coping

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:41, 24 Ιουλίου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkəʊpɪŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coping (en)

  1. η κορυφή, συνήθως κοίλη ή επικλινής
  2. δρομικός τουβλότοιχος ή πετρότοιχος

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

coping (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]