Τζάκομο Καρίσιμι
Τζάκομο Καρίσιμι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Giacomo Carissimi (Ιταλικά) |
Γέννηση | 18 Απριλίου 1605[1][2][3] Marino[4] |
Θάνατος | 12 Ιανουαρίου 1674[1][2][3] Ρώμη[5][4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Παπικά Κράτη |
Ιδιότητα | συνθέτης |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
Ο Τζάκομο Καρίσιμι, (Giacomo Carissimi, Μαρίνο βαπτ. 18 Απριλίου 1605 – Ρώμη 12 Ιανουαρίου 1674) ήταν Ιταλός συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος της Μπαρόκ περιόδου. Υπήρξε από τους πιο διάσημους συνθέτες του πρώιμου μπαρόκ και, πιο συγκεκριμένα, της Σχολής της Ρώμης. Καθιέρωσε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Λατινικού ορατορίου και υπήρξε παραγωγικός συνθέτης μοτέτων και καντατών. Άσκησε μεγάλη επιρροή στις μουσικές εξελίξεις των βορειοευρωπαϊκών χωρών, μέσω των μαθητών και της ευρέως διαδεδομένης μουσικής του.[6]
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Καρίσιμι δεν θεωρείται γνωστή, αλλά ήταν πιθανότατα το 1604 ή το 1605 [7] στο Μαρίνο, κοντά στη Ρώμη. Από τα παιδικά του χρόνια, σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό. Οι γονείς του, Αμίκο (1548-1633), βαρελοποιός στο επάγγελμα και Λίβια (1565-1622), παντρεύτηκαν στις 14 Μαΐου 1595 και απέκτησαν τέσσερις κόρες και δύο γιους. Ο Τζάκομο ήταν ο νεότερος. Λίγα είναι γνωστά για την αρχικές μουσικές του σπουδές. Παρακολούθησε μαθήματα στον Καθεδρικό Ναό του Τίβολι, με τους αρχιμουσικούς Aurelio Briganti Colonna, Alessandro Capece και Francesco Manelli. Από τον Οκτώβριο του 1623 τραγουδούσε στη χορωδία, και από τον Οκτώβριο του 1624 έως τον Οκτώβριο του 1627 ήταν ο οργανίστας του συνόλου. Το 1628 μετακινήθηκε βόρεια, στην Ασίζη, ως διευθυντής του παρεκκλησίου (maestro di cappella) στον καθεδρικό ναό του San Rufino, μέχρι το 1830.[6][8] Αργότερα, κατέλαβε την ίδια θέση στην εκκλησία του Αγίου Απολλιναρίου (Sant'Apollinare) που ανήκε στο Γερμανικό Κολλέγιο (Collegium Germanicum), στη Ρώμη, την οποία κατείχε μέχρι τον θάνατό του.
Είχε αρκετές προσφορές για να εργαστεί σε πολύ εξέχοντα ιδρύματα, όπως να διαδεχθεί τον Μοντεβέρντι στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, αλλά τις απέρρριψε. Στην ιταλική πρωτεύουσα θα έλθει σε επαφή με την Οργάνωση της Αγιοτάτης Σταύρωσης (Ιησουΐτες) και θα πάρει τις βασικές γνώσεις για τον χειρισμό των δραματικών στοιχείων που θα αναπτύξει στα ορατόριά του (βλ. παρακάτω).[8] Το 1637 χειροτονήθηκε ιερέας. Το 1656 διορίστηκε χοράρχης της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, όταν αυτή εγκατέστησε την Αυλή της στη Ρώμη.[9] Φαίνεται ότι ουδέποτε εγκατέλειψε την Ιταλία, καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής του. Πέθανε το 1674 στη Ρώμη, πιθανόν από ουρική αρθρίτιδα.[8][10]
Αργότερα, ο διάδοχος του Καρίσιμι στο Γερμανικό Κολλέγιο, τον χαρακτήρισε ως ψηλό, λεπτό, πολύ ολιγαρκή και ευγενικό απέναντι στους φίλους και τους γνωστούς του, και επιρρεπή στη μελαγχολία.[11]
- Η μεταθανάτια διάδοση του έργου του Καρίσιμι, παρεμποδίστηκε κυρίως από τον πάπα Κλήμη Ι’, να πωληθούν ή να δανειστούν οι παρτιτούρες των έργων του, επειδή ανήκαν στο Γερμανικό Κολλέγιο της Ρώμης. Επίσης, η απώλεια των αρχείων της εκκλησίας του Αγίου Απολλιναρίου, εξαιτίας της διάλυσης της Οργάνωσης της Αγιοτάτης Σταύρωσης, το 1700.[8]
Μουσικολογικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό που αποδίδεται, γενικά, στον Καρίσιμι είναι η περαιτέρω εξέλιξη του ρετσιτατίβο, που εισήγαγε ο Μοντεβέρντι, στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για την ιστορία της δραματικής μουσικής, κάτι που έκανε και στις άριες και τα χορωδιακά. Ο ρόλος του αφηγητή δεν είναι, πλέον, απλός εξωτερικός παράγοντας της υπόθεσης, αλλά η κατανομή της ανάμεσα στη χορωδία και τους σολίστ συμβάλλει στην άμεση και ουσιαστική συμμετοχή όλων των προσώπων.[8] Εξαιρετική είναι η ικανότητά του στα επεισόδια, όπου η αφήγηση διακόπτεται και τα πρόσωπα εκφράζουν συναισθήματα όπως στις όπερες (άριες).[12]
Επίσης, η εξέλιξη της καντάτας δωματίου, με την οποία ο Καρίσιμι αντικατέστησε τα κοντσερτάντε μαδριγάλια τα οποία, με τη σειρά τους, είχαν αντικαταστήσει τα μαδριγάλια της ύστερης Αναγέννησης. Στις καντάτες του ο συνθέτης δείχνει την αξία του με τη χάρη και ποικιλία των αρμονιών του. Είχε λιγότερες γνώσεις αλλά περισσότερη φαντασία και χαρούμενη διάθεση από τους προκατόχους του, της Σχολής της Ρώμης. Και, ενώ οι εναρμονίσεις του είναι λιγότερο επεξεργασμένες από εκείνων, οι μελωδίες του είναι πιο «ελεύθερες» και γεμάτες χάρη, και το τελικό αποτέλεσμα πιο δραματικό.[7]
Όμως, υπήρξε κυρίως ο πρώτος σημαντικός συνθέτης ορατορίων, με το έργο του πάνω στο συγκεκριμένο είδος να είναι το σπουδαιότερο από οποιονδήποτε Ιταλό συνθέτη της εποχής του.[7] Το ορατοριο Ιεφθάε αποτελεί το σημαντικότερο από αυτά. Εκεί, η χορωδία, εκτός από τον σχολιασμό της δράσης, συμμετέχει στην υπόθεση μέσω «διαλόγων» αντιτιθεμένων ομάδων, όπου συνυπάρχουν συζητήσεις, σχολιασμοί, αναφωνήσεις, ακόμη και σκληρά λόγια. Μαζί με τις άριες και τις ενόργανες παρεμβάσεις, ο συνθέτης στοχεύει να δημιουργήσει όχι μόνο μιαν απλή ανάκληση, αλλά και ατμόσφαιρα και εκφραστικά χρώματα ιερού επισμού.[8] Γενικότερα, ο Καρίσιμι χειρίζεται το ορατόριο ως αυτόνομο μουσικό είδος βιβλικού περιεχομένου, κάτι που θα διατηρηθεί για, σχεδόν, 200 χρόνια. Ο Χαίντελ, αργότερα, θα επεκτείνει αυτό το σχήμα στα δικά του ορατόρια. Τα περισσότερα από τα ορατόρια του συνθέτη βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι.[8][10][12]
Η θέση του στην ιστορία της εκκλησιαστικής και φωνητικής μουσικής, καθώς και της μουσικής δωματίου είναι κάπως παρόμοια με αυτή του Φ. Καβάλι (Francesco Cavalli) στην ιστορία της όπερας. Μπορεί ο Λ. Ρόσι (Luigi Rossi) να ήταν ο προκάτοχός του στην ανάπτυξη της καντάτας δωματίου, όμως ο Καρίσιμι ήταν ο συνθέτης που έκανε τη συγκεκριμένη φόρμα, το όχημα για το πιο πνευματικό ύφος της μουσικής δωματίου, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο των Αλεσσάντρο Σκαρλάττι, Εμανουέλε ντ’ Αστόργκα και Μπενεντέτο Μαρτσέλο. Ωστόσο, ουδέποτε ακολούθησε τον δρόμο του μελοδράματος, αλλά μια εκφραστική αμεσότητα και αναζήτηση βαθύτερων συγκινησιακών επικλήσεων του λόγου.[8]
Ο Καρίσιμι ήταν ενεργός όταν η κοσμική μουσική ήταν έτοιμη να «σφετεριστεί» την κυριαρχία της θρησκευτικής μουσικής στην Ιταλία. Η αλλαγή ήταν αποφασιστική και μόνιμη. Όταν άρχισε να συνθέτει, η επιρροή των προηγούμενων γενεών συνθετών της Ρώμης εξακολουθούσε να είναι «βαριά» (για παράδειγμα, το στυλ του Παλεστρίνα) και, όταν η καριέρα του έφτανε στο τέλος της, οι οπερατικές και οι θρησκευτικές οργανικές φόρμες κυριαρχούσαν. Επιπλέον, ο Καρίσιμι υπήρξε σημαντικός δάσκαλος και η επιρροή του εξαπλώθηκε πολύ στη Γερμανία και τη Γαλλία. Μεγάλο μέρος του μουσικού στυλ του Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ, για παράδειγμα, έχει τις ρίζες του στον Καρίσιμι. Ο Σαρπαντιέ, μέσω των μαθητών του, έκανε γνωστό το έργο του δασκάλου του στο Παρίσι. Άλλος, σημαντικός μαθητής του Καρίσιμι, υπήρξε ο Ιταλός συνθέτης Αντόνιο Τσέστι.[8][12]
Κυριότερα έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορατόρια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Λούσιφερ
- Ιεφθάε (πριν το 1649) [8]
- Ιωνάς
- Τελική Ημέρα της Κρίσης
- Ματαιότης Ματαιοτήτων
- Αβραάμ και Ισαάκ (1655-6) [8]
- Βαλτάσαρ
- Η Κρίση του Σολομώντος (A solis ortu)
- Ο Θρήνος των Κολασμένων
- Μάρτυρες
- De Tempore Interfecto Sisar
- Παγκόσμιος Κατακλυσμός
Λειτουργίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Sciolto havean dall'alte sponde, για 5 φωνές και κοντίνουο
- Ο Οπλισμένος Αρματωμένος Άνδρας, για 12 φωνές [9]
Καντάτες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Piangete, aure, piangete, για σοπράνο και κοντίνουο
- Così volete, così sarà, για σοπράνο και κοντίνουο (1640)
- Vittoria, mio core (Amante sciolto d'amore), για σοπράνο και κοντίνουο (1646)
- Ferma Lascia Ch'Io Parli (Lamento della Regina Maria Stuarda), για σοπράνο και κοντίνουο (1650)
- Sciolto havean dall'alte sponde (I naviganti) για 2 σοπράνο, βαρύτονο και κοντίνουο (1653)
- Apritevi inferni (Peccator penitente), για σοπράνο και κοντίνουο (1663)
Μοτέτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Οι Θρήνοι του Προφήτου Ιερεμία για μέτζο σοπράνο, σοπράνο και κοντίνουο
- Exulta, gaude, filia Sion, για 2 σοπράνο και κοντίνουο (1675)
- Exurge, cor meum, in cithara, για σοπράνο, 2 βιολιά, βιόλα και κοντίνουο (1670)
- Ardens est cor nostrum [meum], για σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσο και κοντίνουο (1664)
- Desiderata nobis, για άλτο, τενόρο, μπάσο και κοντίνουο (1667)
- Άριες Δωματίου (1667) [13]
Εκπαιδευτικά έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Η τέχνη του τραγουδιού και του συνθέτη [8]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 138921624. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6sj1mh1. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 4,0 4,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 9917. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ 6,0 6,1 Jones
- ↑ 7,0 7,1 7,2 Grove
- ↑ 8,00 8,01 8,02 8,03 8,04 8,05 8,06 8,07 8,08 8,09 8,10 8,11 Bompiani Musica
- ↑ 9,0 9,1 Kennedy
- ↑ 10,0 10,1 Chisholm
- ↑ Sorini, Simone. Gli Oratori Latini di Giacomo Carissimi: Jephte e Jonas
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Λεωτσάκος
- ↑ Baker
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1981, τόμος 32, σ. 147
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Jones, Andrew V. "Carissimi, Giacomo". In L. Root, Deane. Grove Music Online. Oxford Music Online. Oxford University Press
- Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Carissimi, Giacomo". Encyclopædia Britannica. 5 (11th ed.). Cambridge University Press. p. 338.