Πτώση της Σφακτηρίας (1825)
Πτώση της Σφακτηρίας (1825) | |||
---|---|---|---|
Αγώνας Ανεξαρτησίας της Ελλάδας | |||
Αποτύπωση της μάχης της Σφακτηρίας και της πολιορκίας του Ναβαρίνου, όπως απεικονίζεται από τον Παναγιώτη Ζωγράφο | |||
Χρονολογία | 26 Απριλίου 1825 | ||
Τόπος | Σφακτηρία 36°55′48.50″N 21°39′56.60″E / 36.9301389°N 21.6657222°E | ||
Έκβαση | Νίκη των Αιγυπτίων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Η Πτώση της Σφακτηρίας υπήρξε μια από τις πολεμικές εμπλοκές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Αιγυπτίους.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την 19η Απριλίου ο Αναστάσιος Τσαμαδός διερχόμενος με το βρίκιο «Άρης» από το Νεόκαστρο (ή την σημερινή Πύλο) ενώ ήταν σε αποστολή μεταφοράς πολεμικού υλικού με προορισμό την Πάτρα, αυτεπαγγέλτως στάθμευσε και ζήτησε άδεια από τον Υπουργό Πολέμου της Κυβέρνησης να παραμείνει και να εφοδιάσει την άμυνα του λιμανιού λόγω του ότι ο Ιμπραήμ Πασάς ετοίμαζε εκεί απόβαση.[1]
Έτσι και έγινε, μετά από συμβούλιο που διεξήχθη στο πλοίο «Άρης» υπό του υπουργού Πολέμου Αναγνωσταρά, όπου αποφασίστηκε να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού με 500 ακόμα άνδρες και ναυτικούς, καθώς και να ζητήσουν επιπλέον ενισχύσεις. Στις 22 Απριλίου ο ελληνικός στόλος βρέθηκε εμπρός στο Νεόκαστρο, ενώ ο εχθρικός γύρω στις Οινούσες. Ο Ανδρέας Μιαούλης αφού συσκέφθηκε με τον Τσαμαδό, παρατάχθηκε για μάχη, αλλά όλη η μέρα πέρασε με ακροβολισμούς, ομοίως, και οι επόμενες δύο επιθέσεις του ελληνικού στόλου δεν κατάφεραν να παρασύρουν τον εχθρικό στόλο σε κάποια ναυμαχία.[2]
Μετά την αποτυχημένη απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στο Νεόκαστρο την 25η Απριλίου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν ο απεσταλμένος του προέδρου του Εκτελεστικού Γεωργίου Κουντουριώτη, πέρασε με τους λιγοστούς του άνδρες στη Σφακτηρία, όπου η θέση των Ελλήνων είχε γίνει κρίσιμη και οι δυνάμεις των υπερασπιστών της Σφακτηρίας με αρχηγό τον Αναγνωσταρά ήταν μικρές. Κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν η Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιό του η πρώτη μοίρα, που αποτελείτο από 3 φρεγάτες, 4 κορβέττες και 39 άλλα μικρότερα πλοία, διατάχθηκε να εισδύσει στον κόλπο να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει την απόβαση. Η δεύτερη μοίρα, που αποτελείτο από τα μεγαλύτερα πλοία, θα ορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως τα αιγυπτιακά στρατεύματα της ξηράς θα επιτίθενταν εναντίον του Παλαιοκάστρου.[2]
Την νύχτα της 25ης Απριλίου προς την 26ης Απριλίου ο Αιγυπτιακός στόλος, έχοντας πλέον ευνοϊκό άνεμο, εισέπλευσε στον όρμο του Ναυαρίνου συνοδεύοντας αποβατικό σώμα τριών χιλιάδων ανδρών για να καταλάβει τον όρμο και το φρούριό του. Ο εχθρός αρχικά κατέλαβε τη Σφακτηρία φονεύοντας 350 από τους 800 υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων ήταν ο φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη Αναγνωσταράς, ο Χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο φιλέλληνας Ιταλός κόμης Σανταρόζα και ο Πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός που βρισκόταν στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων μαζί με 200 περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς που εγκατέλειψαν και αυτοί τις λέμβους τους για να βοηθήσουν στη μάχη. Το γεγονός ότι όχι μόνο αυτός αλλά και ο κυβερνήτης του πλοίου «Αθηνά», ο Πλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν στα πλοία τους σημαίνει ότι ο είσπλους των Αιγυπτίων έγινε αιφνιδιαστικά. Όταν οι ναυτικοί μας τράπηκαν σε φυγή, επιστρέφοντας ατάκτως στις λέμβους τους, επέβησαν όπου ήταν δυνατόν ανεξαρτήτως αν ήταν το πλήρωμα του σκάφους ή όχι. Δύο από τα πέντε άλλα πλοία μας που ήταν στον όρμο πρόλαβαν να σαλπάρουν έγκαιρα και να εξέλθουν ανενόχλητα, με κυβερνήτες τον Θεόδωρο Σάντο Σπετσιώτη και τον Βασίλειο Σ. Βουδούρη. Το «Αθηνά» χωρίς τον κυβερνήτη του επιχείρησε και επέτυχε ηρωική έξοδο. Στο βρίκιο «Αχιλλεύς», ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, κρεμάσθηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία. Επίσης, το τρικάταρτο και βαριά οπλισμένο «Ποσειδών» υπό του Θεοφίλου Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερό στην πλώρη για να μοιάζει πυρπολικό και έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς να προσπαθήσουν να το εμβολίσουν. Τελευταίο έμεινε το βρίκιο «Άρης» που είχε μείνει μέσα στον όρμο περιμένοντας τον κυβερνήτη του. Mόλις το πλήρωμα έμαθε για το θάνατό του απέπλευσε με τον Πλοίαρχο Νικόλαο Bότση, που πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή σε αυτό μαζί με τον Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.[1][3]
Πολλοί έφυγαν «γενόμενοι ριψάσπιδες, εζήτησαν να σωθώσιν... Οι δ’ εγκαρτερήσαντες μεθ’ ων και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος».[4]
«Κανενός πρόσωπο δεν έβλεπες να γελά, όλοι σκυθρωποί, και οι πέτρες και αυτές ελυπούντο. Χίλιες υποψίες απερνούσαν εις καθενός τον νουν και το μέλλον όλοι το έβλεπον ως κινδυνώδες.»
Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά
Η έξοδος του Άρη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βρίκιο «Άρης» του Πλοιάρχου Αναστασίου Τσαμαδού δοξάστηκε στις 26 Απριλίου, λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, με τη διάσπαση κατά την πολιορκία του νησιού, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα από τον κλοιό των Αιγυπτιακών πλοίων του Ιμπραήμ Πασά στην νήσο Σφακτηρία, με κυβερνήτη τον Νικόλαο Βότση, διαφεύγοντας σώο από τον κόλπο του Ναυαρίνου μετά από πολύωρη μάχη, μεταφέροντας στα ανοιχτά της θαλάσσης και κοντά στην ασφάλεια του ελληνικού στόλου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και πολλούς ακόμα αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Μεγάλη Στρατιωτικὴ καὶ Ναυτικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία
- ↑ 2,0 2,1 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1971), τόμ. 12, σσ. 378–383.
- ↑ Πολίτης, Στυλιανός. «Ιστορικής αξίας αντικείμενα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας». www.eaan.gr. Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2014.
- ↑ Αναστάσιος Ορλάνδος, Ναυτικά (1869), σελ. 328.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βακαλόπουλος, Απόστολος (1975), «Η Επανάσταση κατά το 1825», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄: Η Ελληνική Επανάσταση (1821 - 1832), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 373–405, ISBN 978-960-213-108-4
- «Άρης (Πάρων)». Μεγάλη Στρατιωτικὴ καὶ Ναυτικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία. Tόμος Δεύτερος: Ἀλαρκόν–Γωνιόμετρον. Ἀθήναι: Ἔκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικῆς καὶ Ναυτικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας. 1928, σσ. 225-226. OCLC 31255024.