εβραΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβραΐστρια < εβραϊστής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εβραΐστρια θηλυκό
- η γυναίκα που μελετά εβραϊκά κείμενα, ιστορία, αρχαιολογία ή πολιτισμική παράδοση