Παλαί Ρουαγιάλ
Παλαί Ρουαγιάλ | |
---|---|
Palais-Royal | |
Είδος | βασιλική κατοικία[1] |
Αρχιτεκτονική | κλασική αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 48°51′48″N 2°20′13″E |
Διοικητική υπαγωγή | Παλαί-Ρουαγιάλ[2] |
Χώρα | Γαλλία[1][2] |
Έναρξη κατασκευής | 1628 |
Αρχιτέκτονας | Πιέρ -Φρασουά-Λεονάρ Φοντέν |
Χρηματοδότης | Καρδινάλιος Ρισελιέ |
Προστασία | κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1994)[1] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Παλαί Ρουαγιάλ (Palais-Royal), το Βασιλικό Παλάτι, αρχικά αποκαλούμενο Παλάτι των Καρδιναλίων (Palais-Cardinal), είναι ένα πρώην βασιλικό ανάκτορο που βρίσκεται στο 1ο διαμέρισμα του Παρισιού. Βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία, ακριβώς απέναντι από το Λούβρο και είναι μνημείο μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας.
Σήμερα, πτέρυγες του ανακτόρου καταλαμβάνονται από το υπουργείο Πολιτισμού, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Συνταγματικό Συμβούλιο.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παλάτι του Καρδιναλίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά ονομάστηκε Παλάτι του Καρδιναλίου και ήταν η προσωπική κατοικία του Καρδινάλιου Ρισελιέ, για τον οποίο κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ζακ Λεμερσιέ το 1633 έως 1639. Μετά το θάνατο του καρδινάλιου το παλάτι περιήλθε στην ιδιοκτησία του Στέμματος και απέκτησε το νέο όνομα Παλαί Ρουαγιάλ.[3]
Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΓ΄ το επόμενο έτος, έγινε η κατοικία της βασιλομήτωρος Άννας της Αυστριακής και των ανήλικων γιων της Λουδοβίκου ΙΔ΄ και Φίλιππου Α΄ της Ορλεάνης καθώς και του συμβούλου της Καρδινάλιου Μαζαρέν.[4] Οι εξεγέρσεις της Σφενδόνης τάραξαν τον μικρό βασιλιά ο οποίος, το 1649, χρειάστηκε να εγκαταλείψει το παλάτι στη μέση της νύχτας και, το 1651, όταν ήταν δώδεκα ετών, οι επαναστάτες, ζητώντας να τον δουν, εισέβαλαν στο παλάτι και παρέμειναν αρκετές ώρες μπροστά στο κρεβάτι του.[5]
Από το 1649, στο παλάτι στεγάστηκε η εξόριστη Ερριέττα Μαρία της Γαλλίας και η Ερριέττα Στιούαρτ, σύζυγος και κόρη του καθαιρεθέντος βασιλιά Κάρολου Α΄της Αγγλίας. Οι δυο είχαν δραπετεύσει από την Αγγλία στη μέση του Αγγλικού εμφυλίου πολέμου και προστατεύονταν από τον ανιψιό της Ερριέττας, τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄.
Ο Οίκος της Ορλεάνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ερριέττα Στιούσρτ παντρεύτηκε αργότερα τον μικρότερο αδελφό του Λουδοβίκου ΙΔ΄, δούκα Φίλιππο Α΄της Ορλεάνης στο παρεκκλήσι του παλατιού στις 31 Μαρτίου 1661. Για το γάμο τους, ο βασιλιάς τους παραχώρησε το μέγαρο, που έγινε η κύρια κατοικία του Οίκου της Ορλεάνης.
Η δούκισσα δημιούργησε τους κήπους του παλατιού, που θεωρούνται από τους πιο όμορφους στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, το Παλαί Ρουαγιάλ έγινε το κοινωνικό επίκεντρο του Παρισιού. Οι κοσμικές συγκεντρώσεις ήταν φημισμένες σε όλη την πρωτεύουσα καθώς και σε όλη τη Γαλλία. Η αφρόκρεμα της γαλλικής κοινωνίας πήγαινε εκεί για να δει και για να τη δουν, ανάμεσα δε στους επισκέπτες συμπεριλαμβάνονταν και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το παλάτι ανακαινίστηκε και δημιουργήθηκαν νέα διαμερίσματα.
Μετά το θάνατο της Ερριέττας-Άννας το 1670 ο δούκας πήρε μια δεύτερη σύζυγο, την πριγκίπισσα του Παλατινάτου, που προτιμούσε να ζει στον πύργο Σαιν Κλου, που έγινε έτσι η κύρια κατοικία του μεγαλύτερου γιου της και του κληρονόμου της Ορλεάνης, του Φίλιππου Β΄, γνωστού ως δούκα της Σαρτρ.[6]
Ο Φίλιππος Β΄ της Ορλεάνης
Το 1692, με την ευκαιρία του γάμου του Φιλίππου Β΄της Ορλεάνης με την Φρανσουάζ Μαρί των Βουρβόνων, νομιμοποιημένη κόρη του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και της Μαντάμ ντε Μοντεσπάν, το παλάτι εκχωρήθηκε οριστικά στον Οίκο της Ορλεάνης.
Κατασκευάστηκαν και προστέθηκαν νέα διαμερίσματα στην πτέρυγα που βλέπει ανατολικά στην οδό Ρισελιέ.[6] Τότε κατασκευάστηκε η γκαλερί με τη διάσημη συλλογή ζωγραφικής, η οποία ήταν εύκολα προσβάσιμη στο κοινό. Ο αρχιτέκτονας ήταν ο Ζυλ Αρντουέν-Μανσάρ και το κόστος αυτής της ανακατασκευής ανήλθε σε 400.000 λίβρες.[7]
Με την επικράτηση της θρησκόληπτης Μαντάμ ντε Μαιντενόν στις Βερσαλίες, απαγορεύθηκε κάθε διασκέδαση στη βασιλική Αυλή, έτσι το Παλαί Ρουαγιάλ έγινε και πάλι χώρος κοινωνικών συναθροίσεων της αριστοκρατίας.[8]
Κέντρο εξουσίας
Όταν πέθανε ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ το 1715, ο πεντάχρονος εγγονός του, ο μελλοντικός Λουδοβίκος ΙΕ΄, ήταν πολύ νέος για να κυβερνήσει τη χώρα. Ο Φίλιππος Β΄ της Ορλεάνης έγινε Αντιβασιλέας του νέου βασιλιά και το Παλαί Ρουαγιάλ έγινε το κέντρο ισχύος του βασιλείου και γνώρισε τη χρυσή εποχή του. Οι επίσημες γιορτές και τα δείπνα ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Η Όπερα βρίσκονταν στη συνέχεια μιας αίθουσας του ανακτόρου. Οι χοροί, δημόσιοι αλλά με υψηλό τέλος εισόδου, δίνονταν το χειμώνα, τρεις φορές την εβδομάδα. Ο αντιβασιλέας διασκέδαζε συχνά ινκόγκνιτο, καθώς η μάσκα ήταν υποχρεωτική, γεγονός που ευνοούσε την ανάμιξη των τάξεων. Εκείνη την εποχή, το παλάτι είχε μια μοναδική συλλογή έργων τέχνης με 500 περίπου πίνακες ζωγραφικής, με πρόσβαση στο κοινό.
Από το 1723, μετά την περίοδο της αντιβασιλείας, η κοινωνική ζωή του παλατιού έγινε υποτονική. Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ έμενε με την Αυλή του στις Βερσαλίες και το Παρίσι αγνοήθηκε και πάλι. Το ίδιο συνέβη και με το Παλαί Ρουαγιάλ.
Εμπορική στοά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λουδοβίκος Φίλιππος Β΄ της Ορλεάνης, ο οποίος έλεγχε το Παλαί Ρουαγιάλ από το 1780 και μετά, επέκτεινε και ανασχεδίασε το συγκρότημα των κτιρίων και τους κήπους του παλατιού μεταξύ 1781 και 1784. Το 1780 αποφάσισε να εμπορευματοποιήσει το παλάτι, δίνοντας την περιοχή κάτω από τις κιονοστοιχίες σε λιανοπωλητές και σε παροχείς υπηρεσιών και το 1784 οι κήποι και οι περιβάλλουσες κατασκευές του παλατιού άνοιξαν στο κοινό ως εμπορικό και ψυχαγωγικό συγκρότημα.
Τμήματα του ανακτόρου μετατράπηκαν σε εμπορικές στοές και έγιναν το κέντρο της Παρισινής κοινωνικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του 18ου αιώνα.[9] Εμπνευσμένη από τα παζάρια της Αραβίας, η Gallerie de Bois, μια σειρά από ξύλινα καταστήματα που συνέδεαν τα άκρα του Παλαί Ρουαγιάλ, άνοιξε για πρώτη φορά το 1786.[10] Καθώς στο Παρίσι δεν υπήρχαν ακόμη πεζοδρόμια και οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι και βρώμικοι, η στοά ήταν μια ευπρόσδεκτη καινοτομία, δεδομένου ότι πρόσφερε ένα ασφαλές μέρος όπου οι Παριζιάνοι μπορούσαν να κάνουν τις αγορές και τις συναντήσεις τους. Έτσι ξεκίνησε αυτό που ο αρχιτέκτονας Bertrand Lemoine περιγράφει ως «κλειστές αγορές», που μεταμόρφωσαν τις ευρωπαϊκές αγοραστικές συνήθειες μεταξύ 1786 και 1935.[11]
Μέσα σε μια δεκαετία, άνοιξαν νέες αίθουσες και μετατράπηκαν σε ένα συγκρότημα κήπων, καταστημάτων και χώρων διασκέδασης που βρίσκονταν στην εξωτερική περίμετρο, κάτω από τις αρχικές κιονοστοιχίες. Δημιουργήθηκαν περίπου 145 καταστήματα, καφέ, σαλόνια, κομμωτήρια, βιβλιοπωλεία, μουσεία και πολλά αναψυκτήρια καθώς και δύο θέατρα. Τα καταστήματα λιανικής πώλησης ειδικευμένα σε είδη πολυτελείας, όπως κοσμήματα, γούνες, πίνακες ζωγραφικής και έπιπλα ήταν σχεδιασμένα για να προσελκύουν την πλούσια ελίτ. Οι έμποροι λιανικής πώλησης που λειτουργούσαν τα καταστήματα ήταν μεταξύ των πρώτων στην Ευρώπη που υιοθέτησαν σταθερές τιμές και με τον τρόπο αυτό απάλλαξαν τους πελάτες τους από την ταλαιπωρία της συναλλαγής. Τα καταστήματα ήταν εξοπλισμένα με γυάλινες εξωτερικές προθήκες ( κατά το παρελθόν ήταν σχεδόν άγνωστες στο Παρίσι), που επέτρεπαν στην αναδυόμενη μεσαία τάξη να κοιτάζει τις βιτρίνες, ακόμα και όταν δεν ήταν σε θέση να αντέξει τις υψηλές τιμές. Έτσι, το Παλαί Ρουαγιάλ έγινε ένα από τα πρώτα παραδείγματα ενός νέου στυλ αγορών, στο οποίο σύχναζαν τόσο η αριστοκρατία όσο και οι μεσαίες τάξεις. Την ημέρα, οι αίθουσες τέχνης, τα βιβλιοπωλεία, τα σαλόνια, τα καφέ και τα εστιατόρια αποτελούσαν σημαντικό χώρο συγκέντρωσης για την αριστοκρατία, τους διανοούμενους, τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη. Τη νύχτα, σταδιακά, έγινε το στέκι ελευθεριαζόντων, στρατιωτών και πορνείων,[12] και τσαρλατάνοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, προαγωγοί και πόρνες είχαν εγκατασταθεί στην αυλή της εισόδου του βασιλικού παλατιού.[10] Ήταν το κέντρο της παριζιάνικης κοινωνικής ζωής για περισσότερο από μισό αιώνα.
Το Θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Παλαί Ρουαγιάλ περιλάμβανε ένα από τα δημοφιλέστερα θέατρα του Παρισιού, το Θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ, που χρησιμοποιήθηκε από το θίασο του Μολιέρου από το 1660. Με το θάνατο του Μολιέρου, ο μουσικός συνθέτης Ζαν-Μπατίστ Λυλί ανέλαβε να δημιουργήσει τη Βασιλική Ακαδημία της Μουσικής, το επίσημο όνομα της Όπερας του Παρισιού.
Η νοτιοδυτική γωνία του παλατιού στεγάζει την Κομεντί Φρανσαίζ, σε μια πτέρυγα σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λουί και χτισμένη μεταξύ 1786 και 1790, μετά την καταστροφή της Όπερας από πυρκαγιά. Παραχωρήθηκε στον θίασο της Κομεντί Φρανσαίζ από τον Ναπολέοντα το 1799 και από τότε στεγάζεται μόνιμα εκεί.
Γαλλική Επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στους κήπους αυτού του ανακτόρου βρισκόταν το Καφέ ντε Φουά. Από εδώ ο Καμίγ Ντεμουλέν έβγαζε πύρινους λόγους καλώντας τους Παριζιάνους να εξεγερθούν στις 12 Ιουλίου 1789. Η εξέγερση κατέληξε στην άλωση της Βαστίλης, δύο ημέρες αργότερα.
Εδώ βρισκόταν επίσης το εργαστήρι ομοιωμάτων του δόκτορα Κούρτιους, που κατασκεύαζε μοντέλα από κερί για το μάθημα της ανατομίας, και ο οποίος δίδαξε την τέχνη της κηροπλαστικής στην βοηθό του που το 1802, σύζυγος πλέον Φρανσουά Τισό, κατέφυγε στην Αγγλία, όπου δημιούργησε το διάσημο Μουσείο της Μαντάμ Τισό.
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης και μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου-Φίλιππου Β΄της Ορλεάνης, ο οποίος αν και υποστήριξε ενεργά τη Γαλλική επανάσταση δεν κατάφερε να γλυτώσει τον αποκεφαλισμό του, η ιδιοκτησία του παλατιού πέρασε στο κράτος.[12]
Μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, ο νεαρός Αλέξανδρος Δουμάς εργάστηκε στο Παλαί Ρουαγιάλ, στο γραφείο του ισχυρού Λουδοβίκου-Φίλιππου, μετέπειτα βασιλιά της Γαλλίας, ο οποίος ανέκτησε τον έλεγχο του παλατιού και το επιδιόρθωσε. Στην επανάσταση του 1848 που προκάλεσε την ανατροπή του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου, ο όχλος του Παρισιού κατέστρεψε και λεηλάτησε τμήματα του κτιρίου. Κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, το Παλαί Ρουαγιάλ φιλοξένησε μέλη της οικογένειας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Το σημερινό Παλαί Ρουαγιάλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα το Παλαί Ρουαγιάλ στεγάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Συνταγματικό Συμβούλιο και το Υπουργείο Πολιτισμού. Στο πίσω μέρος του κήπου, βόρεια του κτιρίου, στην οδό Ρισελιέ, βρίσκεται το κτίριο της Εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας.
Η μεγάλη εσωτερική αυλή του παλατιού, η Cour d'Honneur, από το 1986 περιέχει το έργο τέχνης Les Deux Plateaux (τα δύο επίπεδα) του Ντανιέλ Μπαρέν, το οποίο είναι γνωστό ως Οι κολόνες του Μπαρέν.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 «base Mérimée» (Γαλλικά) Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας.
- ↑ 2,0 2,1 (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 16288. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2018.
- ↑ Horne, Alistair (2004). La Belle France. USA: Vintage. p. 131. ISBN 978-1-4000-3487-1. Retrieved 2010-12-07.
...between 1633 and 1639, Richelieu built a princely palace... which he bequeathed to the King. Known initially as the Palais-Cardinal, when the royal family moved in after Richelieu's death it gained the name it has held ever since, – Le Palais-Royal.
- ↑ Parmele, Mary Platt (1906). A Short History of France. New York: C. Scribner's sons. pp. 142–143.
- ↑ Le Palais Royal, éditions du patrimoine, 2006, p. 8.
- ↑ 6,0 6,1 Brother to the Sun king:Philippe, Duke of Orléans by Nancy Nicholas Barker
- ↑ Nancy Nicholas Barker, Brother to the Sun King:Philippe, Duke of Orléans.
- ↑ The Sun King by The Hon. Nancy Freeman-Mitford
- ↑ Mitchell, I., Tradition and Innovation in English Retailing, 1700 to 1850, Routledge, Oxon, p. 140
- ↑ 10,0 10,1 Conlin, J., Tales of Two Cities: Paris, London and the Birth of the Modern City, Atlantic Books, 2013, Chapter 2; Willsher, K., "Paris's Galeries de Bois, Prototype of the Modern Shopping Centre," [A history of cities in 50 buildings, day 6], 30 March, 2015
- ↑ Lemoine, B., Les Passages Couverts, Paris: Délégation à l'action artistique de la ville de Paris [AAVP], 1990. ISBN 9782905118219.
- ↑ 12,0 12,1 Byrne-Paquet, L., The Urge to Splurge: A Social History of Shopping, ECW Press, Toronto, Canada, pp. 90–93