Location via proxy:   [ UP ]  
[Report a bug]   [Manage cookies]                
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κράμβη η μέλαινα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το φυτό Μαύρη μουστάρδα. Για το φυτό Σινάπι, δείτε: Σινάπι.
Κράμβη η μέλαινα
(Brassica nigra)
Εικονογράφηση από τον Köhler.
Εικονογράφηση από τον Köhler.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Κραμβώδη (Brassicales)
Οικογένεια: Σταυρανθή (Cruciferae) ή
Κραμβοειδή (Brassicaceae)

Γένος: Κράμβη ή Βρασσική (Brassica)
Είδος: Κ. η μέλαινα (B. nigra)
Διώνυμο
Κράμβη η μέλαινα
(Brassica nigra)

Κάρολος Λινναίος (L.)

Η Κράμβη η μέλαινα (Brassica nigra) ή κοινώς η μαύρη μουστάρδα (Σανσκριτικά: राजक्षवक, rajakshavak· Μαραθικά: काळी मोहरी, Kali Mohari), είναι ετήσιο (annual)[Σημ. 1] φυτό που καλλιεργείται για τους σπόρους του, οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό.

Το φυτό πιστεύεται ότι είναι εγγενές στην νότια περιοχή της Ευρώπης και ενδεχομένως, τη Νότια Ασία, όπου έχει καλλιεργηθεί για χιλιάδες χρόνια.

Το μπαχαρικό αποτελείται γενικά από αλεσμένους σπόρους του φυτού χωρίς το σπερματικό κέλυφος. Οι μικροί (1 mm) σπόροι είναι σκληροί και ποικίλλουν στο χρώμα από σκούρο καφέ έως μαύρο. Είναι γευστικοί, αν και δεν έχουν σχεδόν καθόλου άρωμα. Οι σπόροι συνήθως χρησιμοποιούνται στην Ινδική κουζίνα, για παράδειγμα, κάρυ, όπου είναι γνωστό ως rai. Οι σπόροι συνήθως ρίχνονται σε καυτό λάδι ή γκι (ghee),[Σημ. 2] μετά το οποίο θα σκάσουν, απελευθερώνοντας μια χαρακτηριστική καρυοειδή γεύση. Οι σπόροι περιέχουν ένα σημαντικό ποσό λιπαρών ελαίων. Στην Ινδία, συχνά αυτό το λάδι, χρησιμοποιείται ως μαγειρικό λάδι.

Στην Αιθιοπία, όπου και καλλιεργείται ως λαχανικό στο Γκόνταρ, Χάραρ και Σάουα (Shewa), οι βλαστοί και τα φύλλα καταναλώνονται μαγειρεμένα και οι σπόροι χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό. Η ονομασία του στα Αμχαρικά είναι senafitch (σαναφίτς).[1]

Σπόροι μαύρης μουστάρδας.

Αλεσμένοι σπόροι του φυτού, αναμειγνυόμενοι με μέλι, χρησιμοποιούνται ευρέως στην ανατολική Ευρώπη, ως κατασταλτικό του βήχα. Στον Ανατολικό Καναδά, η χρήση της mouche de moutarde για τη θεραπεία των αναπνευστικών λοιμώξεων, ήταν δημοφιλής πριν από την έλευση της σύγχρονης ιατρικής. Αυτή συνίστατο στη μείξη τριμμένων σπόρων μουστάρδας με αλεύρι και νερό και τη δημιουργία ενός καταπλάσματος με την πάστα. Το κατάπλασμα τοποθετείτο στο στήθος ή την πλάτη και παρέμενε έως ότου το άτομο ένιωθε μια αίσθηση τσιμπήματος.

Το φυτό μπορεί να φτάσει το ύψος από δύο έως οκτώ πόδια (0,61 μ - 2,4 μ.), με βότρεις από μικρά κίτρινα άνθη. Αυτά τα άνθη συνήθως έχουν πλάτος έως 13 in (0,83 εκ.), έκαστο με τέσσερα πέταλα. Τα φύλλα καλύπτονται με τριχίδια τα οποία δύναται να μαραθούν τις ζεστές μέρες, αλλά ανακτούν τη νύκτα.

Από τη δεκαετία του 1950, το μαύρο σινάπι έχει γίνει λιγότερο δημοφιλές σε σχέση με τη Brassica juncea, επειδή κάποιες ποικιλίες της μουστάρδας Ινδίας, έχουν σπόρους οι οποίοι μπορούν να συγκομιστούν μηχανικά, με πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Το μαύρο σινάπι είναι ο σπόρος που ανέφερε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 13:31-32.[2][3]

Παρά τις παρόμοιες κοινές ονομασίες τους, η μαύρη μουστάρδα και η λευκή μουστάρδα (το γένος Σινάπι), δεν είναι στενά συνδεδεμένες. Το μαύρο σινάπι ανήκει στο ίδιο γένος με το λάχανο.

Η B. nigra, επίσης, μοιάζει με την Hirschfeldia incana ή Σεβάσμια μουστάρδα, (πρώην Brassica geniculata), η οποία είναι ένα πολυετές φυτό (perennial).[Σημ. 3]

  1. Ετήσιο φυτό (annual plant), είναι το φυτό που ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του από τη βλάστηση έως την παραγωγή σπόρων προς σπορά, εντός ενός έτους και μετά ξεραίνεται. Τα καλοκαιρινά μονοετή βλαστάνουν την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι και ωριμάζουν το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Τα χειμερινά μονοετή βλαστάνουν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και ωριμάζουν κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή το καλοκαίρι του επόμενου ημερολογιακού έτους.[Παρ. Σημ. 1]
  2. Το γκι (ghee), είναι ένα ημί-υγρο βούτυρο, το οποίο προηγουμένως έχει λιώσει, προκειμένου να διαχωριστούν και να αφαιρεθούν οι ακαθαρσίες του και η διαφορά του από το συνηθισμένο βούτυρο είναι ότι δεν περιέχει καθόλου νερό το οποίο εξατμίζεται κατά την διαδικασία παρασκευής του. Το βούτυρο θερμαίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία για να εξατμιστεί το νερό που περιέχει και ταυτόχρονα να διαχωριστούν τα λευκώματα και η λακτόζη που περιέχει, χωρίς όμως να υπερθερμανθούν και να καούν. Στο τέλος της διαδικασίας οι πρωτεΐνες και τα σάκχαρα αφαιρούνται με φιλτράρισμα. Όταν το γκι αποκτήσει θερμοκρασία δωματίου γίνεται παχύρρευστο ως πηχτό με χρυσαφί χρώμα, αδιαφανές, και με πολύ έντονη μυρωδιά βουτύρου. Διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου πολύ περισσότερο από ό,τι το συνηθισμένο βούτυρο και ενδείκνυται για τηγάνισμα σε υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να αλλοιώνεται χάρη στο ψηλό σημείο καπνού 205 °C.[Παρ. Σημ. 2][Παρ. Σημ. 3]
  3. Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 4]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. http://www.illinoiswildflowers.info/files/line_drawings.htm
  2. Shilpa (14 Μαΐου 2007). «How to make Ghee». Aayi's Recipes. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2016. 
  3. Landis, Denise (2003). All About Ghee New York Times - Food Chain
  4. The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
  1. Zemede Asfaw, "Conservation and use of traditional vegetables in Ethiopia" Αρχειοθετήθηκε 2012-07-07 στο Wayback Machine., Proceedings of the IPGRI International Workshop on Genetic Resources of Traditional Vegetables in Africa (Nairobi, 29–31 August 1995)
  2. Matthew 13:31-32
  3. Post, George Edward (1900). «Mustard». Στο: James Hastings, επιμ. A Dictionary of the Bible. http://www.odu.edu/~lmusselm/post/dictionary/hastings_dic/pages/mustard.shtml. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]