποι) που ασκούσαν Σουφισμό εισήγαγαν το Ισλάμ στη Νουβία. Μέχρι το 1366 η Νουβία είχε χωριστεί σε μικρά φέουδα όταν δέχτηκε εισβολή από τους Μαμελούκους. Κατά τον 15ο αιώνα η Νουβία ήταν ανοιχτή στη μετανάστευση Αράβων. Οι Άραβες νομάδες αναμείχθηκαν με τον πληθυσμό και εισήγαγαν τον Αραβικό πολιτισμό και την αραβική γλώσσα. Από τον 16ο αιώνα η Μακογρια και η Νοβαδία είχαν εξισλαμιστεί. Κατά τo 16ο αιώνα ο Αμπνταλλάχ Τζάμμα ηγήθηκε μιας Αραβικής συνομοσπονδίας που κατέστρεψε τη Σόμπα, πρωτεύουσα της Αρόγα, την τελευταία άμυνα της Χριστιανικής Νουβίας. Αργότερα η Αρόγα καταλήφθηκε από το Σουλτανάτο Φουντζ.[160]
Κατά τον 15ο αιώνα οι βοσκοί από το Φουντζ μετανάστευσαν βόρεια προς την Αρόγα και την κατέλαβαν. Μεταξύ 1504-1505, το βασίλειο επεκτάθηκε, έφτασε στο αποκορύφωμά του και εδραίωσε την πρωτεύουσά του στο Σεννάρ υπό τον Μπάντι Β' (1644-1680). Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα οι Φουντζ είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ. Επέκτειναν την αυτοκρατορία τους δυτικά προς το Κορδοφάν. Επεκτάθηκαν προς ανατολάς, αλλά ανακόπηκαν από την Αιθιοπία. Έλεγχαν τη Νουβία έως και τον 3ο Καταρράκτη. Η οικονομία εξαρτώταν από τους αιχμάλωτους του πολέμου που αναγκάζονταν να υπηρετήσουν στον στρατό και από έμπορους που ταξίδευαν μέσω του Σεννάρ. Υπό τον Μπάντι Δ' (1724-1762) ο στρατός στράφηκε εναντίον του βασιλιά καθιστώντας τον τίποτα περισσότερο από έναν εικονικό ηγέτη. Το 1821 οι Φουντζ κατακτήθηκαν από τον Μεχμέτ Αλή (1805-1849) Πασά της Αιγύπτου.[161][162]
Νότια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οικισμοί των ομιλούντων Μπαντού λαών που ήταν χρήστες σιδήρου, αγρότες και βοσκοί βρίσκονταν νότια του ποταμού Λιμπόπο από τον 4ο - 5ο αιώνα Κ.Ε., εκτοπίζοντας και απορροφώντας τους αρχικά ομιλούντες Κοησάν. Σταδιακά προχώρησαν νότια και οι πρώτες σιδερένιες κατασκευές στη σύγχρονη Επαρχία Κουαζούλου-Νατάλ χρονολογούνται από το 1050. Η νοτιότερη ομάδα ήταν οι Κόσα, των οποίων η γλώσσα ενσωμάτωνε ορισμένα χαρακτηριστικά από τους προγενέστερους Κοη-Σαν, φθάνοντας στον Ποταμό Μεγάλο Ψάρι στη σημερινή Επαρχία Ανατολικό Ακρωτήρι.[163][164]
Μεγάλη Ζιμπάμπουε και Μαπουνγκούμπε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο του Μαπουνγκούμπε ήταν το πρώτο κράτος στη Νότια Αφρική, με την πρωτεύουσά του στο Μαπουνγκούμπε. Το κράτος αναδύθηκε κατά τον 12ο αιώνα Κ.Ε.. Η πηγή του πλούτου του ήταν ο έλεγχος του εμπορίου του ελεφαντόδοντου από την κοιλάδα Λιμπόπο, του χαλκού από τα βουνά του βόρειου Τράνσβααλ, και του χρυσού από το Οροπέδιο της Ζιμπάμπουε μεταξύ των ποταμών Λιμπόπο και Ζαμβέζη, με τους έμπορους Σουαχίλι στο Τσιμπουένε. Από τα μέσα του 13ου αιώνα το Μαπουνγκούμπε εγκαταλείφθηκε.[165]
Μετά την παρακμή του Μαπουνγκούμπε αναδύθηκε η Μεγάλη Ζιμπάμπουε στο Οροπέδιο Ζιμπάμπουε. Ζιμπάμπουε σημαίνει «πέτρινο κτίριο». Η μεγάλη Ζιμπάμπουε ήταν η πρώτη πόλη στη Νότια Αφρική και ήταν το κέντρο μίας αυτοκρατορίας, συνενώνοντας τις μικρότερες πολιτείες των Σόνα. Τα πέτρινα κτίρια ήταν κληρονομιά από το Μαπουνγκούμπε. Αυτές οι τεχνικές οικοδόμησης ενισχύθηκαν και ωρίμασαν στη Μεγάλη Ζιμπάμπουε, όπως φαίνεται από τον τοίχο της Μεγάλης Περιτοίχισης. Η τεχνολογία τοιχοποιίας με ξερολιθιά χρησιμοποιήθηκε για να χτιστούν μικρότερες δομές στην περιοχή. Η μεγάλη Ζιμπάμπουε ευημέρησε από το εμπόριο με τους Σουαχίλι Κίλουα και Σοφάλα. Η άνοδος της Μεγάλης Ζιμπάμπουε ήταν παράλληλη με την άνοδο των Κίλουα. Η μεγάλη Ζιμπάμπουε ήταν μια σημαντική πηγή χρυσού. Στη βασιλική αυλή ζούσαν στην πολυτέλεια, φορούσαν ενδύματα από Ινδικό βαμβάκι, περιβάλλονταν από χάλκινα και χρυσά στολίδια, και έτρωγαν σε πιάτα που προέρχονταν από τόσο μακριά όσο η Περσία και η Κίνα. Γύρω στο 1420 - 1430 η Μεγάλη Ζιμπάμπουε παράκμασε. Μέχρι το 1450 η πόλη εγκαταλείφθηκε. Πιστεύεται ότι το αίτιο της παρακμής ήταν η άνοδος της εμπορικής πόλης Ινγκόμπε Ιλέντε.[166][167]
Ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των Σόνα ακολούθησε. O Νυατσίμπα Μουτότα, ένας βασιλιάς των βόρειων Σόνα του Καράνγκα, ενεπλάκη σε κατακτήσεις. Αυτός και ο γιος του Μουτόπε κατέκτησαν το Οροπέδιο Ζιμπάμπουε, διαμέσου της Μοζαμβίκης ως την ανατολική ακτή, συνδέοντας την αυτοκρατορία με το παράκτιο εμπόριο. Η αυτοκρατορία τους αναφέρεται ως μουνουμουτάπα ή το Βασίλειο του Μουτάπα. Μονομοτάπα ήταν η λέξη για την πορτογαλική διαφθορά. Δεν έχτιζαν πέτρινες δομές και οι βόρειοι Σόνα δεν έχουν παραδόσεις από λιθοδομές. Μετά τον θάνατο του Ματοπε το 1480, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο μικρές αυτοκρατορίες: τους Τόρουα στα νότια και τους Μουτάπα στον βορρά. Η διαίρεση αποδίδεται στην αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ηγεμόνων των Σόνα, του Τσάνγκα και του Τόγκουα, με τους διαδόχους του μουνουμουτάπα. Ο Τσάνγκα κέρδισε τον νότο και ίδρυσε το Βασίλειο του Μπουτούα με πρωτεύουσα στο Καμί.[167][168]
Η Αυτοκρατορία του Μουτάπα συνεχίστηκε στον βορρά υπό τη γραμμή του μουνουμουτάπα. Κατά τον 16ο αιώνα οι Πορτογάλοι κατάφεραν να στήσουν μόνιμες αγορές μέχρι τον Ποταμό Ζαμβέζη σε μια προσπάθεια να κερδίσουν τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο του Μουτάπα. Ήταν εν μέρει επιτυχείς. Το 1628, μια αποφασιστική μάχη τους επέτρεψε να ανεβάσουν έναν μουνουμουτάπα μαριονέτα με το όνομα Μαβούρα, ο οποίος υπέγραψε συνθήκες που έδιναν ευνοϊκά δικαιώματα εξαγωγής μεταλλευμάτων στους Πορτογάλους. Οι Πορτογάλοι πέτυχαν να καταστρέψουν το σύστημα της κυβέρνησης του μουνουμουτάπα και να υπονομεύσουν το εμπόριο. Από το 1667 το Μουτάπα έφθινε και παράκμασε. Οι αρχηγοί δεν επέτρεπαν την εξόρυξη χρυσού από φόβο κλοπής από τους πορτογάλους, και ο πληθυσμός τους μειώθηκε.[169]
Στο Βασίλειο του Μπουτούα κυβερνήτης ήταν ο τσανγκαμιρ, ένας τίτλος που σχετίζεται με τον ιδρυτή του βασιλείου, τον Τσάνγκα. Με τον καιρό εξελίχθηκε στην Αυτοκρατορία Ρόζβι. Οι Πορτογάλοι προσπάθησαν να κερδίσουν έδαφος αλλά το 1693 ο Τσαγνκαμιρ Ντόμπο τους πέταξε έξω. Ο 17ος αιώνας ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας. Τη δεκαετία 1830 η Αυτοκρατορία Ρόζβι ξέπεσε σε ερείπια και χαλάσματα από τις εισβολές των Νγκούνι από το Νατάλ.[168]
Ναμίμπια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1500 μ.Χ. στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Αφρικής είχαν σχηματιστεί κράτη. Στη βορειοδυτική Ναμίμπια, οι Οβάμπο ασχολούνταν με τις γεωργικές καλλιέργειες και οι Χερέρο με την εκτροφή ζώων. Καθώς αυξήθηκαν οι αριθμοί των βοοειδών οι Χερέρο κινήθηκαν προς τα νότια ως την κεντρική Ναμίμπια για καλά βοσκοτόπια. Μια συναφής ομάδα, οι Οβαμπαντέρου, επεκτάθηκαν ως το Γκάνζι στη βορειοδυτική Μποτσουάνα. Οι Νάμα, μία ομιλούσα Κόησαν ομάδα από εκτροφείς προβάτων, κινήθηκαν προς τα βόρεια και ήρθαν σε επαφή με τους Χερέρο, και έτσι ορίστηκε το σκηνικό για τις συγκρούσεις μεταξύ των δύο. Τα επεκτεινόμενα κράτη των Λόζι ώθησαν τους Μπουκούσου, Σουμπίγια, και Γιέι προς το Μποτέι, το Οκαβάνγκο και το Τσόμπε στη βόρεια Μποτσουάνα.[170]
Νότια Αφρική και Μποτσουάνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σότο–Τσουάνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανάπτυξη των Νότο–Τσουανικών κρατών στο οροπέδιο βελτ, νότια του ποταμού Λιμπόπο, ξεκίνησε περί το 1000 Κ.Ε.. Η εξουσία του αρχηγού ήταν εξαρτώμενη από το ζωικό κεφάλαιο και τις προγονικές υποδομές. Αυτό φαίνεται στους οικισμούς του Λόφου Τουτσουεμογκάλα με πέτρινα θεμέλια και λίθινους τοίχους, βόρεια του βελτ και νότια από τον ποταμό Βάαλ. Βορειοδυτικά του Ποταμού Βάαλ αναπτύχθηκαν τα πρώιμα κράτη των Τσουάνα επικεντρωμένα σε πόλεις χιλιάδων ανθρώπων. Όταν παρουσιάζονταν διαφωνίες ή αντιπαλότητες οι διαφορετικές ομάδες μετανάστευαν και σχημάτιζαν τα δικά τους κράτη.[171]
Οι Νγκούνι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νοτιοανατολικά της οροσειράς Ντράκενσμπεργκ ζούσαν οι ομιλούντες Νγκούνι λαοί (Ζουλού, Κόσα, Σουαζιλανδοί, και Ντεμπέλε). Και αυτοί ασχολούνταν με την κρατική ανάπτυξη, με νέα κράτη να αναδύονται από αντιπαλότητες και διαφωνίες και την πληθυσμιακή πίεση να κινεί προς μετανάστευση σε άλλες περιοχές. Αυτή η πάλη του 19ου αιώνα με κρατική ανάπτυξη και μετανάστευση αργότερα έγινε γνωστή ως το Μφεκάνε (Νγκούνι) ή το Ντιφακάνε (Σότο). Ο σημαντικότερος καταλύτης της ήταν η εδραίωση του Βασιλείου των Ζουλού.[172] Ήταν μεταλλουργοί, καλλιεργητές κεχριού και βοσκοί.[171]
Κοησαν και Αφρικαανερ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Κοησαν ζούσαν στο νοτιοδυτικό Ακρωτήρι, όπου τον χειμώνα οι βροχοπτώσεις ήταν άφθονες. Οι προγενέστεροι πληθυσμοί των Κοησαν απορροφήθηκαν από τους Μπαντού, όπως οι Σότο και οι Νγκούνι, αλλά η εξάπλωση των Μπαντού σταμάτησε στην περιοχή με τις χειμερινές βροχοπτώσεις. Ορισμένες από τις γλώσσες Μπαντού έχουν ενσωματώσει τα σύμφωνα κλικ των γλωσσών Κοησάν. Οι Κοησαν είχαν εμπορικές σχέσεις με τους γειτονικούς Μπαντού, διαθέτοντας βοοειδή, πρόβατα, και τρόπαια από κυνήγι. Ενώ οι ομιλούντες Μπαντού γείτονες εμπορεύονταν χαλκό, σίδηρο και καπνό.[171]
Τον 16ο αιώνα η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ίδρυσε ένα σταθμό αναπλήρωσης στον Κόλπο Τάμπλε για ανεφοδιασμό νερού και αγορά κρεάτων από το Κοηκοη. Οι Κοηκοη πληρώνονταν με χαλκό, σίδηρο, καπνό και χάντρες. Το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν έναν μόνιμο οικισμό στον Κόλπο Τάμπλε προκειμένου να ελέγχεται η τιμή του κρέατος και των αποθεμάτων και να καταστούν οι υπηρεσίες πιο συνεπείς. Καλλιεργούσαν φρέσκα φρούτα και λαχανικά και ίδρυσαν ένα νοσοκομείο για τους άρρωστους ναύτες. Για να αυξηθεί η παραγωγή, οι Ολλανδοί αποφάσισαν να αυξήσουν τον αριθμό των αγροκτημάτων στον Κόλπο Τάμπλε παρέχοντας κίνητρα σε μπόερς (αγρότες) για εργασία σε εδάφη που αρχικά δουλεύονταν από Δυτικοαφρικανούς σκλάβους. Πήραν τη γη που ήταν τα βοσκοτόπια των Κοηκοη, προκαλώντας τον πρώτο Κοηκοη-ολλανδικό πόλεμο το 1659. Δεν αναδείχθηκαν νικητές, αλλά οι Ολλανδοί άσκησαν «το δικαίωμα της κατάκτησης» σύμφωνα με το οποίο διεκδίκησαν όλη τη γη του ακρωτηρίου. Με μια σειρά από πολέμους που έφερε κόντρες και αντιπαραθέσεις μεταξύ των Κοηκοη, οι Μπόερς πήραν όλη τη γη των Κοηκοη και διεκδίκησαν και όλα τα ζώα τους. Ο δεύτερος Κοηκοη-ολλανδικός πόλεμο (1673-1677) ήταν μία επιδρομή για βοοειδή. Οι Κοηκοη, επίσης, πέθαναν κατά χιλιάδες από Ευρωπαϊκές ασθένειες.[173]
Μέχρι τον 18ο αιώνα η αποικία του ακρωτηρίου είχε αναπτυχθεί, με σκλάβους που προέρχονταν από τη Μαδαγασκάρη, τη Μοζαμβίκη, και την Ινδονησία. Ο οικισμός άρχισε ακόμα να επεκτείνεται προς τα βόρεια, αλλά η αντίσταση από τους Κοηκοη, οι επιδρομές, και οι ανταρτοπόλεμοι καθυστέρησαν τις εξελίξεις κατά τον 18ο αιώνα. Οι Μπόερς που ασχολήθηκαν με νομαδική κτηνοτροφία ονομάζονταν τρεκμπόερς. Τα ορφανά παιδιά που αιχμαλωτίζονταν σε επιδρομές εργάζονταν για τους τρεκμπόερς.[174]
Νοτιοανατολική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τη θεωρία της πρόσφατης Αφρικανικής προέλευσης των σύγχρονων ανθρώπων, την επικρατούσα θέση που κρατά η επιστημονική κοινότητα, όλοι οι άνθρωποι προέρχονται είτε από τη Νοτιοανατολική Αφρική ή από το Κέρας της Αφρικής.[175] Κατά την 1η χιλιετία Κ.Ε. οι Νιλώτες και οι ομιλούντες Μπαντού λαοί μετανάστευσαν στην περιοχή.[176][177]
Ακτή Σουαχίλι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη Μετανάστευση των Μπαντού στο παράκτιο τμήμα της Νοτιοανατολικής Αφρικής, αναπτύχθηκε μια μικτή κοινότητα Μπαντού από τις επαφές με Μουσουλμάνους Άραβες και πέρσες έμπορους, που οδήγησε στην ανάπτυξη των μικτών Αραβικών, περσικών και Αφρικανικών Πόλεων-κρατών των Σουαχίλι.[178] Ο πολιτισμός των Σουαχίλι όπως προέκυψε από αυτές τις ανταλλαγές μαρτυρεί πολλές αραβικές και ισλαμικές επιρροές που δεν παρατηρούνται στην παραδοσιακή κουλτούρα των Μπαντού, όπως και τα πολλά αφροαραβικά μέλη του λαού των Μπαντού Σουαχίλι. Με την αρχική ομιλούσα κοινότητα επικεντρωμένη στα παράκτια μέρη της Τανζανίας (ιδιαίτερα στη Ζανζιβάρη) και της Κένυας —μία ακτή που αναφέρεται ως Ακτή Σουαχίλι—η γλώσσα των Σουαχίλι περιέχει πολλές δανεικές λέξεις από την αραβική, ως συνέπεια αυτών των αλληλεπιδράσεων.[179]
Οι πρώτοι Μπαντού που κατοίκησαν στη Νοτιοανατολική ακτή της Κένυας και της Τανζανίας, και τους οποίους αντιμετώπισαν οι μεταγενέστεροι Άραβες και Πέρσες έποικοι, έχουν ποικιλοτρόπως εντοπιστεί στους εμπορικούς οικισμούς Ράπτα, Αζανία και Μενουθιάς[180] που αναφέρονται στα αρχαία ελληνικά και Κινέζικα συγγράμματα της περιόδου 50 - 500 μ.Χ.,[181][182][183][184][185][186][187][188] και τελικά οδήγησαν στη σύνθεση της ονομασίας για την Τανζανία.[189][190] Σε αυτά τα πρώιμα κείμενα καταγράφεται το πρώτο κύμα των μεταναστών Μπαντού που έφτασε στη Νοτιοανατολική Αφρική.[191]
Ιστορικά, οι Σουαχίλι βρίσκονταν βόρεια ως τη βόρεια Κένυα και νότια ως τον Ποταμό Ρουβουμα στη Μοζαμβίκη. Οι Άραβες γεωγράφοι αναφέρονταν στην ακτή Σουαχίλι ως η γη των ζαντζ (μαύροι).[192]
Μολονότι κάποτε θεωρούνταν ως απόγονοι των Περσών εποίκων, οι αρχαίοι Σουαχίλι έχουν πλέον αναγνωριστεί από τους περισσότερους ιστορικούς, ιστορικούς γλωσσολόγους και αρχαιολόγους ως Μπαντού που αλληλεπιδρούσαν με Μουσουλμάνους εμπόρους, από τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ.[193]
Τα Μεσαιωνικά βασίλεια των Σουαχίλι είναι γνωστό ότι είχαν νησιωτικά εμπορικά λιμάνια, που περιγράφονταν από τους Έλληνες ιστορικούς ως «μητροπόλεις», και είχαν αναπτύξει τακτικές εμπορικές διαδρομές[194] προς τον Ισλαμικό κόσμο και την Ασία.[195] Λιμάνια όπως η Μομπάσα, η Ζανζιβάρη, και το Κίλουα Κισιγουάνι[196] ήταν γνωστά στους Κινέζους ναύτες του Τσενκ Χι και στους μεσαιωνικούς Ισλαμικούς γεωγράφους όπως ο Βερβέρος περιηγητής Αμπού Αμπνταλλάχ ιμνπ Μπατούτα.[197] Οι κύριες εξαγωγές των Σουαχίλι ήταν ελεφαντόδοντο, σκλάβοι και χρυσός. Εμπορικά συναλλάσσονταν με την Αραβία, την Ινδία, την Περσία και την Κίνα.[198]
Οι Πορτογάλοι ήρθαν το 1498. Σε μια αποστολή για τον οικονομικό έλεγχο και εκχριστιανισμό της ακτής Σουαχίλι, οι Πορτογάλοι επιτέθηκαν πρώτα στην Κίλουα το 1505 και σε άλλες πόλεις αργότερα. Λόγω της αντίστασης των Σουαχίλι, η πορτογαλική απόπειρα για ανάληψη του εμπορικού ελέγχου ήταν ανεπιτυχής. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, οι πορτογαλικές αρχές στην ακτή Σουαχίλι άρχισαν να ελαττώνονται. Με τη βοήθεια των Αράβων του Ομάν μέχρι το 1729 η πορτογαλική παρουσία είχε απομακρυνθεί. Τελικά η ακτή Σουαχίλι προσαρτήθηκε στο Σουλτανάτο του Ομάν. Το εμπόριο ανέκαμψε, αλλά δεν ανέκτησε τα επίπεδα του παρελθόντος.[199]
Ουρέβε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πολιτισμός των Ουρέβε αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε στην περιοχή γύρω από τη Λίμνη Βικτόρια κατά τη διάρκεια της Αφρικάνικης εποχής του Σιδήρου. Τα αρχαιότερα ευρήματα του πολιτισμού βρίσκονται στο Καγκέρα της Τανζανίας και εκτεινόταν δυτικά μέχρι το Κίβου της λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ανατολικά μέχρι το Νυάνζα και τις Δυτικές επαρχίες της Κένυας, και βόρεια ως την Ουγκάντα, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Ορισμένες τοποθεσίες του πολιτισμού των Ουρέβε χρονολογούνται από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, από τον 5ο αιώνα π.Χ. ως τον 6ο αιώνα μ.Χ.[200]
Οι απαρχές του πολιτισμού των Ουρέβε βρίσκονται στην εξάπλωση των Μπαντού που άρχισε από το Καμερούν. Οι έρευνες για τους πολιτισμούς της πρώιμης εποχής του Σιδήρου στην υποσαχάρια Αφρική έχουν αναληφθεί ταυτόχρονα με μελέτες στην Αφρικανική γλωσσολογία για την εξάπλωση των Μπαντού. Ο πολιτισμός των Ουρέβε ίσως αντιστοιχίζεται με την Ανατολική υποοικογένεια των γλωσσών Μπαντού, που ομιλούνταν από τους απογόνους του πρώτου κύματος των μεταναστών Μπαντού που εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Αφρική. Εκ πρώτης όψεως, ο πολιτισμός των Ουρέβε φαίνεται να είναι ένας πλήρως ανεπτυγμένος πολιτισμός αναγνωρίσιμος μέσα από την ξεχωριστή, κομψή κεραμική στα πήλινα σκεύη και τις ιδιαίτερες εξελιγμένες τεχνικές μεταλλουργίας του σιδήρου. Από ότι γνωρίζουμε, φαίνεται πως εξίσου δεν έχουν αναπτυχθεί ή τροποποιηθεί εδώ και 2.000 χρόνια. Εντούτοις, μπορούν να παρατηρηθούν μικρές τοπικές παραλλαγές στα κεραμικά σκεύη.[201][202]
Ουρέβε είναι το όνομα της τοποθεσίας στην Κένυα που ήρθε στο προσκήνιο με τη δημοσίευση για τα αρχαιολογικά ευρήματα της Μαίρης Λήκεη το 1948. Περιέγραψε την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην περιοχή των μεγάλων Λιμνών στην Κεντρική Ανατολική Αφρική στα περίγυρα της Λίμνης Βικτόρια.[200]
Μαδαγασκάρη και Μερίνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Μαδαγασκάρη προφανώς κατοικήθηκε πρώτα από λαούς ομιλούντες Αυστρονησιακά από τη Νοτιοανατολική Ασία πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ., και στη συνέχεια από τους ομιλούντες Μπαντού από την ηπειρωτική χώρα της ανατολικής Αφρικής κατά τον 6ο - 7ο αιώνα, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά και γλωσσικά δεδομένα. Οι Αυστρονήσιοι εισήγαγαν την καλλιέργεια μπανάνας και ρυζιού, και οι ομιλούντες Μπαντού εισήγαγαν την εκτροφή οικόσιτων και άλλες αγροτικές τεχνικές. Περίπου το 1000 μ.Χ. ξεκίνησαν αραβικοί και ινδικοί εμπορικοί διακανονισμοί στη βόρεια Μαδαγασκάρη για εμπορική αξιοποίηση του Ινδικού Ωκεανού.[203] Τον 14ο αιώνα στο νησί εισήχθη το Ισλάμ από τους εμπόρους. Κατά την ανατολική αφρικάνικη μεσαιωνική περίοδο η Μαδαγασκάρη λειτουργούσε ως λιμάνι σταθμός προς τα άλλα λιμάνια των Σουαχίλι, όπως τα Σοφάλα, Κίλουα, Μομπάσα και Ζανζιβάρη.[204][205]
Μετά τον 15ο αιώνα αναδύθηκαν πολλά βασίλεια: το Βασίλειο Σακαλάβα (16ος αιώνας) στη δυτική ακτή, το Βασίλειο Τσιταμπάλα (17ος αιώνας) στην ανατολική ακτή, και η Μερίνα (15ος αιώνας) στα κεντρικά υψίπεδα. Μέχρι τον 19ο αιώνα οι Μερίνα έλεγχαν ολόκληρο το νησί. Το 1500, οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που ήρθαν στο νησί και έκαναν επιδρομές στους εμπορικούς οικισμούς.[206] Αργότερα ήρθαν επίσης οι Βρετανοί και οι Γάλλοι.
Στα τέλη του 17ου αιώνα η Μαδαγασκάρη ήταν ένα δημοφιλές σημείο διέλευσης για τους πειρατές. Ο Ραντάμα Α' (1810-1828) προσκάλεσε Χριστιανούς ιεραπόστολους στις αρχές του 19ου αιώνα. Η Βασίλισσα Ραναβαλόνα Α' «η Σκληρή» (1828-61) απαγόρευσε τις πρακτικές του Χριστιανισμού στο βασίλειο, και εκτιμάται ότι 150.000 Χριστιανοί χάθηκαν. Υπό τον Ραντάμα Β' (1861-1863) η Μαδαγασκάρη στράφηκε προς τους Γάλλους δίδοντας τους μεγάλες εμπορικές παραχωρήσεις. Το 1895, κατά το δεύτερο Φράγκο-Χόβα Πόλεμο οι Γάλλοι εισέβαλαν στη Μαδαγασκάρη, κατέλαβαν το Αντσιρανάνα (Ντιέγκο Σουάρεζ) και ανακήρυξαν τη Μαδαγασκάρη ως προτεκτοράτο.[206]
Κράτη και αυτοκρατορίες στο Οροπέδιο της Λίμνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ του 14ου - 15ου αιώνα αναδύθηκαν μεγάλα Νοτιοανατολικά Αφρικανικά βασίλεια και κράτη, όπως τα Βασίλεια Μπουγκάντα[207] και Καράγκουε[207] της Ουγκάντας και της Τανζανίας.[208][209]
Κιτάρα και Μπουνιόρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήδη το 1000 μ.Χ. πολλά κράτη είχαν αναδυθεί στο Οροπέδιο της Λίμνης ανάμεσα στις Μεγάλες Λίμνες της Ανατολικής Αφρικής. Η εκτροφή βοοειδών, η καλλιέργεια σιτηρών και μπανάνας ήταν οι οικονομικοί στυλοβάτες αυτών των κρατών. Η κεραμική των Ντούσι και Μπίγκο ήταν αντιπροσωπευτική ενός από τα πρώτα κράτη, του Βασίλειου Μπουνιόρο, που όπως ορίζουν οι προφορικές παραδόσεις ήταν μέρος της Αυτοκρατορίας Κιτάρα που κυριάρχησε σε όλη την περιοχή των Λιμνών. Η εθνική ελίτ των Λούο, από τη φυλή Μπίτο, κυβερνούσε τους ομιλούντες Μπαντού Νυόρο. Ο πολιτισμός της κοινωνίας ήταν ουσιαστικά Νυόρο όπως φαίνεται από τα κεραμικά, τα οικιστικά πρότυπα και την οικονομική οργάνωση.[210]
Η φυλή Μπίτο ισχυρίστηκε νομιμότητα λόγω καταγωγής από τη φυλή Μπατσουέζι, που λεγόταν ότι είχαν κυβερνήσει την Αυτοκρατορία Κιτάρα. Ωστόσο, ελάχιστα είναι γνωστά για την Κιτάρα, και ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν ακόμη και την ιστορική της ύπαρξη. Οι περισσότεροι ιδρυτές-ηγέτες των πολιτειών στην περιοχή της λίμνης φαίνεται πως ισχυρίζονταν καταγωγή από τους Μπατσουέζι.[210] Υπάρχουν τώρα 13 εκατομμύρια Τάρα που είναι μέρος της δεύτερης Αφρικανικής απώλειας (οι Νάφι και Ούμα είναι δυο απώλειες).[211]
Μπουγκάντα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο Mπουγκάντα ιδρύθηκε από τον Κάτο Κίντου γύρω στον 14ο αιώνα μ.Χ. Στην Μπουγκάντα ο βασιλικός τίτλος ήταν καμπάκα και η κυβέρνηση περιλάμβανε συμβούλιο μπατάκα που αποτελούταν από τους αρχηγούς των φυλών. Με τον καιρό οι καμπάκα διέλυσαν την εξουσία των μπατάκα, και η Μπουγκάντα έγινε μια συγκεντρωτική μοναρχία. Τον 16ο αιώνα η Μπουγκάντα επιχείρησε να επεκταθεί αλλά αντιμετώπισε σοβαρό ανταγωνισμό από το Μπουνιόρο. Το 1870 η Μπουγκάντα ήταν ένα πλούσιο έθνος-κράτος. Κυβερνούσε ο καμπάκα με το Λουκικο (συμβούλιο υπουργών) του. Η Μπουγκάντα είχε ναυτικό στόλο εκατό πλοίων, έκαστο επανδρωμένο με τριάντα άντρες. Η Μπουγκάντα παραγκώνισε το Μπουνιόρο ως το πιο σημαντικό κράτος στην περιοχή. Ωστόσο, από τις αρχές του 20ου αιώνα, η Μπουγκάντα έγινε επαρχία του Βρετανικού Προτεκτοράτου της Ουγκάντα.[212]
Ρουάντα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο της Ρουάντας ιδρύθηκε στα νοτιοανατολικά του Μπουνιόρο, κοντά στη Λίμνη Κίβου στο βάθος του δυτικού ρήγματος, μάλλον κατά τον 17ο αιώνα. Οι κτηνοτρόφοι Τούτσι αποτελούσαν την ελίτ, με έναν βασιλιά που ονομαζόταν μουάμι. Οι Χούτου ήταν αγρότες. Και οι δύο ομάδες μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αλλά οι άγραφοι νόμοι της κοινωνίας απαγόρευαν ρητά τους μικτούς γάμους και τις αλληλεπιδράσεις. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το Βασίλειο της Ρουάντας ιδρύθηκε από τον Μουάμι Ρουγκάνζου Β' (1600-1624), με την πρωτεύουσα του στο Κιγκάλι. Χρειάστηκαν 200 χρόνια για να επιτευχθεί ένα πραγματικά κεντρικό βασίλειο υπό τον Μουάμι Κιγκέλι Δ' (1840-1895). Η καθυπόταξη των Χούτου αποδείχθηκε δυσκολότερη από των Τούτσι. Ο τελευταίος αρχηγός των Τούτσι ηττήθηκε από τον Μουάμι Μουτάρα Β' (1802-1853) το 1852, και η τελευταία αντίσταση των Χούτου καταλύθηκε το 1920 από τον Μουάμι Γιούχι Ε' (1896-1931).[213]
Μπουρούντι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Tο Βασίλειο του Μπουρούντι βρισκόταν νότια του Βασιλείου της Ρουάντα. Ιδρύθηκε από τον αρχηγό των Τούτσι, Ντάρε Ρουσάτσι (1657-1705). Όπως και η Ρουάντα, το Μπουρούντι βασίστηκε στην εκτροφή βοοειδών από τους κτηνοτρόφους Τούτσι, στις καλλιέργειες των αγροτών Χούτου, σε κατακτήσεις και πολιτικές καινοτομίες. Υπό τον Μουάμι Ντάρε Ρουγκααμπα (1795-1852), το Μπουρούντι ακολούθησε μια επιθετική επεκτατική πολιτική που βασιζόταν μάλλον σε διπλωματία παρά σε δύναμη.[214]
Μαράβι (Μαλάουι)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Μαραβι ισχυρίστηκαν ότι κατάγονται από τον Καρόνγκα που έγινε βασιλικός τίτλος. Οι Μαραβι συνέδεαν εμπορικά την Κεντρική Αφρική με τους Σουαχίλι Κίλουα. Μέχρι τον 17ο αιώνα η Αυτοκρατορία Μαραβί περιλάμβανε όλη την περιοχή μεταξύ της Λίμνης Μαλάουι και της πηγής του ποταμού Ζαμβέζη. Καρόνγκα ήταν ο Μζούρα που έκανε πολλά για να επεκτείνει την αυτοκρατορία. Ο Μζούρα έκανε συμφωνία με τους Πορτογάλους για δημιουργία ενός στρατού 4.000 αντρών που θα επιτεθεί στους Σόνα με αντάλλαγμα υποστήριξη για να νικήσει τον ανταγωνιστή του, Λούντι, έναν αρχηγό των Ζίμπα. Το 1623 στράφηκε κατά των Πορτογάλων προς όφελος των Σόνα. Το 1640 καλωσόρισε εκ νέου τους Πορτογάλους για εμπόριο. Η Αυτοκρατορία Μαραβι δεν διήρκεσε για πολύ μετά τον θάνατο του Μζούρα. Μέχρι τον 18ο αιώνα είχε χωριστεί ξανά στις ίδιες πολιτείες.[215]
Δυτική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σαχελικές αυτοκρατορίες και κράτη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γκάνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αυτοκρατορία Γκάνα ίσως ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα μ.Χ. μεταξύ των Σονίνκε από τον Ντίνγκε Κίσσε. Η Γκάνα αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Άραβα γεωγράφο Αλ-Φαραζί στα τέλη του 8ου αιώνα. Η Γκάνα κατοικούταν από αστούς και αγρότες. Στις πόλεις ζούσαν οι διαχειριστές της αυτοκρατορίας, οι οποίοι ήταν Μουσουλμάνοι, και ο Γκάνα (βασιλιάς), που ασκούσε την παραδοσιακή θρησκεία. Υπήρχαν δύο πόλεις, μία στην οποία ζούσαν οι Μουσουλμάνοι διαχειριστές και οι Βερβέροι-Άραβες, και συνδεόταν με το βασιλικό ανάκτορο μέσω ενός πλακόστρωτου δρόμου. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ζούσαν σε χωριά, τα οποία ενώνονταν προς ευρύτερες πολιτείες που υπόσχονταν υποτέλεια στον Γκάνα. Ο Γκάνα θεωρούταν θεϊκός, και η καλή κατάσταση της φυσικής του υγείας αντανακλούσε όλη την κοινωνία. Η Γκάνα μεταστράφηκε στο Ισλάμ περί το 1050, μετά την κατάκτηση του Αουνταγκόστ.[216]
Η Αυτοκρατορία Γκάνα πλούτισε φορολογώντας το υπερσαχάριο εμπόριο που συνέδεε την Τιαρέτ και το Σιτζιλμάσα με το Αουνταγκόστ. Η Γκάνα έλεγχε την πρόσβαση στα χρυσωρυχεία του Μπαμπούκ, νοτιοανατολικά του Κούμπι Σαλεχ. Παρακρατούσαν ένα ποσοστό αλατιού και χρυσού από τα διερχόμενα μέσω της επικράτειας. Η αυτοκρατορία δεν ασχολήθηκε με την παραγωγή.[217]
Από τον 11ο αιώνα η Γκάνα παράκμαζε. Κάποτε θεωρείτο ότι αίτιο της παρακμής ήταν η λεηλασία του Κούμπι Σαλέχ από τους Βερβέρους της Δυναστείας των Αλμοραβίδων το 1076. Η θεωρία αυτή δεν είναι πλέον αποδεκτή, και έχουν αναφερθεί αρκετές εναλλακτικές εξηγήσεις. Ένας σημαντικός λόγος ήταν η μεταφορά του εμπορίου χρυσού ανατολικά στον ποταμό Νίγηρα και στο Μονοπάτι Ταγκάζα, και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση της Γκάνα. Ένας άλλος λόγος ήταν η πολιτική αστάθεια εξ'αιτίας της αντιπαλότητας μεταξύ των κληρονόμων διαφορετικών πολιτειών.[218] Η αυτοκρατορία έφτασε στο τέλος της το 1230, όταν το Τακρούρ στη βόρεια Σενεγάλη κατέλαβε την πρωτεύουσα.[219][220]
Μάλι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αυτοκρατορία του Μάλι αναδύθηκε τον 13ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αρχηγός των Μαντέ (Μαντίνγκο), Σουντιάτα (Άρχων Λέοντας) της φυλής Κέιτα, νίκησε τον Σουμαόρο Καντέ, βασιλιά των Σοσσο ή των νότιων Σονίνκε, στη Μάχη της Κιρίνα το 1235. Ο Σουντιάτα συνέχισε τις κατακτήσεις από τα εύφορα δάση και την Κοιλάδα του Νίγηρα, ανατολικά ως τη στροφή του Νίγηρα, βόρεια ως τη Σαχάρα, και δυτικά ως τον Ατλαντικό Ωκεανό, προσαρτώντας τα απομεινάρια της Αυτοκρατορίας Γκάνα. Ο Σουντιάτα πήρε τον τίτλο του μάνσα. Ίδρυσε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του στο Νιάνι.[221]
Μολονότι το εμπόριο άλατος και χρυσού συνέχισαν να είναι σημαντικά για την Αυτοκρατορία Μάλι, η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν επίσης σημαντικά. Η καλλιέργεια σόργου, κεχριού και ρυζιού ήταν ζωτικής σημασίας. Στα βόρεια σύνορα του Σαχέλ, εκτρέφονταν βοοειδή, πρόβατα, κατσίκες και καμήλες. Η κοινωνία των Μαντέ οργανώθηκε γύρω από τα χωριά και τα χωράφια. Ένα σύμπλεγμα χωριών ονομαζόταν καφού, και κυβερνούνταν από μια φάρμα. Η φάρμα απέτιε φόρο τιμής στον μάνσα. Ένας αφοσιωμένος στρατός από την ελίτ του ιππικού και του πεζικού διατηρούσε την τάξη, όπως πρόσταζε η βασιλική αυλή. Αν χρειαζόταν, θα συγκεντρωνόταν μια δεινή δύναμη από τις υποτελείς περιοχές.[222]
Η μεταστροφή στο Ισλάμ ήταν μια σταδιακή διαδικασία. Η εξουσία του μάνσα εξαρτώταν από τη διατήρηση της παραδοσιακής πίστης και μίας πνευματικής θεμελίωσης για την ισχύ. Ο Σουντιάτα αρχικά κράτησε το Ισλάμ στον κόλπο. Μετέπειτα οι μάνσα ήταν ευσεβείς Μουσουλμάνοι αλλά εξακολούθησαν να αναγνωρίζουν τις παραδοσιακές θεότητες και να λαμβάνουν μέρος σε παραδοσιακές τελετές και πανηγύρια, που ήταν σημαντικά για τους Μαντέ. Το ισλάμ έγινε η θρησκεία της αυλής υπό τον γιο του Σουντιάτα Ούλι Α' (1225-1270). Ο Μάνσα Ούλι έκανε ένα ταξίδι για προσκύνημα στη Μέκκα, και αναγνωρίστηκε από τον Μουσουλμανικό κόσμο. Η αυλή ήταν στελεχωμένη με γραμματισμένους Μουσουλμάνους ως γραμματείς και λογιστές. Ο Μουσουλμάνος ταξιδιώτης Ιμπν Μπατούτα άφησε ζωηρές περιγραφές της αυτοκρατορίας.[222]
Το Μάλι έφτασε στο απόγειο της ισχύος και της έκτασης του τον 14ο αιώνα, όταν ο Μάνσα Μούσα (1312-1337) έκανε το περίφημο χατζ στη Μέκκα με 500 σκλάβους, έκαστος κρατώντας μία μπάρα χρυσού αξίας 500 μιτκάλς.[223] Μετά το χατζ του Μούσα ο χρυσός υποτιμήθηκε στη Μαμελουκική Αίγυπτο για μια δεκαετία. Έκανε μεγάλη εντύπωση στα μυαλά των Μουσουλμάνων και του Ευρωπαϊκού κόσμου. Προσκάλεσε λόγιους και αρχιτέκτονες όπως ο Αλ-Σαχίλι για την περαιτέρω ένταξη του Μάλι στον Ισλαμικό κόσμο.[222] Η Αυτοκρατορία του Μάλι είδε μια επέκταση της μάθησης και της γραμματοσύνης. Το 1285, ο Σακούρα, ένας απελευθερωμένος σκλάβος, σφετερίστηκε τον θρόνο. Ως μάνσα έδιωξε τους Τουαρέγκ από το Τιμπουκτού και το καθιέρωσε ως κέντρο μάθησης και εμπορίου. Το εμπόριο βιβλίων αυξήθηκε, και η αντιγραφή βιβλίων έγινε ένα πολύ αξιοσέβαστο και κερδοφόρο επάγγελμα. Τα Τιμπουκτού και Τζενέ έγιναν σημαντικά κέντρα μάθησης στον Ισλαμικό κόσμο.[224]
Μετά τη βασιλεία του Μάνσα Σουλεϊμάν (1341-1360), για το Μάλι άρχισε μία κατακόρυφη πτώση. Το ιππικό των Μόσσι έκανε επιδρομές στα εκτεθειμένα νότια σύνορα. Οι Τουαρέγκ παρενοχλούσαν στα βόρεια σύνορα προκειμένου να ανακαταλάβουν το Τιμπουκτού. Οι Φουλάνι διέλυσαν την εξουσία του Μάλι στα δυτικά ιδρύοντας το ανεξάρτητο Ιμαμάτο του Φούτα Τόρο, έναν διάδοχο στο βασίλειο του Τακρούρ. Οι συμμαχίες των Σερέρ και Τζόλοφ σπάστηκαν. Το 1545 - 1546 η Αυτοκρατορία Σονγκάι κατέλαβε το Νιάνι. Μετά το 1599, η αυτοκρατορία έχασε τα χρυσωρυχεία χρυσού στο Μπαμπούκ και διασπάστηκε σε μικρότατες πολιτείες.[222]
Σονγκάι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι άνθρωποι του Σονγκάι κατάγονται από τους ψαράδες του Μέσoυ Ποταμού Νίγηρα. Αυτοί ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους στο Κουκίγια τον 9ο αιώνα μ.Χ. και στο Γκάο τον 12ο αιώνα. Οι Σονγκάι μιλούν μία γλώσσα Νείλου-Σαχάρας.[225]
Ο Σόννι Άλι, ένας Σονγκάι, άρχισε τις κατακτήσεις του καταλαμβάνοντας το Τιμπουκτού από τους Τουαρέγκ το 1468. Επέκτεινε την αυτοκρατορία στα βόρεια, βαθιά μέσα στην έρημο, έσπρωξε τους Μόσσι νοτιότερα του Νίγηρα, και επεκτάθηκε νοτιοδυτικά ως το Τζένε. Ο στρατός του περιλάμβανε ιππικό και ένα στόλο από κανό. Ο Σόννι Άλι δεν ήταν Μουσουλμάνος, και οι Βερβέροι-Άραβες λόγιοι τον παρουσίαζαν άσχημα, ειδικά επειδή επιτέθηκε στο Μουσουλμανικό Τιμπουκτού. Μετά τον θάνατό του το 1492, οι διάδοχοι του καθαιρέθηκαν από τον Στρατηγό Μοχάμαντ Τουρέ, έναν Μουσουλμάνο με προέλευση από τους Σονίνκε.[226]
Ο Μοχάμαντ Τουρέ (1493-1528) ίδρυσε τη Δυναστεία Άσκια, όπου άσκια ήταν ο τίτλος του βασιλιά. Παγίωσε τις κατακτήσεις του Σόννι Άλι. Χρησιμοποίησε το Ισλάμ για να επεκτείνει την εξουσία του κηρύσσοντας τζιχάντ στους Μόσσι, αποκαθιστώντας το υπερσαχάριο εμπόριο, και καταφέρνοντας τους χαλίφηδες των Αββασιδών στο Κάιρο να τον ανακηρύξουν χαλίφη του Σουδάν. Εδραίωσε το Τιμπουκτού ως ένα μεγάλο κέντρο της Ισλαμικής μάθησης. Ο Άσκια Μοχάμαντ Α' επέκτεινε την αυτοκρατορία σπρώχνοντας τους Τουαρέγκ βόρεια, καταλαμβάνοντας το Αΐρ στα ανατολικά, καθώς και την παραγωγό άλατος Ταγκάζα. Έφερε τα κράτη των Χάουσα στο εμπορικό δίκτυο των Σονγκάι. Επικέντρωσε περισσότερο τη διοίκηση της αυτοκρατορίας επιλέγοντας διαχειριστές από πιστούς υπηρέτες και οικογένειες και αναθέτοντάς τους σε κατακτημένα εδάφη. Προώθησε την αύξηση των τοπικών πολιτοφυλακών. O συγκεντρωτισμός κατέστησε τη Σονγκάι πολύ σταθερή, ακόμη και τον καιρό δυναστικών διενέξεων. Ο Λέων ο Αφρικανός άφησε ζωηρές περιγραφές για την αυτοκρατορία του Άσκια Μοχάμαντ. Ο Άσκια Μοχάμαντ καθαιρέθηκε από τον γιο του το 1528. Μετά από πολύ αντιπαλότητα, ο νεότερος γιος του Άσκια Μοχάμαντ, Άσκια Νταουντ (1529-1582) ανέλαβε τον θρόνο.[227]
Το 1591 το Μαρόκο εισέβαλε στην Αυτοκρατορία Σονγκάι με διαταγές του Αχμάντ αλ-Μανσούρ της Δυναστείας Σαάντι προκειμένου να καταλάβει τα κοιτάσματα χρυσού του Σαχέλ. Στη Μάχη του Τοντίμπι ο στρατός των Σονγκάι νικήθηκε. Οι Μαροκινοί κατέλαβαν το Τζενέ, το Γκάο και το Τιμπουκτού, αλλά δεν υπέταξαν ολόκληρη την περιοχή. Ο Άσκια Νούχου και ο στρατός των Σονγκάι ανασυντάχθηκαν στο Ντέντι, στην καρδιά της επικράτειας των Σονγκάι, όπου μια σθεναρή αντάρτικη αντίσταση απομυζούσε τους πόρους των Μαροκινών, που είχαν καταστεί σταθερά εξαρτώμενοι για ανεφοδιασμό από το Μαρόκο. Κατά τον 17ο αιώνα το Σονγκάι χωρίστηκε σε αρκετά κράτη.
Το Μαρόκο θεώρησε την επιχείρηση ασύμφορη. Το εμπόριο χρυσού είχε εκτραπεί προς τους Ευρωπαίους στην ακτή. Οι περισσότεροι από τους εμπορικούς δρόμους που διέσχιζαν τη Σαχάρα εκτρέπονταν πλέον ανατολικά του Μπόρνου. Ακριβός εξοπλισμός αγορασμένος με χρυσάφι έπρεπε να αποσταλεί διασχίζοντας τη Σαχάρα, ένα μη βιώσιμο σενάριο. Οι Μαροκινοί που παρέμειναν έκαναν γάμους με τον πληθυσμό και αναφέρονταν ως Αρμα ή Ρούμα. Εγκαταστάθηκαν στο Τιμπουκτού ως μια στρατιωτική κάστα με διάφορα φέουδα, ανεξάρτητα από το Μαρόκο. Μέσα στο χάος και άλλες ομάδες άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, όπως οι Φουλάνι του Φούτα Τόρο οι οποίοι εισέβαλαν από τη δύση. Η Αυτοκρατορία Μπαμπάρα, ένα από τα κράτη που αποσπάστηκαν από το Σονγκάι, λεηλάτησε το Γκάο. Το 1737 οι Τουαρέγκ σφάγιασαν τους Άρμα.[95][228]
Χαλιφάτο Σοκότο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Φουλάνι ήταν μετανάστες. Ξεκίνησαν από τη Μαυριτανία και εγκαταστάθηκαν στο Φούτα Τόρο, στο Φούτα Τζαλλόν, και μετά σε όλη την υπόλοιπη Δυτική Αφρική. Μέχρι τον 14ο αιώνα Κ.Ε. είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ. Τον 16ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Μάκινα, στο νότιο Μάλι. Κατά τη δεκαετία του 1670 κήρυξαν τζιχάντ στους μη-Μουσουλμάνους. Από τους πολέμους των τζιχάντ σχηματίστηκαν αρκετά κράτη, στα Φούτα Τόρο, Φούτα Τζαλλόν, Μάκινα, Ουαλία, και Μπουντού. Από αυτά τα κράτη το πιο σημαντικό ήταν το Χαλιφάτο Σοκότο ή Αυτοκρατορία Φουλάνι.[229]
Στην πόλη Γκομπίρ, o Οσμαν νταν Φόντιο (1754-1817) κατηγόρησε τους αρχηγούς των Χάουσα ότι ασκούν μία ακάθαρτη εκδοχή του Ισλάμ και είναι ηθικά διεφθαρμένοι. Το 1804 ξεκίνησε τον Πόλεμο των Φουλάνι ως τζιχάντ μεταξύ ενός πληθυσμού που ήταν ανήσυχος για την υψηλή φορολογία και δυσαρεστημένος με τους ηγέτες του. Ο πυρετός του τζιχάντ σάρωσε τη βόρεια Νιγηρία, με ισχυρή υποστήριξη μεταξύ των Φουλάνι και των Χάουσα. Ο Ουσμάν δημιούργησε μια αυτοκρατορία που περιλάμβανε τμήματα της βόρειας Νιγηρίας, το Μπενίν και το Καμερούν, με το Σοκότο ως πρωτεύουσα. Αποσύρθηκε ως δάσκαλος και συγγραφέας και παρέδωσε την αυτοκρατορία στον γιο του, Μουχάμεντ Μπέλλο. Το Χαλιφάτο Σοκότο διήρκεσε μέχρι το 1903, όταν οι Βρετανοί κατέκτησαν τη βόρεια Νιγηρία.[230]
Δασικές αυτοκρατορίες και κράτη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βασίλεια Ακάν και ανάδυση της Αυτοκρατορίας Ασάντι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ακάν μιλούν μία γλώσσα Κουά. Οι ομιλούντες γλώσσες Κουά πιστεύεται ότι προέρχονταν από την Ανατολική/Κεντρική Αφρική, προτού εγκατασταθούν στο Σαχέλ.[231] Μέχρι τον 12ο αιώνα είχε ιδρυθεί το Ακάνικο Βασίλειο του Μπόνομαν. To 13ο αιώνα όταν τα χρυσωρυχεία στο σύγχρονο Μάλι άρχισαν να στερεύουν, το Μπόνομαν και αργότερα άλλα κράτη των Ακάν άρχισαν να αναδεικνύονται ως μείζονες παράγοντες στο εμπόριο χρυσού. Το Μπόνομαν και τα άλλα βασίλεια των Ακάν όπως τα Ντενκυίρα, Άκυεμ και Ακουάμο ήταν πρόδρομοι για την παντοδύναμη Αυτοκρατορία Ασάντι. Το πότε και πώς οι Ασάντι βρέθηκαν στη σημερινή τους θέση είναι αμφιλεγόμενο. Το μόνο γνωστό είναι ότι τον 17ο αιώνα υπήρχαν άνθρωποι των Ακάν που ζούσαν σε ένα κράτος που λεγόταν Κουααμάν, και το οποίο βρισκόταν βόρεια της Λίμνης Μποσόμτουε. Τα κρατικά έσοδα προέρχονταν κυρίως από συναλλαγές σε χρυσό και καρύδια κόλα και την εκκαθάριση δασών για καλλιέργεια γιαμ. Έχτισαν πόλεις μεταξύ των ποταμών Πρα και Όφιν. Σχημάτιζαν αμυντικές συμμαχίες και απέδιδαν φόρο τιμής στη Ντενκυίρα, ένα από τα πιο ισχυρά κράτη των Ακάν της εποχής, μαζί με τα Αντάνσι και Ακουάμο. Τον 16ο αιώνα η κοινωνία των Ασάντι είδε ξαφνικές αλλαγές, με συμπεριλαμβανόμενη αύξηση του πληθυσμού χάρη στην καλλιέργεια φυτών του Νέου Κόσμου, όπως η μανιόκα και ο αραβόσιτος, και αύξηση στο εμπόριο χρυσού μεταξύ της ακτής και του βορρά.[232]
Μέχρι τον 17ο αιώνα ο Οσέι Κόφι Τούτου Α' (1695-1717), με τη βοήθεια του Οκόμφο Ανόκυε, ενοποίησε τους πρόδρομους των Ασάντι σε μια ομοσπονδία, με τον Χρυσό Θρόνο ως σύμβολο της ενότητας και του πνεύματος. Ο Οσέι Τούτου ασχολήθηκε με μια μαζική επέκταση της επικράτειας. Έχτισε τον στρατό των Ασάντι με βάση το Ακάνικο κράτος των Ακουάμου, εισάγοντας νέα οργάνωση και μετατρέποντας μια πειθαρχημένη πολιτοφυλακή σε αποτελεσματική πολεμική μηχανή. Το 1701 οι Ασάντι κατέκτησαν τη Ντενκυίρα, αποκτώντας πρόσβαση στο παράκτιο εμπόριο με τους Ευρωπαίους, ιδίως τους Ολλανδούς. Ο Οπόκου Ουάρε (1720-1745) ασχολήθηκε με την περαιτέρω επέκταση, προσθέτοντας και άλλα νότια κράτη των Ακάν στην αυξανόμενη αυτοκρατορία. Στράφηκε βόρεια προσαρτώντας τα κράτη Τέτσιμαν, Μπάντα, Τζυααμάν και Γκόντζα στον Ποταμό Μαύρο Βόλτα. Μεταξύ 1744-1745 ο Ασαντιχένε Οπόκου επιτέθηκε στο ισχυρό βόρειο κράτος της Νταγκόμπα, αποκτώντας τον έλεγχο των σημαντικών εμπορικών διαδρομών του μέσου Νίγηρα. Ο Κούσι Ομπόντομ (1750-1764) διαδέχθηκε τον Οπόκου και παγίωσε όλα τα νεοαποκτηθέντα εδάφη. Ο Οσέι Κάντουο (1777-1803) επέβαλε διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επέτρεψαν αποτελεσματική διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας παράλληλα με στρατιωτική επέκταση. Οι Οσέι Κουαμί Πανιιν (1777-1803), Οσέι Τούτου Κουάμι (1804-1807) και Οσέι Μπονσού (1807-1824) συνέχισαν την ενοποίηση και επέκταση της επικράτειας. Η Αυτοκρατορία Ασάντι περιλάμβανε όλην την σημερινή Γκάνα και μεγάλα τμήματα της Ακτής Ελεφαντοστού.[233]
O ασαντιχένε κληρονόμησε τη θέση του από τη μητέρα του. Στην πρωτεύουσα, Κουμάσι, είχε υποστήριξη από μία πολιτική υπηρεσία ανδρών με ταλέντο στο εμπόριο, τη διπλωματία και τον στρατό, και έναν αρχηγό που ονομαζόταν Γκυαασιχενε. Στην υπηρεσία εργάζονταν άνδρες από την Αραβία, το Σουδάν και την Ευρώπη, που ήταν όλοι διορισμένοι από τον ασαντιχένε. Στην πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις, οι ανκόμπια ή η ειδική αστυνομία υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες για τον ασαντιχένε, ως πηγές πληροφοριών, και για καταστολή των εξεγέρσεων. Η επικοινωνία σε όλη την αυτοκρατορία διατηρήθηκε μέσω ενός δικτύου από καλοδιατηρημένους δρόμους, από την ακτή έως τον μέσο Νίγηρα, και τη διασύνδεση με άλλες εμπορικές πόλεις.[234][235]
Τον 19ο αιώνα η Αυτοκρατορία Ασάντι παρέμεινε, ως επί το πλείστον, ισχυρή. Αργότερα, το 1900, καταστράφηκε από τον ανώτερο Βρετανικό οπλισμό και την οργάνωση που ακολούθησε τους τέσσερις πολέμους των Ασάντι με τους Άγγλους.[236]
Δαχομέη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Βασίλειο της Δαχομέης ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν οι Άτζα από το Βασίλειο Αλλάδα μετανάστευσαν βόρεια και εγκαταστάθηκαν μαζί με τους Φον. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να αξιώνουν την εξουσία τους. Έτσι ίδρυσαν το Βασίλειο της Δαχομέης, με πρωτεύουσα στο Αμπομέι. Ο Βασιλιάς Χουεγκμπάτζα (1645-1685) οργάνωσε τη Δαχομέη ως ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος. Ανακήρυξε όλα τα εδάφη ως ιδιοκτησία του βασιλιά που υπόκεινται σε φορολογία. Καθιερώθηκε το δικαίωμα του πρωτότοκου στη διαδοχή του βασιλικού θρόνου, καταργώντας όλες τις εισαγωγές από τους αρχηγούς των χωριών. Αναπτύχθηκε μια "λατρεία της βασιλείας". Ετήσια θυσίαζαν έναν αιχμάλωτο σκλάβο για να τιμήσουν τους βασιλικούς προγόνους. Κατά τη δεκαετία του 1720, η Δαχομέη κατέλαβε τα δουλεμπορικά κράτη Ουίνταχ και Αλλάδα, αποκτώντας άμεση πρόσβαση στην ακτή των σκλάβων και στο εμπόριο με τους Ευρωπαίους. Ο Βασιλιάς Αγκάτζα (1708-1740) προσπάθησε να τερματίσει το δουλεμπόριο κρατώντας τους σκλάβους σε φυτείες καλλιέργειας ελαιοφοινίκων, αλλά η κερδοφορία των Ευρωπαίων από σκλάβους και η εξάρτηση της Δαχομέης από πυροβόλα όπλα ήταν πολύ μεγάλες. Το 1730, υπό τον βασιλιά Αγκάτζα, η Δαχομέη κατακτήθηκε από την Αυτοκρατορία Όγιο, και η Δαχομέη έπρεπε να πληρώνει φόρους. Οι φόροι των σκλάβων πληρώνονταν κύρια με όστρακα κάουρι. Τον 19ο αιώνα το κύριο εμπορικό αγαθό ήταν το φοινικέλαιο.[237] Η Γαλλία κατέκτησε τη Δαχομέη κατά τον Δεύτερο Πόλεμο Φράγκων-Δαχομέης (1892-1894) και εγκατέστησε μια αποικιακή κυβέρνηση. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες που πολέμησαν ενάντια στη Δαχομέη ήταν ιθαγενείς Αφρικανοί.[238][239]
Γιορούμπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραδοσιακά, οι Γιορούμπα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως κατοίκους μίας ενωμένης αυτοκρατορίας, αντίθετα με τη σημερινή κατάσταση κατά την οποία «Γιορούμπα» είναι η πολιτισμική-γλωσσική ονομασία για τους ομιλούντες μίας από τις γλώσσες της οικογένειας Νίγηρα-Κονγκό. Το όνομα προέρχεται από μια λέξη των Χάουσα που αναφέρεται στην Αυτοκρατορία Όγιο. Το πρώτο κράτος των Γιορούμπα ήταν το Ιλέ-Ίφε, που λέγεται ότι ιδρύθηκε περί το 1000 μ.Χ. από έναν υπερφυσικό χαρακτήρα, τον πρώτο όνι Οντούντουα. Οι γιοι του Οντούντουα ίδρυσαν τις διάφορες πόλεις-κρατη των Γιορούμπα, και οι κόρες έγιναν μητέρες των διαφόρων ομπάς (βασιλιάδες) των Γιορούμπα. Οι πόλεις-κράτη συνήθως κυβερνούνταν από έναν ομπά και ένα ιουαρέφα, μία επιτροπή αρχηγών που συμβούλευε τον ομπά. Από τον 18ο αιώνα οι πόλεις-κράτη των Γιορούμπα είχαν σχηματίσει μια χαλαρή ομοσπονδία, με τον Όνι των Ίφε ως επικεφαλής και το Ίφε ως πρωτεύουσα. Όσο περνούσε ο καιρός, οι μεμονωμένες πόλεις-κράτη γίνονταν ολοένα και ισχυρότερες με τους ομπάς να κατέχουν ισχυρότερες πνευματικές θέσεις και να εξασθενίζουν την εξουσία του Όνι της Ίφε. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων-κρατών έγινε έντονος.[240]
Η Αυτοκρατορία Όγιο ανήλθε τον 16ο αιώνα. Το κράτος των Όγιο είχε κατακτηθεί το 1550 από το βασίλειο του Νουπε που διέθετε ιππικό, ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Ο αλαφίν (βασιλιάς) των Όγιο εξορίστηκε. Κατόπιν επανφοράς, η Αλαφίν Ορομπότο (1560-1580) έχτισε έναν στρατό βασισμένο σε βαριά οπλισμένο ιππικό και μαχητικά στρατεύματα. Έτσι καταστάθηκαν ακατανίκητοι στη μάχη στα βόρεια λιβάδια και τις αραιές δασικές εκτάσεις. Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, οι Όγιο είχαν προσαρτήσει τη δυτική περιοχή του Νίγηρα έως τους λόφους του Τόγκο, τους Γιορούμπα του Κέτου, τη Δαχομέη και το έθνος των Φον.[113]
Ένα διοικητικό συμβούλιο υπηρετούσε την αυτοκρατορία, με σαφείς εκτελεστικές διακρίσεις. Σε κάθε περιοχή ανέτεθαν έναν τοπικό διαχειριστή. Οι οικογένειες υπηρετούσαν συνεισφέροντας στη βασιλική ισχύ. Οι Όγιο, ως ένα βόρειο βασίλειο των Γιορούμπα, λειτούργησαν ως μεσάζοντες στο εμπόριο βορρά-νότου και συνέδεαν το ανατολικό δάσος της Γουινέας με το δυτικό και κεντρικό Σουδάν, τη Σαχάρα και τη Βόρεια Αφρική. Οι Γιορούμπα παρασκεύαζαν υφάσματα, σιδηρικά και κεραμικά, τα οποία αντάλλασσαν με αλάτι, δέρματα, και κυρίως άλογα από το Σουδάν για το ιππικό. Οι Όγιο παρέμειναν ισχυροί για διακόσια χρόνια.[241][242] Το 1888 έγιναν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας, προτού κατακερματιστούν περαιτέρω σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. Από το 1896 το κράτος των Όγιο έπαψε να υπάρχει ως οποιαδήποτε μορφή δύναμης.[243]
Μπενίν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα ο ομιλών γλώσσες Κουα Νίγηρα-Κονγκό λαός των Έντο είχε εδραιώσει την Αυτοκρατορία του Μπενίν. Από την αρχή ασχολήθηκαν με επεκτατική πολιτική και ενοποίηση. Υπό τον Ομά (βασιλιά) Εγουάρε (1450-1480 μ.Χ.) το κράτος οργανώθηκε για κατακτήσεις. Παγίωσε την κεντρική αρχή και ξεκίνησε 30 χρόνια πολέμων με τους γείτονές του. Κατά τον θάνατό του, η Αυτοκρατορία Μπενίν εκτεινόταν ως τη Δαχομέη στα δυτικά, ως το Δέλτα του Νίγηρα στα ανατολικά, κατά μήκος των ακτών της δυτικής Αφρικής, και ως τις πόλεις των Γιορούμπα στα βόρεια.[244]
O εγγονός του Εγουάρε Ομπά Εσίτζιε (1504-1550) φαλκίδευσε τη δύναμη του ουζάμα (συμβούλιο της επικρατείας) και αύξησε τις επαφές και το εμπόριο με τους Ευρωπαίους, ειδικά με τους Πορτογάλους που ήταν προμηθευτές χαλκού για τις τέχνες της αυλής.
Ο ομπάς κυβερνούσε με τη συμβουλή του ουζάμα, μίας επιτροπής που περιλάμβανε τους ισχυρούς οικογενειάρχες και τους τοπικούς αρχηγούς των διαφόρων συντεχνιών. Αργότερα η εξουσία τους περιορίστηκε με διορισμό διοικητικών αξιωματούχων. Οι γυναίκες είχαν δύναμη. Η βασίλισσα μητέρα του διάδοχου ομπά ασκούσε τεράστια επιρροή.[245]
Το Μπενίν δεν ήταν ποτέ μεγάλος εξαγωγέας σκλάβων, όπως ανέφερε ο Άλαν Ράιντερ στο βιβλίο του Μπενίν και οι Ευρωπαίοι. Από τις αρχές του 18ου αιώνα καταστράφηκε από τις δυναστικές διαμάχες και τους εμφυλίους πολέμους. Αλλά, ανέκτησε πολλή από την παλαιά ισχύ της επί βασιλείας των Ομπά Ερεσογιέν και Ομπά Ακενμπούντα. Από τον 16ο αιώνα οι κύριες εξαγωγές του Μπενίν ήταν πιπέρι, ελεφαντόδοντο, κόμμι και βαμβακερά υφάσματα σε Πορτογάλους και Ολλανδούς που τα μεταπωλούσαν σε άλλες Αφρικανικές παράκτιες κοινωνίες. Το 1897 οι Βρετανοί λεηλάτησαν την πόλη.[246]
Δέλτα του Νίγηρα και Ίγκμπο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο Δέλτα του Νίγηρα βρίσκονταν πολυάριθμες πόλεις-κράτη με ποικίλες μορφές διακυβέρνησης. Εκεί ήταν προστατευμένες από τα υδατικά κανάλια και την πυκνή βλάστηση του δέλτα. Η περιοχή μεταμορφώθηκε από το εμπόριο του 17ου αιώνα. Οι πόλεις-κράτη του δέλτα ήταν συγκρίσιμες με αυτές των Σουαχίλι στην Ανατολική Αφρική. Μερικές, όπως το Μπόνι, το Καλαμπάρι και το Γάρι είχαν βασιλιάδες. Άλλες, όπως το Μπρας, ήταν δημοκρατίες με μικρές γερουσίες, και εκείνες στον Ποταμός Κρος και στο Παλαιό Κάλαμπαρ κυβερνούνταν από εμπόρους της κοινότητας έκπε. Οι έκπε ρύθμιζαν το εμπόριο και θέσπιζαν κανόνες για τα μέλη που ήταν γνωστά ως οικιακά συστήματα. Ορισμένοι από αυτούς τους οίκους, όπως το Πέπλες του Μπόνι ήταν γνωστά στην Αμερική και την Ευρώπη.[247]
Οι Ίγκμπο ζούσαν ανατολικά του δέλτα (αλλά με τους Ανιομα στα δυτικά του Ποταμού Νίγηρα). Το Βασίλειο του Νρί αναδύθηκε τον 9ο αιώνα, με αρχηγό τον Εζε Νρι. Ήταν μια πολιτική οντότητα αποτελούμενη από χωριά, και κάθε χωριό ήταν αυτόνομο και ανεξάρτητο με δική του επικράτεια και ονομασία, έκαστο αναγνωρισμένο από τους γείτονές του. Τα χωριά ήταν δημοκρατικά και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων συμμετείχαν όλοι οι άντρες και μερικές φορές γυναίκες. Στους τάφους του Ίγκμπο-Ούκου (800 μ.Χ.) βρέθηκαν ορειχάλκινα ευρήματα τοπικής κατασκευής και γυάλινες χάντρες από την Αίγυπτο ή την Ινδία, ενδεικτικά εμπορίου με το εξωτερικό.[248][249]
19ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νότια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τη δεκαετία του 1850, Βρετανοί και Γερμανοί ιεραπόστολοι και έμποροι είχαν εισχωρήσει στη σημερινή Ναμίμπια. Οι Χερέρο και Νάμα αγωνίζονταν για όπλα και πυρομαχικά, παρέχοντας βοοειδή, ελεφαντόδοντα και φτερά στρουθοκαμήλου. Οι Γερμανοί ήταν καλύτερα εγκατεστημένοι στην περιοχή από τους Βρετανούς. Το 1884 οι Γερμανοί ανακήρυξαν την παράκτια περιοχή από τον Ποταμό Οράγγη μέχρι τον Ποταμό Κουνένε ως γερμανικό προτεκτοράτο, μέρος της γερμανικής νοτιοδυτικής Αφρικής. Εφάρμοσαν επιθετική πολιτική για εδαφική επέκταση στους λευκούς οικισμούς. Εκμεταλλεύτηκαν την αντιπαλότητα μεταξύ των Νάμα και Χερέρο.[250]
Οι Χερέρο σύναψαν συμμαχία με τους Γερμανούς, πιστεύοντας ότι έτσι θα πάρουν το πάνω χέρι ως προς τους Νάμα. Οι Γερμανοί έστησαν μια φρουρά στην πρωτεύουσα των Χερέρο και άρχισαν να καταμερίζουν τη γη των Χερέρο σε λευκούς οικισμούς, με συμπεριλαμβανόμενα τα καλύτερα βοσκοτόπια στο κεντρικό οροπέδιο, και πρόβαλλαν απαιτήσεις για φόρους και εργασία. Οι Χερέρο και οι Οβαμπαντερου επαναστάτησαν, αλλά η εξέγερση συντρίφθηκε και οι αρχηγοί εκτελέστηκαν. Μεταξύ 1896 - 1897, η πανώλη των βοοειδών παρέλυσε την οικονομική ραχοκοκαλιά των Χερέρο και την οικονομία των Νάμα και επιβράδυνε την επέκταση των λευκών. Οι Γερμανοί συνέχισαν την πολιτική του να καταστήσουν τη Ναμίμπια έναν λευκό οικισμό αρπάζοντας εδάφη και βοοειδή, και ακόμη προσπάθησαν να εξάγουν Χερέρο για δούλους στη Νότια Αφρική.[251]
Το 1904 οι Χερέρο επαναστάτησαν. O Γερμανός Στρατηγός Λόθαρ βον Τρόθα εφάρμοσε μια πολιτική εξόντωσης στη Μάχη του Ουότερμπέργκ, που οδήγησε τους Χερέρο στα δυτικά της Ερήμου Καλαχάρι. Στο τέλος του 1905, μόνο 16.000 Χερέρο είχαν μείνει ζωντανοί από τον προηγούμενο πληθυσμό των 80.000. Η αντίσταση των Νάμα συντρίφθηκε το 1907. Όλα τα εδάφη και το ζωικό κεφάλαιο των Νάμα και των Χερέρο κατασχέθηκαν από τον πληθυσμό που είχε λιγοστεύσει πολύ, και οι εναπομείναντες Νάμα και Χερέρο μετατοπίστηκαν προς θέσεις υποτελών. Οι εργάτες εισάγονταν από το Οβάμπο.[252]
Γη των Νγκούνι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια στιγμή μεγάλης διαταραχής στη νότια Αφρική ήταν το Μφεκάνε, «η σύνθλιψη». Ξεκίνησε από τα βόρεια βασίλεια των Νγκούνι του Μθέθουα, του Ντουάντουε, και του Εσουατίνι για τους ελάχιστους πόρους και τον λιμό. Όταν ο Ντινγκινσουαηο των Μθέθουα πέθανε, ο Σάκα Ζούλου πήρε τον έλεγχο. Ίδρυσε τo Βασίλειο Ζουλού, ορθώνοντας ανάστημα υπεράνω των Ντουάντουε και σπρώχνοντας τους Σουάζι βόρεια. Με τη διασπορά των Ντουάντουε και Σουάζι εξαπλώθηκε το Μφεκάνε. Κατά τη δεκαετία του 1820, ο Σάκα επέκτεινε την αυτοκρατορία σε όλο το μήκος των προπόδων του Ντράκενσμπεργκ, με υποτελείς σε φόρους στον μακρινό νότο ως τους ποταμούς Τουγκελά και Ουμζικούλου. Αντικατέστησε τους αρχηγούς των κατεκτημένων πολιτειών με ιντούνας, υπεύθυνους στον ίδιο. Εισήγαγε μία συγκεντρωτική, αφοσιωμένη, και πειθαρχημένη στρατιωτική δύναμη πρωτόγνωρη στην περιοχή, με ένα νέο τύπο όπλου, το ίκλουα, ένα κοντό μαχαιρωτό δόρυ.[253]
Το 1828 ο Σάκα δολοφονήθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του Ντίνγκάν Κασενζανγκακόνα, που υστερούσε σε στρατιωτική ιδιοφυΐα και ηγετικές ικανότητες ως προς τον Σάκα. Το 1838 οι Βουρτρέκερς προσπάθησαν να καταλάβουν τη γη των Ζουλού. Κατά τους πρώτους μήνες έχαναν, αλλά οι επιζώντες ανασυντάχθηκαν στον Ποταμό Νκομε και νίκησαν τους Ζουλού, αλλά δεν τόλμησαν να εγκατασταθούν στη γη των Ζουλού. Ο Ντίνγκάν σκοτώθηκε το 1840 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο αδελφός του Μπάντε πήρε τον έλεγχο και ενίσχυσε την επικράτεια των Ζουλού στα βόρεια. Το 1879 οι Βρετανοί εισέβαλαν στο Βασίλειο των Ζουλού ζητώντας να ελέγξουν όλη τη Νότια Αφρική. Το Βασίλειο Ζουλού νίκησε στη Μάχη της Ισαντλουάνα αλλά ηττήθηκε στη Μάχη του Ουλούντι.[254][255]
Ένα από τα σημαντικότερα κράτη που αναδύθηκαν από το Μφεκάνε ήταν το Βασίλειο Σότο που ιδρύθηκε στo Θαβα Μποσιου από τον Μοσεσόε Α' περί το 1821-1822. Ήταν μια συνομοσπονδία διαφορετικών πολιτειών που αποδέχονταν την απόλυτη εξουσία του Μοσεσόε. Κατά τη δεκαετία του 1830, το βασίλειο προσκάλεσε ιεραπόστολους ως ένα στρατηγικό μέσο για την απόκτηση όπλων και αλόγων από το Ακρωτήρι. Η Ελεύθερη Πολιτεία της Οράγγης σταδιακά μείωσε το βασίλειο αλλά ποτέ δεν κατάφερε ολοκληρωτική νίκη επί αυτού. Το 1868 ο Μοσεσόε ζήτησε από τη Βρετανία να προσαρτήσει το Βασίλειο Σότο, για να διασωθούν τα απομεινάρια. Έγινε το Βρετανικό προτεκτοράτο Μπασουτολάντ.[256]
Βοορτρέκκερς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τον 19ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας των Κοηκοη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Μπόερς. Οι Κοηκοη είχαν χάσει την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία τους και είχαν απορροφηθεί από την κοινωνία των Μπόερς. Οι Μπόερς μιλούσαν Αφρικάανς, μια γλώσσα ή διάλεκτο που προέρχεται από την ολλανδική, και δεν αποκαλούσαν πλέον τους εαυτούς τους Μπόερς, αλλά Αφρικάνερς. Κάποιοι Κοηκοη χρησιμοποιούνταν ως κομάντο σε επιδρομές εναντίον άλλων Κοηκοη και αργότερα Κόσα. Αναδύθηκε επίσης ένας μικτός πληθυσμός από Κοη, σκλάβους και Ευρωπαίους που ονομάζονταν οι Έγχρωμοι του Ακρωτηρίου, και ήταν απόβλητοι της αποικιακής κοινωνίας. Στους Κοηκοη που ζούσαν μακριά στα σύνορα περιλαμβάνονταν οι Κόρα, οι Ορλάαμς, και οι Γκρίκα. Το 1795 οι Βρετανοί ανέλαβαν τον έλεγχο των αποικιών του ακρωτηρίου από τους Ολλανδούς.[257]
Τη δεκαετία του 1830 οι Μπόερς ξεκίνησαν ένα ταξίδι επέκτασης, ανατολικά από τον Ποταμό Μεγάλο Ψάρι στο Ζούουρβελντ. Αναφέρονταν ως Βοορτρέκκερς. Ίδρυσαν τις δημοκρατίες του Τράνσβααλ και την Ελεύθερη Πολιτεία της Οράγγης, κυρίως σε περιοχές αραιοκατοικημένου πληθυσμού που είχε λιγοστεύσει από τα Μφεκάνε/Ντιφακάνε. Αντίθετα με το Κοησαν, τα κράτη των Μπαντού δεν κατακτήθηκαν από τους Αφρικανούς λόγω της πληθυσμιακής πυκνότητας και της μεγαλύτερης ενότητας. Επιπλέον, άρχισαν να εξοπλίζονται με όπλα που αποκτούσαν μέσω του εμπορίου στο ακρωτήρι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στους Πολέμους Κόσα-Μπόερς, οι Μπόερς εκδιώχθηκαν από τη γη των Κόσα. Απαιτήθηκε μια ειδική αυτοκρατορική στρατιωτική δύναμη για να υποταχθούν τα ομιλούντα Μπαντού κράτη. Το 1901 οι δημοκρατίες των Μπόερς ηττήθηκαν από τη Βρετανία στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς. Η ήττα ωστόσο ήταν η ολοκλήρωση στις φιλοδοξίες πολλών Αφρικανών: η Νότια Αφρική θα βρισκόταν υπό λευκή κυριαρχία. Οι Βρετανοί ανέθεσαν όλες τις εξουσίες—νομοθετική, εκτελεστική, διοικητική—σε χέρια αγγλικά και Αφρικάνερς.[255][258]
Το Ευρωπαϊκό εμπόριο, η εξερεύνηση και οι κατακτήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ 1878 - 1898 τα Ευρωπαϊκά κράτη χωρίστηκαν και κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής. Για 400 χρόνια, τα Ευρωπαϊκά έθνη είχαν περιορίσει την εμπλοκή τους κύρια σε εμπορικούς σταθμούς στις ακτές της Αφρικής. Λίγοι τόλμησαν να απομακρυνθούν από την ακτή και να εξορμήσουν στην ενδοχώρα, και αυτοί, όπως οι Πορτογάλοι, συχνά είχαν απώλειες και ήττες και αναγκάζονταν να υποχωρήσουν πίσω στην ακτή. Αρκετές τεχνολογικές καινοτομίες βοήθησαν να ξεπεραστεί αυτή η επαναληπτική ρουτίνα 400 ετών. Μία ήταν η εφεύρεση των επαναληπτικών τουφεκιών, που ξαναγεμίζονταν με μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα από τα μουσκέτα. Τα πυροβολικά χρησιμοποιούνταν ολοένα και περισσότερο. Το 1885 ο Χάιραμ Μάξιμ εφηύρε το όπλο Μάξιμ, το μοντέλο του σύγχρονου πολυβόλου όπλου. Τα ευρωπαϊκά κράτη φύλαξαν αυτά τα όπλα για δική τους χρήση, και αρνήθηκαν να τα πουλήσουν στους Αφρικανούς ηγέτες.[259]
Πολλές Ευρωπαϊκές ζωές χάθηκαν από αφρικανικά μικρόβια και αποτράπηκαν οι μόνιμοι οικισμοί. Ασθένειες όπως ο κίτρινος πυρετός, η αφρικανική τρυπανοσωμίαση, η τροπική μόρωση και η λέπρα έκαναν την Αφρική ένα πολύ αφιλόξενο μέρος για τους Ευρωπαίους. Η πιο θανατηφόρα ασθένεια ήταν η ελονοσία, ενδημική σε όλη την Τροπική Αφρική. Το 1854 η ανακάλυψη της κινίνης και άλλες ιατρικές καινοτομίες βοήθησαν να καταστεί εφικτή η κατάκτηση και ο αποικισμός της Αφρικής.[260]
Υπήρχαν πολλά κίνητρα για την κατάκτηση της Αφρικής στο παιχνίδι. Τα Ευρωπαϊκά εργοστάσια χρειάζονταν πρώτες ύλες. Η Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα διερχόταν τη Βιομηχανική Επανάσταση. Στο παιχνίδι υπήρχαν εθνικιστικές αντιπαλότητες πρεστίζ. Η κατοχή Αφρικανικών αποικιών θα έδειχνε στους ανταγωνιστές ότι ένα έθνος ήταν ισχυρό και σημαντικό. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στη Διαμάχη για την Αφρική.[261]
Οι γνώσεις για την Αφρική αυξήθηκαν. Πολλοί Ευρωπαίοι εξερευνητές άρχισαν να ταξιδεύουν στην ήπειρο. Ο Μούνγκο Παρκ διέσχισε τον ποταμό Νίγηρα. Ο Τζέιμς Μπρους περιηγήθηκε στην Αιθιοπία και εντόπισε την πηγή του Μπλε Νείλου. Ο Ρίτσαρντ Φράνσις Μπάρτον ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στη Λίμνη Τανγκανίκα. O Σάμιουελ Μπέικερ εξερεύνησε τον Άνω Νείλο. Ο Τζον Χάννινγκ Σπέκι εντόπισε την πηγή του Νείλου στη Λίμνη Βικτώρια. Στους σημαντικούς Ευρωπαίους εξερευνητές περιλαμβάνονται οι Χέινριχ Μπάρθ, Χένρυ Μόρτον Στάνλεϊ (επινόησε τον όρο «Σκοτεινή Ήπειρος» αναφερόμενος στην Αφρική σε ένα βιβλίο του 1878), Σίλβα Πόρτο, Αλεξάντρ ντε Σέρπα Πίντο, Ρενέ Καιγιέ, Φρίντριχ Γκέρχαρντ Ρολφς, Γκούσταφ Νάχτιγκαλ, Τζορτζ Σβεινφορθ και Τζόζεφ Τζον Τόμσον. Ο πιο διάσημος από τους εξερευνητές ήταν ο Ντέιβιντ Λίβινγκστον, ο οποίος εξερεύνησε τη νότια Αφρική και διέσχισε την ήπειρο από τον Ατλαντικό στη Λουάντα ως τον Ινδικό Ωκεανό στο Κελιμάνε. Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές χρησιμοποιούσαν Αφρικανούς οδηγούς και υπηρέτες, και καθιερωμένες εμπορικές διαδρομές μεγάλων αποστάσεων.[262][263]
Και οι ιεραπόστολοι που επιχειρούσαν να εξαπλώσουν τον Χριστιανισμό αύξησαν τις γνώσεις των Ευρωπαίων για την Αφρική.[263] Μεταξύ 1884 - 1885 τα Ευρωπαϊκά έθνη συναντήθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου για τη Δυτική Αφρική στα πλαίσια συζητήσεων για την κατανομή της Αφρικής. Συμφωνήθηκε ότι οι διεκδικήσεις των Ευρωπαίων σε μέρη της Αφρικής θα αναγνωρίζονταν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι Ευρωπαίοι ήταν αποτελεσματική κατοχική δύναμη. Σε μια σειρά από συνθήκες το 1890-1891 σχεδιάστηκαν τα πλήρη αποικιακά όρια. Ολόκληρη η Υποσαχάρια Αφρική διεκδικήθηκε από Ευρωπαϊκές δυνάμεις, εκτός από την Αιθιοπία (Αβησσυνία) και τη Λιβερία.[264]
Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν στήσει μια ποικιλία από διαφορετικές διοικήσεις στην Αφρική που αντικατόπτριζαν τις διαφορετικές φιλοδοξίες και μεγέθη ισχύος. Σε ορισμένες περιοχές, όπως σε τμήματα της Βρετανικής Δυτικής Αφρικής, ο αποικιακός έλεγχος ήταν ασθενής και προορίζονταν για απλή οικονομική εξόρυξη, στρατηγική δύναμη, ή ως μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανάπτυξης. Σε άλλες περιοχές ενθάρρυναν τους Ευρωπαίους να εγκατασταθούν, δημιουργώντας αποικιακά κράτη στα οποία κυριαρχούσε μια Ευρωπαϊκή μειονότητα. Οι άποικοι σε λίγες μόνο αποικίες ήταν επαρκείς στον αριθμό τους για να έχουν ισχυρό αντίκτυπο. Στους Βρετανικούς αποικιακούς οικισμούς περιλαμβάνονταν η Βρετανική Ανατολική Αφρική (τώρα Κένυα), η Βόρεια και η Νότια Ροδεσία (Ζάμπια και Ζιμπάμπουε, αντίστοιχα), και η Νότια Αφρική που ήδη είχε σημαντικό πληθυσμό από Ευρωπαίους εποίκους, τους Μπόερς. Η Γαλλία σχεδίαζε να αποικήσει την Αλγερία και τελικά να την προσαρτήσει στο γαλλικό κράτος, ως ισότιμη με τις Ευρωπαϊκές επαρχίες. Η εγγύτητα της Αλγερίας στη Μεσόγειο επέτρεπε σχέδια τέτοιας κλίμακας.[265][266][267]
Στις περισσότερες περιοχές οι αποικιακές διοικήσεις δεν είχαν το ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους για την πλήρη διαχείριση της επικράτειας και βασίζονταν σε τοπικές δομές εξουσίας για υποστήριξη. Διάφορες φατρίες και ομάδες στις κοινωνίες εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την απαίτηση των Ευρωπαίων για ιδιοτελείς σκοπούς, επιδιώκοντας να ανέλθουν ιεραρχικά στις κοινότητές τους μέσω συνεργασίας με τους Ευρωπαίους. Μία πτυχή αυτού του αγώνα περιλάμβανε αυτό που ο Τέρενς Ρένγκερ είχε ορίσει ως «επινόηση της παράδοσης». Προκειμένου να νομιμοποιήσουν τις δικές τους αξιώσεις για εξουσία τόσο στα μάτια των αποικιακών διαχειριστών όσο και των δικών τους ανθρώπων, η ελίτ των ιθαγενών ουσιαστικά έπλαθε "παραδοσιακές" απαιτήσεις δύναμης, ή τελετές. Ως αποτέλεσμα, πολλές κοινωνίες ήταν αποδιοργανωμένες από τη νέα τάξη.[268][269]
Μετά τη Διαμάχη για την Αφρική, ένα πρώιμο αλλά δευτερεύουσας σημασίας αξιοπρόσεκτο θέμα για τα περισσότερα αποικιακά καθεστώτα ήταν η καταστολή της δουλείας και του δουλεμπορίου. Μέχρι το τέλος της αποικιακής περιόδου ήταν ως επί το πλείστον επιτυχείς σε αυτό τον στόχο, μολονότι υπάρχει ακόμα δουλεία στην Αφρική.[270]
Γαλλία εναντίον Βρετανίας: η κρίση της Φασόντα το 1898
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως θέμα της Διαμάχης για την Αφρική, η Γαλλία είχε ως στόχο τη σύσταση ενός συνεχόμενου δυτικού-ανατολικού άξονα της ηπείρου, αντίθετα με τον Βρετανικό άξονα βορρά-νότου. Οι εντάσεις μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας κλιμακώθηκαν στην Αφρική. Σε πολλά σημεία ο πόλεμος ήταν μία πιθανότητα, αλλά ποτέ δεν συνέβη.[271] Το πιο σοβαρό περιστατικό ήταν το Επεισόδιο της Φασόντα το 1898. Τα Γαλλικά στρατεύματα διεκδίκησαν μια περιοχή στο Νότιο Σουδάν και μια μεγαλύτερη Βρετανική δύναμη, που ισχυρίστηκε ότι ενεργεί προς συμφέρον του Χεδίβη της Αιγύπτου, έφτασε να τους αντιμετωπίσει. Υπό έντονη πίεση οι Γάλλοι υποχώρησαν αφήνοντας την περιοχή στους Βρετανούς. Το κατεστημένο αναγνωρίστηκε από μία συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την Αίγυπτο υπό Βρετανική κυριαρχία, ενώ η Γαλλία έγινε η κυρίαρχη δύναμη στο Μαρόκο αλλά συνολικά υπέστη μια ταπεινωτική ήττα.[272][273]
Ευρωπαϊκά αποικιακά εδάφη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βέλγιο
Ανεξάρτητα |
- Ελεύθερη Πολιτεία του Κογκό και Βελγικό Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό)
- Ρουάντα-Ουρούντι (περιλάμβανε τη σύγχρονη Ρουάντα και το Μπουρούντι, μεταξύ 1916 - 1960)
Γαλλία
|
|
|
Γερμανία
- Γερμανικό Καμερούν (τώρα το Καμερούν και μέρος από τη Νιγηρία)
- Γερμανική Ανατολική Αφρική (τώρα η Ρουάντα, το Μπουρούντι και μεγάλο μέρος της Τανζανίας)
- Γερμανική νοτιοδυτική Αφρική (τώρα Ναμίμπια)
- Γερμανική Τογκολάνδη (τώρα το Τόγκο και το ανατολικό τμήμα της Γκάνα)
Ιταλία
- Ιταλική Βόρεια Αφρική (τώρα Λιβύη)
- Ερυθραία
- Ιταλική Σομαλιλάνδη (τώρα μέρος της Σομαλίας)
Πορτογαλία
|
|
Ισπανία
|
|
|
Ηνωμένο Βασίλειο
|
|
Ανεξάρτητα κράτη
- H Λιβερία, που ιδρύθηκε από την Αμερικανική Αποικιστική Κοινότητα των Ηνωμένων Πολιτειών το 1821. Ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1847.
- Η Αυτοκρατορία της Αιθιοπίας (Αβησσυνία) επανασχεδίασε τα σύνορα της με την ιταλική Ερυθραία και τη γαλλική Σομαλιλάνδη (σύγχρονο Τζιμπουτί), που είχε καταληφθεί για λίγο από την Ιταλία τα έτη 1936 - 1941 κατά τη διάρκεια της Κρίσης της Αβυσσηνίας.
- Σουδάν, ανεξάρτητο υπό τον Μουχάμαντ Αχμάντ μεταξύ 1885 - 1899. Μετά ήλθε υπό Βρετανικό έλεγχο μεταξύ 1899 - 1956.[274]
- Δερβίς (ανεξάρτητο από 1899 - 1920), κράτος που διαδέχθηκε το Ντουλμπαχάντε γκαρααντσιπ (ανεξάρτητο από 1530 - 1899.)
20ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη δεκαετία του 1880 οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν μοιράσει σχεδόν όλην την Αφρική, με μόνο την Αιθιοπία, τη Λιβερία και το Δερβίς (κράτος που διαδέχθηκε το Ντουλμπαχάντε γκαρααντσιπ) να διατηρούν την ανεξαρτησία τους καθ ' όλη τη Διαμάχη για την Αφρική[275]. Κυβέρνησαν μέχρι μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι δυνάμεις του εθνικισμού είχαν γίνει ισχυρότερες. Στις δεκαετίες 1950 και 1960 οι αποικιακές ιδιοκτησίες έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Η διαδικασία ήταν συνήθως ειρηνική αλλά υπήρξαν αρκετοί μακροχρόνιοι πικροί αιματηροί εμφύλιοι πόλεμοι, όπως στην Αλγερία,[276] στην Κένυα[277] και αλλού. Σε όλη την Αφρική η νέα ισχυρή εθνικιστική δύναμη βασίστηκε στις οργανωτικές δεξιότητες που απέκτησαν οι ιθαγενείς στα Βρετανικά και στα Γαλλικά και σε άλλα στρατεύματα των παγκοσμίων πολέμων. Προέκυψαν οργανώσεις που δεν ελέγχονταν ούτε υποστηρίζονταν από αποικιοκρατικές δυνάμεις ούτε από τις παραδοσιακές τοπικές δομές εξουσίας που συνεργάζονταν με τις αποικιακές δυνάμεις. Οι εθνικιστικές οργανώσεις άρχισαν να αμφισβητούν τόσο τις παραδοσιακές όσο και τις νέες αποικιακές δομές και τελικά τις εκτόπισαν. Οι ηγέτες των εθνικιστικών κινημάτων πήραν τον έλεγχο όταν οι Ευρωπαϊκές αρχές εξήλθαν και πολλοί κυβέρνησαν για δεκαετίες ή μέχρι να εξαλειφθούν. Στις δομές αυτές περιλαμβάνονταν πολιτικές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές, και άλλες κοινωνικές οργανώσεις. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πολλές Αφρικανικές χώρες έχουν βιώσει τον θρίαμβο και την ήττα του εθνικιστικού ζήλου, με τις μεταβαλλόμενες στη διαδικασία εστίες της συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας και του πατρογονικού κράτος.[278][279][280]
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τη μεγάλη πλειοψηφία της ηπείρου υπό τον αποικιακό έλεγχο των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι δύο παγκόσμιοι Πόλεμοι ήταν ζωτικής σημασίας για τη γεωπολιτική ιστορία της Αφρικής. Η Αφρική ήταν ένα θέατρο πολέμου και είδε μάχες και στους δύο πολέμους. Σίγουρα στις περισσότερες περιοχές το έρεισμα του ολοκληρωτικού πολέμου των αποικιακών δυνάμεων επηρέασε τη διακυβέρνηση των Αφρικανικών αποικιών, μέσω της κατανομής των πόρων, την επιστράτευση και τη φορολογία. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν αρκετές εκστρατείες στην Αφρική, όπως η εκστρατεία στην Τογκολάνδη, η εκστρατεία στο Καμερούν, η εκστρατεία στη Νοτιοδυτική Αφρική και η εκστρατεία στην ανατολική Αφρική. Σε έκαστη οι συμμαχικές δυνάμεις, κυρίως οι Βρετανοί, αλλά και οι Γάλλοι, οι Βέλγοι, οι Νοτιοαφρικάνοι και οι Πορτογάλοι προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τις Αφρικανικές αποικίες τους. Σε έκαστη οι γερμανικές δυνάμεις μειονεκτούσαν κατά πολύ αριθμητικά και, εξ'αιτίας της ναυτικής υπεροχής των Συμμάχων, βρίσκονταν αποκομμένοι από ενισχύσεις ή ανεφοδιασμό. Τελικά οι Σύμμαχοι κατέκτησαν όλες τις γερμανικές αποικίες, και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις στην Ανατολική Αφρική κατόρθωσαν να αποφύγουν την παράδοση εν μέσω του πολέμου, απέτυχαν να κρατήσουν οποιαδήποτε περιοχή μετά το 1917. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι πρώην γερμανικές αποικίες στην Αφρική καταλήφθηκαν από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αποικιοκρατικές δυνάμεις συνέχισαν να εδραιώνουν τον έλεγχό τους στα Αφρικανικά εδάφη. Σε ορισμένες περιοχές, ιδίως στη Νότια και Ανατολική Αφρική, μεγάλοι πληθυσμοί αποίκων επιτυχώς άσκησαν πίεση για πρόσθετη αποκέντρωση της διοίκησης, τη λεγόμενη "οικιακή κυβέρνηση" από τους λευκούς αποίκους. Σε πολλές περιπτώσεις, τα καθεστώτα των οικισμών ήταν αυστηρότερα για τους Αφρικανικούς πληθυσμούς, τους οποίους αντιμετώπιζαν μάλλον ως απειλή παρά ως πολιτική εξουσία, αντίθετα με τα αποικιακά καθεστώτα που γενικά επιδίωκαν να ενσωματώσουν τους ντόπιους πληθυσμούς στην οικονομική παραγωγή. Η Μεγάλη Ύφεση επηρέασε έντονα την οικονομία της Αφρικής για τα μη απαραίτητα για την επιβίωση αγαθά, εκ των οποίων πολλά παράγονταν προοριζόμενα για τις Δυτικές αγορές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 που η ζήτηση για αυτά αυξήθηκε η οικονομία της Αφρικής ανέκαμψε.
Τη δεκαετία του 1930 στην Αφρική διαδραματίστηκαν τα πρώτα περιστατικά φασιστικής επεκτατικής πολιτικής. Η Ιταλία είχε προσπαθήσει να κατακτήσει την Αιθιοπία κατά τη δεκαετία του 1890 αλλά αποκρούστηκε στον Α' Ιταλο-Αιθιοπικό πόλεμο. Η Αιθιοπία που βρισκόταν μεταξύ δύο ιταλικών αποικιών, την ιταλική Σομαλιλάνδη και την Ερυθραία δέχτηκε εισβολή τον Οκτώβριο 1935. Με συντριπτικό πλεονέκτημα στην άμυνα και την αεροπορία, μέχρι τον Μάιο του 1936 οι ιταλικές δυνάμεις είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα και ανακήρυξαν τη νίκη τους. Η Αιθιοπία και οι άλλες αποικίες ενοποιήθηκαν στην ιταλική Ανατολική Αφρική.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: Πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Ανεξάρτητα |
Η Αφρική ήταν μια μεγάλη ήπειρος της οποίας η γεωγραφία απέκτησε στρατηγική σημασία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Βόρεια Αφρική ήταν η σκηνή των μεγάλων Βρετανικών και Αμερικανικών εκστρατειών κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ η Ανατολική Αφρική ήταν η σκηνή της μεγάλης Βρετανικής εκστρατείας εναντίον της Ιταλίας. Η απέραντη γεωγραφία προσφερόταν για σημαντικές οδούς μεταφοράς που συνέδεαν τις Ηνωμένες Πολιτείες με τη Μέση Ανατολή και τις περιοχές της Μεσογείου. Η θαλάσσια διαδρομή γύρω από τη Νότια Αφρική, μολονότι πρόσθετε 40 ημέρες στα ταξίδια, χρησιμοποιούταν πολύ από όσους απέφευγαν την επικίνδυνη περιοχή του Σουέζ. Οι προμήθειες από εκμισθώσεις και δανεισμούς στη Ρωσία συχνά ταξίδευαν με αυτόν τον τρόπο. Εσωτερικά, οι υπεραστικές οδικές και σιδηροδρομικές συνδέσεις διευκόλυναν τη Βρετανική πολεμική προσπάθεια. Η Ένωση της Αφρικής ήταν κυρίαρχη και σε μεγάλο βαθμό αυτοδιοικούμενη, ενώ οι άλλες Βρετανικές κτήσεις διοικούνταν από το αποικιακό γραφείο, συνήθως σε στενή συνεργασία με τους τοπικούς αρχηγούς και βασιλιάδες. Οι Ιταλικές κτήσεις ήταν στόχοι επιτυχημένων Βρετανικών στρατιωτικών εκστρατειών. Το Βελγικό Κονγκό και άλλες δύο Βελγικές αποικίες ήταν σημαντικοί εξαγωγείς. Από άποψη αριθμών και πλούτου, οι Βρετανοί έλεγχαν τα πλουσιότερα τμήματα της Αφρικής, και έκαναν εκτεταμένη χρήση όχι μόνο της γεωγραφίας, αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού και των φυσικών πόρων. Οι πολιτικοί αποικιοκράτες κατέβαλαν ιδιαίτερη προσπάθεια για την αναβάθμιση των Αφρικανικών υποδομών, την προώθηση της γεωργίας, την ενσωμάτωση της αποικιακής Αφρικής στην παγκόσμια οικονομία, και τη στρατολόγηση πάνω από μισού εκατομμυρίου στρατιωτών.[281][282]
Πριν από τον πόλεμο, η Βρετανία είχε κάνει κάποια σχέδια για την αξιοποίηση της Αφρικής, αλλά σύντομα συστάθηκαν δομές διοίκησης. Ο Στρατός εγκατέστησε το Αρχηγείο της Δυτικής Αφρικής που στρατολόγησε 200.000 στρατιώτες. Το Αρχηγείο της Ανατολικής Αφρικής δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 για να υποστηρίξει το υπερτεταμένο Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής. Παρείχε τον μεγαλύτερο αριθμό αντρών, πάνω από 320.000, κυρίως από την Κένυα, την Ταγκανίκα και την Ουγκάντα. Το Νότιο Αρχηγείο ήταν ο τομέας της Νότιας Αφρικής. Το Βασιλικό Ναυτικό εγκατέστησε το Αρχηγείο του Νότιου Ατλαντικού με έδρα στη Σιέρα Λεόνε, που έγινε ένα από τα κύρια σημεία συγκέντρωσης των κονβόι. Το Παράκτιο Αρχηγείο του ΡΑΦ συμμετείχε σε μεγάλες υποβρύχιες κυνηγετικές επιχειρήσεις με έδρα στη Δυτική Αφρική, ενώ ένα μικρότερο αρχηγείο του ΡΑΦ ασχολήθηκε με τα υποβρύχια στον Ινδικό Ωκεανό. Οι αερομεταφορές από τη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία ήταν η κύρια αποστολή της Πολεμικής Αεροπορίας Δυτικής Ερήμου. Επιπλέον μικρότερα πιο τοπικά αρχηγεία είχαν συσταθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.[283]
Προ του 1939, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Βρετανική Αφρική ήταν ελάχιστες, και κατά κανόνα απαρτίζονταν από λευκούς, που αποτελούσαν λιγότερο από 2% του πληθυσμού εκτός της Νότιας Αφρικής. Όταν άρχισε ο πόλεμος, δημιουργήθηκαν νεοσύστατες Αφρικανικές μονάδες, κυρίως από τον Στρατό. Οι νεοσύλλεκτοι ήταν σχεδόν πάντα εθελοντές,που προσφέρονταν συνήθως σε στενή συνεργασία με τους τοπικούς φυλετικούς αρχηγούς. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι στρατιωτικές μισθολογικές κλίμακες υπερέβαιναν κατά πολύ τις απολαβές των ντόπιων πολιτών, ειδικά όταν συμπεριλαμβάνονταν επιδόματα σίτισης, στέγασης και ένδυσης. Οι περισσότεροι στελέχωναν κατασκευαστικές μονάδες, που ονομάζονταν μονάδες Πιονέρων, με πάνω από 82.000 στρατιώτες. Στρατολογήσεις έγιναν επίσης από το ΡΑΦ και το Ναυτικό. Οι εθελοντές συμμετείχαν σε διενέξεις, κατά πολύ φύλαγαν σκοπιά, και κατασκευαστικές εργασίες. 80,000 υπηρέτησαν στη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε για να μην αμφισβητηθεί η λευκή κυριαρχία, σίγουρα πριν από τον πόλεμο και σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του. Εντούτοις, οι στρατιώτες ασκήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν με Ευρωπαϊκά πρότυπα, με ισχυρές δόσεις προπαγάνδας, και διδάχθηκαν ηγετικές και οργανωτικές ικανότητες που αποδείχθηκαν απαραίτητες για τον σχηματισμό των εθνικιστικών και ανεξάρτητων κινημάτων μετά το 1945. Υπήρξαν μικρά επεισόδια δυσαρέσκειας μεταξύ των ντόπιων, αλλά τίποτα το σοβαρό.[284] Ο εθνικισμός των Αφρικάνερς ήταν ένας παράγοντας στη Νότια Αφρική, αλλά το 1939 ο πρώτος Γερμανός Αφρικάνερ πρωθυπουργός αντικαταστάθηκε από τον Γιαν Σματς, έναν Αφρικάνερ που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση του συνεργάστηκε στενά με το Λονδίνο και συγκέντρωσε 340.000 εθελοντές (190.000 ήταν λευκοί, ή περίπου το 1/3 των επιλέξιμων λευκών ανδρών).[285]
Γαλλική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήδη από το 1857 οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει μονάδες εθελοντών από μαύρους στρατιώτες στην υποσαχάρια Αφρική, που ονομάζονταν σενεγαλέζοι πεζικάριοι. Υπηρέτησαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλη την Αυτοκρατορία, με συμπεριλαμβανόμενους 171.000 στρατιώτες στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και 160.000 στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[286] Περίπου 90.000 έγιναν Αιχμάλωτοι Του Πολέμου στη Γερμανία. Οι βετεράνοι διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη μεταπολεμικό κίνημα ανεξαρτησίας στη Γαλλική Αφρική.[287][288]
Οι αρχές στη Δυτική Αφρική δήλωσαν υποταγή στο καθεστώς Βισύ, όπως και η αποικία του γαλλικού Γκαμπόν. Οι δυνάμεις του Βισύ αντιμετώπισαν μία εισβολή των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων στη γαλλική Δυτική Αφρική στις δύο μάχες του Ντακάρ, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1940. Η Γκαμπόν πέρασε στα χέρια της Ελεύθερης Γαλλίας μετά τη Μάχη του Γκαμπόν τον Νοέμβριο 1940, αλλά η Δυτική Αφρική παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Βισύ μέχρι τον Νοέμβριο 1942. Οι δυνάμεις του Βισύ προσπάθησαν να αντισταθούν στις συνταραχτικές αποβάσεις των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική (επιχείρηση Πυρσός) τον Νοέμβριο 1942. Ο Ναύαρχος του Βισύ Φρανσουά Νταρλάν αιφνίδια άλλαξε πλευρά και η μάχη έληξε.[289] Οι Σύμμαχοι έδωσαν στον Νταρλάν τον έλεγχο των Βορειοαφρικανικών γαλλικών δυνάμεων ως ανταμοιβή για την υποστήριξη τόσο από τη γαλλική Βόρεια Αφρική όσο και τη γαλλική Δυτική Αφρική. Το Βισύ πλέον εξαλείφθηκε ως παράγων στην Αφρική. Ο Νταρλάν δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο, και οι δύο παρατάξεις της Ελεύθερης Γαλλίας, με ηγέτες τους Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ, συναγωνίστηκαν για την εξουσία. Τελικά κέρδισε ο ντε Γκωλ.[290]
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος: Στρατός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένου ότι η Γερμανία είχε χάσει τις Αφρικανικές αποικίες της μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έφτασε στην Αφρική μέχρις ότου μπήκε στον πόλεμο η Ιταλία την 10 Ιουνίου 1940, ελέγχοντας τη Λιβύη και την ιταλική Ανατολική Αφρική. Με την πτώση της Γαλλίας την 25η Ιουνίου, οι περισσότερες από τις Γαλλικές αποικίες στη Βόρεια και τη Δυτική Αφρική ελέγχονταν από την κυβέρνηση του Βισύ, αν και μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αφρικής βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Ελεύθερων Γάλλων κατόπιν διενέξεων μεταξύ του Βισύ και των Ελεύθερων Γαλλικών δυνάμεων στη Μάχη του Ντακάρ και στη Μάχη του Γκαμπόν. Μετά την πτώση της Γαλλίας, η Αφρική ήταν το μόνο ανοιχτό θέατρο για χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις μέχρι την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα τον Οκτώβριο. Στην εκστρατεία της Δυτικής Ερήμου οι Ιταλικές δυνάμεις από τη Λιβύη προσπάθησαν να κατακτήσουν την Αίγυπτο, που βρισκόταν υπό Βρετανικό έλεγχο. Ταυτόχρονα, στην εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής οι Ιταλικές Ανατολικοαφρικανικές δυνάμεις κατέκτησαν τη Βρετανική Σομαλιλάνδη και ορισμένα Βρετανικά φυλάκια στην Κένυα και το Αγγλο-Αιγυπτιακό Σουδάν. Όταν οι προσπάθειες της Ιταλίας να κατακτήσει την Αίγυπτο (με συμπεριλαμβανόμενη τη ζωτικής σημασίας Διώρυγα του Σουδάν) και το Σουδάν αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, δεν κατάφεραν να αποκαταστήσουν τις οδούς ανεφοδιασμού της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής. Άνευ δυνατότητας αποστολής ενισχύσεων ή ανεφοδιασμού και περικυκλωμένη από τα Συμμαχικά κατεχόμενα, η Ιταλική Ανατολική Αφρική κατακτήθηκε κύρια από Βρετανικές και Νοτιοαφρικανικές δυνάμεις το 1941. Στη Βόρεια Αφρική, οι Ιταλοί σύντομα ζήτησαν βοήθεια από τους Γερμανούς οι οποίοι έστειλαν μια σημαντική δύναμη υπό τον Στρατηγό Ρόμελ. Με τη γερμανική βοήθεια οι δυνάμεις του Άξονα ανέκτησαν το πάνω χέρι αλλά δεν κατάφεραν να περάσουν από τις Βρετανικές γραμμές άμυνας στις δύο προσπάθειες που έκαναν στο Ελ Αλαμέιν. Στα τέλη του 1942 οι Συμμαχικές δυνάμεις, κυρίως Αμερικανοί και Καναδοί, εισέβαλαν στη Γαλλική Βόρεια Αφρική κατά την Επιχείρηση Πυρσός, όπου οι γαλλικές δυνάμεις του Βισύ αρχικά τους αιφνιδίασαν με την αντίστασή τους αλλά πείστηκαν να σταματήσουν να αγωνίζονται μετά από τρεις ημέρες. Το δεύτερο μέτωπο ανακούφισε την πίεση των Βρετανών στην Αίγυπτο που άρχισαν να σπρώχνουν προς τα δυτικά για να συναντηθούν με τις δυνάμεις του Πυρσού, τελικά στριμώχνοντας τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις στην Τυνησία, η οποία κατακτήθηκε τον Μάιο του 1943 κατά την εκστρατεία της Τυνησίας, που σήμανε το τέλος του πολέμου στην Αφρική. Οι μοναδικές άλλες σημαντικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν στη γαλλική αποικία της Μαδαγασκάρης, στην οποία εισέβαλαν οι Βρετανοί τον Μάιο του 1942 για να αποκλείσουν την πρόσβαση του Άξονα στους λιμένες της (δυνητικά στους Ιάπωνες που είχαν φτάσει στον ανατολικό Ινδικό Ωκεανό). Οι γαλλικές φρουρές στη Μαδαγασκάρη παραδόθηκαν τον Νοέμβριο του 1942.
Μεταπολεμική Αφρική: αποαποικιοποίηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αποαποικιοποίηση της Αφρικής ξεκίνησε από τη Λιβύη το 1951, αν και η Λιβερία, η Νότια Αφρική, η Αίγυπτος και η Αιθιοπία ήταν ήδη ανεξάρτητα κράτη. Πολλές χώρες ακολούθησαν στις δεκαετίες 1950 και 1960, με αποκορύφωμα το 1960 κατά το Έτος της Αφρικής που είδε 17 Αφρικανικά έθνη να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου μέρους της γαλλικής Δυτικής Αφρικής. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους μέσα στη δεκαετία του 1960, μολονότι μερικοί άποικοι (ιδίως οι Πορτογάλοι) φάνηκαν απρόθυμοι να παραιτηθούν από την κυριαρχία, με αποτέλεσμα πολέμους για την ανεξαρτησία που διήρκεσαν μια δεκαετία ή και περισσότερο. Οι τελευταίες χώρες της Αφρικής που απέκτησαν επίσημα ανεξαρτησία ήταν οι Γουινέα-Μπισάου (1974), Μοζαμβίκη (1975) και Ανγκόλα (1975) από την Πορτογαλία, το Τζιμπουτί από τη Γαλλία το 1977, η Ζιμπάμπουε από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1980, και η Ναμίμπια από τη Νότια Αφρική το 1990. Η Ερυθραία αργότερα διαχωρίστηκε από την Αιθιοπία, το 1993.[291]
Ανατολική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Εξέγερση των Μάου Μάου στην Κένυα διήρκεσε από το 1952 μέχρι το 1956, αλλά καταστάλθηκε από τους Βρετανούς και τις τοπικές δυνάμεις. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1960. Η Κένυα ανεξαρτητοποιήθηκε το 1963 και ο Τζόμο Κενυάτα υπηρέτησε ως ο πρώτος της Πρόεδρος.[292]
Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 σηματοδότησαν επίσης την έναρξη έντονων διενέξεων μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι στη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Το 1994 αυτές κατέληξαν στη Γενοκτονία της Ρουάντα στην οποία δολοφονήθηκαν πάνω από 800.000 άνθρωποι.[293]
Βόρεια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαροκινός εθνικισμός αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1930, και το Κόμμα Ιστίκλαλ που σχηματίστηκε πίεζε για ανεξαρτησία. Το 1953 ο σουλτάνος Μοχάμεντ Ε΄ του Μαρόκου ζήτησε ανεξαρτησία. Στις 2 Μαρτίου του 1956 το Μαρόκο ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Γαλλία. Ο Μοχάμεντ Ε' έγινε κυβερνήτης του ανεξάρτητου Μαρόκου.[294]
Το 1954 στην Αλγερία σχηματίστηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και ακολούθησε ο Πόλεμος της Αλγερίας, οπότε η Αλγερία έγινε ανεξάρτητο κράτος. Ο Μοχάμεντ Αχμέντ Μπεν Μπελά εξελέγη Πρόεδρος της Αλγερίας. Πάνω από ένα εκατομμύριο Γάλλοι υπήκοοι, κυρίως Πιε-νουάρ, έφυγαν από τη χώρα παραλύοντας την οικονομία.[276]
Το 1934 ιδρύθηκε το κόμμα «Νεο Ντεστούρ» (Νέο Σύνταγμα) από τον Χαμπίμπ Μπουργκίμπα που πίεζε για ανεξαρτησία στην Τυνησία. Η Τυνησία ανεξαρτητοποιήθηκε το 1955. Ο μπέης καθαιρέθηκε και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα εξελέγη Πρόεδρος της Τυνησίας.[295]
Το 1954 ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ ανέτρεψε τη μοναρχία της Αιγύπτου στην Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952 και ανήλθε στην εξουσία ως Πρωθυπουργός της Αιγύπτου.[296] Ο Μουαμάρ Καντάφι ηγήθηκε του πραξικοπήματος της Λιβύης το 1969 που ανέτρεψε τον Ιντρίς της Λιβύης. Ο Καντάφι παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον θάνατό του στο Λιβυκό Εμφύλιο Πόλεμο του 2011.[297]
Η Αίγυπτος ενεπλάκη σε αρκετούς πολέμους εναντίον του Ισραήλ και είχε συμμαχίες με άλλες Αραβικές χώρες. Ο πρώτος ήταν ο Αραβο–Ισραηλινός Πόλεμος του 1948, αμέσως μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ακολούθησε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 όπου η Αίγυπτος έχασε τη Χερσόνησο του Σινά από το Ισραήλ. Το 1973 έγινε ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Το 1979 ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ και ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, που έδωσαν πίσω τη Χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο με αντάλλαγμα την αναγνώριση του Ισραήλ. Οι συμφωνίες αυτές παραμένουν σε ισχύ ως σήμερα. Το 1981 ο Σαντάτ δολοφονήθηκε από μέλη του Αιγυπτιακού Ισλαμικού Τζιχάντ υπό τον Χαλίντ Ισταμπούλι. Οι δράστες ήταν Ισλαμιστές που στόχευσαν τον Σαντάτ για την υπογραφή των Συμφωνιών.[298]
Νότια Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1948 τέθηκαν σε ισχύ οι νόμοι του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική από το κυρίαρχο Εθνικό κόμμα. Αυτοί ήταν σε μεγάλο βαθμό η συνέχεια των υφιστάμενων πολιτικών, με διαφορά την πολιτική της «χωριστής ανάπτυξης» (Απαρτχάιντ). Όπου οι προηγούμενες πολιτικές ήταν μόνο αποσπασματικές προσπάθειες για οικονομική εκμετάλλευση της Αφρικανικής πλειοψηφίας, το Απαρτχάιντ αντιπροσώπευε μια ολόκληρη φιλοσοφία για τους μεμονωμένους φυλετικούς στόχους, που οδήγησε στους διχαστικούς νόμους του «μικρού απαρτχάιντ» και στο μεγαλόπνοο σχήμα των Αφρικανικών πατρίδων.[299]
Το 1994 η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής κατάργησε το Απαρτχάιντ. Οι Νοτιοαφρικανοί εξέλεξαν τον Νέλσον Μαντέλα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου στις Νοτιοαφρικανικές γενικές εκλογές του 1994, τις πρώτες πολυφυλετικές προεδρικές εκλογές.[300]
Δυτική Αφρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε όλη τη Δυτική Αφρική εμφανίστηκαν εθνικιστικά κινήματα, κυρίως στη Γκάνα υπό τον Κβάμε Νκρούμαχ.[301] Το 1957 η Γκάνα έγινε η πρώτη υποσαχάρια αποικία που πέτυχε την ανεξαρτησία της, ακολουθούμενη την επόμενη χρονιά από τις Γαλλικές αποικίες, και από το 1974 τα Δυτικοαφρικανικά έθνη ήταν εντελώς αυτόνομα. Μετά την ανεξαρτητοποίηση, πολλά κράτη της Δυτικής Αφρικής πλήχτηκαν από διαφθορά και αστάθεια, με αξιοσημείωτους εμφύλιους πολέμους στη Νιγηρία, τη Σιέρα Λεόνε, τη Λιβερία και την Ακτή Ελεφαντοστού, και μια αλληλουχία από στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Γκάνα και την Μπουρκίνα Φάσο. Πολλά κράτη απέτυχαν να αναπτύξουν τις οικονομίες τους παρά την αξιοζήλευτη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων, και η πολιτική αστάθεια συχνά συνοδευόταν από αντιδημοκρατική κυβέρνηση.[302][303]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Williams, Chancellor (1987). Destruction of Black Civilisation. Chicago: Third World Press. σελίδες 61–63. ISBN 9780883780305.
- ↑ Africa information"
- ↑ http://www.eyewitnesstohistory.com/slavetrade.htm
- ↑ Shillington, Kevin (2005), History of Africa, p. 2. Rev. 2nd ed. New York: Palgrave Macmillan. (ISBN 0-333-59957-8).
- ↑ Shillington (2005), σελ. 2.
- ↑ 6,0 6,1 Shillington (2005), σελ. 2-3.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 3.
- ↑ Ehret, Christopher (2002), The Civilizations of Africa, p. 22. Charlottesville: University of Virginia. (ISBN 0-8139-2085-X).
- ↑ Γενετικές μελέτες του Luca Cavalli-Sforza που πρωτοστάτησε στη μελέτη του τρόπου εξάπλωσης του σύγχρονου ανθρώπου από την Αφρική.
- ↑ Η Σάρα. Α. Tishkoff,* Floyd. A. Reed, Françoise R. Friedlaender, Κρίστοφερ Έρετ, Alessia Ranciaro, Alain Froment, Jibril Β. Hirbo, Agnes Α. Awomoyi, Jean-Marie Μπόντο, Ogobara Doumbo, Muntaser Ιμπραήμ, Αμπντάλα T. Τζούμα, Maritha J. Kotze, Godfrey Lema, Ο Τζέισον H. Moore, Χόλι Μόρτενσεν, Thomas B. Nyambo, Sabah. Α. Ο Ομάρ, Kweli Πάουελ, Γεδεών S. Πρετόριους, Michael W. Smith, Mahamadou. Α. Θήρας, Ο Τσαρλς Wambebe, James L. Weber, Scott M. Williams. Η Γενετική Δομή και την Ιστορία των Αφρικανών και των Αφρικανικών Αμερικανών. Δημοσιεύθηκε στις 30 Απριλίου 2009, σχετικά με την Επιστήμη Express.
- ↑ Leverington, David (2013). Encyclopedia of the History of Astronomy and Astrophysics. New York: Cambridge University Press. σελ. 1. ISBN 978-0-521-89994-9.
- ↑ Fry, Douglas P.; Söderberg, Patrik (2013-07-19). «Lethal Aggression in Mobile Forager Bands and Implications for the Origins of War». Science 341 (6143): 270–273. doi: . ISSN 0036-8075. PMID 23869015. Bibcode: 2013Sci...341..270F. http://science.sciencemag.org/content/341/6143/270.
- ↑ Lahr, M. Mirazón; Rivera, F.; Power, R. K.; Mounier, A.; Copsey, B.; Crivellaro, F.; Edung, J. E.; Fernandez, J. M. Maillo και άλλοι. (2016). «Inter-group violence among early Holocene hunter-gatherers of West Turkana, Kenya». Nature 529 (7586): 394–398. doi: . PMID 26791728. Bibcode: 2016Natur.529..394L. http://www.nature.com/doifinder/10.1038/nature16477.
- ↑ Diamond, Jared (1997), Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι: Οι Τύχες των Ανθρώπινων Κοινωνιών, σ. 126-127.
- ↑ Ehret (2002), σσ. 64-75, 80-81, 87-88.
- ↑ Ehret (2002), σσ. 64-75.
- ↑ https://www.britannica.com/topic/Mande
- ↑ Ehret (2002), σ. 82-84.
- ↑ Ehret (2002), σ. 94, 95.
- ↑ Orbit: Earth's Extraordinary Journey documentary
- ↑ Kevin White; David J. Mattingly (2006). Ancient Lakes of the Sahara. 94. American Scientist, σελ. 58–65.
- ↑ Ο Δρ Στιούαρτ Τάισον Σμιθ
- ↑ PlanetQuest Εκπαίδευση
- ↑ Wendorf (1998). «Late Neolithic megalithic structures at Nabta Playa». web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Philippe Lavachery· Scott MacEachern (2012). Komé – Kribi: Rescue Archaeology Along the Chad-Cameroon Oil Pipeline, 1999–2004. Africa Magna Verlag. ISBN 978-3-937248-28-8.
- ↑ J. Cameron Monroe· Akinwumi Ogundiran (2012). Power and Landscape in Atlantic West Africa: Archaeological Perspectives. Cambridge University Press. ISBN 978-1-107-00939-4.
- ↑ Peter Mitchell et al., The Oxford Handbook of African Archaeology (2013), σελ. 855: "Η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη εκτεταμένων περιτειχισμένων οικισμών από την περίοδο μετάβασης από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στη Λίμνη Τσαντ (Magnavita et al., 2006) είναι ενδεικτική του ότι τεράστιες τοποθεσίες και διαδικασίες ίσως εξακολουθούν να αναμένουν την αναγνώριση."
- ↑ Appiah & Gates 2010, σελ. 254.
- ↑ Coelho, Margarida; Sequeira, Fernando; Luiselli, Donata; Beleza, Sandra; Rocha, Jorge (2009-01-01). «On the edge of Bantu expansions: mtDNA, Y chromosome and lactase persistence genetic variation in southwestern Angola». BMC Evolutionary Biology 9: 80. doi: . ISSN 1471-2148. PMID 19383166.
- ↑ =Paul T. Nicholson· Ian Shaw (2000). Ancient Egyptian Materials and Technology. Cambridge University Press. σελ. 168. ISBN 978-0-521-45257-1.
- ↑ Nicholson και Shaw (2000), σ. 149-160
- ↑ Swami, Bhaktivejanyana (2013), Ithihaasa: The Mystery of Story Is My Story of History, p. 98. Author House. (ISBN 1477242732), 9781477242735.
- ↑ Nicholson και Shaw (2000), σελ. 161-165, 170.
- ↑ 34,0 34,1 Ehret (2002), σ. 136-137.
- ↑ «EARLY HISTORY OF AFRICA». web.archive.org. 11 Οκτωβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ É. Zangato; A.F.C. Holl (2010). «On the Iron Front: New Evidence North-Central Africa». Journal of African Archaeology 8 (1): 7–23. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-26. https://web.archive.org/web/20131226002521/http://www.african-archaeology.de/index.php?page_id=154&journal_id=24&pdf_id=172.
- ↑ Falola, Toyin (2002). Key Events in African History: A Reference Guide. Westport, Connecticut, USA: Greenwood Press. σελ. 46. ISBN 0-313-31323-7.
- ↑ Σίδηρος στην Αφρική: Ανασκόπηση της Ιστορίας, UNESCO, Aux origines de la métallurgie du fer en Afrique, Une ancienneté méconnue: Afrique de L'ouest et Afrique centrale.
- ↑ Pringle, Heather (2009). «Seeking Africa's first Iron Men». Science 323 (5911): 200–202. doi: .
- ↑ Shillington (2005), σ. 37-39.
- ↑ O'Brien, Patrick Karl (2002), Atlas of World History, pp. 22–23. Oxford: Oxford University Press. (ISBN 0-19-521921-X).
- ↑ Simson Najovits, Egypt, trunk of the tree, Volume 2, (Algora Publishing: 2004), p.258.
- ↑ Ehret (2002), σσ. 143-46.
- ↑ Davidson, Basil (1991), Africa In History: Themes and Outlines, pp. 30–33. Revised and expanded ed. New York: Simon & Schuster (ISBN 0-684-82667-4)
- ↑ 45,0 45,1 45,2 45,3 45,4 Davidson (1991), σ. 30-33.
- ↑ Habachi. (1963), σελ. 16-52
- ↑ Nicolas., Grimal, (1988). Histoire de l'Egypte ancienne. Fayard. σελ. 155-156. ISBN 2213021910. 919534030.
- ↑ Ehret (2002), pp. 144, 145.
- ↑ Alberge, Dalya. "Tomb Reveals Ancient Egypt's Humiliating Secret", The Times {London}, 28 July 2003.
- ↑ Ehret (2002), σ. 148-151.
- ↑ Shillington (2005), σ. 40-41.
- ↑ Shillington (2005), σ. 42-45.
- ↑ Iliffe, John (2007), Africans: The History of a Continent, p. 30. 2nd ed. New York:Cambridge University Press. (ISBN 978-0-521-68297-8).
- ↑ Shillington (2005), σ. 63-65.
- ↑ Shillington (2005), σ. 65.
- ↑ «Western North African Christianity: A History of the Christian Church in Western North Africa». web.archive.org. 30 Ιουλίου 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2001. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «The Church Victorious (313 A.D.)». Third Millennium Ministries. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Monophysitism - New World Encyclopedia». www.newworldencyclopedia.org. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Early Christian History / Controversies: Donatism». www.earlychristianhistory.net. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ 1934-, Brett, Michael, (1996). The Berbers. Oxford, UK: Blackwell. ISBN 0631168524. 31077775.
- ↑ Jean., Hiernaux, (1975). The people of Africa. New York: Scribner. ISBN 0684140403. 1338661.
- ↑ Phoenicia, pg. 199.
- ↑ Rose, Jeanne, and John Hulburd, The Aromatherapy Book, p. 94.
- ↑ Vine, Peter, Oman in History, p. 324.
- ↑ Abun-Nasr, Jamil M. A history of the Maghrib in the Islamic period. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες xi–xii. ISBN 9780511608100.
- ↑ Laroui, Abdallah (31 Ιανουαρίου 2015). The History of the Maghrib: An Interpretive Essay. Princeton: Princeton University Press. ISBN 9781400869985.
- ↑ «Algeria - The Roman Era». countrystudies.us. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Algeria: a country study» (PDF).
- ↑ «Reichskrise des 3. Jahrhunderts» (στα γερμανικά). Wikipedia. 2018-12-23. https://de.wikipedia.org/w/index.php?title=Reichskrise_des_3._Jahrhunderts&oldid=183956994.
- ↑ «History of the Jews in the Roman Empire» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2018-12-18. https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=History_of_the_Jews_in_the_Roman_Empire&oldid=874270470.
- ↑ Hefele, Karl Joseph von (1871). A History of the Councils of the Church: To the close of the Council of Nicea, A.D. 325. T. & T. Clark.
- ↑ «Early African church» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2018-12-21. https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Early_African_church&oldid=874783625.
- ↑ C., Frend, W. H. (1952). The Donatist Church : a movement of protest in Roman North Africa. Oxford: Clarendon Press. ISBN 0198264089. 2365232.
- ↑ A., Tilley, Maureen (1996). Donatist martyr stories : the Church in conflict in Roman North Africa. Liverpool: Liverpool University Press. ISBN 0853239312. 36350949.
- ↑ A., Tilley, Maureen (1997). The Bible in Christian North Africa : the Donatist world. Minneapolis: Fortress Press. ISBN 0800628802. 36916347.
- ↑ Justo L. González (1970–1975). A history of Christian thought. Nashville: Abingdon Press. ISBN 0687171741. 95550.
- ↑ «North Africa During the Classical Period». Library of Congress. 15 Δεκεμβρίου 2011.
- ↑ 1952-, Davis, Paul K., (2001). 100 decisive battles : from ancient times to the present. New York: Oxford University Press. ISBN 0195143663. 45102987.
- ↑ «Vandalic War» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2019-01-06. https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Vandalic_War&oldid=877128933.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), A History of Sub-Saharan Africa, σελ. 66–71. New York City: Cambridge University Press. (ISBN 978-0-521-68708-9).
- ↑ Iliffe (2007), p. 41.
- ↑ Shillington (2005), σ. 66-71.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 79-80.
- ↑ Iliffe, John (2007). σ. 49,50
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007) σελ. 78.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005), σελ. 39.
- ↑ Nurse, Derek (2006-03-21). The Bantu Languages. doi:. http://dx.doi.org/10.4324/9780203987926.
- ↑ 88,0 88,1 Ehret, Christopher (2001). «Bantu Expansions: Re-Envisioning a Central Problem of Early African History». The International Journal of African Historical Studies 34 (1): 5. doi: . ISSN 0361-7882. https://www.jstor.org/stable/3097285?origin=crossref.
- ↑ Vansina, J. (1995-07). «New Linguistic Evidence and ‘The Bantu Expansion’». The Journal of African History 36 (02): 173. doi: . ISSN 0021-8537. http://dx.doi.org/10.1017/s0021853700034101.
- ↑ Fanso 19.
- ↑ Fanso 19; Hudgens και Trillo 1051.
- ↑ «Ancient Intriguing Sao People: "Men From Another Time" - One Of The Oldest Civilizations Of Central Africa». Ancient Pages (στα Αγγλικά). 28 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Barth, Travels, II, 16–17.
- ↑ Falola 2008, σελ. 26.
- ↑ 95,0 95,1 Collins and Burns (2007), σ. 88-89.
- ↑ Shillington (2005), σ. 182-183.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007) σελ. 90.
- ↑ Falola 2008, σ.26
- ↑ 99,0 99,1 Shillington (2005), σ. 183-184.
- ↑ 100,0 100,1 100,2 Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 91.
- ↑ Davidson (1991), σελ. 96.
- ↑ Africa, Unesco International Scientific Committee for the Drafting of a General History of (1999). Africa from the Sixteenth to the Eighteenth Century. University of California Press. ISBN 9780520067004.
- ↑ Syed, Muzaffar Husain (2011). Concise History of Islam. New Delhi, India: Vij Books India Pvt Ltd. σελ. 165. ISBN 9789382573470.
- ↑ «Africa Timeline». South African History Online. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2017.
- ↑ Jr., Appiah, Kwame Anthony. Gates, Henry Louis (2010). Encyclopedia of Africa. Oxford University Press. σελ. 254. ISBN 9780195337709. 730444573.
- ↑ Falola 2008, p. 47.
- ↑ Udo 1970, p. 178.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 138, 139.
- ↑ Davidson (1991), σελ. 159, 160.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 141.
- ↑ 111,0 111,1 Davidson (1991), σελ. 161.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 139, 141.
- ↑ 113,0 113,1 Africa. PediaPress. σελ. 68.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007) (2007), σ. 185-188
- ↑ Shillington (2005), σελ. 196-198
- ↑ Davidson (1991), σ. 156 και 157
- ↑ Shillington (2005), σελ. 198, 199.
- ↑ Davidson (1991), σελ. 158.
- ↑ David D. Laitin, Said S. Samatar, Somalia: Nation in Search of a State, (Westview Press: 1987), p. 15.
- ↑ I.M. Lewis, A modern history of Somalia: nation and state in the Horn of Africa, 2nd edition, revised, illustrated, (Westview Press: 1988), p.20
- ↑ Brons, Maria (2003), Society, Security, Sovereignty and the State in Somalia: From Statelessness to Statelessness?, p. 116.
- ↑ Morgan, W.T.W. (1969), East Africa: Its Peoples and Resources, p. 18.
- ↑ Journal of African History p. 50, by John Donnelly Fage and Roland Anthony Oliver.
- ↑ Da Gama's First Voyage p. 88.
- ↑ East Africa and its Invaders, p. 38.
- ↑ Gujarat and the Trade of East Africa pg.35
- ↑ The return of Cosmopolitan Capital:Globalization, the State and War, p. 22.
- ↑ The Arabian Seas: The Indian Ocean World of the Seventeenth Century, by R.J. Barendse.
- ↑ Gujarat and the Trade of East Africa, p. 30.
- ↑ Chinese Porcelain Marks from Coastal Sites in Kenya: aspects of trade in the Indian Ocean, XIV-XIX centuries. Oxford: British Archaeological Reports, 1978 p. 2.
- ↑ East Africa and its Invaders, p. 37.
- ↑ Gujarat and the Trade of East Africa, p. 45.
- ↑ «history of ethiopia». atupa (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Contributor, Africa com (29 Απριλίου 2010). «Here's What You Need to Know About Ethiopia». Africa.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Ian Mortimer, The Fears of Henry IV (2007), p.111
- ↑ Girma Beshah and Merid Wolde Aregay, The Question of the Union of the Churches in Luso-Ethiopian Relations (1500–1632) (Lisbon: Junta de Investigações do Ultramar and Centro de Estudos Históricos Ultramarinos, 1964), pp. 13–14.
- ↑ Girma and Merid, Question of the Union of the Churches, p. 25.
- ↑ Girma and Merid, Question of the Union of the Churches, pp. 45–52.
- ↑ Mekonnen, Yohannes (29 Ιανουαρίου 2013). Ethiopia: the Land, Its People, History and Culture. Yohannes Mekonnen. ISBN 9781482311174.
- ↑ Girma and Merid, Question of the Union of the Churches, pp. 91, 97–104.
- ↑ Girma and Merid, Question of the Union of the Churches, p. 105.
- ↑ van Donzel, Emeri, "Fasilädäs" σε Siegbert Uhlig, ed., Εγκυκλοπαίδεια Aethiopica: D-Ha (Wiesbaden: Harrassowitz Verlag, 2005), σελ. 500.
- ↑ Hans Kng (2006). Tracing The Way: Spiritual Dimensions of the World Religions. A&C Black. σελ. 248. ISBN 978-0-8264-9423-8.
- ↑ 144,0 144,1 Shillington (2005), σ. 65-67, 72-75.
- ↑ Shillington (2005), σ. 75, 76.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005). σ 90.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005), σ. 156, 157
- ↑ Shillington (2005), σ. 88-92.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005), σσ. 166,167
- ↑ Shillington (2005), σ. 167-168.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005), σελ. 157.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 158.
- ↑ Shillington, Κέβιν (2005), σσ. 158,159
- ↑ Shillington (2005), σ. 159-161.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 161.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 162.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 67
- ↑ Ehret (2002), σελ. 305.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007) σελ. 77.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 77.
- ↑ Page, Willie F.(2001). Encyclopedia of African History and Culture:From Conquest to Colonization (1500–1850). New York:Learning Source Books, p. 88, (ISBN 0-8160-4472-4).
- ↑ Lye, Keith (ed.) (2002). Encyclopedia of African Nations and Civilization. Facts on File library of world history. New York: Facts on File; Diagram Group, σελ. 189. ISBN 0816045682.
- ↑ «Republic of South Africa». Topics, Sample Papers & Articles Online for Free (στα Αγγλικά). 16 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «500-1800 - AFRICA». sites.google.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Ehret, Christopher (2002). p. 252.
- ↑ Ehret (2002), σ. 252-254.
- ↑ 167,0 167,1 Shillington (2005), σ. 147-153.
- ↑ 168,0 168,1 Davidson (1991), σ. 252-254.
- ↑ Davidson (1991), σσ. 252-154.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 218.
- ↑ 171,0 171,1 171,2 Shillington (2005), σ. 153-155.
- ↑ Worden, Nigel. The Making of Modern South Africa, Oxford UK/Cambridge USA: Blackwell Publishers, 1995, p. 13.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 210-213.
- ↑ Shillington (2005), σ. 213, 214.
- ↑ Liu, Hua; Prugnolle, Franck; Manica, Andrea; Balloux, François (Αύγουστος 2006). «A Geographically Explicit Genetic Model of Worldwide Human-Settlement History». The American Journal of Human Genetics 79 (2): 230–237. doi: . PMID 16826514. PMC 1559480. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-human-genetics_2006-08_79_2/page/230.
- ↑ Maxon, Robert M.· Ofcansky, Thomas P. (9 Σεπτεμβρίου 2014). Historical Dictionary of Kenya. Rowman & Littlefield. ISBN 9780810874695.
- ↑ «A Brief History on Kenya | Republic of Kenya | The Embassy of the Republic of Kenya». www.kenyarep-jp.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ James De Vere Allen (1993). Swahili origins: Swahili culture & the Shungwaya phenomenon. J. Currey. ISBN 978-0-85255-075-5.
- ↑ Daniel Don Nanjira, African Foreign Policy and Diplomacy: From Antiquity to the 21st Century, ABC-CLIO, 2010, p. 114
- ↑ Jens Finke, The Rough Guide για την Τανζανία (2010)
- ↑ Casson, Lionel (1989). The Periplus Maris Erythraei. Lionel Casson. (Translation by H. Frisk, 1927, with updates and improvements and detailed notes). Princeton, Princeton University Press.
- ↑ Chami, F.A. (1999). "The Early Iron Age on Mafia island and its relationship with the mainland." Azania Vol. XXXIV 1999, pp. 1–10.
- ↑ Chami, Felix A. 2002. "The Egypto-Graeco-Romans and Paanchea/Azania: sailing in the Erythraean Sea." From: Red Sea Trade and Travel. The British Museum. Sunday 6 October 2002. Organised by The Society for Arabian Studies
- ↑ Yu Huan, Το Weilue με Τους Λαούς της Δύσης, μετάφραση από τον John E. Hill
- ↑ Miller, J. Innes. 1969. Chapter 8: "The Cinnamon Route". In: The Spice Trade of the Roman Empire. Oxford: University Press. (ISBN 0-19-814264-1)
- ↑ Martin A. Klein· G. Wesley Johnson (1972). Perspectives on the African past. Little, Brown.
- ↑ Hill, John E. 2004. The Peoples of the West from the Weilue 魏略 by Yu Huan 魚豢: A Third Century Chinese Account Composed between 239 and 265 CE. Draft annotated English translation. See especially Section 15 on Zesan = Azania and notes.
- ↑ Evelyn Jones Rich· Immanuel Maurice Wallerstein (1971). Africa: Tradition and Change. Random House School Division. σελ. 124. ISBN 978-0-394-00938-4.
- ↑ Zanzibar: Its History and Its People (1967), σελίδα 24, W. H. Ingrams
- ↑ Lonely Planet, Mary Fitzpatrick, Tim Bewer, Lonely Planet Τανζανία (2012)
- ↑ Rhonda M. Gonzales, Societies, religion, and history: central-east Tanzanians (2009), Σελίδα 222
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 103.
- ↑ Spear, Thomas (2000). «Early Swahili History Reconsidered». The International Journal of African Historical Studies 33 (2): 257–290.
- ↑ "Ανατολική και Νότια Αφρική 500-1000 CE" Αρχειοθετήθηκε 2021-05-17 στο Wayback Machine..
- ↑ Tanzanian dig unearths ancient secret by Tira Shubart.
- ↑ M. D. D. Newitt (1995). A History of Mozambique. Indiana University Press. σελ. 245. ISBN 0-253-34006-3.
- ↑ Ibn Battuta: Ταξίδια στην Ασία και την Αφρική 1325-1354 Αρχειοθετήθηκε 2011-05-13 στο Wayback Machine..
- ↑ «The wealth of Africa The Swahili Coast» (PDF). Swahili Coast Teacher's Notes. The British Museum. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2016.
- ↑ Page, Willie F. (2001). pp. 263–264
- ↑ 200,0 200,1 Africa, African History Before 1885, Volume 1. CTI Reviews. 2016. ISBN 9781619054042.
- ↑ «WikiVisually.com». wikivisually.com. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «History of Africa - 500 To 1800 - East Africa - Urewe». www.liquisearch.com. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 135.
- ↑ «(PDF) The first migrants to Madagascar and their introduction of plants: Linguistic and ethnological evidence». ResearchGate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Ancient crops tell Madagascar's history of colonisation». Cosmos Magazine (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ 206,0 206,1 Lye, Keith (2002). σ. 242–243
- ↑ 207,0 207,1 Roland Oliver, et al. "Africa South of the Equator", in Africa Since 1800. Cambridge: Cambridge University Press, 2005, pp. 24–25.
- ↑ «East Africa Living Encyclopedia». www.africa.upenn.edu. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Reid, Andrew (2013-07-04). «The Emergence of States in Great Lakes Africa». Oxford Handbooks Online. doi:. http://dx.doi.org/10.1093/oxfordhb/9780199569885.013.0061.
- ↑ 210,0 210,1 Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 122-123.
- ↑ Williams, Darnell (9 Σεπτεμβρίου 2013). «Special People and Places: The Economic Development of the World: Part 3». Special People and Places. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Lye, Keith (2002). pp. 121–122.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σσ. 123-124.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 124.
- ↑ Davidson (1991), σ. 164-165.
- ↑ Shillington (2005), σ. 80-85.
- ↑ Iliffe, John(2007). σ. 51-53.
- ↑ Collins and Burns (2007), σελ. 83.
- ↑ Davidson (1991), σ. 173, 174.
- ↑ Η Ιστορία της Αφρικής| BBC World Service
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σσ. 83-84.
- ↑ 222,0 222,1 222,2 222,3 Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 83-87.
- ↑ Davidson, Basil (1971), Great Ages of Man: African Kingdoms, σελ. 83. Νέα Υόρκη: Time Life Books. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου 66-25647.
- ↑ Davidson (1971), σ. 84-85.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 87.
- ↑ Shillington (2005), σσ. 100-101.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 88.
- ↑ Shillington (2005), σ. 100-102, 179-181.
- ↑ «The Fulani People | West Africa». Scribd (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Lye, Keith (2002). p. 188
- ↑ «Atlas of the Human Journey». The Genographic Project. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 139.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 140.
- ↑ Davidson (1991), σελ. 240.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 140-141.
- ↑ Davidson (1991), σελ. 242.
- ↑ Shillington (2005), σ. 191, 192.
- ↑ Africa. PediaPress. σελ. 72.
- ↑ Shillington, Kevin (14 Μαΐου 2012). History of Africa. Macmillan International Higher Education. σελ. 199. ISBN 9781137003331.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σσ. 131-132.
- ↑ Davidson (1991), σ. 173-174.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 134.
- ↑ Stride, G.T. & C. Ifeka (1971). Peoples and Empires of West Africa: West Africa in History 1000–1800. Edinburgh: Nelson. (ISBN 0-17-511448-X).
- ↑ «Benin: An African kingdom» (PDF).
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 134-135.
- ↑ Shillington (2005), σ. 188-189.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 136-137.
- ↑ Martin, Phyllis M. and O'Meara, Patrick(1995). p. 95.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 137.
- ↑ Shillington (2005), σ. 218, 327-329, 340-342.
- ↑ Shillington (2005), σ. 218, 327
- ↑ Shillington (2005), σ. 218, 327.
- ↑ Shillington (2005), σσ. 256, 257, 270.
- ↑ Shillington (2005), σσ. 256, 257.
- ↑ 255,0 255,1 Davidson (1991), σ. 274-275.
- ↑ Shillington (2005), σ. 261-262, 271.
- ↑ Shillington (2005), σ. 215-216.
- ↑ Shillington (2005), σ. 268-271.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σσ. 268-269.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 269.
- ↑ Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σελ. 265.
- ↑ Shillington (2005), σελ. 295.
- ↑ 263,0 263,1 Collins, Robert O., and James M. Burns (2007), σ. 254-257.
- ↑ «Berlin West Africa Conference | European history». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Western colonialism - European expansion since 1763». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «History of Africa». ipfs.io. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Colonialism | Encyclopedia.com». www.encyclopedia.com. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «History of Africa - New World Encyclopedia». www.newworldencyclopedia.org. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Conflicts in Africa—Introduction — Global Issues». www.globalissues.org. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Lovejoy, Paul E. 2012
- ↑ Otte, T. G. (2006). «From 'War-in-Sight' to Nearly War: Anglo–French Relations in the Age of High Imperialism, 1875–1898». Diplomacy & Statecraft 17 (4): 693–714. doi: .
- ↑ D.W. Brogan, France under the Republic: The Development of Modern France (1870–1930) (1940) pp. 321–326
- ↑ William L. Langer, The diplomacy of imperialism: 1890–1902 (1951) pp. 537–580
- ↑ Martin, Phyllis M. and O'Meara, Patrick (1995). pp. 135–138.
- ↑ Abbink, G.J. "Dervishes,'moryaan'and freedom fighters: cycles of rebellion and the fragmentation of Somali society, 1900–2000." African dynamics (2003): 38.
- ↑ 276,0 276,1 Alistair Horne, A savage war of peace: Algeria 1954–1962 (1977).
- ↑ David Anderson, Histories of the hanged: The dirty war in Kenya and the end of empire(2005).
- ↑ Gabriel Almond and James S. Coleman, The Politics of the Developing Areas (1971)
- ↑ Festus Ugboaja Ohaegbulam, Nationalism in colonial and post-colonial Africa (University Press of America, 1977).
- ↑ Thomas Hodgkin, Nationalism in Colonial Africa (1956)
- ↑ Ashley Jackson, The British Empire and the Second World War (2006) 171–239.
- ↑ David Killingray and Richard Rathbone, edfs. Africa and the Second World War (1986).
- ↑ Jackson, The British Empire and the Second World War (2006) 175–177.
- ↑ Jackson, The British Empire and the Second World War (2006) pp. 180–189.
- ↑ Jackson, The British Empire and the Second World War (2006) pp. 240–245.
- ↑ Robert Aldrich, Greater France: A History of French Overseas Expansion (1996) p. 223.
- ↑ Raffael Scheck, "French African Soldiers in World War II." in Thomas W.Zeiler, ed., A Companion to World War II (2012): vol 1:501–515.
- ↑ Ruth Ginio, The French Army and Its African Soldiers: The Years of Decolonization (U of Nebraska Press, 2017).
- ↑ Arthur L. Funk, "Negotiating the 'Deal with Darlan'." Journal of Contemporary History 8.2 (1973): 81–117.
- ↑ Arthur Layton Funk, Charles de Gaulle: the crucial years, 1943–1944 (1959).
- ↑ Henry S. Wilson, African decolonization (E. Arnold, 1994).
- ↑ Daniel Branch, Defeating Mau Mau, creating Kenya: Counterinsurgency, civil war, and decolonization (Cambridge UP, 2009).
- ↑ Christopher C. Taylor, Sacrifice as terror: the Rwandan genocide of 1994 (Berg Publishers, 1999).
- ↑ Thomas K. Park and Aomar Boum, Historical dictionary of Morocco (Scarecrow Press, 2006).
- ↑ Lye, Keith (2002). σ. 97, 264.
- ↑ McDermott, Anthony (1988). Egypt from Nasser to Mubarak: A Flawed Revolution. London: Croom Helm.
- ↑ Pargeter, Alison (2012). Libya: The Rise and Fall of Qaddafi. Yale UP.
- ↑ Joseph Finklestone, Anwar Sadat: visionary who dared (Routledge, 2013).
- ↑ Leonard Thompson, Μια ιστορία από τη Νότια Αφρική (Yale, 2001.
- ↑ Rita Barnard, ed. The Cambridge Companion to Nelson Mandela (Cambridge UP, 2014).
- ↑ J.F. Ade Ajayi and Michael Crowder. History of West Africa (2 vol. 1970–87)
- ↑ David Apter, Ghana in transition (Princeton University Press, 2015).
- ↑ David Owusu-Ansah, Historical dictionary of Ghana (Rowman & Littlefield, 2014)
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Akyeampong. Emmanuel and Robert H. Bates, eds. Africa's Development in Historical Perspective (2014)
- Collins, Robert O.; Burns, James M. (2007). A History of Sub-Saharan Africa. NY: Cambridge UP, (ISBN 978-0-521-68708-9).
- Davidson, Basil (1991). Africa In History, Themes and Outlines. Revised and expanded ed. New York City: Simon & Schuster, (ISBN 0-684-82667-4)
- Ehret, Christopher (2002). The Civilizations of Africa. Charlottesville, Virginia: University of Virginia, (ISBN 0-8139-2085-X).
- Iliffe, John (2007). Africans: The History of a Continent. 2nd ed. NY : Cambridge University Press, (ISBN 978-0-521-68297-8).
- Lye, Keith (2002). Encyclopedia of African Nations and Civilization. NY: The Diagram Group, (ISBN 0-8160-4568-2).
- Manning, Patrick. (2014) "The African Diaspora: Slavery, Modernity, and Globalization." The International Journal of African Historical Studies 47.1 (2014): 147+.
- Manning, Patrick. (2009) The African Diaspora: A History Through Culture (NY: Columbia UP); looks at the slave trade, the adaptation of Africans to new conditions, their struggle for freedom and equality, and the establishment of a "black" diaspora and its local influence around the world; covers 1430 to 2001.
- Martin, Phyllis M., and O'Meara, Patrick (1995). Africa. 3rd ed. Bloomington: Indiana University Press, (ISBN 0-253-20984-6).
- Page, Willie F. (2001). Encyclopedia of African History and Culture: From Conquest to Colonization (1500–1850). New York City: Learning Source Books, (ISBN 0-8160-4472-4).
- Shillington, Kevin (2005). History of Africa. Revised 2nd ed. New York City: Palgrave Macmillan, (ISBN 0-333-59957-8).
- Diamond, Jared M. (1999). Guns, Germs, and Steel: The Fates of Human Societies. New York City: W. W. Norton. ISBN 0-393-31755-2.
- Stearns, Peter, επιμ. (2001). The Encyclopedia of World History: Ancient, Medieval, and Modern, Chronologically Arranged. Boston: Houghton Mifflin.
- Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Africa» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 320–358
- Grimal, Nicolas (1988). A History of Ancient Egypt. Librairie Arthéme Fayard.
- Habachi, Labib (1963). «King Nebhepetre Menthuhotep: his monuments, place in history, deification and unusual representations in form of gods». Annales du Service des Antiquités de l'Égypte 19: 16–52.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Diop, Cheikh Anta (1987). Precolonial Black Africa. Chicago Review Press.
- Clark, J. Desmond (1970). The Prehistory of Africa. Thames and Hudson
- Davidson, Basil (1964). The African Past. Penguin, Harmondsworth
- Fage, J.D. and Roland Oliver, eds. The Cambridge History of Africa (8 vol 1975–1986)
- Falola, Toyin. Africa, Volume 1–5.
- Freund, Bill (1998). The Making of Contemporary Africa, Lynne Rienner, Boulder (including a substantial "Annotated Bibliography" pp. 269–316).
- July, Robert (1998). A History of the African People, Longrove, Il.: Waveland Press, 1998.
- Killingray, David, and Richard Rathbone, eds. Africa and the Second World War (Springer, 1986).
- Obenga, Théophile (1980). Pour une Nouvelle Histoire Présence Africaine, Paris
- Reader, John (1997). Africa: A Biography of the Continent. Hamish Hamilton. (ISBN 0-241-13047-6)
- Roberts, Stephen H. History of French Colonial Policy (1870-1925) (2 vol 1929) vol 1 online also vol 2 online; comprehensive scholarly history
- Shillington, Kevin (1989). History of Africa, New York: St. Martin's.
- UNESCO (1980–1994). General History of Africa. 8 volumes.
- Worden, Nigel (1995). The Making of Modern South Africa, Oxford UK, Cambridge USA: Blackwell.
Άτλαντες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ajayi, A. J. F. and Michael Crowder. Historical Atlas of Africa (1985); 300 color maps.
- Fage, J.D. Atlas of African History (1978)
- Freeman-Grenville, G. S. P. The New Atlas of African History (1991).
- Kwamena-Poh, Michael, et al. African history in maps (Longman, 1982).
- McEvedy, Colin. The Penguin Atlas of African History (2nd ed. 1996). excerpt
Ιστοριογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Boyd, Kelly, ed. Encyclopedia of Historians and Historical Writers (Rutledge, 1999) 1:4–14.
- Manning, Patrick (2013), «African and World Historiography», The Journal of African History 54 (3): 319, doi:, http://www.manning.pitt.edu/pdf/2013.Manning.JAH.pdf
- Manning, Patrick (2016). «Locating Africans on the World Stage: A Problem in World History». Journal of World History 27 (3): 605–637.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα History of Africa στο Wikimedia Commons